Μηδενιστική Πορεία Τεύχος 1-4

ΜΗΔΕΝΙΣΤΙΚΗ ΠΟΡΕΙΑ

 

Κανείς δεν μπορεί ακόμα κι αν το ήθελε, να ιδιοποιηθεί ένα τέτοιο ταξίδι, μία εμπειρία όπως αυτή του Μετώπου και της Μηδενιστικής Πορείας. Γι’ αυτό, ας μη θεωρήσει κανείς αυτή τη σελίδα μια τέτοια προσπάθεια. Στη εξίψωση και τη συνεπακόλουθη πτώση, το μερίδιο του καθενός είναι αυτό που ο ίδιος διεκδικεί.

 

Αρχείο τευχών:

Μηδενιστική Πορεία Τεύχος 1-4

 

Εισαγωγικό Κείμενο

Η Μηδενιστική Πορεία για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους αποτελεί διμηνιαίο μηδενιστικό έντυπο, το οποίο εκδίδεται από το Μέτωπο Αναρχομηδενιστικής Συνείδησης για τη διάχυση του Αρνητικού.

Τόσο το Μέτωπο Αναρχομηδενιστικής Συνείδησης, όσο και η Μηδενιστική Πορεία προέκυψαν από τη σύμπραξη μεμονωμένων μηδενιστών, οι οποίοι συγκροτήσαμε ένα άτυπο Μέτωπο στη βάση της εγωιστικής συμμετοχής και της μη δέσμευσης.

Τα κείμενα που φιλοξενούνται στο παρόν έντυπο είναι είτε κείμενα της συντακτικής ομάδας της Μ.Π. και του Μετώπου, είτε αναδημοσιεύσεις κειμένων αναρχικών συντρόφων.

Σε όσους αναρωτηθούν το λόγο για τον οποίο παρότι αντικοινωνικοί αναρχικοί, επιλέγουμε να δώσουμε στις σκέψεις μας μία θέση στη δημόσια σφαίρα, απαντάμε ειλικρινά και όσο το δυνατόν πιο ξεκάθαρα ότι αδιαφορούμε παντελώς για την κοινωνική απεύθυνση που θα έχει ενδεχομένως η Μηδενιστική Πορεία. Γράφουμε, εκθέτουμε τις ιδέες μας, απλώς και μόνο επειδή θέλουμε να τους δώσουμε μια θέση στον κόσμο. Ο μεγάλος Γερμανός εξεγερμένος Μ.Στίρνερ, γράφει:

“Μήπως γράφω από αγάπη στους ανθρώπους; Οχι, γράφω επειδή θέλω να δώσω ζωή στις σκέψεις μου. Κι αν προβλέπω ότι θα σας πάρουν την ηρεμία και τη γαλήνη σας, ή βλέπω τους αιματηρότερους των πολέμων και την πτώση πολλών γενεών να βλασταίνουν απ τον σπόρο τούτο -μολαταύτα θα τον σπείρω! Κάντε τον ό,τι θέλετε κι ό,τι μπορείτε- δουλειά δικιά σας και δεν μ απασχολεί! Ισως να χετε μόνο ταραχή, αγώνα και θάνατο -ελάχιστοι θ αντλήσουν χαρά! Αν είχα στην καρδιά μου το καλό σας, θα κανα σαν τα χριστιανικά καθεστώτα, που θεωρούν “ιερό καθήκον” τους να προστατεύουν τον κοσμάκη απ τα “κακά βιβλία”! Τραγουδάω γιατί είμαι τραγουδιστής, αλλά σας χρησιμοποιώ γιατί μου χρειάζονται αφτιά!”

Μέτωπο Αναρχομηδενιστικής Συνείδησης για τη διάχυση του Αρνητικού

Συντακτική ομάδα Μηδενιστικής Πορείας για τη διάχυση της Φωτιάς και του Χάους

Είτε σας αρέσει, είτε όχι, κάποιοι, κάπου, κάποτε, ξέρασαν κάτι πολύ συγκεκριμένο από μέσα τους, το αποτύπωσαν και το έκαναν βίωμα. Και αν για τη σπορά δε φταίει και δεν έχει λόγο στην τελική ο δημιουργός, ας του επιτρέψουν τα δίποδα του βάλτου να διατηρήσει το ρόλο του θεριστή. Σηκώθηκε το φάντασμα να ξορκιστεί πάνω μας, ας είναι. Θα το υπομείνουμε διότι ένα ρόλο τον είχαμε σ’ αυτή την τερατογέννηση, ακόμα κι αν δεν τη ζητήσαμε ποτέ, ούτε μας άρεσε. Τώρα φαντάζει ασήμαντος ο δρόμος που τράβηξαν κάποιοι γιατί γεννήθηκαν μεγάλοι “εξεγερμένοι” και στρώσανε το χώμα με άσφαλτο… Και δεν επιτρέπουν την κούραση, ή ακόμα κι αν την επιτρέπουν, αποδίδουν σε σένα το ρόλο του λιποτάκτη. Για γέλια…

Κείμενο αυτοδιάλυσης του Μετώπου

Serafinski : Ατόφια άρνηση και απόλαυση

ατόφια άρνηση

 

«Το πάθος για καταστροφή είναι ένα δημιουργικό πάθος». -Mikhail Bakunin

 

Αυτό το κάλεσμα του Bakunin για υιοθέτηση της επιθυμίας για καταστροφή σχηματίζει τη ραχοκοκαλιά τόσο της αναρχικής όσο και της αναρχο-νιχιλιστικής σκέψης. Η δεύτερη παίρνει αυτό το αξίωμα και πορεύεται μαζί του, υποστηρίζοντας πως απέναντι στο παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας, μοναδικός μας στόχος είναι το να καταστρέψουμε το σύνολο όσων το αποτελούν. Αυτό βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με άλλες αναρχικές τάσεις που δίνουν μια έστω ελάχιστη έμφαση σε “θετικά προγράμματα” ή σε προσδοκίες για την οικοδόμηση κάτι ιδεώδους μέσα στον παρόντα κόσμο, ή ακόμα για την κατάρτιση σχεδίων εν αναμονή της κατάρρευσης του τωρινού συστήματος. Ο αναρχο-νιχιλισμός αντιλαμβάνεται τα θετικά προγράμματα ως έργο κάποιων που “συγχέουν την επιθυμία με την πραγματικότητα, και επεκτείνουν αυτή τη σύγχυση στο μέλλον”, είτε δίνοντας υποσχέσεις για τα επιτεύγματα ενός επαναστατικού μέλλοντος, είτε επιχειρώντας να εφαρμόσουν αυτές τις συνθήκες μέσα στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Τέτοιες θετικές προσδοκίες δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από ένα αιωρούμενο καρότο το οποίο παίρνουμε στο κατόπι, σε μια κατάσταση μέσα στην οποία το ρόπαλο, το σκοινί και τα “έπαθλα της παρηγοριάς” θα πρέπει να καταστραφούν. Το παράδειγμα εκείνων που έζησαν υπό την εξουσία των ναζί απεικονίζει μια κατάσταση στην οποία, για τους κρινόμενους ως ballastexistenzen, τα θετικά οράματα ήταν ακατανόητα: εναλλακτικές δομές ή μακροχρόνια σχέδια ήταν αστεία, εκτός από εκείνα που δεν θα στόχευαν παρά στην καταστροφή. Το να είσαι βυθισμένος σε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων σαν της ναζιστικής Γερμανίας, με τόσο έντονα τα χαρακτηριστικά της βίας και του ελέγχου, δικαιολογούσε μια αντίδραση απόλυτης εχθρότητας, ατόφιας άρνησης. Κατά τον ίδιο τρόπο αντιλαμβάνεται και ο αναρχονιχιλισμός την υπάρχουσα τάξη στο σήμερα, δίχως τη δυνατότητα μιας κάποιας θετικής ατζέντας. Ότι κι αν οικοδομήσουμε μέσα στα όριά της θα ενσωματωθεί, θα στραφεί εναντίον μας:”Αντιλαμβανόμαστε πως μόνο όταν όλα τα υπολείμματα του κυρίαρχου τεχνο-βιομηχανικούκαπιταλιστικού συστήματος θα έχουν γίνει αποκαΐδια, θα είναι εφικτό να ρωτήσουμε: Τι κάνουμε τώρα”. Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, η σημερινή μας κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή των lager, στον βαθμό που μαζικά σχέδια, απόπειρες για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου μέσα στο κέλυφος του παλιού, είναι απλώς εκτός τόπου. Τα φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ γράφουν: “Εμείς ως αναρχικοί-μηδενιστές, σε αντίθεση με άλλους αναρχικούς κύκλους, δεν μιλάμε για το μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων σε μια πιο απελευθερωτική εκδοχή, αλλά προωθούμε την απόλυτη καταστροφή και την εκμηδένισή τους. Γιατί μόνο μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή του σύγχρονου κόσμου της εξουσίας και του πολιτισμού τής εκμετάλλευσης των ανθρώπων, των ζώων και της φύσης, μπορεί να χτιστεί κάτι νέο. Όσο πιο βαθιά γκρεμίζεις τόσο πιο απελευθερωμένα χτίζεις”

