Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – “Πέρα από το δίκαιο και το άδικο”

«Δεν πιστεύω στο δίκαιο. Η ζωή, μια συνισταμένη ανεξέλεγκτων δυνάμεων, άγνωστων κι απερίγραπτων, απορρίπτει την ανθρώπινη επινόηση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη γεννήθηκε τη στιγμή που χάσαμε τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Πράγματι, η ανθρωπότητα αρχικά δεν είχε ανάγκη το δίκαιο. Ζούσε ελεύθερη κι αυτό ήταν όλο. Σήμερα, αντίθετα, υπάρχουν χιλιάδες δίκαια: χάνεται έτσι και η παραμικρή υπόσταση δικαίου. Ξέρω ότι ζω κι ότι επιθυμώ να ζήσω. Είναι δύσκολο να πραγματώσω αυτήν την επιθυμία μου, σ έναν κόσμο που ο καθένας θέλει ότι κι εγώ. Η απομονωμένη κατάφασή μου είναι το πιο σοβαρό έγκλημα. Οι νόμοι και η ηθική, συναγωνιζόμενοι με υποτιμούν και με καθυποτάσσουν. Ο καλός Χριστούλης θριαμβεύει. Είμαστε ελεύθεροι να προσευχόμαστε, να παρακαλάμε, να καταριόμαστε αλλά όχι να τολμάμε. Η δειλία, που καλλιέργησε ο χριστιανισμός και η ακόλουθη ηθική έχουν πάντα μια καλή δικαιολογία για την χαμέρπεια, την φτώχεια και την αυταπάρνηση… Η ευυπόληπτη και ταπεινή κοινωνία απ την άλλη, γαγγραινιασμένη σ όλο της το κορμί δεν χορταίνει να με περιορίζει, να μ εξευτελίζει για το καλό μου. Με σκοτώνει αργά – αργά. Δεν δέχομαι το δίκιο της. Δίκαιο είναι ότι μου στερεί. Πόσο ζηλεύω τον ωραίο Bonnot: il me faut vivre ma vie (πρέπει να ζήσω τη ζωή μου: από τη γνωστή «απολογία» του γάλλου ιλλεγκαλιστή Ζιλ Μπονό)».

Bruno Filippi

(Ιταλός αναρχομηδενιστής που κατηγορήθηκε για αρκετές ένοπλες επιθέσεις και σκοτώθηκε από βόμβα που κουβαλούσε ο ίδιος, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1919, κατά την απόπειρά του να την τοποθετήσει στη «Λέσχη των Ευγενών» – στρατηγείο των πλουσιότερων Ιταλών επιχειρηματιών)

Πέρα από το δίκαιο και το άδικο…
Για την Αναρχία

Τα πιο σημαντικά και όμορφα πράγματα λέγονται με τον πιο απλό τρόπο. Όμως, σήμερα, η πραγματικότητα της ζωής μας κάθε άλλο παρά απλή είναι. Έτσι, συχνά παρατηρούμε ότι, όσο πιο πολύπλοκη (και συνάμα πληκτική) γλώσσα χρησιμοποιούν οι “ειδικοί” του πολιτικού λόγου και οι αλχημιστές της “επαναστατικής” ρητορείας, τόσο πιο αυθαίρετες υπεραπλουστεύσεις κάνουν. Οι θεωρητικοί “επαναστάτες” ερμηνεύουν τον κόσμο με την τυραννία των “αυτονόητων αληθειών” τους. Ολόκληρη η ρητορική τους ακαμψία και ο ξύλινος λόγος τους, που νανουρίζει με τους ακλόνητους δογματισμούς του, καταλήγει να μεταφέρει την “κοινωνική επανάσταση” σε μια απλουστευμένη εκδοχή παραμυθιού της αιώνιας μάχης του “καλού” λαού με το “κακό” κράτος, του “δίκαιου” με το “άδικο”.

Αν ήταν, όμως, τόσο απλά τα πράγματα, γιατί εδώ και αιώνες αυτό το παραμύθι δεν τελειώνει με το θρίαμβο του “καλού” και το «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»;

Ιδιαίτερα σήμερα, που η εξουσία δεν είναι συγκεντρωτική και αποτραβηγμένη στο θρόνο του βασιλιά, αλλά διάσπαρτη μέσα στο διάφανο κοινωνικό εργοστάσιο, τόσο ο αναρχικός λόγος, όσο και η δράση μας οφείλουν να εμβαθύνουν πιο πολύ και να διαρρήξουν την επιφανειακότητα των “θρησκευτικών” ευχολογίων και αφορισμών του “καλού” και του “κακού”, του “δίκαιου” και του “άδικου”.

Η εξουσία δεν είναι απλά άδικη, κακή και μοχθηρή, που όσο περισσότερο την καταγγέλουμε, ακόμα και βίαια, θα οπισθοχωρήσει για να θριαμβεύσει το δίκαιο των επαναστατών.

