Έφτιαξαν μια προτομή της Ursula Le Guin, και γράψαν από κάτω το όνομα Όντο.
6 – το μουσείο
Σε μία γειτονιά, κάποιος κόσμος άρχισε πρωτοβουλιακά να φτιάχνει ένα μουσείο για το πριν. Πολλά αντικείμενα του καπιταλισμού έτσι κιαλλιώς κυκλοφορούσαν, ο κόσμος τα χρησιμοποιούσε, τα επιδιόρθωνε, ή τα μεταμόρφωνε για να τα προσαρμόσει σε νέες ανάγκες. Τα αντικείμενα του μουσείου όμως ήταν με τέτοιο τρόπο μαζεμένα, μαζί με φωτογραφίες, βίντεο και κείμενα, που έδιναν μία ιδέα για το πώς ήταν η ζωή με τους παλιούς θεσμούς. Ήταν η τρέλα της μισθωτής σκλαβιάς, του κράτους, της αστυνομίας, των φυλακών, των τραπεζών. Ήταν και ο τρόποι που στον ίδιο κόσμο υπήρχε και χαρά, ομορφιά ακόμα. Πολλά διαφωνούσαν με την δημιουργία του μουσείου, έκαναν κριτική, αρνιόντουσαν ακόμα και να περάσουν απέξω. Οι νοσταλγία του παλιού τα τρόμαζε. Αλλά το μουσείο είχε επισκέψεις. Τα πλαστικά παιχνίδια κουβαλούσαν το τι σήμαινε εξόρυξη, εργοστάσιο, μαζική παραγωγή, εμπόριο, αλλά και παιχνίδι. Η επίσκεψη ήταν πάντα κάτι έντονο, ίσως για κάποιους επώδυνο, αλλά και κάτι που γενούσε περιέργεια. Κόσμος πήγαινε για να θυμηθεί, για να ξαναδεί κάτι που ήξερε από κάπου αλλού και να δει πως αυτό είχε αλλάξει, για να δει ομοιότητες και διαφορές με το τώρα. Πήγαιναν πολύ και παιδιά που γεννήθηκαν μετά, για να καταλάβουν τι κουβαλάνε τα μεγαλύτερα, και τόσο συχνά κολλάνε ή δεν καταλαβαίνουν από τα ίδια τους τα προτάγματα.
5 – πίνακες πληροφοριών
Διάφορες υπαρκτές τεχνολογίες αναδείχθηκαν ως ιδιαίτερα σημαντικές, για να ανθίσουν οι επιθυμητές κοινωνικές σχέσεις στα πλαίσια της πολυάριθμης, και σε κάποιο βαθμό ακόμα απρόσωπης, συμβίωσης.
Μία από αυτές ήταν, σε διάφορες μορφές και εκδοχές, ο “πίνακας πληροφοριών”. Πάρκινγκ έγραφαν σε ηλεκτρονικές πινακίδες τον αριθμό ελεύθερων κοινόχρηστων αυτοκινήτων. Τα αυτοκίνητα έγραφαν σε μία ηλεκτρονική ταμπέλα τον αριθμό ελεύθερων θέσεων και τον προορισμό τους. Οι πολυκατοικίες και τα σπίτια ανακοίνωναν κάπου κοντά στα κουδούνια τον αριθμό κενών κρεβατιών διαθέσιμων για φιλοξενία. Οι αποθήκες ενημέρωναν για το απόθεμά τους. Τα εργαστήρια για τα διαθέσιμα εργαλεία τους.
Η χρήση της πληθώρας ανιδιόκτητων αντικειμένων πλέον συνοδευόταν από μία πληροφορία που άφηναν οι χρήστες πάνω στα αντικείμενα και τους χώρους διαμονής τους, εξασφαλίζοντας ότι κρίσιμες πληροφορίες για την οργάνωση των υλικών και την διασφάλιση της κοινής τους χρήσης μπορούσαν να μεταδίδονται χωρίς την παρουσία των περισσότερο καταρτισμένων χρηστών.
4
Οι ταράτσες, ειδικά εκείνες που κοιτούν ανεμπόδιστα τον νότο, έγιναν κήποι, μπήκαν φωτοβολταϊκά, μικρές ανεμογεννήτριες, γινόταν συλλογή βρόχινου νερού και κομποστοποίηση. Η διαχείριση ήταν κοινή, περίπου ανά οικοδομικό τετράγωνο, αλλά όχι από κάποιον κανόνα – η πρόσβαση στους χώρους και στις συνελεύσεις, άλλωστε, ήταν ανοιχτή.
