Σημείωση – Τετάρτη 05/03/2025:
Πλήθος κόσμου στο Ηράκλειο ανταποκρίθηκε στο σημερινό κάλεσμα για τα Τέμπη πλαισιώνοντας το αναρχικό μπλοκ. Τα χιλιάδες άτομα που πορεύτηκαν μαχητικά πίσω από το αναρχικό πανό γκρέμισαν στη πράξη το οποιοδήποτε αφήγημα περί «προβοκατόρων» και μειοψηφιών.
Είμαστε οι πρώτες σταγόνες της καταιγίδας που έρχεται
«Ποινική δίωξη κακουργηματικού χαρακτήρα στον 15[χρονο] που τον πιάσαν με τις μολότοφ. Επίσης δίωξη και στην Μητέρα του για την εποπτεία αυτού. Διώξεις πλημμεληματικού χαρακτήρα για τον Τριαντόπουλο και τον Αγοραστό που πιάστηκαν να κουβαλάνε τα απομεινάρια των παιδιών μας και να τα πετάνε στα χωράφια. Επίσης πλημμεληματικού χαρακτήρα κατά το πόρισμα του ΕΔΟΑΣΑΑΜ, για την εποπτεία και μεταφορά των πραγμάτων των ανθρώπων μας όπως και σημαντικών στοιχείων, σε όλους τους πολιτικούς παρευρισκόμενους εκείνο το βράδυ εκεί.»
Νίκος Πλακιάς, 01/03/2025
Τα Τέμπη ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Ήταν η έκρηξη ενός συναισθηματικού φορτίου μιας κοινωνίας που συσσωρεύει οργή, που βιώνει κατάθλιψη που εν τέλει τα ατομικά αλλά και συλλογικά αδιέξοδά της, τα έκανε οργή. Αν και μια τέτοια αντίδραση μετά από τόσα χρόνια μονοσήμαντης ταξικής επίθεσης ήταν λογική και αναμενόμενη, η πολιτική υπεράσπιση της απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής, όπως αυτή εκφράστηκε από την εξουσία, σαν απάντηση στο έγκλημα στα Τέμπη, ήταν η σπίθα που άναψε την φωτιά. Η επίθεση στην κοινωνία από αυτούς που βρίσκονται στην εξουσία με πολιτικές δηλώσεις ότι ο λαός και η κοινωνία δεν έχουν πάντα δίκιο έφεραν και αυτές με την σειρά τους την οργισμένη απάντηση της ίδιας της κοινωνίας.
Η 28η Φλεβάρη είναι μια μέρα που θα μείνει χαραγμένη στην ιστορία. Η μεγαλύτερη γενική απεργία που γνώρισε ποτέ η χώρα, συνοδευόμενη από τις πολυπληθέστερες συγκεντρώσεις από την μεταπολίτευση και έκτοτε συγκλόνισαν περισσότερες από τριακόσιες πόλεις και χωριά της Ελλάδας και άλλων κρατών. Οι εκτιμήσεις για τον πλήθος του κόσμου που κατέβηκε στο δρόμο, μιλάνε για 2.5 με 3 εκατομμύρια. Στο Ηράκλειο περίπου 40.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ήδη τρεις ώρες πριν την ώρα της συγκέντρωσης, κατακλύζοντας το κέντρο της πόλης δημιουργώντας μια κατάσταση πρωτοφανή και εν δυνάμει ανεξέλεγκτη.