Η εξουσία είναι μια κοινωνική σχέση, ένα κοινωνικό ιεραρχικό οργανωτικό μοντέλο, ένας τρόπος διαχείρισης της ζωής.

Διαθέτει, εκτός από τα διευθυντήριά της και τους αξιωματούχους της, τους δικούς της ιεροκήρυκες, τους συμβουλάτορές της, τους διαφημιστές της, τους γελωτοποιούς της, τους ένοπλους υπερασπιστές της φυσικά, τους πιστούς ακολουθητές της, ακόμα και τους εσωτερικούς αντιρρησίες – σφετεριστές της…

Δεν είναι απλά μια κακιά ολιγαρχική ελιτ, αλλά ένα δαιδαλώδες σύστημα σχέσεων που καθορίζει την καθημερινότητά μας.

Γνωρίζουμε, βέβαια, πως αν κόψεις το κεφάλι στο φίδι, το υπόλοιπο σώμα, μετά από μερικούς σπασμούς, νεκρώνει… Η εξουσία, όμως, έχει αποδειχθεί πως μοιάζει περισσότερο με λερναία ύδρα.

Γι’ αυτό, ενώ η ένοπλη στόχευσή μας συγκεντρώνει τη δύναμη πυρός της στα κεφάλια των διευθυντών της εξουσίας και των ένστολων μισθοφόρων τους, ταυτόχρονα, ο λόγος μας επιδιώκει να ανατινάξει τις κοινωνικές σχέσεις που γεννούν την εξουσία. Μην ξεχνάμε πως το «ουδείς αναντικατάστατος» ισχύει και για την εξουσία. Αν δε χτυπήσουμε, εκτός από την καρδιά του κτήνους (ένοπλα χτυπήματα στους αξιωματούχους της εξουσίας) και τις φλέβες της κοινωνικής μηχανής (κριτική και απόρριψη της νοοτροπίας της εθελοδουλίας), τότε μπορεί, σύντομα, μετά από κάθε επίθεσή μας να αντηχεί «ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο νέος βασιλιάς»Γιατί οι σκλάβοι, ακόμα κι όταν εξεγερθούν, αν δεν αποκηρύξουν από μέσα τους τη νοοτροπία της υποτέλειας, τότε, σύντομα θα θελήσουν να στέψουν το νέο βασιλιά τους, δίπλα από το κουφάρι του προηγούμενου.

Γι’ αυτό, η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, η FAI/IRF και οι ομάδες πολιτικής συγγένειας, που σχηματίζουν το φάσμα της μαύρης αναρχίας, τόσο στις προκηρύξεις που συνοδεύουν τις επιθέσεις μας, όσο και στα κείμενά μας, εκφράζουμε έναν αιρετικό – εμπρηστικό λόγο, που δεν ακολουθεί τις παραδόσεις του επαναστατικού αυτοματισμού με το δίπολο “καλό – κακό”, “δίκαιο – άδικο”… Έχουμε πάντα εύκαιρη τη βαριοπούλα της αγένειας, για να θρυμματίσουμε τη βιτρίνα της αθώας και καλής κοινωνίας και να αναδείξουμε την ένοχη σιωπή της και την εκνευριστική παθητικότητά της.

Βέβαια, στόχος της κριτικής μας δεν είναι να χτίσουμε τον κρυστάλλινο πύργο του “επαναστατικού” αυτοθαυμασμού. Γι’ αυτό, αποστρεφόμαστε την έπαρση και την αλαζονεία που συναντάμε καμια φορά στους κύκλους μας, από άτομα που είναι περισσότερο εναλλακτικοί καλλιτέχνες του τίποτα, παρά αναρχικοί της πράξης.

Σκοπός μας είναι να αποσυναρμολογήσουμε τα στερεότυπα και την κυρίαρχη ηθική που δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας, μέσα απ’ τις μικρές και μεγάλες αναπαραστάσεις άτυπης εξουσίας (οικογένεια, σχολείο, δουλειά, σχέσεις).

Ο δικός μας τρόπος είναι η πρόκληση και όχι μια πολιτική ευγένεια που χαϊδεύει τα αυτιά του ακροατηρίου των καταπιεσμένων, που οι περισσότεροι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν μια προκήρυξη. Μία ενοχλητική αλήθεια είναι πιο άκομψη αλλά και πιο απελευθερωτική από ένα ευχάριστο ψέμα…

Δεν αρκεί, λοιπόν, σήμερα να μιλάμε για το “δίκαιο” των καταπιεσμένων, των προλετάριων, του λαού…

Καταρχήν, το “δίκαιο” και το “άδικο” είναι ένας ηθικός υποκειμενισμός της αποτύπωσης της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κάποια ζυγαριά αντικειμενικότητας που ορίζει το δίκαιο και το άδικο.