Τα ρετιρέ που κοιτάνε προς νότο και λούζονται ήλιο ήταν συλλογικοποιημένοι χώροι της πολυκατοικίας. Τα μπαλκόνια τους ήταν χωράφια, και τα διαμερίσματα κοινοί χώροι: αποθήκες εργαλείων κηπουρικής, ίσως κάποιο κοινόχρηστο σαλόνι/κουζίνα με μπόλικο φως.
Τα υπόλοιπα ρετιρέ, τα υπόγεια, τα ισόγεια και κάποιες φορές οι πρώτοι όροφοι έγιναν συλλογικοποιημένοι κοινόχρηστοι χώροι: εργαστήρια, αποθήκες-καταστήματα, και δωμάτια επισκεπτών.
Η πόλη σίγουρα δεν εγκαταλείφθηκε. Ούτε γκρεμίστηκε. Δεν θα ήταν πρακτικό καν να προσπαθήσεις να δημιουργήσεις και να διαχειριστείς τόσα πολλά μπάζα, και να ξεχωρίσεις και να μεταφέρεις τα αντικείμενα που μπορεί να ήθελε κάποιο να σώσει. Πολλά κτήρια υπήρξε συμφωνία να γκρεμιστούν, αλλά όχι ολόκληρη η πόλη. Η επανάσταση δεν την εξαφάνισε για να πάρουν την θέση της μόνο “μικρές κοινότητες”.
3
Τα μικρά και τα σκοτεινά διαμερίσματα σε υπόγεια, ημιυπόγεια και ισόγεια αδειάσαν γρήγορα. Κτίρια με γραφεία, σχεδόν όλα άδεια και άχρηστα από καιρό, με λίγη δουλειά έγιναν πολύ ευρύχωρα και ευχάριστα διαμερίσματα.
Γρήγορα οι εξώπορτες των πολυκατοικιών και οι πόρτες που βγάζουν στις ταράτσες αφαιρέθηκαν. Τα τοιχάκια ανάμεσα στις ταράτσες και τους ακάλυπτους γκρεμίστηκαν. Το ίδιο και πολλές μεσοτοιχίες, ενώνοντας κτήρια και δημιουργώντας εσωτερικούς διαδρόμους που καμιά φορά συνεχίζονταν με γέφυρες, συνδέοντας κτήρια διαφορετικών τετραγώνων. Έτσι τα παράλληλα επίπεδα της κάθετης διαστρωμάτωσης της πόλης – οι όροφοι των πολυκατοικιών – έπαψαν να είναι ξεχωριστές νησίδες, και οι χώροι έξω από τις πόρτες των διαμερισμάτων απέκτησαν μία κοινωνικότητα και κινητικότητα που δεν άνηκε τελείως ούτε στο “δημόσιο” αλλά ούτε και στο “ιδιωτικό”. Ήταν μία καταστροφική δημιουργία που αποτύπωνε αρχιτεκτονικά μία παρέμβαση στην αντίληψη του χώρου: αν το “ιδιωτικό” και το “δημόσιο” είχαν κάποιο νόημα, τότε το είχαν όχι ως δύο ξεχωριστές σφαίρες, αλλά ως άκρα ενός φάσματος.
Με εξαίρεση λίγους κεντρικούς δρόμους και παραδρόμους, η άσφαλτος ξηλώθηκε και ελευθερώθηκε η γη.
Σε κάποιες γειτονιές γκρεμίσανε τελείως τους τοίχους των ισογείων. Οι πολυκατοικίες εκεί πατούσαν μόνο στις κολώνες τους. Οι πρώην δρόμοι ενώθηκαν με τους ακάλυπτους. Μπορούσες πλέον να διασχίσεις το καρέ του χάρτη με χίλιους τρόπους. Στον ήλιο των δρόμων όμως, επικρατούσαν τα φυτά, και στην σκιά κάτω από τις πολυκατοικίες χαραζόταν το μεγαλύτερο μήκος των μονοπατιών.
Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε σαν μία προσπάθεια αποφυγής της επιτήρησης από τον καιρό των ταραχών, αλλά αργότερα συνεχίστηκε από γούστο. Ακυρώνοντας τον παλιό χάρτη, και κάνοντας οποιαδήποτε νέα χαρτογράφηση αδιανόητη, ήταν μία πρακτική σχέση με τον χώρο που συμπεριλάμβανε σαν ιδανικό την αντίθεση στην επιτήρηση. Ήταν και ένα παιχνίδι στον χώρο που συνδύαζε το συμβολικό “γκρέμισμα των τειχών” με την δημιουργία δυνατοτήτων χρήσης του χώρου που ταίριαζε στις επιθυμητές κοινωνικές σχέσεις.
“Your map a declaration, a trap, a war.” – Sean Bonney – Our Death (2019)