Τα οράματα που εξεγερμένοι τείνουν να υιοθετούν για το πως θα είναι η ζωή Μετά Την Επανάσταση δεν είναι απλώς μη παραγωγικά αλλά και επικίνδυνα επειδή θεωρούν πως ένα ενιαίο όραμα για τη ζωή είναι επιθυμητό. Τέτοιες συζητήσεις για το μέλλον επιχειρούν να τσουβαλιάσουν ένα τεράστιο φάσμα πιθανοτήτων και να το περιορίσουν σε ένα “ιδεώδες” αναρχικό μονοπάτι. Γράφει η ΣΠΦ:”Ακόμα και μέσα στους αναρχικούς κύκλους συχνά γίνονται κουβέντες για τη μελλοντική οργάνωση της ‘αναρχικής’ κοινωνίας, την εργασία, την αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής, την άμεση δημοκρατία κ.α. Για εμάς τέτοιες συζητήσεις και προτάσεις μοιάζουν σα να χτίζουν ένα φράγμα στην ορμή του χειμάρρου της αναρχίας”

Ακόμη κι εκείνοι που αντιστάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ασχολήθηκαν κάποιες φορές με αντίστοιχες πολιτικές φαντασιώσεις. Στο Buchenwald, για παράδειγμα, τρεις μυστικές οργανώσεις συνεργάστηκαν το 1944 για να προγραμματίσουν μια μελλοντική γερμανική κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που άλλες οργανώσεις επικέντρωναν στο να σώζουν ζωές και να ασκούν συντονισμένη αντίσταση. Ο νιχιλισμός μάς ωθεί να σκεφτούμε το γεγονός πως τέτοιοι προγραμματισμοί είναι απλώς μη απαραίτητοι και περιπλέκουν τον πλέον άμεσο στόχο της άρνησης. “Δεν χρειάζεται να ξέρεις τι θα γίνει αύριο για να καταστρέψεις ένα σήμερα που σε κάνει να αιμορραγείς” μας λέει η ΣΠΦ. Από τα θεμέλια αυτής της κριτικής, ο νιχιλισμός αναγνωρίζει μια κοινή παγίδα που έχει βιωθεί από αναρχικούς: τη σαγηνευτική παρόρμηση να αναγνωριστούμε με τρόπο θετικό μέσα στην κοινωνία, παρά το ότι παλεύουμε για την καταστροφή της. Έτσι, οι αναρχικοί απαντούν στις κριτικές για τις καταστροφές που προκαλούν, με την υπενθύμιση των όσων προσφέρουμε στην κοινωνία • όταν δεν εξεγειρόμαστε κάνουμε οργανωτική δουλειά μέσα στις κοινότητες, μαγειρεύουμε για τα κοινωνικά συσσίτια, παίζουμε μουσική κλπ.

Η άρνηση, ωστόσο, δικαιώνεται από την ίδια την ύπαρξη της κυρίαρχης τάξης, όχι από τα διαπιστευτήριά μας ως ακτιβιστές. οι εξεγέρσεις μας δικαιώνονται όχι από την κοινωνική συνεισφορά μας αλλά επειδή αναγκαζόμαστε να υπάρχουμε κάτω από την μπότα μιας τερατώδους κοινωνίας. Θετικά σχέδια είναι τα μέσα επιβίωσης εντός αυτής της τάξης- η άρνηση είναι το σχέδιο της ολοσχερούς καταστροφής της. Και το Baedan στρέφεται εναντίον αυτής της τάσης, επιμένοντας ότι τίποτα δεν έχουμε να κερδίσουμε αποκρύπτοντας τις πραγματικές μας προθέσεις: “Αντιλαμβανόμαστε την καταστροφή ως αναγκαία και την επιθυμούμε ως το τέρμα. Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε με το να ντρεπόμαστε ή να μην έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτές μας τις επιθυμίες. Αυτός ο κόσμος πρέπει να εκμηδενιστεί στην κάθε του στιγμή, όλος, αμέσως. Το να διστάζουμε απέναντι σε αυτή την αποστολή, το να διαβεβαιώνουμε τους εχθρούς μας για τις καλές μας προθέσεις, είναι η πλέον χοντροειδής ανεντιμότητα”.

 

απόλαυση

 

Παρά τους μελαγχολικούς συνειρμούς, η δέσμευση στην ατόφια άρνηση βρίσκει τις πιο ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις της ως ένα χαρούμενο, δημιουργικό και απεριόριστο σχέδιο. Αξιοσημείωτη είναι η χρήση από το Bedan της γαλλικής λέξης jouissance η οποία μεταφράζεται ως απόλαυση, αλλά μπορεί να λάβει μια σειρά από συνδηλώσεις που σχετίζονται με την “απολίτιστη επιθυμία”, με τον “θρυμματισμό της ταυτότητας και του νόμου”, και που “κομματιάζουν την υποκειμενική μας υποδούλωση στον πολιτισμό του καπιταλισμού”. Η απόλαυση είναι μια εκστατική ενέργεια που τη νιώθουμε αλλά ποτέ δεν την κάνουμε δική μας, που μας ωθεί μακριά από κάθε μορφή κυριαρχίας, αντιπροσώπευσης ή αυτοπεριορισμού, και μας υποχρεώνει να κινηθούμε μακριά από τον πολιτισμό, προς την ολοκληρωτική απειθαρχία. Είναι “η διαδικασία που στιγμιαία μας απελευθερώνει από τον φόβο του θανάτου” και εκφράζεται “ως γαλήνια απόλαυση του παρόντος μας” ή ως “ικανοποίηση που δεν μπορούμε να ονοματίσουμε”. Η απόλαυση είναι ο πλούτος της ζωής που προκαλείται από την αντίσταση, το πνεύμα που επέτρεπε στη Maria Jakobovics να συνεχίζει τις πράξεις σαμποτάζ, παρά το χτύπημα του ρόπαλου και την απειλή της κρεμάλας, κι ίσως το πνεύμα που επιτρέπει σε πολλούς από εμάς να ζούμε ζωές αντίστασης σε καταστάσεις απολύτως ενάντιές μας. Είναι η ενστικτώδης εμπειρία της άρνησης ως εκστατική απελευθέρωση.