Η εξουσία και ο καπιταλιστικός τρόπος διαχείρισής της, εκτός από την ένοπλη επιβολή της αλήθειας τους, διαθέτουν τα δικά τους think tank, τα δικά τους επιχειρήματα, τη δική τους κουλτούρα, το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους πρόταση οργάνωσης της ζωής. Η εξουσία δεν επικρατεί μόνο βασισμένη στη δύναμη που βρίσκεται στις κάννες των όπλων της, αλλά και στην πειθώ και την προπαγάνδα της.

Γι’ αυτό, όσοι κάνουν το λάθος και μιλούν για το “δίκαιο” των πολλών, θα πρέπει να προσέξουν γιατί η ερμηνεία του “δίκαιου” ως ποσοτική μονάδα μέτρησης, δε θα τους… δικαιώσει. Το δίκαιο των πολλών είναι, συχνά, το δίκαιο των τηλεθεατών, των καταναλωτών, των ψηφοφόρων… Ο αναρχικός αγώνας δε μετράει συμμετοχές, ούτε το δίκαιο της πλειοψηφίας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη σύγκρουση του “δίκαιου” με το “άδικο”. Είναι ένας αδιάκοπος πόλεμος ανάμεσα σε διαφορετικές αξίες, ένας πόλεμος που διχοτομεί την κοινωνία στα δύο. Από τη μία ο κόσμος της αναρχίας, κι από την άλλη ο κόσμος της εξουσίας και της οργανωμένης πλήξης. Στη σύγκρουση αυτή, αρκετοί άνθρωποι, που είναι αποκλεισμένοι από τα προνόμια της εξουσίας, φτωχοί και καταπιεσμένοι, συχνά συστρατεύονται με τα συμφέροντα της ελιτ των δυναστών τους. Η μάζα αρέσκεται, συνήθως, στο μέτριο, στην ακινησία της συνήθειας, στην ακαμψία της συντηρητικότητας και φοβάται το νέο, το ριζοσπαστικό, το άγνωστο της εξέγερσης.

Η γραφειοκρατική τάση του επίσημου αναρχισμού και οι κομμουνιστικές συνιστώσες της χρησιμοποιούν τη ρητορική του “κοινού καλού” και του “δίκαιου των καταπιεσμένων”, θεωρώντας πως υπάρχει μια συνειδητοποιημένη προλεταριακή τάξη, που αρκεί να της χαϊδέψεις τα αυτιά και να μεταμορφωθεί στη μαγιά της “κοινωνικής επανάστασης”.

Εμείς, από τη μεριά μας, θέλουμε να θέσουμε τους όρους δημιουργίας μιας επιθετικής αναρχικής συγγένειας μεταξύ ομάδων, πυρήνων και ατόμων, που θα μεταφέρουν το βίωμα της ρήξης με το υπάρχον άμεσα, εδώ και τώρα.

Έτσι, μπορεί να σχηματιστεί ένας επικίνδυνος εσωτερικός εχθρός στην καρδιά του συστήματος, με σκοπό τη διάχυση της αναρχίας.

Για να συμβεί αυτό, οφείλουμε να μονιμοποιήσουμε τη σύγκρουση με την εξουσία, να δημιουργήσουμε βραχυκύκλωμα στους νευρώνες του συστήματος, να εκμεταλλευτούμε και να διευρύνουμε τις αντιφάσεις της κοινωνίας, να προβοκάρουμε την κοινωνική ειρήνη, να εμβαθύνουμε ποιοτικά την αναρχική σκέψη και να αναβαθμίσουμε επιθετικά την αναρχική δράση, να προκαλέσουμε την αμφισβήτηση της έννομης τάξης, να ξεπεράσουμε την ηθική καταγγελία των αδικιών της εξουσίας και να προετοιμάσουμε τον πόλεμο εναντίον της, προωθώντας το νέο αναρχικό αντάρτικο πόλης.

Εδώ προκύπτει το στρατηγικό ζήτημα μεταξύ της ηθικής καταγγελίας του συστήματος, και της επίθεσης διαρκείας. Το μεγαλύτερο κομμάτι του αναρχικού χώρου της Ελλάδας κινείται, συνήθως, μέσα στη δίνη των γεγονότων που προκύπτουν από τα βραχυκυκλώματα της εξουσίας. Περιστασιακές πορείες και, ενίοτε, συγκρούσεις στα πλαίσια μιας αντιπολεμικής διαδήλωσης, φοιτητικών συλλαλητηρίων, απεργιακών κινητοποιήσεων. Η πρόσφατη τριετής “ανομβρία” κοινωνικών κινητοποιήσεων προκάλεσε την “ξηρασία” βίαιων συγκρούσεων στους δρόμους της μητρόπολης.