Το αναρχικό μπλοκ σε όλη τη διάρκεια της συγκέντρωσης βρίσκονταν μπροστά από τα δικαστήρια. Την στιγμή που τα μπροστά μπλοκ ανέβαιναν την Γιαμαλάκη και ενώ οι διαδηλωτές καταλάμβαναν όλη την διαδρομή από την πλατεία Ελευθερίας μέχρι εκεί, μέσω της παραλιακής, άτομα από το μπλοκ επέλεξαν να προπορευτούν προς το γραφείο του βουλευτή της Ν.Δ. Λευτέρη Αυγενάκη και να συγκρουστούν με τις δυνάμεις των ΜΑΤ που ήταν τοποθετημένες εκεί. Από εκείνη τη στιγμή και έκτοτε οι ματατζήδες αποφάσισαν να κλείσουν τον δρόμο πίσω από την πορεία και να αποκόψουν έτσι τα υπόλοιπα μπλοκ αλλά και μέρος του δικού μας, που εν τέλει έτσι ποτέ δεν ολοκλήρωσαν την πορεία. Σε όλη τη διαδρομή από εκείνη τη στιγμή και έκτοτε επιτίθονταν στο πίσω μέρος του μπλοκ με δακρυγόνα και βόμβες κρότου-λάμψης. Το αναρχικό μπλοκ απάντησε επιτυχώς σε όσες επιθέσεις δέχτηκε, με όση σφοδρότητα και αν αυτές είχαν. Στην 25ης Αυγούστου πραγματοποιήθηκαν μια σειρά από επιθέσεις σε τράπεζες, πολυεθνικές εταιρείες και επιχειρήσεις τουριστικών ενδιαφερόντων, στις οποίες οι μπάτσοι απάντησαν πάλι με δακρυγόνα και κρότου λάμψεις. Στο τέλος της οδού 1821 το αναρχικό μπλοκ αποχώρησε και πλέον ευρύτερα κοινωνικά κομμάτια συνέχισαν να βρίσκονται στο δρόμο, να διεκδικούν την παρουσία τους σε αυτόν, να επαναπροσεγγίζουν την πλατεία των Λιονταριών και να συγκρούονται με τους μπάτσους που ήταν εκεί, για μία και πλέον ακόμα ώρα.
Πέρα από το Ηράκλειο, πλήθος συγκρούσεων πραγματοποιήθηκαν σε άλλες πόλεις της ελληνικής επικράτειας, με τις σφοδρότερες από αυτές, τόσο σε ένταση όσο και διάρκεια, να συμβαίνουν στην Αθήνα. Εκεί, ένα μέρος των διαδηλωτών, το οποίο αν και μειοψηφικό, αριθμούσε μερικές χιλιάδες, επέλεξε να επιτεθεί στις δυνάμεις καταστολής σε διάφορα σημεία, μεταξύ των οποίων και μπροστά στη Βουλή.
Η αστυνομία χρησιμοποιώντας ξύλο, χημικά και αύρες, προσπάθησε να καταστείλει τις μάζες σύγκρουσης και να διαλύσει συνολικά τις συγκεντρώσεις. Παρ’όλ’αυτά, μια σημαντική μερίδα κόσμου, μαχητικά και αποφασιστικά, αψηφούσε την κρατική τρομοκρατία και επαναπροσέγγιζε μέχρι αργά το βράδυ, είτε για να διεκδικήσει χώρο είτε και για να ξανα-συγκρουστεί.
Εμείς οι προβοκάτορες, οι κουκουλοφόροι
Αυτή είναι μια σύντομη παράθεση των γεγονότων, από την δικιά μας οπτική. Με πρόφαση αυτά λοιπόν, ανασύρθηκε από το συρτάρι το καταχωνιασμένο αφήγημα της προβοκατορολογίας. Σύσσωμα τα αστικά κόμματα, από όλο το φάσμα του «δημοκρατικού τόξου», τα καθεστωτικά ΜΜΕ αλλά και διάφορα κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας, καταδίκασαν τις συγκρούσεις και βάφτισαν τους ανθρώπους που τις επέλεξαν, ασφαλίτες και παρακρατικούς.
Το αφήγημα αυτό φυσικά δεν μας είναι ούτε ξένο, ούτε καινούργιο και – υπό διαφορετικές συνθήκες – δεν χρίζει καν απάντησης. Στο φως όμως της πρωτόγνωρης μαζικότητας των συλλαλητηρίων, και της κατά συνέπειας υιοθέτησης του αφηγήματος από ένα διευρυμένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα.
Αρχίζοντας από τα εύκολα.