Αν και το πνεύμα της απόλαυσης διακατέχει πολλά αναρχικά κείμενα, είναι ο νιχιλισμός αυτός που το προσεγγίζει με τον πλέον καθαρό εναγκαλισμό. Για πολλούς νιχιλιστές, η απόλαυση είναι ο πυρήνας του αναρχισμού. Δίχως προσδοκίες για έναν μελλούμενο κόσμο, δίχως σεβασμό σε κάποιον ηθικό κώδικα, δίχως προσήλωση στον “σωστό τρόπο” για να γίνονται τα πράγματα, ο νιχιλισμός αγκαλιάζει την πράξη της αντίστασης ως αυτοσκοπό. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η χαρά τού να κατουράς μέσα σε ένα πύραυλο των ναζί δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ρίσκα ή τα αποτελέσματα της πράξης. Δίχως να χρησιμοποιούν σαφώς τη λέξη, κάποια φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ περιγράφουν τέλεια την απόλαυση: “Σημασία δεν έχει η νίκη ή η ήττα, παρά μόνο τα μάτια μας που λάμπουν τόσο όμορφα όταν πολεμάμε”. Η έμφαση στην πράξη, δίχως πρόσδεση στα αποτελέσματά της, είναι μια από τις πλευρές του νιχιλισμού που τον έχουν κάνει μια Τόσο προβληματική δύναμη για τους άλλους αναρχικούς. Οι κριτικές στον νιχιλισμό βλέπουν αυτό το είδος έμφασης στην απόλαυση και στην άρνηση ως απλώς μια μορφή βολικής υποχώρησης στο προσωπικό βίωμα, καθώς “πονάει πάρα πολύ το να ελπίζεις στο απίθανο, να φαντάζεσαι ένα μέλλον στο οποίο δεν μπορείς να πιστέψεις”? Κι ενώ αυτή η κριτική έχει κάποια αξία, πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό τής ξεφεύγει η δύναμη της νιχιλιστικής θέσης και η ομορφιά της απόλαυσης. Ότι κι αν επιλέξουμε να κάνουμε σε συνάρτηση με αυτή την κριτική, όσο στρατηγικά, φιλόδοξα ή αισιόδοξα κι αν αισθανόμαστε, η κατανόηση του γιατί αντιστεκόμαστε μπορεί να είναι στέρεα ριζωμένη μοναχά σε έναν τόπο απόλαυσης. Σκέφτομαι πως η νιχιλιστική θέση αφήνει Χώρο και για νίκες, ενώ όμως ταυτόχρονα αναγνωρίζει πως η ικανότητά μας να πραγματώνουμε νίκες δεν είναι ταυτόσημη με τη δέσμευσή μας στην απελευθερωτική δράση. Ακόμα κι όταν ξεμένουμε από αισιόδοξη ρητορική και ιστορίες που μας εμπνέουν, οι ζωές μας μπορούν ακόμα να είναι προσανατολισμένες ενάντια στον πυρήνα της κοινωνίας. Ακόμα κι από θέση απώτατης απελπισίας, μπορούμε ακόμα να βρίσκουμε μέσα μας την απόλαυση στο να επιτεθούμε. Για μια ακόμα μία φορά, η ΣΠΦ επιμένει πως “Αυτό που μετράει είναι η δύναμη που νιώθουμε όταν δεν σκύβουμε το κεφάλι, όταν γκρεμίζουμε τα ψεύτικα είδωλα του πολιτισμού, όταν το βλέμμα μας συναντιέται με το βλέμμα των συντρόφων μας στις άνομες διαδρομές μας, όταν τα Χέρια μας σκορπίζουν φωτιά στα σύμβολα της εξουσίας… Εκείνες τις στιγμές δε ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Απλά πολεμάς…”

Η απόλαυση είναι αυτή που δίνει ζωή στην αντίσταση που δεν χρειάζεται άλλους λόγους για να υπάρχει, κι έτσι, ακόμα κι αν δεν έχουμε μέλλον, μπορούμε ακόμα να ανακαλύπτουμε τη ζωή στο σήμερα.

 

Πηγη : Ευλογημένη η φλόγα , Serafinski , σελ58-64

Μηδενιστική Πρωτοβουλία για την 6 Δεκέμβρη : Απολογιστική 6ης Δεκέμβρη

“Η άγρια επανάσταση είναι μια περιπέτεια.Είναι η θαρραλέα εξερεύνηση της πιθανότητας να ξαναμετατραπούμε σε άγριους. Μας παίρνει σε άγνωστες περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχει χάρτης.Μπορούμε να γνωρίσουμε αυτές τις περιοχές μόνο αν τολμήσουμε να τις εξερευνήσουμε με την όρασή μας. Πρέπει να τολμήσουμε να καταστρέφουμε οτιδήποτε καταστρέφει την αγριότητά μας και να δράσουμε βασισμένοι στο ένστικτο και τις επιθυμίες μας”
– Feral Faun

 

Ο αέρας μύρισε και φέτος Δεκέμβρη, αν κι όπως πάντα, αυτό δε σημαίνει για όλους το ίδιο.
Από τη μια πλευρά νοικοκυραίοι στολίζουν τα σπίτια τους, η χώρα βάζει τα “καλά” της, οι δρόμοι γεμίζουν φωτάκια και χριστουγεννιάτικες καρικατούρες, και μια ντουζίνα ανεγκέφαλοι καλικάντζαροι στέκονται σούζα κάτω από το δέντρο του Αγιοβασιλη Μπακογιάννη στην Αθήνα.
Από την άλλη, ορισμένες μαυροντυμένες μειοψηφίες ανά την Ελλάδα αποφασίζουν να μαζευτούν, να συμπράξουν, να συνωμοτισουν και να ετοιμάσουν την δική τους απάντηση στο Χριστουγεννιάτικο φιάσκο, κόντρα στην υπερκαταναλωτική μανία και την ασφάλεια των προσκυνητών και των προσκυνημένων.

Χωρίς να έχουμε σκοπό να μπούμε σε βαθύτερες διαδικασίες σύγκρισης, θα θέλαμε να πούμε πως, κατά την εκτίμησή μας, ο φετινός Δεκέμβρης στη Θεσσαλονίκη ήταν αρκετά δυναμικότερος από όσα είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Οι περσινές απαγορεύσεις και οι κρατικοί κανιβαλισμοί έναντι μέχρι και μεμονωμένων ανθρώπων, φίλων ή καθηγητών του Αλέξη που θέλησαν να αφήσουν ένα λουλούδι στο σημείο που δολοφονήθηκε, δε κατάφεραν να μας φοβίσουν. Αντιθέτως, μας πεισμωσαν παραπάνω και βάλανε λάδι στη φωτιά, υπενθυμίζοντάς μας τους λόγους που θρέφουμε τόσο μίσος.

Το κλίμα ήταν εξαρχής τεταμένο.
Μέχρι και η καταρρακτώδης βροχή λίγο πριν τη πορεία συμβόλισε για μας το θρήνο για τους αμέτρητους δολοφονημένους από την εξουσία ανθρώπους και συντρόφους μας.
Ήδη από τη στιγμή που συγκεντρωνόταν ο κόσμος στη Καμάρα, υπήρχε μια διάχυτη ένταση στην ατμόσφαιρα. Πολίτες άνοιγαν το βήμα τους για να φτάσουν γρήγορα στο σπίτι τους για να αποφύγουν να βρεθούν ανάμεσα στα επεισόδια, καταστηματάρχες ετοιμάζονταν να κλείσουν τα ρολά τους, κι οι τυπικοί συστημικοί καραγκιοζοπαίχτες είχαν ήδη ξεκινήσει τα δακρυβρεχτα λόγια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περί περιουσιών που καταστρέφονται και αμαξιών που καίγονται από τους γνωστούς αγνώστους.

Η φετινή μαζικότητα της πορείας και ειδικά του μαύρου μπλοκ ήταν εμφανέστατη. Η οργή ήταν διάχυτη και η ατμόσφαιρα μύριζε βενζίνη. Η διαδρομή της φετινής πορείας ευτυχώς μας γλύτωσε από τη συνάντηση με ορισμένους μετριοπαθείς εξεγερμένους της αριστεράς, που σα γνήσιοι πασιφιστές αποφάσισαν να συγκεντρωθούν σε άλλο σημείο της πόλης, προφανώς επιθυμώντας να διαχωρίζουν τη θέση τους από τους χαλέους φετιχιστές της βίας. “Και ορθώς έπραξαν”, θα πούμε εμείς.
Οι μαύρες κουκούλες καταλαμβάναν ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της πορείας, οι διαθέσεις όλων ήταν εμφανείς εξαρχής, και οι μπάτσοι, αν και πολυπληθείς, εκτιμούμε πως κάτω από τα κράνη και τις ασπίδες τους έτρεμαν για το τι έπεται. Όπως άλλωστε ακούστηκε και κάποια στιγμή από συντρόφους “Το φάντασμα πλανάται ακόμα”.