Ο κόσμος δεν κατέβηκε στους δρόμους και οι αναρχικοί στάθηκαν ανεπαρκείς να δημιουργήσουν τις δικές τους αυτόνομες συλλογικές βίαιες δράσεις. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής και υποσυνείδητης (λόγω συνήθειας) στρατηγικής, που εμφανίζει τους αναρχικούς ως το βίαιο αντανακλαστικό του “δίκαιου” των μαζών. Υπάρχει, δηλαδή, μια σχετική ατολμία να οργανωθεί και να εκφραστεί αυτόνομα η αναρχική επίθεση, δίχως την ηθική κάλυψη των μαζών. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ούτε στις μεγάλες κοινωνικές διαδηλώσεις υπάρχει ηθική κάλυψη, καθώς η μάζα των διαδηλωτών είναι ένα ετερόκλητο πλήθος, απ’ το οποίο, άλλοι πιστεύουν στην ειρηνική διαμαρτυρία, άλλοι είναι επαγγελματίες περιπατητές και μέλη των σωματείων των κομμάτων, άλλοι είναι οργισμένοι και θέλουν να τα χώσουν, άλλοι λειτουργούν ως εσωτερική καταστολή, άλλοι είναι ανένταχτοι… Το ζήτημα είναι ότι η στρατηγική της κοινωνικής αντιβίας, ως ηθική δικαίωση – απάντηση των καταπιεσμένων, ετεροκαθορίζεται, σε μία εποχή που η εξουσία μπορεί να θέσει εναλλακτικά ερωτήματα και οι απαντήσεις των μαζών να έρθουν, όχι ως ρήξη, αλλά ως συναίνεση με αυτήν.

Περιμένοντας, λοιπόν, την επόμενη κοινωνική έκρηξη, το επόμενο συλλαλητήριο, την επόμενη μεγάλη πορεία, εγκαταλείπουμε τις ιδέες και τη δράση μας στην τύχη. Αλλά, ακόμα κι όταν συμβεί η κοινωνική ένταση, για να χαθούμε στις ταραχές μιας πορείας, μοιάζουμε, συνήθως, με τους λαθρεπιβάτες που πηδάνε στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας, σε ένα τρένο που άλλοι οδηγούν τη μηχανή, σε διαφορετικές ράγες από τις δικές μας. Ακόμα κι αν εκτροχιάσουμε το συρμό, σύντομα θα ξαναμπεί στις δικές του ράγες.

Προφανώς, σε καμία περίπτωση δε μιλάμε για την απουσία μας από το πεδίο των μητροπολιτικών ταραχών που δεν έχουμε ορίσει εμείς το περιεχόμενό τους (μαθητικά – φοιτητικά συλλαλητήρια, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, μεγάλες πορείες), στο όνομα μιας δήθεν αναρχικής καθαρότητας. Μπορούμε μέσα σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις να οργανώσουμε επιθέσεις σε μπάτσους, να κάψουμε τράπεζες, να καταστρέψουμε κάμερες, να απαλλοτριώσουμε καταστήματα, να σπάσουμε την ειρήνη στη μητρόπολη.

Όλα αυτά είναι έντονες και ευχάριστες στιγμές που, όμως, όταν δε συνοδεύονται από ένα ευρύτερο αναρχικό σχέδιο, καταλήγουν να μένουν αποσπασματικές στιγμές και όμορφες αναμνήσεις, που απλά περιμένουν την επόμενη πορεία για να επαναληφθούν. Χάνουν τη συνολική προοπτική και τη δυνατότητα όξυνσης της επίθεσης και της μονιμοποίησης της έντασης στις ζωές μας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο έλλειψης επιχειρησιακού σχεδιασμού, αλλά κυρίως συνολικής αντίληψης.

Η νοοτροπία της ηθικής δικαίωσης της κοινωνικής αντιβίας αποκλειστικά ως απάντηση στις παρεκτροπές του συστήματος (βιαιότητες των μπάτσων, ρατσιστικές συμπεριφορές, εργοδοτική “αυθαιρεσία”, σκληροί νόμοι) ενσωματώνει την καταγγελία του συστήματος (ακόμα και με βίαιη μορφή) και εμποδίζει το πέρασμα από την αμυντική αντιβία, στην επιθετική διαρκή πρόκληση του αναρχικού αντάρτικου πόλης.

Εμείς, από τη μεριά μας, θέλουμε να διατυπώσουμε και να οργανώσουμε μία πρόταση διαρκούς επίθεσης, ένα συνολικό αναρχικό σχέδιο, μια εξέγερση που δε σταματά όταν αποσυρθούν οι μάζες από τις κινητοποιήσεις τους, αλλά συνεχίζει να τρέφεται από τις φωτιές της, να θεριεύει και να διαχέεται…

Νιώθουμε σαν να έχουν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού μας στη στιγμή της επίθεσης. Δε χρειαζόμαστε, πλέον, ούτε αφορμές, ούτε την ηθική δικαίωση. Γνωρίζουμε πως η ασχήμια αυτού του κόσμου καταργείται μόνο όταν αναλαμβάνεις δράση.

Η πρότασή μας είναι η δημιουργία ενός άτυπου δικτύου αναρχικών πυρήνων, που θα προωθούν τη διαρκή επίθεση στην εξουσία και την κοινωνία της.