Όσον αφορά τις κουκούλες. Η τακτική της απόκρυψης των χαρακτηριστικών του προσώπου είναι ένα μέσο ασφάλειας και τίποτα περισσότερο. Το χρησιμοποιούν όλες όσες δραστηριοποιούνται στις διαδηλώσεις αλλά και στους κοινωνικούς αγώνες που θέλουν να προστατευτούν όταν παραβαίνουν τα όρια της αστικής νομιμότητας. Η φράση «κουκουλοφόροι» από μόνης της είναι μια άθλια προβοκάτσια του ΚΚΕ που ήθελε να ταυτίσει τους εξεγερμένους της δεκαετίας του ‘60 με τους καταδότες συνεργάτες των ναζί. Ανά τον κόσμο, κουκούλες χρησιμοποιούν οι παλαιστίνιοι μαχητές, οι ζαπατίστας και διάφορα άλλα κινήματα από την αίγλη και το φαντασιακό των οποίων τρέφεται η εξωκοινοβουλευτική, και όχι μόνο, αριστερά έχοντας την ασφάλεια ότι αυτές οι πρακτικές βρίσκονται σε άλλα μέρη του κόσμου. Στην Ελλάδα, ο αναρχικός χώρος και οι διάφορες διασπάσεις ή συνιστώσες του είναι κατ’ εξοχήν ο πολιτικός χώρος που χρησιμοποιεί μέσα απόκρυψης χαρακτηριστικών προσώπου και αυτό γιατί στηρίζει και εφαρμόζει τακτικές συμβολικής βίας απέναντι στο καθεστώς και τα σύμβολά του αλλά και γιατί συμμετέχει έμπρακτα στις κοινωνικές εκρήξεις. Αν δεν απέκρυπταν τα χαρακτηριστικά τους οι αναρχικοί θα συλλαμβάνονταν την επόμενη μέρα αφού είτε θα τους είχαν τραβήξει οι χιλιάδες κάμερες που υπάρχουν στους δρόμους είτε θα τους είχαν αναγνωρίσει οι διάφοροι ασφαλίτες και ρουφιάνοι που επίσης υπάρχουν στους δρόμους καθημερινά, είτε έχει πορείες, είτε όχι.
Επίσης η λογική της «αφορμής» είναι προβληματική, ότι δηλαδή η δράση των «κουκουλοφόρων» έδωσε αφορμή στους μπάτσους να χτυπήσουν την πορεία. Πιστεύει κάποιο άτομο στα σοβαρά ότι οι μπάτσοι χρειάζονται αφορμή για να χτυπήσουν μια πορεία; Ακόμα και εάν υποθέσουμε ότι η πορεία αυτή ήταν απολύτως ειρηνική, το οποίο δεν γίνεται, ακριβώς γιατί ήταν μια κοινωνική πορεία με εκατοντάδες χιλιάδες οργισμένους διαδηλωτές χωρίς κεντρική οργάνωση, αν αυτή η πορεία όντως έμενε στο Σύνταγμα παραπάνω ώρες από το προβλεπόμενο υπάρχει νοήμων άνθρωπος που πιστεύει ότι δεν θα την χτυπούσαν οι μπάτσοι επειδή δεν θα είχαν αφορμή;
Τέλος, για το ζήτημα της ταυτότητας αυτών των «κουκουλοφόρων».
Δεν υπάρχει περίπτωση οι μπάτσοι να κάθονται την παραμονή μιας συγκέντρωσης ή πορείας, να προετοιμάζουν μολότοφ, γκαζάκια και βεγγαλικά με βενζίνη, για να περάσουν όλη την επόμενη μέρα να τα εκσφενδονίζουν σε διμοιρίες, βάζοντας σε σοβαρό κίνδυνο την σωματική ακεραιότητα, τόσο των συναδέλφων τους όσο και την δικιά τους. Ούτε θα επέλεγαν να κρατήσουν κάποιο παλούκι και να συγκρούονται για ώρες σώμα-με-σώμα με τις στρατιωτικά εξοπλισμένες συμμορίες των ΜΑΤ και ΔΡΑΣΗ.
Αυτό το επιλέγει διαχρονικά και συνειδητά μια μερίδα κόσμου που κατεβαίνει στον δρόμο και που γνωρίζει πολύ καλά ποιος είναι ο εχθρός του. Ένα ψηφιδωτό αποτελούμενο από αναρχικές, κομμουνιστές, αγωνιστές, μαθήτριες, φοιτητές, οπαδούς, εργάτριες, άνεργους. Ο καθένας από το μετερίζι του και για τους δικούς του λόγους, επιλέγει την σύγκρουση με τις αστυνομικές δυνάμεις. Ο θυμός και η αγανάκτηση που διακατέχουν το σύνολο των διαδηλωτών, παίρνει σάρκα και οστά μέσα από τις κινήσεις αυτού του κομματιού. Ένα κομμάτι του λαού και της κοινωνίας, και όχι ξεκομμένο από αυτή, όπως προσπαθεί εδώ και δεκαετίες να πείσει τόσο η κοινοβουλευτική όσο και ένα μεγάλο μέρος της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς.
Αρκεί κανείς να κοιτάξει στα γρήγορα τις λίστες με τα συλληφθέντα άτομα σε κάθε τέτοια περίσταση, για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά μας. Θα βρει ανάμεσα τους το παιδί, τον συνάδελφο, την φίλη, τον γείτονα και τον συμμαθητή του.
Ο κόσμος δεν αλλάζει με προσευχές
Προχωρώντας τώρα στα πιο δύσκολα.