Όταν η πορεία έφτασε και πάλι στη Καμάρα, ήταν ξεκάθαρο πως μια πύρινη καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Μέσα σε λίγα λεπτά οι συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει πέριξ της Ροτόντας, με κάδους να καίγονται, οδοφράγματα να στήνονται, μπάτσους να τρέχουν μπας και μαγκώσουν έστω και κάποιον άσχετο, και φιλήσυχους νοικοκυραίους να ουρλιάζουν υστερικά από τα μπαλκόνια τους τρομοκρατημένοι για την αξία που έχουν για αυτούς τα καμμένα σκουπίδια. Ίσως κάπου εκεί να βλέπουν και τους εαυτούς τους, ποιος ξέρει.
Οι συγκρούσεις απλώθηκαν χαοτικά σε διαφορετικά σημεία της πόλης, η μαχητικότητα των συντρόφων ήταν αμείωτη, κι ο φόβος έσβηνε μπροστά στο μένος. Η πόλη απέκτησε το χριστουγεννιάτικο ντεκόρ που της αξιζε, και η πορεία έκλεισε όπως ξεκίνησε, με μια ακόμη βροχή να σηματοδοτεί συμβολικά το τέλος της.
Χαιρετίζουμε τα δεκάδες συντρόφια που, ακόμη κι αν δε γνωριζόμαστε, νιώθουμε να μοιραζόμαστε μαζί τους το ίδιο πάθος, την ίδια οργή, και την ίδια αληθινή αλληλεγγύη. Στέλνουμε την αγάπη μας σε κάθε ατομικότητα που αψήφισε τους μπάτσους, τους νόμους, το κίνδυνο, και έβαλε μπουρλότο στη κανονικότητα των βολεμένων.

Παρόλαυτά, θέλοντας να κάνουμε και την ψύχραιμη αυτοκριτική μας, ως απαραίτητο βήμα για την βελτίωση των χτυπημάτων μας, οφείλουμε να επισημάνουμε πως, εφόσον οι εξεγερμένες ψυχές ακόμη υπάρχουν και δομούν ομάδες, είναι κρίμα να μην έχουμε τη κατάλληλη οργάνωση και επικοινωνία μεταξύ μας. Θα θέλαμε λοιπόν η παρούσα απολογιστική να λειτουργήσει και ως κάλεσμα για περαιτέρω συσπείρωση αναμεσά μας, ως ευκαιρία να δομήσουμε σχέσεις και να συναψουμε ισχυρότερους συντροφικούς δεσμούς. Καλούμε κάθε ομάδα, συλλογικότητα ή άτομο που το επιθυμεί, να ενταχθεί στην επίθεση, να δράσει πρωτοβουλιακά, και να συμβάλει στην δημιουργία ενός άτυπου δικτύου επίθεσης & σύγκρουσης. Θεωρούμε πως τα χτυπήματα μας οφείλουν να είναι απρόσμενα, αποκεντρωμένα, ανύποπτα και χαοτικά. Δε χρειαζόμαστε αφορμές από πλευράς του κράτους για να επιτεθούμε και να δικαιολογήσουμε ηθικά το μένος μας στο πλαίσιο κάποιας “αναγκαστικής αντιβίας”. Η ύπαρξη του υπάρχοντος συστήματος είναι από μόνη της μια συνεχής καταπίεση, μια συνεχής αφορμή για επίθεση, και η σύγκρουση με αυτό είναι για μας από μόνη της πηγή χαράς κι αυτοσκοπός.

Αλληλεγγύη στα συλληφθέντα άτομα της 6ης Δεκέμβρη!
Είτε με τις κουκούλες, Είτε με τις γραβάτες!
Λύσσα και Συνείδηση!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΠΛΑΝΑΤΑΙ ΑΚΟΜΗ
ΚΑΙ ΣΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΕΙ.
Μηδενιστική Πρωτοβουλία για την 6η Δεκέμβρη

H ομάδα συγγένειας

Ανώνυμο κείμενο γραμμένο το 2001

Σε αντίθεση μ’αυτό που πιστεύεται συνήθως, η συγγένεια μεταξύ συντρόφων δε βασίζεται στη συμπάθεια ή στο συναίσθημα. Το να έχεις συγγένεια σημαίνει να γνωρίζεις τον άλλο, να ξέρεις πώς σκέφτεται σε σχέση με κοινωνικά ζητήματα και πώς θεωρεί ότι μπορεί να παρέμβει στην κοινωνική σύγκρουση. Αυτή η εμβάθυνση της γνωριμίας μεταξύ συντρόφων, είναι μια παράμετρος που συχνά αμελείται, παρεμποδίζοντας την αποτελεσματική δράση.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί στο πέρας της ιστορίας, είναι το ποιά μορφή οργάνωσης να υιοθετήσουν στον αγώνα.

Στα δύο άκρα του φάσματος βρίσκουμε, από τη μία τους ατομικιστές, οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε μορφή σταθερής σχέσης· απ’την άλλη, εκείνους που στηρίζουν μια σταθερή οργάνωση που λειτουργεί βάσει ενός προγράμματος, καθορισμένου τη στιγμή της σύνθεσής του.

Και οι δύο αυτές μορφές που σκιαγραφούνται εδώ, φέρουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται κριτικής, από μια εξεγερτική σκοπιά.

Στην πραγματικότητα, όταν οι ατομικιστές διαχωρίζονται και χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται ορισμένες φορές πολύ πιο μπροστά απ’ό,τι βρίσκεται ο πιο μαχητικός αυτών που συγκροτούν την τάξη της εποχής, και η δράση τους δε γίνεται κατανοητή. Αντίθετα, αυτοί που υποστηρίζουν την ανάγκη μιας σταθερής οργάνωσης, συχνά περιμένουν μέχρι να υπάρξει ένας αξιοσημείωτος αριθμός εξεγερμένων, υποδεικνύοντας το πώς και το πότε να χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι πρώτοι φέρουν εις πέρας ενέργειες που καταλήγουν να προηγούνται κατά πολύ του επιπέδου του αγώνα, οι τελευταίοι καταλήγουν να μένουν πολύ πίσω.

Μια από τις αιτίες αυτής της ανεπάρκειας είναι, κατά τη γνώμη μας, η έλλειψη προοπτικής.

Σαφέστατα, κανείς δε διαθέτει μια σίγουρη συνταγή που να μην περιέχει ελαττώματα, είμαστε, ωστόσο, σε θέση να καταδείξουμε τους περιορισμούς που εντοπίζουμε σε συγκεκριμένα είδη οργάνωσης, και να υποδείξουμε πιθανές εναλλακτικές.

Μία εξ’αυτών είναι οι γνωστές «ομάδες συγγένειας».

Ο όρος χρήζεις μιας κάποιας εξήγησης.

Η συγγένεια μπερδεύεται με το συναίσθημα. Παρ’όλο που δεν είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένοι, οι δύο όροι δε θά’πρεπε να θεωρούνται συνώνυμοι. Είναι δυνατό να υπάρχουν σύντροφοι με τους οποίους θεωρούμε πως υπάρχει συγγένεια, αλλά που δε συμπαθούμε, και το αντίστροφο.

Βασικά, το να έχεις συγγένεια με κάποιο σύντροφο σημαίνει να τον γνωρίζεις, να έχεις δημιουργήσει μια βαθιά γνωριμία μαζί του/της. Όσο η γνωριμία αυτή μεγαλώνει, η συγγένεια μπορεί να αυξάνεται, στο βαθμό που θα είναι πιθανή η διεξαγωγή δράσεων από κοινού, μπορεί, όμως, και να εξαφανιστεί, σε βαθμό που να γίνει το τελευταίο πρακτικά αδύνατο.

Το να γνωρίσεις τον άλλον αποτελεί μια ατέρμονη διαδικασία, η οποία μπορεί να σταματήσει σε οποιοδήποτε στάδιο, σύμφωνα με συνθήκες και τις στοχεύσεις που επιθυμείς να πετύχεις μ’αυτόν. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος να έχει συγγένεια, σε βαθμό που θα κάνει ορισμένα πράγματα, ενώ κάποια άλλα όχι. Γίνεται σαφές πως όταν κάποιος μιλάει περί γνώσης (του άλλου), αυτό δε σημαίνει απαραίτητα να συζητιούνται τα προσωπικά προβλήματα του καθενός, παρ’όλο που αυτά μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο όταν παρεμβαίνουν στη διαδικασία εμβάθυνσης της γνωριμίας του άλλου.