Αρκετοί αναρχικοί φοβούνται τη λέξη «οργάνωση» και την ξορκίζουν όπως οι χριστιανοί το διάβολο.

Άλλοι παρεξηγούν και συγχέουν την έννοια της οργάνωσης με τα γραφειοκρατικά απολιθώματα των μαρξιστικών συγκεντρωτικών οργανώσεων, με τις κεντρικές επιτροπές, τις ιεραρχίες, τα απλά μέλη, τους δυσκοίλιους κανόνες, τα ηθικά “πρέπει”, τα καταστατικά και την πεφωτισμένη καθοδηγητική γραμμή…

Άλλοι προτιμούν τον εναλλακτισμό, το βόλεμα, τον τυχοδιωκτισμό και την ασφάλεια ενός αναρχικού lifestyle, παρά μια αναρχία του οργανωμένου και επικίνδυνου εσωτερικού εχθρού, που επιτίθεται άνευ αφορμής γιατί οι αιτίες περισσεύουν…

Κάποιοι θα βιαστούν να αγανακτήσουν, λέγοντας πως η οργάνωση δολοφονεί τον αυθορμητισμό, την ατομικότητα και τις επιθυμίες…

Ας πούμε, όμως, τί εννοούμε εμείς «αναρχική οργάνωση»… Η αναρχική οργάνωση είναι ο ζωντανός διανοητικός και σωματικός συντονισμός μιας ομάδας συντρόφων, με στόχο την επίτευξη ενός σχεδίου. Όσο πιο συνολικό είναι το σχέδιο, τόσο πιο συνολικές είναι και οι σχέσεις των συντρόφων της ομάδας, ενώ η δέσμευση και η συνέπεια έχουν, ως μέτρο, τη δύναμη των επιθυμιών να πετύχει το σχέδιο, και όχι την πειθαρχία ενός στρατιωτικού καθήκοντος. Κάθε σύντροφος είναι ξεχωριστός και αυτόνομος μέσα στην ομάδα και, από τη συλλογική ζωή και δράση του πυρήνα, ανακαλύπτει και απελευθερώνει περισσότερο τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κάρτα μέλους, παρά μόνο η ατομική επιθυμία να συμμετέχεις σε κάτι αυθεντικά συλλογικό.

Φυσικά, η οργάνωση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι το μέσο για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Αυτό σημαίνει πως μία αναρχική οργάνωση, ένας αναρχικός πυρήνας, οφείλει να εξετάζει διαρκώς τη διαδικασία του, να εξελίσσει τις σχέσεις του, να αναβαθμίζει τη δράση του, να ακονίζει το λόγο του, ώστε να φτάνει πιο κοντά στο σκοπό του σχηματισμού του.

Είναι λογικό μέσα σε μια αναρχική ομάδα να προκύψουν εντάσεις, αντιφάσεις, θυμοί, ακόμα και πιθανές αποχωρήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε ανθρώπινη σχέση είναι συγκρουσιακή, άλλοτε στο επίπεδο της εξέλιξης και άλλοτε στο επίπεδο της ρήξης.

Το σίγουρο είναι πως η ύπαρξη άτυπων αναρχικών οργανώσεων και πυρήνων άμεσης δράσης τροφοδοτούν την αναρχική βία ενάντια στην εξουσία.

Κάθε αναρχική ομάδα είναι μια ζωντανή εστία πολέμου ενάντια στο σύστημα. Μέσα από τη συζήτηση, την τριβή και τη σύνθεση των συντρόφων μιας ομάδας εξελίσσεται η αναρχική δράση, μονιμοποιείται η απειλή του οργανωμένου εσωτερικού εχθρού, αναβαθμίζονται τα μέσα επίθεσης, οξύνεται η σκέψη, προωθείται το σχέδιο καταστροφής της εξουσίας και της κοινωνικής μηχανής.

Γνωρίζουμε πως καμιά ομάδα δε μπορεί, από μόνη της, να αναπτύξει εκείνους τους συσχετισμούς δύναμης, ώστε να αποκεφαλίσει το κτήνος της εξουσίας και τα παράγωγά του. Βέβαια, ακόμα κι έτσι, οι σύντροφοι της ομάδας, μέσα από τη δράση τους, απελευθερώνονται οι ίδιοι από τις συμβάσεις ενός κόσμου που μας θέλει να είμαστε θεατές της ζωής μας. Όμως, αν θέλουμε να μεγιστοποιήσουμε τη δράση μας, ικανοποιώντας όλο και πιο πολύ τις επιθυμίες μας, μπορούμε να δοκιμάσουμε τη δημιουργία άτυπων συντονιστικών ατόμων, ομάδων και πυρήνων συγγένειας που προωθούν το αναρχικό αντάρτικο πόλης. Η δημιουργία ενός τέτοιου συντονιστικού δεν υποτάσσεται, σε καμία περίπτωση, στο χωνευτήρι του ποσοτικού συγκεντρωτισμού, που συνθλίβει την αυτονομία του καθενός μας. Δε μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε μια κεντρική υπερ-δομή που, με τη σειρά της, θα γεννήσει κεντρικά επιτελεία και άτυπες ιεραρχίες. Μιλάμε απλά για το συντονισμό ομάδων και ανθρώπων που κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση. Μιλάμε για το συντονισμό επιθυμιών που γίνονται πιο επικίνδυνες όταν επικοινωνούνται και μοιράζονται σε συνενόχους.

