13 – χώμα και νερό

Το ξήλωμα της ασφάλτου και των πλακών αποκάλυψε το κρυμμένο χώμα της πόλης και του θύμισε την βροχή.

Εκείνη η περίεργη κατάσταση όπου το περισσότερο χώμα καλύπτεται και μικρά τετραγωνάκια αφήνουν μετρημένα δέντρα να ριζώσουν αντιστράφηκε: το χώμα ήταν παντού εκτός από τους δρόμους και τα μεγαλύτερα μονοπάτια –που για την ευκολία των ποδηλάτων και των αμαξιδίων είχαν επιλέξει να τα στρώσουν με τις πλάκες των παλιών πεζοδρομίων.

Οι υδροφόροι ορίζοντες άρχισαν να ξαναγεμίζουν. Παλιά πηγάδια ξαναγέμισαν, και άνοιξαν νέα. Τα ρέματα και τα ποτάμια της πόλης απέκτησαν ξανά ροή.

Ήδη από την περίοδο των ταραχών, όταν σε μία απεγνωσμένη κίνηση ο στρατός είχε ανατινάξει τους αγωγούς υδροδότησης της πόλης, αναγκάστηκαν να θέσουν σε εφαρμογή τα πλάνα μίας «μυστικής επιτροπής για την απελευθέρωση του νερού και της δίψας», και δύο άλλων ανώνυμων ομάδων. Τα πλάνα αυτά περιελάμβαναν παλιούς υδρολογικούς χάρτες και ενδείξεις για τους δρόμους που έκρυβαν από κάτω τους τις μεγαλύτερες κοίτες.* Κι έτσι έγινε. Οι κοίτες ξανανοίχτηκαν και χτίστηκαν γέφυρες για να ενώνονται οι όχθες.

Τα ποτάμια και τα ρέματα που είχαν μετατραπεί σε υπονόμους σιγά σιγά αποκαταστάθηκαν και επέστρεψαν σε αυτά οι καλαμιές, οι γρύλοι και τα βατράχια. Και τα πλατάνια των φιδίσιων δρόμων ξαναβρήκαν, μετά από έναν αιώνα και, την θαλπωρή του ανεμπόδιστου κελαρύσματος του νερού.


* https://geomythiki.blogspot.com/

12

Όσα πριν την αλλαγή ασχολιόντουσαν με την πολιτική χρειάστηκε να φάνε αρκετό χλευασμό και κοροϊδία για να ξεπεράσουν τα εαυτά τους και να καταλάβουν ότι δεν έχουν καμία παραπάνω εξειδεκευμένη γνώση σχετικά με αυτό που συμβαίνει.

11 – ερείπια

Κάποια κτήρια που είχαν καεί τις μέρες των ταραχών κανείς δεν ήθελε να τα πλησιάσει για χρόνια. Τί να κάνεις με μια φυλακή, ή ένα ΑΤ; Πόσος κόσμος να βρεθεί που να θέλει να τα επανοικειοποιηθεί, να παλέψει με την μνήμη τους για να τα κάνει κάτι άλλο; Πόσος κόσμος να βρεθεί που να θέλει να φροντίσει τέτοια μέρη, απλά και μόνο για την διάσωση της μνήμης; Όχι πολύς. Κάποια μείνανε ως κατεστραμμένα ερείπια – η μορφή τους να φθείρεται με το πέρας του χρόνου, όπως και η μνήμη τους. Η επανοικειοποίησή τους έγινε από τα χόρτα, τα πουλιά, τις γάτες, την βροχή και τον ήλιο.

10

Το αραίωμα των κτιρίων της πόλης ήταν κεντρικό ζήτημα σε πολλές συνελεύσεις για μια μεγάλη περίοδο. Υπήρχε η αίσθηση ότι η δόμηση της πόλης δεν είναι σωστή – πως αντικατοπτρίζει τις ανάγκες και τους τρόπους ενός κόσμου κυριαρχίας και καταστροφής: Κτίρια καυτά το καλοκαίρι και κρύα τον χειμώνα, που απαιτούσαν εργοστάσια ενέργειας κάπου αλλού και εξορύξεις κάπου παραπέρα ‘ οικοδομικά τετράγωνα χαραγμένα στους κανόνες μίας αστυνομευτικής πολεοδομίας.

Το να κατεδαφιστούν όλα και να ξαναρχίσουν από την αρχή δεν το πήραν ποτέ στα σοβαρά, ακόμα και εκείνα που κάποτε, πριν τις ταραχές, το ‘λεγαν. Δεν γίνεται να ξαναρχίσεις από την αρχή. Αυτό που προσπαθούσαν, ήταν να συνεχίσουν από ένα τέλος.

Κάθε κατεδάφιση αντιμετωπιζόταν σαν κάτι με πολύ μεγάλο κόστος. Πολύ δουλειά για να γκρεμιστεί κάτι που ήδη είναι χτισμένο, να ξεκαθαριστούν και να σωθούν τα χρήσιμα υλικά, να βρεθεί λύση για όσα δεν μπορούν να σωθούν και να καθαριστούν τα μπάζα. Υπήρχε μία άρνηση για τέτοιες σπατάλες.

Ωστόσο υπήρχε και η επιθυμία για την αραίωση των κτιρίων, για την δημιουργία περισσότερων κήπων και οπωρώνων, και για την πρόσκληση περισσότερης αγριάδας να αναπτυχθεί. Μετά από εξαντλητικές κουβέντες η κάθε κατεδάφιση γινόταν σαν γιορτή. Όχι με την θεαματική δύναμη της μπουλντόζας και των εκρηκτικών, αν και υπήρχαν κιαυτά. Συνήθως η κατεδάφιση έμοιαζε περισσότερο με την καταβρόχθιση ενός πτώματος από μία αποικία μυρμηγκιών. Aπό κάτω μέχρι πάνω και από μέσα προς τα έξω, η οργάνωση της επαναχρησιμοποίησης των υλικών ήταν μια εργασία με σκοπό την ελαχιστοποίηση του μόχθου, και γινόταν, αργά και τεμπέλικα, παράλληλα με ποτό, τσιμπολόγημα, κουβέντες και μουσική.

9

Ήταν συνήθεια να περπατάς με ένα σωρό σπόρους στην τσέπη και να τους αφήνεις από εδώ και από εκεί αδιακρίτως. (Σε κάποια άρεσε να ράβουν στα πανωφόρια τους μία πράσινη τσέπη ακριβώς για αυτόν τον σκοπό).

Αντίστοιχα ήταν συνήθεια και να μαζεύεις κάτι και να τρως επί τόπου, όπου κι αν βρισκόσουν, ό,τι κι αν έκανες.