Υπό αυτήν την έννοια, το να γνωρίζεις τον άλλο δε σημαίνει απαραίτητα το να έχεις μια στενή σχέση. Αυτό που είναι απαραίτητο να γνωρίζεις είναι το πώς σκέφτεται ο σύντροφος όσον αφορά τα κοινωνικά προβλήματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο ταξικός αγώνας, με ποιό τρόπο θεωρεί ότι μπορεί να παρέμβει, τί μεθόδους νομίζει ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται στις εκάστοτε δεδομένες καταστάσεις, κλπ.

Το πρώτο βήμα της εμβάθυνσης της γνωριμίας μεταξύ συντρόφων, είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο το να έχεις ένα ξεκάθαρο σκεπτικό, όπως για παράδειγμα κάτι γραπτό, έτσι ώστε τα διάφορα προβλήματα να εξελίσσονται ομαλά.

Απ’τη στιγμή που θα αποσαφηνιστούν τα στοιχειώδη, η ομάδα ή οι ομάδες συγγένειας έχουν, πρακτικά, διαμορφωθεί. Η εμβάθυνση στη γνωριμία μεταξύ συντρόφων συνεχίζεται σε συνδυασμό με τη δράση τους ως ομάδα, και την αντιμετώπισή τους ως προς την πραγματικότητα στο σύνολό της. Όσο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία, η γνωριμία τους συχνά διευρύνεται και αναδύονται συχνά στενοί δεσμοί μεταξύ των συντρόφων. Αυτό είναι, ωστόσο, μια συνέπεια της συγγένειας, όχι ο πρωταρχικός της στόχος.

Συμβαίνει, συχνά, σύντροφοι να χειρίζονται τα πράγματα με άλλο τρόπο, ξεκινώντας κάποιο είδος δραστηριότητας και φτάνοντας σταδιακά στις απαραίτητες αποσαφηνίσεις μόνο προς το τέλος, χωρίς να έχουν ποτέ αξιολογήσει το βαθμό συγγένειας που απαιτείται για να κάνουν μαζί το παραμικρό. Τα πράγματα αφήνονται στην τύχη, σα να αναδύθηκε αυτόματα από την ομάδα κάποιο είδος ξεκαθαρίσματος, με τη διαμόρφωσή της. Αυτό, βέβαια, δε συμβαίνει: η ομάδα είτε παραμένει στάσιμη γιατί δεν υπάρχει ξεκάθαρος δρόμος για ν’ακολουθήσει, είτε ακολουθεί την τάση του συντρόφου ή των συντρόφων που έχουν τις πιο σαφείς ιδέες, ως προς το τί θέλουν να κάνουν, ενώ οι άλλοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να ακολουθούν, συχνά με σχετικό ενθουσιασμό ή και πραγματική συμμετοχή.

Η ομάδα συγγένειας απ’την άλλη, θεωρεί ότι έχει τεράστιες δυνατότητες και κατευθύνεται απευθείας προς τη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των οπαδών της, αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατομικοτήτων που δουλεύουν μαζί στο σχεδιασμό (projectuality) ότι αναπτύσσονται από κοινού όσο προχωράνε μαζί.

Από μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος που μπορεί να είναι (η ομάδα συγγένειας), και ολόκληρου του τόξου δραστηριοτήτων που αυτό παρουσιάζει – προπαγάνδα, άμεση δράση, δημιουργία κειμένων, δράση εντός μιας άτυπης οργάνωσης – μπορεί, επίσης, να είναι εξωστρεφής προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός πυρήνα ή κάποιας άλλης μαζικής δομής και να παρεμβαίνει, έτσι, πιο αποτελεσματικά στις κοινωνικές συγκρούσεις.

Πηγή: Κύκλος Ατομικιστών Αναρχικών

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – “Πέρα από το δίκαιο και το άδικο”

«Δεν πιστεύω στο δίκαιο. Η ζωή, μια συνισταμένη ανεξέλεγκτων δυνάμεων, άγνωστων κι απερίγραπτων, απορρίπτει την ανθρώπινη επινόηση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη γεννήθηκε τη στιγμή που χάσαμε τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Πράγματι, η ανθρωπότητα αρχικά δεν είχε ανάγκη το δίκαιο. Ζούσε ελεύθερη κι αυτό ήταν όλο. Σήμερα, αντίθετα, υπάρχουν χιλιάδες δίκαια: χάνεται έτσι και η παραμικρή υπόσταση δικαίου. Ξέρω ότι ζω κι ότι επιθυμώ να ζήσω. Είναι δύσκολο να πραγματώσω αυτήν την επιθυμία μου, σ έναν κόσμο που ο καθένας θέλει ότι κι εγώ. Η απομονωμένη κατάφασή μου είναι το πιο σοβαρό έγκλημα. Οι νόμοι και η ηθική, συναγωνιζόμενοι με υποτιμούν και με καθυποτάσσουν. Ο καλός Χριστούλης θριαμβεύει. Είμαστε ελεύθεροι να προσευχόμαστε, να παρακαλάμε, να καταριόμαστε αλλά όχι να τολμάμε. Η δειλία, που καλλιέργησε ο χριστιανισμός και η ακόλουθη ηθική έχουν πάντα μια καλή δικαιολογία για την χαμέρπεια, την φτώχεια και την αυταπάρνηση… Η ευυπόληπτη και ταπεινή κοινωνία απ την άλλη, γαγγραινιασμένη σ όλο της το κορμί δεν χορταίνει να με περιορίζει, να μ εξευτελίζει για το καλό μου. Με σκοτώνει αργά – αργά. Δεν δέχομαι το δίκιο της. Δίκαιο είναι ότι μου στερεί. Πόσο ζηλεύω τον ωραίο Bonnot: il me faut vivre ma vie (πρέπει να ζήσω τη ζωή μου: από τη γνωστή «απολογία» του γάλλου ιλλεγκαλιστή Ζιλ Μπονό)».

Bruno Filippi

(Ιταλός αναρχομηδενιστής που κατηγορήθηκε για αρκετές ένοπλες επιθέσεις και σκοτώθηκε από βόμβα που κουβαλούσε ο ίδιος, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1919, κατά την απόπειρά του να την τοποθετήσει στη «Λέσχη των Ευγενών» – στρατηγείο των πλουσιότερων Ιταλών επιχειρηματιών)

Πέρα από το δίκαιο και το άδικο…
Για την Αναρχία

Τα πιο σημαντικά και όμορφα πράγματα λέγονται με τον πιο απλό τρόπο. Όμως, σήμερα, η πραγματικότητα της ζωής μας κάθε άλλο παρά απλή είναι. Έτσι, συχνά παρατηρούμε ότι, όσο πιο πολύπλοκη (και συνάμα πληκτική) γλώσσα χρησιμοποιούν οι “ειδικοί” του πολιτικού λόγου και οι αλχημιστές της “επαναστατικής” ρητορείας, τόσο πιο αυθαίρετες υπεραπλουστεύσεις κάνουν. Οι θεωρητικοί “επαναστάτες” ερμηνεύουν τον κόσμο με την τυραννία των “αυτονόητων αληθειών” τους. Ολόκληρη η ρητορική τους ακαμψία και ο ξύλινος λόγος τους, που νανουρίζει με τους ακλόνητους δογματισμούς του, καταλήγει να μεταφέρει την “κοινωνική επανάσταση” σε μια απλουστευμένη εκδοχή παραμυθιού της αιώνιας μάχης του “καλού” λαού με το “κακό” κράτος, του “δίκαιου” με το “άδικο”.

Αν ήταν, όμως, τόσο απλά τα πράγματα, γιατί εδώ και αιώνες αυτό το παραμύθι δεν τελειώνει με το θρίαμβο του “καλού” και το «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»;

Ιδιαίτερα σήμερα, που η εξουσία δεν είναι συγκεντρωτική και αποτραβηγμένη στο θρόνο του βασιλιά, αλλά διάσπαρτη μέσα στο διάφανο κοινωνικό εργοστάσιο, τόσο ο αναρχικός λόγος, όσο και η δράση μας οφείλουν να εμβαθύνουν πιο πολύ και να διαρρήξουν την επιφανειακότητα των “θρησκευτικών” ευχολογίων και αφορισμών του “καλού” και του “κακού”, του “δίκαιου” και του “άδικου”.

Η εξουσία δεν είναι απλά άδικη, κακή και μοχθηρή, που όσο περισσότερο την καταγγέλουμε, ακόμα και βίαια, θα οπισθοχωρήσει για να θριαμβεύσει το δίκαιο των επαναστατών.