Η βασική συμφωνία στο εσωτερικό μιας τέτοιας οργάνωσης είναι η επιθυμία να μην υπάρξει ούτε μια στιγμή ανακωχής με τον εχθρό. Χωρίς, λοιπόν, να περιμένουμε πότε θα φυσήξει ευνοϊκά ο άνεμος της κοινωνικής αλλαγής για να δράσουμε, αποφασίζουμε από τώρα να οπλιστούμε και να μετατρέψουμε την καθημερινότητά μας σε μία συγκρουσιακή πραγματικότητα. Έτσι, δεν περιοριζόμαστε σε επετειακούς συμβολισμούς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα απουσιάζουμε από τις μέρες οργής και εκδίκησης στη μνήμη των νεκρών μας), δεν περιμένουμε στημμένα ραντεβού, περιμένοντας πότε θα παρεκτραπεί το κράτος για να διαδηλώσει ο κόσμος, ούτε μας ικανοποιεί μια ευκαιριακή οδομαχία με τους μπάτσους, για να προσποιηθούμε ότι εκτελέσαμε το αγωνιστικό μας “καθήκον”.

Αυτό δε μας κάνει αλαζόνες για να απαξιώνουμε τα πάντα από τον εξώστη μιας ιδεολογικής καθαρότητας. Αντίθετα, μας κάνει πιο προετοιμασμένους να ριχτούμε σ’ εκείνες τις μάχες που θα διαλέξουμε, ακόμα και σε ενδιάμεσους κοινωνικούς αγώνες, που θεωρούμε ότι έχουν ενδιαφέρον (πχ. μαθητικές καταλήψεις), χωρίς να αποπροσανατολιζόμαστε ανάλογα με τις συγκυρίες.

Η πυξίδα της οργανωμένης έκφρασής μας δείχνει σταθερά την όξυνση της επίθεσης και τη διάχυση του λόγου μας. Οι λέξεις «αναρχομηδενισμός», «μαύρη αναρχία», «αναρχικός τερρορισμός» γίνονται αληθινά επικίνδυνες, όταν δοκιμάζονται στη φωτιά της μάχης.

Η διαρκής πρόκληση του εχθρού, μέσω αυτόνομων αντάρτικων χτυπημάτων (χρησιμοποιώντας τη βεντάλια της πολυμορφίας των μέσων, αλλά με σταθερή επιθυμία την ένοπλη αναβάθμιση) και η οργανωμένη επιθετική παρέμβαση σε ενδιάμεσους κοινωνικούς αγώνες είναι κομμάτι του αναρχικού πολέμου. Ξαναλέμε, πως, η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής δε θα μετρηθεί με το πλήθος της συμμετοχής.

Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε τις πιθανότητες σύμπραξης με ανθρώπους που νιώθουν ότι ασφυκτιούν μέσα στα κοινωνικά κλουβιά που τους έχει φορέσει η εξουσία και θέλουν να εξεγερθούν… Η χαρά μας είναι μεγάλη σε κάθε τέτοια νέα συνάντηση με νέους συντρόφους, που φέρουν το σημάδι της συνενοχής. Δεν έχει σημασία αν είναι λίγοι ή πολλοί… Σημασία έχει ότι η προσπάθεια αξίζει…

«Εμένα δε με οδηγεί η θέληση των μαζών. Ούτε θρηνώ τους καημούς του λαού. Δε δέχτηκα ποτέ τη μοίρα του σκλάβου που ετοιμάσανε για’ μένα, δε μίλησα τη γλώσσα τους, ούτε μιμήθηκα το βλέμμα τους. Αρνήθηκα να είμαι με τους πολλούς. Οι δικοί μου δαίμονες δεν κοιμούνται ποτέ… Λαχταρώ πάντα το ανικανοποίητο. Κι όταν βάζουν φωτιά στα θεμέλια της κοινωνίας, δεν ονειροπολούν πάνω στις στάχτες. Αναζητούν μανιασμένα το επόμενο σκιάχτρο της εξουσίας για να το παραδώσουν στην πυρά. Δε βολεύονται, δεν ξαποσταίνουν, γυρεύουν τον πόλεμο με ό,τι στοιχειώνει τη ζωή μας.