Η βία δεν έχει κάποιο εγγενές ηθικό πρόσημο. Το πότε, πού, πως, από ποιόν και απέναντι σε τι θα χρησιμοποιηθεί είναι όλα ερωτήματα που καθορίζουν αν είναι δικαιολογημένη και θεμιτή. Αυτό το ξέρει καλά κάθε επαναστατικός και ριζοσπαστικός χώρος, μεταξύ αυτών και ο αναρχικός.
Ένα από τα δομικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου κράτους, είναι η αναγνώρισή του ως τον φορέα του μονοπωλίου της νόμιμης βίας. Με άλλα λόγια, μόνο το κράτος έχει το δικαίωμα να ασκεί βία και κανείς άλλος.
Αυτό ακριβώς το μονοπώλιο είναι που διαχρονικά, ανά τον κόσμο, αμφισβητούν έμπρακτα οι συγκρουσιακές μάζες στον δρόμο, όταν σπάνε την επιβαλλόμενη αστική νομιμότητα και επιλέγουν να γυρίσουν πίσω στο κράτος, το κεφάλαιο και τους πραιτοριανούς τους, λίγη από την βία που τους ασκείται καθημερινά. Βία αόρατη, αλλά πέρα για πέρα αληθινή. Βία των μισθών της πείνας, των υψηλών ενοικίων, της ακρίβειας, του επερχόμενου πολέμου. Βία τον δολοφονημένων στα Α.Τ., των πνιγμένων στα σύνορα, των καμμένων στα βουνά και τον σκοτωμένων παιδιών στα τραίνα.
Σε μία συγκυρία όπου οι διαχειριστές της εξουσίας επιμένουν υπεροπτικά ότι η κοινωνία έχει άδικο και αυτή έχει δίκιο, που είναι ξεκάθαρο ότι θα κάνουν οτιδήποτε περνάει από το χέρι τους
για να κρατήσουν τα σκήπτρα της εξουσίας και δηλώνουν εμμέσως ότι θα συνεχίσουν να εξυπηρετούν τα αφεντικά τους – το νόμιμο και παράνομο κεφάλαιο. Η βία των καταπιεσμένων – η αντιβία – όχι απλώς δεν είναι καταδικαστέα, αλλά είναι ηθική, δίκαιη και μονόδρομος. Τώρα είναι η ώρα αυτές τις πρακτικές να τις οικειοποιηθούν ευρύτερα κομμάτια της κοινωνίας, όπως έγινε και τα χρόνια των μνημονίων. Οι καρέκλες τρίζουν μόνο αν τις τρίξεις με τα ίδια σου τα χέρια.
Το κρατικό αφήγημα
Και αυτό το ξέρουν καλά τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση. Και γι’ αυτό προωθούν και οι δύο το δίπολο «ειρηνικών διαδηλωτών» και «κουκουλοφόρων».
Αρχικά, έχουμε την κυβέρνηση, η οποία μόλις άρχισε να καταλαβαίνει πως οι συγκεντρώσεις θα ήταν μαζικές και πως οι εκκλήσεις της για εμπιστοσύνη στην αστική δικαιοσύνη έπεφταν στο κενό, άρχισε να εγκαλεί τον κόσμο σε εκδηλώσεις πένθους και βουβές διαμαρτυρίες.
Έστηνε ήδη το αφήγημα, προειδοποιώντας τον κόσμο ότι μέσα στο πλήθος θα παρεισφρήσουν κακοποιά στοιχεία, με σκοπό να «αμαυρώσουν» τις διαδηλώσεις.
Στον – όχι και τόσο – αντίποδα, η αντιπολίτευση, με κύριο εκφραστή της το ΚΚΕ, ΠΑΣΟΚ, ΣΥ.ΡΙΖ.Α και ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ κάνουν λόγο για για την παρείσφρηση «προβοκατόρων» – «κουκουλοφόρων» – «παρακρατικών», οι οποίοι μέσω της δράσης τους, θα αποτελέσουν την κινητήριο δύναμη για την αστυνομική επέμβαση και διάλυση των συλλαλητηρίων. Με άλλα λόγια, εγκαλούν και αυτοί τον κόσμο να μην παρασυρθεί από τους «παρακρατικούς» και να διαδηλώσει ειρηνικά.
Αυτή η προβοκατορολογία λοιπόν, έχει συγκεκριμένη λειτουργία, και όπως προαναφέραμε, δεν είναι κάτι καινούργιο. Αντίθετα, αποτελεί σταθερή γραμμή και διαδίδεται κυρίως από την αριστερά. Από τα Ιουλιανά του 1965 μέχρι την εξέγερση του Πολυτεχνείου, τις εργατικές διεκδικήσεις της δεκαετίας του 1970 και τη εξέγερση του 2008, από τα αντιμνημονιακά χρόνια έως και σήμερα. Κύριος στόχος της είναι η να αποπολιτικοποιήσει την βία και να την βγάλει εκτός δημόσιου διαλόγου. Έτσι, δεν χρειάζεται να εξηγεί γιατί οι μόνες θεμιτές πολιτικές πρακτικές πρέπει να εντάσσονται στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, ούτε χρειάζεται να αντιπαρατεθεί πολιτικά με όσους επιλέγουν να την χρησιμοποιήσουν στο εδώ και στο τώρα, αφού είναι «παρακρατικοί» και όχι αγωνιστές.
Δηλαδή προωθείται η αντίληψη πως μόνο οι ειρηνικές διαμαρτυρίες είναι θεμιτές και χαίρουν κοινωνικής -και αστικής – νομιμοποίησης, ενώ οτιδήποτε αποκλίνει από αυτά τα πλαίσια δεν αποτελεί μέρος τους.
Το επαύριο των συγκρούσεων, ένα από τα κύρια θέματα στο δημόσιο διάλογο ήταν η «αντιπαράθεση» μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολίτευσης όσον αφορά τους εν λόγω «κουκουλοφόρους».
Οι μεν εμφανίζονται υπερήφανα ότι διαφύλαξαν την ειρηνική διαδήλωση ενώ οι δε επισημαίνουν ότι είτε η κυβέρνηση δεν το έκανε αρκετά καλά (ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ΠΑ.ΣΟ.Κ) είτε ότι αυτοί οι ίδιοι προστάτεψαν τον κόσμο που κατέβηκε στο δρόμο, τους αληθινούς αγωνιστές, από τους «παρακρατικούς προβοκάτορες» (ΚΚΕ).
Αυτή η λογική εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και για τις δύο μεριές. Από την μία η κυβέρνηση προσπαθεί να εξασφαλίσει πως δεν θα μαζικοποιηθούν οι συγκρούσεις και δεν θα αποσταθεροποιηθεί το καθεστώς – κάτι που μας επισημαίνει σταθερά πως δεν πρέπει να γίνει. Από την άλλη, η αντιπολίτευση προσπαθεί να διασφαλίσει πως ο,τι διεκδικήσεις είναι να συμβούν, θα γίνουν στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας και μόνο εφόσον διαμεσολαβήσει αυτή η ίδια. Με άλλα λόγια, προσπαθεί να αποκτήσει ευρεία κοινωνική αποδοχή και να ανέβει κοινοβουλευτικά.
Με την συνεχή ανακίνηση στο δημόσιο διάλογο της προβοκατορολογίας και του παραπάνω δίπολου, το κράτος αποπροσανατολίζει μια μερίδα κόσμου και κατευθύνει την οργή του απέναντι στα πιο ετοιμοπόλεμα κομμάτια της αγωνιζόμενης κοινωνίας. Έτσι, διασφαλίζει πως η κατάσταση δεν θα ξεφύγει από το κρατικό έλεγχο και πως οποιεσδήποτε συλλήψεις και καταστολή απέναντι σε αυτά τα κομμάτια θα χαίρουν μεγαλύτερης κοινωνικής νομιμοποίησης.
Με άλλα λόγια, αποτελεί μια ξεκάθαρη αντι-εξεγερτική στρατηγική, μια ξεκάθαρη επίθεση στα πιο μαχητικά κομμάτια της κοινωνίας, από σύσσωμο τον κρατικό μηχανισμό, και αριστερό και δεξιό.
Εμείς με την σειρά μας, ξεκαθαρίζουμε πως είμαστε μέρος και πως στηρίζαμε, στηρίζουμε και θα συνεχίσουμε να στηρίζουμε πολιτικά, ηθικά και υλικά όλον εκείνον τον κόσμο που είτε συλλογικά είτε ατομικά επιλέγει να συγκρουστεί με το κράτος, το κεφάλαιο και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς τους.
Την αμέριστη αλληλεγγύη μας στα συλληφθέντα άτομα από την απεργιακή κινητοποίηση της 28 Φλεβάρη.
Το δίκιο θα κριθεί στους δρόμους.
ⒶΗράκλειο Κρήτης
Άνοιξη 2025
Άρθρα αναγνωστών μέσω Email