Η εξουσία είναι μια κοινωνική σχέση, ένα κοινωνικό ιεραρχικό οργανωτικό μοντέλο, ένας τρόπος διαχείρισης της ζωής.

Διαθέτει, εκτός από τα διευθυντήριά της και τους αξιωματούχους της, τους δικούς της ιεροκήρυκες, τους συμβουλάτορές της, τους διαφημιστές της, τους γελωτοποιούς της, τους ένοπλους υπερασπιστές της φυσικά, τους πιστούς ακολουθητές της, ακόμα και τους εσωτερικούς αντιρρησίες – σφετεριστές της…

Δεν είναι απλά μια κακιά ολιγαρχική ελιτ, αλλά ένα δαιδαλώδες σύστημα σχέσεων που καθορίζει την καθημερινότητά μας.

Γνωρίζουμε, βέβαια, πως αν κόψεις το κεφάλι στο φίδι, το υπόλοιπο σώμα, μετά από μερικούς σπασμούς, νεκρώνει… Η εξουσία, όμως, έχει αποδειχθεί πως μοιάζει περισσότερο με λερναία ύδρα.

Γι’ αυτό, ενώ η ένοπλη στόχευσή μας συγκεντρώνει τη δύναμη πυρός της στα κεφάλια των διευθυντών της εξουσίας και των ένστολων μισθοφόρων τους, ταυτόχρονα, ο λόγος μας επιδιώκει να ανατινάξει τις κοινωνικές σχέσεις που γεννούν την εξουσία. Μην ξεχνάμε πως το «ουδείς αναντικατάστατος» ισχύει και για την εξουσία. Αν δε χτυπήσουμε, εκτός από την καρδιά του κτήνους (ένοπλα χτυπήματα στους αξιωματούχους της εξουσίας) και τις φλέβες της κοινωνικής μηχανής (κριτική και απόρριψη της νοοτροπίας της εθελοδουλίας), τότε μπορεί, σύντομα, μετά από κάθε επίθεσή μας να αντηχεί «ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο νέος βασιλιάς»Γιατί οι σκλάβοι, ακόμα κι όταν εξεγερθούν, αν δεν αποκηρύξουν από μέσα τους τη νοοτροπία της υποτέλειας, τότε, σύντομα θα θελήσουν να στέψουν το νέο βασιλιά τους, δίπλα από το κουφάρι του προηγούμενου.

Γι’ αυτό, η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, η FAI/IRF και οι ομάδες πολιτικής συγγένειας, που σχηματίζουν το φάσμα της μαύρης αναρχίας, τόσο στις προκηρύξεις που συνοδεύουν τις επιθέσεις μας, όσο και στα κείμενά μας, εκφράζουμε έναν αιρετικό – εμπρηστικό λόγο, που δεν ακολουθεί τις παραδόσεις του επαναστατικού αυτοματισμού με το δίπολο “καλό – κακό”, “δίκαιο – άδικο”… Έχουμε πάντα εύκαιρη τη βαριοπούλα της αγένειας, για να θρυμματίσουμε τη βιτρίνα της αθώας και καλής κοινωνίας και να αναδείξουμε την ένοχη σιωπή της και την εκνευριστική παθητικότητά της.

Βέβαια, στόχος της κριτικής μας δεν είναι να χτίσουμε τον κρυστάλλινο πύργο του “επαναστατικού” αυτοθαυμασμού. Γι’ αυτό, αποστρεφόμαστε την έπαρση και την αλαζονεία που συναντάμε καμια φορά στους κύκλους μας, από άτομα που είναι περισσότερο εναλλακτικοί καλλιτέχνες του τίποτα, παρά αναρχικοί της πράξης.

Σκοπός μας είναι να αποσυναρμολογήσουμε τα στερεότυπα και την κυρίαρχη ηθική που δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας, μέσα απ’ τις μικρές και μεγάλες αναπαραστάσεις άτυπης εξουσίας (οικογένεια, σχολείο, δουλειά, σχέσεις).

Ο δικός μας τρόπος είναι η πρόκληση και όχι μια πολιτική ευγένεια που χαϊδεύει τα αυτιά του ακροατηρίου των καταπιεσμένων, που οι περισσότεροι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν μια προκήρυξη. Μία ενοχλητική αλήθεια είναι πιο άκομψη αλλά και πιο απελευθερωτική από ένα ευχάριστο ψέμα…

Δεν αρκεί, λοιπόν, σήμερα να μιλάμε για το “δίκαιο” των καταπιεσμένων, των προλετάριων, του λαού…

Καταρχήν, το “δίκαιο” και το “άδικο” είναι ένας ηθικός υποκειμενισμός της αποτύπωσης της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κάποια ζυγαριά αντικειμενικότητας που ορίζει το δίκαιο και το άδικο.

Η εξουσία και ο καπιταλιστικός τρόπος διαχείρισής της, εκτός από την ένοπλη επιβολή της αλήθειας τους, διαθέτουν τα δικά τους think tank, τα δικά τους επιχειρήματα, τη δική τους κουλτούρα, το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους πρόταση οργάνωσης της ζωής. Η εξουσία δεν επικρατεί μόνο βασισμένη στη δύναμη που βρίσκεται στις κάννες των όπλων της, αλλά και στην πειθώ και την προπαγάνδα της.

Γι’ αυτό, όσοι κάνουν το λάθος και μιλούν για το “δίκαιο” των πολλών, θα πρέπει να προσέξουν γιατί η ερμηνεία του “δίκαιου” ως ποσοτική μονάδα μέτρησης, δε θα τους… δικαιώσει. Το δίκαιο των πολλών είναι, συχνά, το δίκαιο των τηλεθεατών, των καταναλωτών, των ψηφοφόρων… Ο αναρχικός αγώνας δε μετράει συμμετοχές, ούτε το δίκαιο της πλειοψηφίας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη σύγκρουση του “δίκαιου” με το “άδικο”. Είναι ένας αδιάκοπος πόλεμος ανάμεσα σε διαφορετικές αξίες, ένας πόλεμος που διχοτομεί την κοινωνία στα δύο. Από τη μία ο κόσμος της αναρχίας, κι από την άλλη ο κόσμος της εξουσίας και της οργανωμένης πλήξης. Στη σύγκρουση αυτή, αρκετοί άνθρωποι, που είναι αποκλεισμένοι από τα προνόμια της εξουσίας, φτωχοί και καταπιεσμένοι, συχνά συστρατεύονται με τα συμφέροντα της ελιτ των δυναστών τους. Η μάζα αρέσκεται, συνήθως, στο μέτριο, στην ακινησία της συνήθειας, στην ακαμψία της συντηρητικότητας και φοβάται το νέο, το ριζοσπαστικό, το άγνωστο της εξέγερσης.

Η γραφειοκρατική τάση του επίσημου αναρχισμού και οι κομμουνιστικές συνιστώσες της χρησιμοποιούν τη ρητορική του “κοινού καλού” και του “δίκαιου των καταπιεσμένων”, θεωρώντας πως υπάρχει μια συνειδητοποιημένη προλεταριακή τάξη, που αρκεί να της χαϊδέψεις τα αυτιά και να μεταμορφωθεί στη μαγιά της “κοινωνικής επανάστασης”.

Εμείς, από τη μεριά μας, θέλουμε να θέσουμε τους όρους δημιουργίας μιας επιθετικής αναρχικής συγγένειας μεταξύ ομάδων, πυρήνων και ατόμων, που θα μεταφέρουν το βίωμα της ρήξης με το υπάρχον άμεσα, εδώ και τώρα.

Έτσι, μπορεί να σχηματιστεί ένας επικίνδυνος εσωτερικός εχθρός στην καρδιά του συστήματος, με σκοπό τη διάχυση της αναρχίας.

Για να συμβεί αυτό, οφείλουμε να μονιμοποιήσουμε τη σύγκρουση με την εξουσία, να δημιουργήσουμε βραχυκύκλωμα στους νευρώνες του συστήματος, να εκμεταλλευτούμε και να διευρύνουμε τις αντιφάσεις της κοινωνίας, να προβοκάρουμε την κοινωνική ειρήνη, να εμβαθύνουμε ποιοτικά την αναρχική σκέψη και να αναβαθμίσουμε επιθετικά την αναρχική δράση, να προκαλέσουμε την αμφισβήτηση της έννομης τάξης, να ξεπεράσουμε την ηθική καταγγελία των αδικιών της εξουσίας και να προετοιμάσουμε τον πόλεμο εναντίον της, προωθώντας το νέο αναρχικό αντάρτικο πόλης.