Λένε πως όποιος αγαπάει τα συντρίμμια, αγαπάει και τα αγάλματα. Οι δαίμονές μου ζούνε στα συντρίμμια γιατί εκεί κανείς δε μπορεί να κρυφτεί. Εκεί φανερώνεται ο καθένας από τί υλικό είναι φτιαγμένος. Θα με βρείτε ανάμεσά τους, εκεί που μαίνεται η μάχη»…

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF,
Αύγουστος 2015

Προδημοσίευση της ανέκδοτης μπροσούρας “FAI Reloaded”, από τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς

Pierleone Porcu – ‘Επαναστατική Αλληλεγγύη’

Υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι να εκφράσεις την αλληλεγγύη σου απέναντι σε συντρόφια εγκληματοποιημένα από το κράτος, η εκάστοτε μέθοδος απηχεί επιπλέον άμεσα και την επιλεγμένη από τον καθένα μορφή να επεμβαίνει στον κοινωνικό πόλεμο γενικότερα.

Είναι αυτοί που εκλαμβάνουν την αλληλεγγύη ως παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στον έναν ή την άλλη φυλακισμένη σύντροφο, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτελούν την πολιτική τους δραστηριότητα: Αναζητώντας δικηγόρους, στέλνοντας χρήματα και ρούχα στις φυλακές, συμμετέχοντας σε επισκεπτήρια και πάει λέγοντας. Αυτή η αμιγώς ανθρωπιστική αλληλεγγύη μεταφράζεται προσέτι σε σύσταση επιτροπών υπεράσπισης και άλλων ομόλογων εκστρατειών με απώτερο σκοπό τον επηρεασμό της κοινής γνώμης.

Έπειτα, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη εντός ενός αυστηρά πολιτικάντικου πλαισίου και την επιδεικνύουν μέσα από σωρό ”διακρίσεων” επιστρατευμένους ώστε να μην τσαλακώσουν την εικόνα της δραστηριότητας τους. Έτσι, καιροσκοπικά, υπερασπίζονται και δείχνουν αλληλεγγύη σε όσους διαλαλούν την αθωότητα τους αλλά όχι σε όσους αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις δράσεις τους.

Άλλες ακόμα, άμα διαβλέψουν την πιθανότητα να εξασφαλιστεί κέρδος στα πλαίσια πολιτικής προπαγάνδας, σπεύδουν να τυπώσουν τρικάκια και έντυπα τυπικής αλληλεγγύης με τον σύντροφο ή τις συντρόφισσες που συνελήφθησαν. Ήτοι, διατρανώνουν λεκτικά την αλληλεγγύη τους δίχως πρακτικά να υπάρχει ίχνος της.

Έπειτα, υφίσταται η αλληλεγγύη σε ιδεολογικό πλαίσιο. Αυτή συνιστά την εκδοχή του Μαρξιστικού-Λενινιστικού ένοπλου κόμματος. Εκδηλώνουν αλληλεγγύη στους έχοντες θέσεις παρόμοιες με τις δικές τους και βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με όσους δεν μοιράζονται ή δεν αναγνωρίζουν την πολιτική γραμμή ή στρατηγική τους, συχνά λογοκρίνοντας ή εξοστρακίζοντας όσες κρίνουν ακατάλληλες.

Τι πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να εννοούμε όταν λέμε επαναστατική αλληλεγγύη τότε; Το πρώτο στοιχείο είναι η αναγνώριση της επαναστατικής αλληλεγγύης ως προέκτασης της ήδη ασκούμενης εξεγερσιακής κοινωνικής πρακτικής  εντός της ταξικής πάλης, δηλαδή ως μια άμεση παρουσίαση επιθετικών δράσεων ενάντια σε κάθε δομή εξουσίας, μικρή ή μεγάλη που παρίσταται μέσα στην χωρική εμβέλεια του δράστη. Και αυτό επειδή όλες οι παραπάνω θα έπρεπε να κατανοούνται ως συνυπεύθυνες για οτιδήποτε διαδραματίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης της εγκληματικοποίησης και της σύλληψης συντροφισσών ανεξαρτήτως τόπου. Η περιχαράκωση της αμφισβήτησης της καταστολής που σύντροφοι μας υφίστανται σε κάτι αυστηρά συνδεδεμένο μόνο με τον δικαστικό ή αστυνομικό μηχανισμό θα ήταν εξαιρετικά κοντόφθαλμη. Η εγκληματικοποίηση και σύλληψη συντρόφων οφείλει να προσληφθεί μέσα στο περιεχόμενο σύνολου του κοινωνικού πολέμου, ακριβώς επειδή αυτά είναι τα αξιοποιημένα από τα κράτη σπασμωδικά υλικά μέσα αποτροπής της ριζοσπαστικοποίησης σε όλους τους τομείς. Ανεξαρτήτως πόσο εμβριθές ή ασήμαντο είναι, κάθε συμβάν καταστολής εντάσσεται στους συσχετισμούς του κοινωνικού πολέμου ενάντια στις δομές κυριαρχίας.

Η δεύτερη πτυχή έχει να κάνει με την θεμελιώδη υπεράσπιση κάθε επαναστατημένου συντρόφου, ανεξάρτητα από τι κατηγορίες επισύρει το νομικό και αστυνομικό σύμπλεγμα του κράτους, αφενός επειδή συνιστά ζήτημα αποδέσμευσης τους από τα νύχια του, ήτοι από την κατάσταση ”ομηρίας” στην οποία υποβιβάστηκαν. Αφετέρου, ενδείκνυται να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτη την αφορμή εντατικοποίησης της επίθεσης ενάντια στον ”νόμο” αποκρυσταλλωμένος ως η ρυθμιστική έκφραση των ενεργών σχέσεων εξουσίας στην διαστρωματωμένη κοινωνία.

Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά την άρνηση της υπερασπιστικής γραμμής που είναι ενσωματωμένη στο συνταγματικό δίκαιο, όπως για παράδειγμα το δίπολο ”ενοχής” και ”αθωότητας” των διωκόμενων συντροφισσών, και αυτό επειδή έχουμε ήδη αναρίθμητους λόγους να τους προασπίσουμε δίχως οποιοδήποτε να μπορεί να δικαιώσει μία καιροσκοπική πολιτικάντικη αποκήρυξη. Δεν μπορούμε και δεν επιτρέπεται να θεωρούμε τους εαυτούς μας δικηγόρους, αλλά εξεγερμένους αναρχικούς σε πόλεμο με την κατεστημένη κοινωνία σε όλα τα μέτωπα. Αποσκοπούμε στην ολοκληρωτική καταστροφή της τελευταίας από την κορυφή ως τον πάτο, δεν μας απασχολεί να την δικάσουμε όπως κάνει αυτή απέναντι μας. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε κάθε καταδίκη κατασκευασμένη από τους κρατικούς γύπες, εναντίον των εξεγερμένων προλετάριων, πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί είναι σύντροφοι, καταδίκη των ίδιων μας τον εαυτόν και τοιουτοτρόπως την εκδικούμαστε με όσα μέσα κρίνουμε τελεσφόρα αναλόγως την διάθεση και τις προσωπικές μας κλήσεις.

Η τέταρτη και τελευταία ποιότητα αφορά την στάση μας απέναντι στις αιχμάλωτες συντρόφισσες απέναντι στις οποίες οφείλουμε να διατηρήσουμε μία συμπεριφορά αντίστοιχης εκείνης που μοιραζόμαστε με συντρόφους εκτός της φυλακής. Αυτό συνεπάγεται πως η επαναστατική αλληλεγγύη πάντα και σε κάθε περίπτωση συνοδεύεται από ριζική κριτική. Μπορούμε να και όντως δείχνουμε αλληλεγγύη σε συντρόφους δίχως απαραίτητα να εγκολπώνουμε τις απόψεις τους. Όσες εκφράζουν αλληλεγγύη προς αιχμάλωτες συντρόφισσες δεν εμπεριέχονται απαραίτητα στις πεποιθήσεις τους και στις τρόπους σκέψεις του ενώ το ίδιο ισχύει και τούμπαλιν σε ότι τις αφορά. Ενεργά στεκόμαστε στο πλευρό όλων των αιχμάλωτων συντρόφων σε όλα και για όλα έως το σημείο όπου οι πράξεις μας δεν αντιβαίνουν ή αντιφάσκουν με τον επαναστατικό και εξεγερμένο μας τρόπο να υπάρχουμε. Αυτός εντοπίζεται σε μία αποκλειστική σχέση μεταξύ κοινωνικών επαναστατών σε κατάσταση εξέγερσης και όχι σε μία ανταλλαγή θέσεων. Δεν θυσιάζουμε κανένα κομμάτι του εαυτού μας όπως δεν προσδοκούμε κάτι αντίστοιχο και από τους άλλους.

Προτάσσουμε την αλληλεγγύη ως μία μορφή συνενοχής, πρόσληψης αμφίδρομης ευχαρίστησης, κατά κανένα τρόπο ως ένα καθήκον ή μία θυσία για τον ”αγαθό και όσιο σκοπό” αφού αυτός ο σκοπός είναι καθόλα προσωπικός, ο ίδιος μας ο εαυτός.

Εκκινώντας από αυτές τις βάσεις, πρωταρχικής σημασίας στην ατομική διαδικασία ανάπτυξης αναρχικής εξεγερσιακής δράσης, η αναρχική αλληλεγγύη αποκτά το νόημα της κατ’ αυτόν τον τρόπο, διότι απλή υλική υποστήριξη θα παρείχαμε σε οποιοδήποτε φιλικό μας πρόσωπο κατέληγε στην φυλακή.

Η επαναστατική αλληλεγγύη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης μας ως εξεγερμένοι αναρχικοί. Είναι αυτή της η διάσταση επιτακτικό να τονίζεται ακατάπαυστα, ακριβώς επειδή παρέχει την ευκαιρία να διευρύνουμε ότι ήδη κάνουμε από μόνοι μας.

Pierleone Porcu

 

Πηγή:darknights