Εδώ προκύπτει το στρατηγικό ζήτημα μεταξύ της ηθικής καταγγελίας του συστήματος, και της επίθεσης διαρκείας. Το μεγαλύτερο κομμάτι του αναρχικού χώρου της Ελλάδας κινείται, συνήθως, μέσα στη δίνη των γεγονότων που προκύπτουν από τα βραχυκυκλώματα της εξουσίας. Περιστασιακές πορείες και, ενίοτε, συγκρούσεις στα πλαίσια μιας αντιπολεμικής διαδήλωσης, φοιτητικών συλλαλητηρίων, απεργιακών κινητοποιήσεων. Η πρόσφατη τριετής “ανομβρία” κοινωνικών κινητοποιήσεων προκάλεσε την “ξηρασία” βίαιων συγκρούσεων στους δρόμους της μητρόπολης.

Ο κόσμος δεν κατέβηκε στους δρόμους και οι αναρχικοί στάθηκαν ανεπαρκείς να δημιουργήσουν τις δικές τους αυτόνομες συλλογικές βίαιες δράσεις. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής και υποσυνείδητης (λόγω συνήθειας) στρατηγικής, που εμφανίζει τους αναρχικούς ως το βίαιο αντανακλαστικό του “δίκαιου” των μαζών. Υπάρχει, δηλαδή, μια σχετική ατολμία να οργανωθεί και να εκφραστεί αυτόνομα η αναρχική επίθεση, δίχως την ηθική κάλυψη των μαζών. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ούτε στις μεγάλες κοινωνικές διαδηλώσεις υπάρχει ηθική κάλυψη, καθώς η μάζα των διαδηλωτών είναι ένα ετερόκλητο πλήθος, απ’ το οποίο, άλλοι πιστεύουν στην ειρηνική διαμαρτυρία, άλλοι είναι επαγγελματίες περιπατητές και μέλη των σωματείων των κομμάτων, άλλοι είναι οργισμένοι και θέλουν να τα χώσουν, άλλοι λειτουργούν ως εσωτερική καταστολή, άλλοι είναι ανένταχτοι… Το ζήτημα είναι ότι η στρατηγική της κοινωνικής αντιβίας, ως ηθική δικαίωση – απάντηση των καταπιεσμένων, ετεροκαθορίζεται, σε μία εποχή που η εξουσία μπορεί να θέσει εναλλακτικά ερωτήματα και οι απαντήσεις των μαζών να έρθουν, όχι ως ρήξη, αλλά ως συναίνεση με αυτήν.

Περιμένοντας, λοιπόν, την επόμενη κοινωνική έκρηξη, το επόμενο συλλαλητήριο, την επόμενη μεγάλη πορεία, εγκαταλείπουμε τις ιδέες και τη δράση μας στην τύχη. Αλλά, ακόμα κι όταν συμβεί η κοινωνική ένταση, για να χαθούμε στις ταραχές μιας πορείας, μοιάζουμε, συνήθως, με τους λαθρεπιβάτες που πηδάνε στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας, σε ένα τρένο που άλλοι οδηγούν τη μηχανή, σε διαφορετικές ράγες από τις δικές μας. Ακόμα κι αν εκτροχιάσουμε το συρμό, σύντομα θα ξαναμπεί στις δικές του ράγες.

Προφανώς, σε καμία περίπτωση δε μιλάμε για την απουσία μας από το πεδίο των μητροπολιτικών ταραχών που δεν έχουμε ορίσει εμείς το περιεχόμενό τους (μαθητικά – φοιτητικά συλλαλητήρια, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, μεγάλες πορείες), στο όνομα μιας δήθεν αναρχικής καθαρότητας. Μπορούμε μέσα σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις να οργανώσουμε επιθέσεις σε μπάτσους, να κάψουμε τράπεζες, να καταστρέψουμε κάμερες, να απαλλοτριώσουμε καταστήματα, να σπάσουμε την ειρήνη στη μητρόπολη.

Όλα αυτά είναι έντονες και ευχάριστες στιγμές που, όμως, όταν δε συνοδεύονται από ένα ευρύτερο αναρχικό σχέδιο, καταλήγουν να μένουν αποσπασματικές στιγμές και όμορφες αναμνήσεις, που απλά περιμένουν την επόμενη πορεία για να επαναληφθούν. Χάνουν τη συνολική προοπτική και τη δυνατότητα όξυνσης της επίθεσης και της μονιμοποίησης της έντασης στις ζωές μας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο έλλειψης επιχειρησιακού σχεδιασμού, αλλά κυρίως συνολικής αντίληψης.

Η νοοτροπία της ηθικής δικαίωσης της κοινωνικής αντιβίας αποκλειστικά ως απάντηση στις παρεκτροπές του συστήματος (βιαιότητες των μπάτσων, ρατσιστικές συμπεριφορές, εργοδοτική “αυθαιρεσία”, σκληροί νόμοι) ενσωματώνει την καταγγελία του συστήματος (ακόμα και με βίαιη μορφή) και εμποδίζει το πέρασμα από την αμυντική αντιβία, στην επιθετική διαρκή πρόκληση του αναρχικού αντάρτικου πόλης.

Εμείς, από τη μεριά μας, θέλουμε να διατυπώσουμε και να οργανώσουμε μία πρόταση διαρκούς επίθεσης, ένα συνολικό αναρχικό σχέδιο, μια εξέγερση που δε σταματά όταν αποσυρθούν οι μάζες από τις κινητοποιήσεις τους, αλλά συνεχίζει να τρέφεται από τις φωτιές της, να θεριεύει και να διαχέεται…

Νιώθουμε σαν να έχουν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού μας στη στιγμή της επίθεσης. Δε χρειαζόμαστε, πλέον, ούτε αφορμές, ούτε την ηθική δικαίωση. Γνωρίζουμε πως η ασχήμια αυτού του κόσμου καταργείται μόνο όταν αναλαμβάνεις δράση.

Η πρότασή μας είναι η δημιουργία ενός άτυπου δικτύου αναρχικών πυρήνων, που θα προωθούν τη διαρκή επίθεση στην εξουσία και την κοινωνία της.

Αρκετοί αναρχικοί φοβούνται τη λέξη «οργάνωση» και την ξορκίζουν όπως οι χριστιανοί το διάβολο.

Άλλοι παρεξηγούν και συγχέουν την έννοια της οργάνωσης με τα γραφειοκρατικά απολιθώματα των μαρξιστικών συγκεντρωτικών οργανώσεων, με τις κεντρικές επιτροπές, τις ιεραρχίες, τα απλά μέλη, τους δυσκοίλιους κανόνες, τα ηθικά “πρέπει”, τα καταστατικά και την πεφωτισμένη καθοδηγητική γραμμή…

Άλλοι προτιμούν τον εναλλακτισμό, το βόλεμα, τον τυχοδιωκτισμό και την ασφάλεια ενός αναρχικού lifestyle, παρά μια αναρχία του οργανωμένου και επικίνδυνου εσωτερικού εχθρού, που επιτίθεται άνευ αφορμής γιατί οι αιτίες περισσεύουν…

Κάποιοι θα βιαστούν να αγανακτήσουν, λέγοντας πως η οργάνωση δολοφονεί τον αυθορμητισμό, την ατομικότητα και τις επιθυμίες…

Ας πούμε, όμως, τί εννοούμε εμείς «αναρχική οργάνωση»… Η αναρχική οργάνωση είναι ο ζωντανός διανοητικός και σωματικός συντονισμός μιας ομάδας συντρόφων, με στόχο την επίτευξη ενός σχεδίου. Όσο πιο συνολικό είναι το σχέδιο, τόσο πιο συνολικές είναι και οι σχέσεις των συντρόφων της ομάδας, ενώ η δέσμευση και η συνέπεια έχουν, ως μέτρο, τη δύναμη των επιθυμιών να πετύχει το σχέδιο, και όχι την πειθαρχία ενός στρατιωτικού καθήκοντος. Κάθε σύντροφος είναι ξεχωριστός και αυτόνομος μέσα στην ομάδα και, από τη συλλογική ζωή και δράση του πυρήνα, ανακαλύπτει και απελευθερώνει περισσότερο τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κάρτα μέλους, παρά μόνο η ατομική επιθυμία να συμμετέχεις σε κάτι αυθεντικά συλλογικό.

Φυσικά, η οργάνωση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι το μέσο για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Αυτό σημαίνει πως μία αναρχική οργάνωση, ένας αναρχικός πυρήνας, οφείλει να εξετάζει διαρκώς τη διαδικασία του, να εξελίσσει τις σχέσεις του, να αναβαθμίζει τη δράση του, να ακονίζει το λόγο του, ώστε να φτάνει πιο κοντά στο σκοπό του σχηματισμού του.

Είναι λογικό μέσα σε μια αναρχική ομάδα να προκύψουν εντάσεις, αντιφάσεις, θυμοί, ακόμα και πιθανές αποχωρήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε ανθρώπινη σχέση είναι συγκρουσιακή, άλλοτε στο επίπεδο της εξέλιξης και άλλοτε στο επίπεδο της ρήξης.

Το σίγουρο είναι πως η ύπαρξη άτυπων αναρχικών οργανώσεων και πυρήνων άμεσης δράσης τροφοδοτούν την αναρχική βία ενάντια στην εξουσία.

Κάθε αναρχική ομάδα είναι μια ζωντανή εστία πολέμου ενάντια στο σύστημα. Μέσα από τη συζήτηση, την τριβή και τη σύνθεση των συντρόφων μιας ομάδας εξελίσσεται η αναρχική δράση, μονιμοποιείται η απειλή του οργανωμένου εσωτερικού εχθρού, αναβαθμίζονται τα μέσα επίθεσης, οξύνεται η σκέψη, προωθείται το σχέδιο καταστροφής της εξουσίας και της κοινωνικής μηχανής.

Γνωρίζουμε πως καμιά ομάδα δε μπορεί, από μόνη της, να αναπτύξει εκείνους τους συσχετισμούς δύναμης, ώστε να αποκεφαλίσει το κτήνος της εξουσίας και τα παράγωγά του. Βέβαια, ακόμα κι έτσι, οι σύντροφοι της ομάδας, μέσα από τη δράση τους, απελευθερώνονται οι ίδιοι από τις συμβάσεις ενός κόσμου που μας θέλει να είμαστε θεατές της ζωής μας. Όμως, αν θέλουμε να μεγιστοποιήσουμε τη δράση μας, ικανοποιώντας όλο και πιο πολύ τις επιθυμίες μας, μπορούμε να δοκιμάσουμε τη δημιουργία άτυπων συντονιστικών ατόμων, ομάδων και πυρήνων συγγένειας που προωθούν το αναρχικό αντάρτικο πόλης. Η δημιουργία ενός τέτοιου συντονιστικού δεν υποτάσσεται, σε καμία περίπτωση, στο χωνευτήρι του ποσοτικού συγκεντρωτισμού, που συνθλίβει την αυτονομία του καθενός μας. Δε μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε μια κεντρική υπερ-δομή που, με τη σειρά της, θα γεννήσει κεντρικά επιτελεία και άτυπες ιεραρχίες. Μιλάμε απλά για το συντονισμό ομάδων και ανθρώπων που κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση. Μιλάμε για το συντονισμό επιθυμιών που γίνονται πιο επικίνδυνες όταν επικοινωνούνται και μοιράζονται σε συνενόχους.

Η βασική συμφωνία στο εσωτερικό μιας τέτοιας οργάνωσης είναι η επιθυμία να μην υπάρξει ούτε μια στιγμή ανακωχής με τον εχθρό. Χωρίς, λοιπόν, να περιμένουμε πότε θα φυσήξει ευνοϊκά ο άνεμος της κοινωνικής αλλαγής για να δράσουμε, αποφασίζουμε από τώρα να οπλιστούμε και να μετατρέψουμε την καθημερινότητά μας σε μία συγκρουσιακή πραγματικότητα. Έτσι, δεν περιοριζόμαστε σε επετειακούς συμβολισμούς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα απουσιάζουμε από τις μέρες οργής και εκδίκησης στη μνήμη των νεκρών μας), δεν περιμένουμε στημμένα ραντεβού, περιμένοντας πότε θα παρεκτραπεί το κράτος για να διαδηλώσει ο κόσμος, ούτε μας ικανοποιεί μια ευκαιριακή οδομαχία με τους μπάτσους, για να προσποιηθούμε ότι εκτελέσαμε το αγωνιστικό μας “καθήκον”.

Αυτό δε μας κάνει αλαζόνες για να απαξιώνουμε τα πάντα από τον εξώστη μιας ιδεολογικής καθαρότητας. Αντίθετα, μας κάνει πιο προετοιμασμένους να ριχτούμε σ’ εκείνες τις μάχες που θα διαλέξουμε, ακόμα και σε ενδιάμεσους κοινωνικούς αγώνες, που θεωρούμε ότι έχουν ενδιαφέρον (πχ. μαθητικές καταλήψεις), χωρίς να αποπροσανατολιζόμαστε ανάλογα με τις συγκυρίες.

Η πυξίδα της οργανωμένης έκφρασής μας δείχνει σταθερά την όξυνση της επίθεσης και τη διάχυση του λόγου μας. Οι λέξεις «αναρχομηδενισμός», «μαύρη αναρχία», «αναρχικός τερρορισμός» γίνονται αληθινά επικίνδυνες, όταν δοκιμάζονται στη φωτιά της μάχης.

Η διαρκής πρόκληση του εχθρού, μέσω αυτόνομων αντάρτικων χτυπημάτων (χρησιμοποιώντας τη βεντάλια της πολυμορφίας των μέσων, αλλά με σταθερή επιθυμία την ένοπλη αναβάθμιση) και η οργανωμένη επιθετική παρέμβαση σε ενδιάμεσους κοινωνικούς αγώνες είναι κομμάτι του αναρχικού πολέμου. Ξαναλέμε, πως, η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής δε θα μετρηθεί με το πλήθος της συμμετοχής.

Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε τις πιθανότητες σύμπραξης με ανθρώπους που νιώθουν ότι ασφυκτιούν μέσα στα κοινωνικά κλουβιά που τους έχει φορέσει η εξουσία και θέλουν να εξεγερθούν… Η χαρά μας είναι μεγάλη σε κάθε τέτοια νέα συνάντηση με νέους συντρόφους, που φέρουν το σημάδι της συνενοχής. Δεν έχει σημασία αν είναι λίγοι ή πολλοί… Σημασία έχει ότι η προσπάθεια αξίζει…

«Εμένα δε με οδηγεί η θέληση των μαζών. Ούτε θρηνώ τους καημούς του λαού. Δε δέχτηκα ποτέ τη μοίρα του σκλάβου που ετοιμάσανε για’ μένα, δε μίλησα τη γλώσσα τους, ούτε μιμήθηκα το βλέμμα τους. Αρνήθηκα να είμαι με τους πολλούς. Οι δικοί μου δαίμονες δεν κοιμούνται ποτέ… Λαχταρώ πάντα το ανικανοποίητο. Κι όταν βάζουν φωτιά στα θεμέλια της κοινωνίας, δεν ονειροπολούν πάνω στις στάχτες. Αναζητούν μανιασμένα το επόμενο σκιάχτρο της εξουσίας για να το παραδώσουν στην πυρά. Δε βολεύονται, δεν ξαποσταίνουν, γυρεύουν τον πόλεμο με ό,τι στοιχειώνει τη ζωή μας.

Λένε πως όποιος αγαπάει τα συντρίμμια, αγαπάει και τα αγάλματα. Οι δαίμονές μου ζούνε στα συντρίμμια γιατί εκεί κανείς δε μπορεί να κρυφτεί. Εκεί φανερώνεται ο καθένας από τί υλικό είναι φτιαγμένος. Θα με βρείτε ανάμεσά τους, εκεί που μαίνεται η μάχη»…

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF,
Αύγουστος 2015

Προδημοσίευση της ανέκδοτης μπροσούρας “FAI Reloaded”, από τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς