Armando Diluvi : Ο Αναρχισμός μου

Πριν από λίγο καιρό, σε ένα τεύχος της Umanitá Nova, υπήρχε μια συζήτηση μεταξύ των συντρόφων Enzo Martucci και Malatesta. Το θέμα τους ήταν ο ατομικισμός. Αυτός που γράφει αυτό το κείμενο αντιλαμβάνεται τον αναρχισμό από μια ατομικιστική οπτική γωνία και γι’ αυτό παρεμβαίνει.

 

* * *

Και θα δηλώσω αμέσως ότι δε συμφωνώ καν με τον Martucci. Για παράδειγμα, όταν υποστηρίζει ότι: “αν υπάρχουν άτομα που πρέπει να συνεργαστούν με άλλους για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, υπάρχουν επίσης ισχυρά άτομα που είναι επαρκή από μόνα τους για τη διατήρηση και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους”. Αυτό, επαναλαμβάνω, δεν το πιστεύω. Νομίζω ότι, λόγω χαρακτήρα και ιδιοσυγκρασίας, είμαι ένας από εκείνους που προσπαθούν να είναι όσο το δυνατόν πιο επαρκείς στον εαυτό τους. Αλλά δεν είμαι σε θέση να το κάνω αυτό. Οι υλικές ανάγκες της ζωής είναι τόσο πολλές που εξακολουθώ να έχω ανάγκη από άλλους για κάποια πράγματα.

Και οι πνευματικές ανάγκες; Η διανοητική ικανοποίηση και διασκέδαση; Αν, για παράδειγμα, θα ήθελα να κάνω έρωτα με μία ή περισσότερες γυναίκες; Αν θέλω να πάω στο θέατρο; Αν θέλω να ταξιδέψω με αεροπλάνο; Και έπειτα, όταν θα μπορούσα να κάνω οποιοδήποτε από αυτά τα πράγματα, τι γίνεται αν δεν θέλω να το κάνω μόνος μου; Τι έχει απομείνει από το ικανοποιημένο εγώ μου;

Για μένα, η λογική του Εγώ μου είναι αυτή που το διατηρεί από την ανησυχία για τους άλλους. Οι στρατιώτες και οι στρατηγοί υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν για μένα, η επαφή δεν μετράει για μένα, υπηρετώ τον εαυτό μου με αυτούς εδώ, ακόμη και όταν αντί αυτού υλικά τους υπηρετώ. Αυτό συμβαίνει είτε επειδή η αντίληψή μου για τη δουλεία είναι τόσο χαμηλή και χυδαία είτε επειδή το ένστικτό μου για επανάσταση δεν έχει τη δύναμη εκείνων που απεχθάνομαι και που με υποδουλώνουν.

Ωστόσο, δεν μπορώ να διανοηθώ την πραγματοποίηση ενός αναρχικού κομμουνισμού, όπως τον επιθυμεί ο Malatesta. Αν αυτό το πράγμα παραμένει μια επιθυμία και φιλοδοξία που το κάνουν όλοι οι υπόλοιποι ενώ εγώ εξακολουθώ να το κάνω… αυτό είναι μια χαρά. Και εδώ ίσως συμφωνούμε, εγώ – ο ατομικιστής… τουλάχιστον, νομίζω – και ο κομμουνιστής Malatesta. Αλλά γιατί ο Malatesta παραπονέθηκε σε ένα άρθρο του πριν από λίγο καιρό ότι οι αναρχικοί «δεν είναι αρκετά οργανωμένοι»; Έπειτα, πώς έφτασε να γράψει σε αυτή τη συζήτηση: «Λέμε, και το λέμε με αμφιβολίες, ότι, κατά τη γνώμη μας, ένας κομμουνιστικός τρόπος ζωής θα ανταποκρινόταν καλύτερα στις ανάγκες των ατομικιστών, αλλά ποτέ δεν ονειρευτήκαμε να επιβάλουμε τις ιδέες μας σε άλλους και μάλιστα σε έναν ακόμη λιγότερο συγκεκριμένο τρόπο ζωής»; Αλλά η οργάνωση που απαιτείτε να κάνετε; Για την πτώση των τωρινών και των ερχόμενων κυβερνήσεων και την πραγματοποίηση της απαλλοτρίωσης; Αυτό είναι λογικό. Αλλά ο κομμουνισμός θα μπορούσε να προκύψει μόνο μέσω της «ελεύθερης αφοσίωσης των ανθρώπων».

Ρωτώ, αγαπητέ Μαλατέστα, αν θα μπορούσα να θεωρήσω την αναρχική κομμουνιστική μορφή της κοινωνίας ως την καλύτερη… γιατί θα ήταν μια κοινωνία αγγέλων σε αντίθεση με τη σημερινή κοινωνία των δαιμόνων, αλλά δεν ξέρω αν θα με ικανοποιούσε και δεν ξέρω αν θα ήταν πρακτική. Είναι αλήθεια, χτυπάμε πάλι ένα καρφί που μπορεί να είναι σκουριασμένο; Και αν θέλω να ζήσω χωρίς να παράγω τίποτα για σας; Και τι γίνεται αν, από ένστικτο, δεν θέλω ιδιαίτερα να ζήσουμε μαζί σε μια τέτοια κοινωνία; Είναι αλήθεια, θα μπορούσαν να με ρωτήσουν: «και τι κάνεις τώρα;» Αν κάνω τον εαυτό μου δυνατό, θα επαναστατήσω, και η κοινωνία θα με χτυπήσει με… τον νόμο. Αλλά με τι θα με χτυπήσει η κομμουνιστική κοινωνία;

* * *

Γνωρίζω όμως ότι έχω μιλήσει για τον αναρχισμό άλλων, και για τον δικό μου; Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό από την πλευρά της καταστροφής. Η αριστοκρατική του λογική έγκειται σε αυτό. Καταστροφή! Εδώ είναι η πραγματική ομορφιά του αναρχισμού. Θέλω να καταστρέψω ό,τι με υποδουλώνει, με αποδυναμώνει και καταπιέζει τις επιθυμίες μου και θα ήθελα να πατήσω πάνω στα πτώματα που αφήνω. Όταν οι τύψεις, οι ενδοιασμοί, η συνείδηση υπάρχουν μέσα μου και με κάνουν τον μη-χριστιανό σκλάβο τους, το εικονοκλαστικό μου πνεύμα τα καταστρέφει. Και όταν δεν τα αισθάνομαι, βλέπει κανείς ότι δεν υπάρχουν μέσα μου. Ναι, η εικονοκλαστική άρνηση είναι η πιο πρακτική.

 

Και όταν αύριο θα υλοποιήσετε την κομμουνιστική σας κοινωνία, θα είμαι ικανοποιημένος να συλλογίζομαι τον ομφαλό μου; Επιπλέον, δεν προσφέρω μια καλύτερη φιλοδοξία, όπου θα έρθετε όλοι μαζί μας, ω σημερινές προφητείες της αυριανής κομμουνιστικής κοινωνίας.

 

Οι μάζες; Αλλά τότε, δε θα μπορέσουν ποτέ να συλλάβουν το άτομο!

 

Στην πραγματικότητα, ο μοναδικός είναι αυτός που δημιουργεί τα μεγάλα μυστικά που δεν έχουν καν συλληφθεί από αυτούς που τα απολαμβάνουν και τα εκμεταλλεύονται, η μοναδική θέληση του ατόμου είναι αυτή που επιταχύνει την πρόοδο, το άτομο είναι αυτό που αναδύεται και επικρατεί, η μεγάλη μάζα είναι η μετριότητα, τα σκουπίδια, η τροφή για τις αδηφάγες επιθυμίες των κυβερνητών και των πολιτικών. Ο μοναχικός μηδενιστής είναι αυτός που κατεδαφίζει όλους τους ισχυρούς, ο εικονοκλάστης είναι αυτός που καταστρέφει με την άρνησή του όλες τις παράλογες πεποιθήσεις. Δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα πραγματικά ελεύθερο στην ανοικοδόμηση. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ό,τι δεν είναι ελεύθερο και καταστροφικό δεν είναι αναρχικό. Η καταστροφική φιλοσοφία του Στίρνερ είναι αναμφισβήτητα πιο πραγματική από την αναδόμηση του Κροπότκιν, όσο μαθηματική κι αν είναι.

1. H Umanita Nova είναι αναρχική εφημερίδα, που ξεκίνησε την κυκλοφορία της το 1920 και φιλοξενούσε υλικό διαφόρων τάσεων του αναρχισμού και της Αναρχίας καθώς και μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, όπως αυτήν που αναφέρει ο συγγραφέας. Περνώντας από πολλές περιπέτειες, όπως έλλειψη πόρων, κρατική παρενόχληση, φασιστικές επιθέσεις και ευθεία καταστολή, συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και σήμερα ως όργανο πλέον της Ιταλικής Αναρχικής Ομοσπονδίας.

2. Το παρόν κείμενο δημοσιεύτηκε στις 15 Αυγούστου του 1922, στο 3ο τεύχος της αναρχικής έκδοσης Proletario.

Πηγή: Έρεβος

Renzo Novatore: Μαύρες παντιέρες

I.

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στις ρίζες.
Να πιούμε νερό απ’ τις αρχαίες πηγές!…

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον ηρωικό αναρχισμό, στο ατομικό, βίαιο, αλόγιστο, ποιητικό, αποκεντρωτικό θράσος…

Και χρειάζεται να επιστρέψουμε με κάθε κομμάτι του σύγχρονού μας ενστίκτου, κάθε κομμάτι της νέας μας αντίληψης για τη ζωή και την ομορφιά, κάθε κομμάτι του υγιούς και συνειδητού πεσιμισμού μας, που δεν είναι παραίτηση ή αδυναμία αλλά ανθισμένο λουλούδι της πληθωρικής ζωής. Είμαστε οι αληθινοί μηδενιστές της πραγματικότητας και οι πνευματικοί κατασκευαστές των ιδεατών κόσμων.

Είμαστε καταστροφικοί φιλόσοφοι και δημιουργικοί ποιητές.

Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…

II.

Κάμποσα χρόνια πριν, όλοι οι βασιλείς της γης κι όλοι οι τύραννοι του κόσμου διέσχισαν το κατώφλι του χρόνου και (γυρνώντας την πλάτη στην αυγή) κάλεσαν (διά βοής) τα φαντάσματα του παρελθόντος: του πιο ζοφερού παρελθόντος!

Οι φωνές των τυράννων και των βασιλέων ενώθηκαν ακόμα και με τις βραχνές φωνές όλων των μεγάλων σπαγκοραμμένων του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης και της ιδέας! Κι απ’ τις φωνές των τυράννων, των βασιλιάδων και των σπαγκοραμμένων, φαντάσματα και πνεύματα σηκώθηκαν απ’ τους τάφους τους κι ήρθαν να χορέψουνε ανάμεσά μας…

Το «κράτος», η «φυλή», η «πατρίδα» γίναν τα μακάβρια σύννεφα που ’καναν έφοδο στους ουρανούς, απειλητικά φαντάσματα που κρύψανε τον ήλιο· που μας πετάξαν πίσω στη σκοτεινή νύχτα των μακρινών μεσαιωνικών καιρών…

III.

Θάνατος!
Ποιος θυμάται τον μακάβριο χορό του οδυνηρού και τερατώδους θεού του πολέμου;
Ποιος θυμάται ακόμα τον πόλεμο;

Πολύς καιρός έχει περάσει μεταξύ του χθες και του σήμερα, αλλά πάνω σ’ αυτή την άτυχη μα ακόμα ευγενή γη, γονιμοποιημένη από υπολείμματα πρησμένων πτωμάτων και άγονου αίματος, κανένα τέλειο, παρθένο λουλούδι, δημιουργημένο από την πνευματικότητα και την αγνότητα, δεν φυτρώνει σήμερα.

Όχι, τα λουλούδια που γεννιούνται τώρα απ’ το ξηρό έδαφος, τόσο μάταια ποτισμένα στο αίμα, δεν είναι τα λουλούδια της ακμάζουσας ζωής, ικανά για τη μεγάλη ελπίδα, για τον γενναίο αγώνα, της σθεναρής σκέψης˙ είναι μάλλον λουλούδια του θανάτου, γεννημένα στη σκιά, που αναπτύσσονται με το μαρτύριο του υποσυνείδητου, παρασυρόμενα στη θύελλα, μεταφέρονται μαζί με την κίνηση του ποταμού της λησμονιάς…
Δεν είμαι συναισθηματικός… αλλά έχω την φρικτή μνήμη του πολέμου.
Ακόμα και το πνεύμα του μεγάλου Ζαρατούστρα (που ήταν ο αληθινότερος εραστής του πολέμου και ο πιο ειλικρινής φίλος του πολεμιστή) πρέπει να έχει αρρωστήσει τρομερά απ’ αυτόν τον πόλεμο…

Πρέπει να ήταν φοβερά άρρωστος, γιατί τον άκουσα να κραυγάζει: «Πρέπει να αναζητήσετε τον δικό σας εχθρό, πολεμήστε για το δικό σας πόλεμο, και για τις δικές σας ιδέες!»

Κι αν η ιδέα σας ενδίδει, η εντιμότητά σας κραυγάζει για τη νίκη.

Αλλά φευ! το ηρωικό κήρυγμα του μεγάλου απελευθερωτή έπεσε στο κενό!

Το ανθρώπινο κοπάδι δεν ήξερε πως να διακρίνει τον εχθρό του ή να παλέψει για τον πόλεμο των δικών του ιδεών. (Το κοπάδι δεν είχε κανένα δικό του ιδεώδες!)

Και μη ξέροντας τα δικά του ιδεώδη που θα μπορούσαν να θριαμβεύσουν, ο Άβελ πέθανε στα χέρια του Κάιν για ακόμη μια φορά.

Μη γνωρίζοντας πως να πει Ναι ή Όχι! Προχωρά σαν δειλός, σαν ρομπότ (1), όπως πάντα.

Αν είχε τουλάχιστον την ικανότητα να πει το Ναι της ενθουσιώδους υποταγής (αφού δεν είχε την ηρωική δύναμη να πει το τιτάνιο Όχι της τραγικής άρνησης) θα μπορούσε να αποδείξει τελικά ότι πίστευε στην «υπόθεση» για την οποία πέθανε, πολεμώντας…
αλλά δεν ήξερε πως να πει ναι ή όχι!

Πήγε!
Σαν δειλός, όπως πάντα!
Έτσι…
Και ξεκίνησε να πάει προς το θάνατο.
Πήγε προς το θάνατο του χωρίς να ξέρει γιατί.
Όπως πάντα!
Κι ο θάνατος δεν περίμενε…
Ήρθε!…
Ήρθε και χόρεψε.
Χόρεψε και γέλασε!
Για πέντε ολόκληρα χρόνια…
Γελούσε και χόρευε πάνω απ’ τα λασπωμένα ορύγματα όλων των πατρίδων του κόσμου.
Ένας μακάβριος χορός!
Ω, τι ηλίθιος και μακάβριος (πόσο θηριώδης και ωμός) είναι αυτός ο θάνατος που χορεύει χωρίς να κουβάλα τα φτερά κάποιου ιδεώδους.
Χωρίς μια βίαια ιδέα που υπονομεύει και καταστρέφει.
Χωρίς μια γόνιμη ιδέα που παράγει και δημιουργεί.
Τι ηλίθιο και φρικτό πράγμα είναι να πεθαίνουν σαν δειλοί, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Τον είδαμε (όπως χόρευε) ο Θάνατος.
Ήταν ο μαύρος Θάνατος, αδιάφανης, χωρίς καμιά ευκρίνεια φωτός.
Ήταν ένας Θάνατος χωρίς φτερά!…
Πόσο άσχημος και χυδαίος ήταν.
Πόσο άχαρος ήταν ο χορός του!
Και πως τους θέριζε (χορεύοντας) όλους τους περίσσιους, όλους εκείνους που περίσσευαν!
Εκείνους για τους οποίους (ο μεγάλος απελευθερωτής λέει πως) το κράτος εφευρέθηκε.
Αλλά, δυστυχώς, δεν θέρισε μόνο αυτούς…
Ναι! Ο Θάνατος (για να εκδικηθεί το Κράτος) θέρισε αυτούς που δεν ήταν άχρηστοι. Αυτούς που ήταν αναγκαίοι…
Θέρισε ακόμα αυτούς των οποίων η ζωή ήταν ένα βαθυστόχαστο ποίημα που η υποσυνείδητη του θλίψη τραγούδησε ένα εύθυμο ρεφρέν…
Αλλά αυτοί οι οποίοι δεν περίσσεψαν, αυτοί που δεν ήταν περίσσιοι, αυτοί που πέφτοντας κραυγάζουν το επαναστατικό και ισχυρά τιτάνιο Όχι! αυτοί θα εκδικηθούν.
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς!
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς γιατί ήταν τα αδέρφια μας˙ γιατί πέθαναν με τα άστρα μες στα μάτια τους˙ γιατί όπως πεθαίναν, έπιναν τον ήλιο.
Τον ήλιο του Ονείρου.
Τον ήλιο της Μάχης.
Τον ήλιο της Ζωής.
Τον ήλιο της Ιδέας!

IV

Ο πόλεμος!…
Τι ανανέωσε ο πόλεμος;
Που είναι η ηρωική μεταμόρφωση του πνεύματος;
Πότε ορθώθηκαν οι λαμπερές πινακίδες των νέων ανθρώπινων αξιών;
Σε ποιο ιερό ναό έχουν τον θαυματουργό χρυσό αμφορέα, που περιέχει τις φλεγόμενες καρδιές των δημιουργικών ιδιοφυϊών και των επιβλητικών ηρώων, που οι παράφρονες υποστηρικτές του μεγάλου πολέμου υποσχεθήκαν;
Που λάμπει ο μεγαλοπρεπής ήλιος του νέου μεγάλου μεσημεριού;
Τρομερά ποτάμια αίματος ποτίσαν τη χλόη όλου του κόσμου και προχωρήσαν ουρλιάζοντας σε όλους τους δρόμους της γης.
Τρομαχτικοί χείμαρροι δακρύων έγιναν η σπαρακτική, αγωνιώδης ηχώς του θρήνου τους που αντηχεί μέσα απ’ τις πιο απομονωμένες, τις σκοτεινότερες δίνες όλων των ηπείρων του κόσμου.
Βουνά ανθρώπινων οστών και δέρματος σαπισμένα παντού μες στη λάσπη, και κλάματα σ’ όλο το φως του ήλιου.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε: δεν ωφέλησε σε τίποτα!
Ο ιός που μαστίζει τις κοιλιές των αστών απλά εξαπλώνεται από κορεσμό˙ και η κοιλιά των προλετάριων παραπονιέται απ’ την πολλή πείνα!
Και αρκετά!
Αν με το Χριστό και τον χριστιανισμό, το ανθρώπινο πνεύμα καταστέλλεται μέσα στο κρύο και άδειο διάστημα της μετά θάνατον ζωής, με τον Καρλ Μαρξ και το σοσιαλισμό, ξεπέφτει απλά στο έντερο…
Ο βρυχηθμός που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον πόλεμο, συγκλονίζοντας την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ο ήχος των στομαχιών που ο σοσιαλισμός πρόδωσε, εξάλειψε, κατέπνιξε και κρέμασε μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτός ο βρυχηθμός άρχιζε να παίρνει ένα κομμάτι απ’ το χρώμα του περιεχομένου της ιδέας…
Αυτή η ανώτατη, ανώνυμη δειλία χρησιμοποίησε την πιο μαύρη, την πιο γυμνή, την πιο άθλια αντίδραση που γεννήθηκε και μεγάλωσε δραματικά.
Ήταν λογική-φυσική-θανατηφόρα!
Ήταν ανθρώπινη…

V

Η εποχή μας (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) βρίσκεται ήδη στα τέσσερα κάτω από τους βαρείς τροχούς της νέας Ιστορίας.
Η απαίσια ηθική του μπάσταρδου χριστιανικού-φιλελεύθερου-αστικού-πληβειακού πολιτισμού μας, στρέφεται προς το ηλιοβασίλεμα.
Η ψευδής κοινωνική μας οργάνωση καταρρέει μοιραία˙ αδυσώπητα!
Το φασιστικό φαινόμενο είναι η πιο σίγουρη, αναμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτό.
Στην Ιταλία όπως παντού…
Για να το αντιληφθείτε δεν χρειάζεται να γυρίσετε πίσω στο χρόνο και να ρωτήσετε την Ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι αναγκαίο! Το παρόν μιλάει αρκετά εύγλωττα…
Ο φασισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η κτηνωδία, ο σπασμός μιας κοινωνίας που πνίγηκε τραγικά στο τέλμα των ψεμάτων της.
Επειδή (ο φασισμός) πραγματικά γιορτάζει διονυσιακά με φλεγόμενες πυρές και μοχθηρά όργια αίματος˙ αλλά το σκοτεινό τρίξιμο της αναψοκοκκινισμένης φωτιάς του δεν εκπέμπει ούτε μια σπίθα ζωντανής πνευματικής καινοτομίας˙ ενώ το αίμα που χύνεται μεταμορφώνεται σε κρασί, που εμείς (οι προάγγελοι του χρόνου) σιωπηλά συλλέγουμε στα κόκκινα κύπελλα του μίσους που προορίζεται να γίνει το ηρωικό ποτό για να κοινωνήσουν τα χλωμά παιδιά της νύχτας και της θλίψης στη μοιραία επικοινωνία της μεγάλης εξέγερσης.
Θα πάρουμε απ’ το χέρι αυτά τα αδέρφια μας για να πορευτούμε μαζί και να αναρριχηθούμε μαζί προς νέες πνευματικές αυγές, προς τις νέες αυγές της ζωής, προς τις νέες κατακτήσεις της σκέψης, προς τις νέες γιορτές φωτός˙ νέα ηλιόλουστα μεσημέρια.
Γιατί είμαστε εραστές του απελευθερωτικού αγώνα.
Γιατί είμαστε τα παιδιά της θλίψης που αυξάνεται και της δημιουργικής σκέψης.
Είμαστε ανήσυχοι αλήτες.
Οι τολμηρότεροι σε κάθε εγχείρημα˙ οι προβοκάτορες κάθε δοκιμασίας.
Και η ζωή μια «δοκιμασία» είναι! Ένα βάσανο! Μια τραγική μάχη.
Μια φευγαλέα στιγμή!

VI

Η θέλησή μας ηρωική!
Όλα θα γίνουν ένα κύμα μίσους στην καρδιά του κόσμου και θα μετατραπούν όλα σε μια καταιγίδα της αβύσσου.
Σ’ ένα τυφώνα των κορυφών.
Σε κραυγές των ψυχών.
Σε ουρλιαχτά λευτεριάς!
Γιορτάζοντας τον κοινωνικό επικήδειο, θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ζωή του ατόμου: του λεύτερου και μεγάλου Εγώ.
Για να μη θριαμβεύει πλέον το σκοτάδι.
Για να μη μας τυλίγουν οι σκιές πια.
Για να γίνει η αστείρευτη φωτιά του ήλιου αιώνια και να διαιωνίζει τη γιορτή του φωτός πάνω σε στεριά και θάλασσα!
Γιατί ‘μαστε φλογισμένοι ονειροπόλοι του αδύνατου: οι επικίνδυνοι κατακτητές των άστρων!

VII

Ο φασισμός (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) είναι κάτι πολύ εφήμερο και ανήμπορος να αποτρέψει την ελεύθερη, αχαλίνωτη πορεία της επαναστατικής σκέψης η οποία ξεχειλίζει και εξαπλώνεται ορμητικά πάνω από κάθε φράγμα και μαίνεται αχαλίνωτα πέρα από κάθε όριο (ως ισχυρή και ζωογόνος δύναμη) πίσω απ’ τα γιγάντια βήματα της σθεναρής και τιτάνιας δράσης του σκληρού ανθρώπινου μυ.
Ο φασισμός είναι ανίσχυρος γιατί είναι ωμή βία.
Είναι ύλη χωρίς πνεύμα.
Είναι σώμα χωρίς νου.
Μια νύχτα χωρίς αυγή.
Είναι το άλλο πρόσωπο του σοσιαλισμού…
Δυο καθρέφτες χωρίς φως: δυο έκπτωτοι αστέρες!
Ο σοσιαλισμός είναι η αριθμητική (υλιστική) δύναμη που, δρώντας στη σκιά ενός δόγματος, διαλύει και διαλύεται σ’ ένα άθλιο «όχι» της πνευματικότητας˙ που την εκκενώνει από κάθε αδέσμευτο, εκούσιο, ηρωικό, ιδεώδες. Ο φασισμός είναι το επιληπτικό παιδί του πνευματικού «όχι», που αποκτηνώνεται από τη (μάταια) προσπάθεια για το χυδαίο υλιστικό «ναι».
Στο πεδίο των ηθικών αξιών είναι ίσοι. Φασισμός και σοσιαλισμός είναι δυο αντάξια αδέρφια. Ακόμα κι αν αποκαλέσετε τον τελευταίο Άβελ και τον πρώτο Κάιν. Ένα κοινό Όνειρο τους ενώνει. Κι αυτό τ’ όνειρο λέγεται Εξουσία.

VIII

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!
Αυτό που δεν έκανε και δεν μπορούσε να κάνει ο πόλεμος,

μπορεί και θα το κάνει η επανάσταση!

Ω, μαύρες παντιέρες υψωμένες
απ’ την πυγμή του εξεγερμένου ανθρώπου
-που συγκεντρώνει τη ματιά του έντονα
πέρα απ’ το κυρίαρχο ψέμα
-ανεμίζοντας στον ήλιο και τον άνεμο
ανεμίζοντας στον άνεμο και τον ήλιο
Η νίκη γελά στο βάθος!
Στο βάθος – στο βάθος – στο βάθος!
Στο μεγαλείο του ήλιου και τ’ ανέμου!

IX

Φασισμός και σοσιαλισμός είναι τσιρότα στο χρόνο: αυτοί που αναβάλουν την πράξη!
Είναι θυμωμένα αποκρυσταλλωμένα απολιθώματα που ο αποφασιστικός δυναμισμός (με τον οποίο σχεδιάζουμε την ιστορία όπως προχωρά) θα εξαφανίσει στον ίδιο τάφο των καιρών. Γιατί στο πεδίο των πνευματικών και ηθικών αξιών, οι δυο εχθροί είναι ολόιδιοι.
Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κι οι δυο δεν διαθέτουν το φως της αιωνιότητας!
Μόνο οι μεγάλοι πνευματώδεις αλήτες (φορείς της μαύρης σημαίας) μπορούν να ‘ναι η φωτεινή ζωογόνος δύναμη που ωθώντας την αιώνια επανάσταση σπρώχνει τον κόσμο προς τα μπρος.

X

Η αποφασιστική ψυχή μας είναι πολύμορφη…
Διαπερνά τον παλλόμενο καυτό ήλιο και τα τρεμάμενα απ’ τη συγκίνηση άστρα!
Είμαστε ποιητές της επανάστασης και φιλόσοφοι της καταστροφής.
Είμαστ’ αναρχικοί.
Εικονοκλάστες!
Ατομικιστές,
άθεοι,
μηδενιστές!
Είμαστε φορείς των μαύρων σημαιών.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε!…
Και στο θέατρο της ανθρωπότητας, η θέση μας είναι η πιο ακραία απ’ όλη την άκρα αριστερά.

XI

Πίσω απ’ τα γιγάντια, μαύρα σύννεφα που εξακολουθούν να κρύβουν τον ουρανό, ένα κόκκινο λυκόφως αναβοσβήνει.
Η τραγική γιορτή του κοινωνικού δειλινού πλησιάζει.
Το τελευταίο βράδυ θα είναι μαύρο με το πορφυρό του αίματος.
Μ’ αίμα και φωτιά.
Γιατί το αίμα, αίμα ζητά.
Είναι παλιά ιστορία…
Κι έπειτα τα παιδιά μας (τα παιδιά της Αυγής) πρέπει να γεννηθούν από αίμα και να σφυρηλατηθούν από φωτιά.
Γιατί οι νέες ατομικιστικές ιδέες πρέπει να γεννηθούν πιο παρθένες και όμορφες από τις μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες: από τις θύελλες των νέων τυφώνων.
Κι είναι μόνο απ’ τη μεγάλη καταστροφή της φωτιάς και του αίματος που ο αληθινός Αντίχριστος από το βάθος της ανθρωπότητας και της σκέψης θα γεννηθεί. Το αληθινό τέκνο της γης και του ηλίου ικανό να σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις κορφές και να ερευνεί την άβυσσο.
Γιατί ο Αντίχριστος είναι Αετός και Φίδι.
Κατοικεί στις κορφές και στα βάθη.
Αυτός (το πνεύμα του νέου ανθρώπου) θα περάσει μέσα απ’ τα καπνισμένα ερείπια του παλιού, κατεστραμμένου κόσμου για να υψωθεί πάνω απ’ το μεγαλοπρεπές μυστήριο της παρθένας αυγής που πλησιάζει.
Εκείνος (όμορφος και θαυμαστός) θα σταθεί στο κατώφλι του νέου πρωινού ποτισμένου απ’ την άγρια, σπινθηρίζουσα δύναμη της υπεράνθρωπης ομορφιάς, λέγοντας στους ανθρώπους που διστάζουν: Εμπρός, εμπρός!
Τρέχουμε πέρα από κάθε σύστημα
Τρέχουμε πέρα από κάθε φόρμα
Πετάμε προς την υπέρτατη λευτεριά
Προς την ακραία ΑΝΑΡΧΙΑ!

XII

Εμείς (τα λεύτερα πνεύματα) οι αλήτες της ιδέας, άθεοι της μοναξιάς, δαίμονες της αφανούς ερήμου που δεν έχει μάρτυρες.
Εμείς (τα Τέρατα του νυχτερινού φωτός), έχουμε ήδη προχωρήσει προς τις ακραίες κορυφές.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Και (μαζί με μας) όλα πρέπει να οδηγούνται στην ανώτερη συνέπειά τους.
Ακόμα και το μίσος.
Ακόμα και η βία.
Ακόμα και το «έγκλημα»!
Γιατί το μίσος δίνει τη δύναμη που τολμά.
Η βία και το «έγκλημα» είναι η ιδιοφυΐα που καταστρέφει και η ομορφιά που δημιουργεί.
Και θέλουμε να τολμήσουμε.
Καταστρέφοντας (ανανεώνοντας) να δημιουργήσουμε!
Επειδή όλα αυτά που είναι ρηχά και χυδαία πρέπει να υπονομευτούν και να διαλυθούν.
Πρέπει να μείνει μόνο ότι είναι εξαίρετο.
Γιατί ότι είναι εξαίρετο ανήκει στην Ομορφιά.
Και η ζωή θα πρέπει να είναι όμορφη.
Ακόμα και στη θλίψη.
Ακόμα και μες στη θύελλα!…

XIII

Έχουμε σκοτώσει τον «καθήκον» της αλληλεγγύης, έτσι ώστε η ελεύθερη επιθυμία μας για αυθόρμητη αγάπη και εθελοντική πατρότητα να αποκτά μια ηρωική αξία στη ζωή.
Σκοτώσαμε το έλεος γιατί είναι ένα ψευδές χριστιανικό συναίσθημα και επειδή θέλουμε να δημιουργήσουμε τον ευγενή, ακατανόητο δοτικό εγωισμό.
Στραγγαλίσαμε το ψευδές κοινωνικό δικαίωμα (δημιουργό ταπεινών, δειλών και επαιτών) έτσι ώστε ο άνθρωπος να σκάψει ως το βαθύτερο, το πιο μυστικό «ΕΓΩ» του για να βρει τις δυνάμεις του Μοναδικού.
Επειδή το γνωρίζουμε από μόνοι μας.
Η ζωή κουράστηκε να έχει καχεκτικούς εραστές.
Γιατί η γη κουράστηκε να καταπατείται μάταια από τεράστιες ορδές νάνων που ψέλνουν ηλίθιες χριστιανικές προσευχές.
Και τέλος γιατί εμείς κουραστήκαμε απ’ αυτούς τους ψόφιους «αδελφούς» μας που ‘ναι ανίκανοι για ειρήνη ή πόλεμο. Κατώτεροι του μίσους και της αγάπης.
Ναι! Βαρεθήκαμε!
Η ανθρωπότητα πρέπει να ανανεωθεί.
Πρέπει το επικό και βάρβαρο τραγούδι της νέας και παρθένας ζωής να ‘αντηχήσει σ’ ολάκερο τον κόσμο.
Είμαστε οι φορείς
των αναμμένων πυρσών.
Είμαστε οι φλογιστές
των αναμμένων πυρών.
Η σημαία μας μαύρη.
Ο δρόμος μας είναι το άπειρο.
Και το ύψιστο ιδανικό μας
είναι η κορφή και η άβυσσος.
Περπατάμε!…
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…
Κι αν τα όνειρά μας είναι μια χίμαιρα;
Κι αν οι αγώνες μας είναι άχρηστοι και μάταιοι;
Κι αν η ανανέωση της ανθρωπότητας είναι αδύνατον να επιτευχθεί;
Α, όχι. Θα περπατήσουμε παρ’ όλα αυτά.
Για την αξιοπρέπειά μας.
Για την αγάπη των ιδανικών μας.
Για την λευτεριά του πνεύματός μας.
Για το πάθος του μυαλού μας.
Για την αναγκαιότητα της ζωής μας.
Καλύτερα να πεθάνουμε σαν ήρωες στην προσπάθεια γι΄ απελευθέρωση και αυτό-ανύψωση του εαυτού μας, παρά να φυτοζωούμε ως ανίκανοι και δειλοί στην απεχθή αυτή πραγματικότητα.

Ω μαύρες παντιέρες,
ω μαύρα τρόπαια,
εμβλήματα και σύμβολα
της αιώνιας εξέγερσης.
Εσείς είστε η ματωμένη απόδειξη όλης της ανθρώπινης τόλμης:
Είστε οι υπονομευτές όλων των προκαταλήψεων:
Εσείς που είστε οι μόνοι πραγματικοί εχθροί όλης της ανθρώπινης ντροπής˙ όλων των απαίσιων ψεμάτων!
Εσείς που τραγουδάτε την αιώνια εξέγερση, ποτισμένοι απ’ τη θλίψη και το αίμα!
Την σφίγγω μες στη γερή γροθιά μου
και μες στις θύελλες και τους ανέμους
την υψώνω στο μεγαλείο του ήλιου.
Στο μεγαλείο του ήλιου και των ανέμων…
Των ανέμων και του ήλιου και του φωτός.

Από το Il Proletario, τ. 2, Ποντρεμόλι, Ιούλης 1922

Alfredo Bonanno: Ας καταστρέψουμε την εργασία

Η εργασία αποτελεί θέμα που ξαναγυρίζει όλο και περισσότερο πιεστικά μέσα στις σελίδες όλων των ε­φημερίδων, μέσα στα μαθήματα και τις ακαδημαϊκές διαλέξεις, στις εκκλησιαστικές ομιλίες, σε προεκλο­γικές πολιτικές συζητήσεις, ακόμη και μέσα σε άρ­θρα και σε μπροσούρες γραμμένες από συντρό­φους.

Τα μεγάλα ερωτήματα που τίθονται είναι:
Με ποιο τρόπο να αντιμετωπισθεί η αυξανόμενη α­νεργία; Πώς θα μπορέσει να ξαναδοθεί ένα νόημα στην εργασιακή   ειδίκευση   που τιμωρείται  από τη  βιομηχα­νική νεο-ανάπτυξη; Πώς θα μπορέσουν να βρε­θούν εναλλακτικοί δρόμοι στην παραδοσιακή εργασία; Πώς τέλος, θα μπορέσει να καταργηθεί η εργασία ή να μειωθεί στο ελάχιστο α­παραίτητο;

Ας πούμε αμέσως ότι καμία από αυτές τις ερωτή­σεις δεν μας ανήκει. Δεν μας ενδιαφέρουν οι πολι­τικές ανησυχίες όποιου διακρίνει στην ανεργία έναν σοβαρό κίνδυνο για την τάξη και τη δημοκρατία. Δεν μας αφορούν οι νοσταλγίες σχετικά με τη χαμένη ε­παγγελματική ειδίκευση. Ακόμη λιγότερο μας ενθου­σιάζουν όλοι αυτοί που εξυφαίνουν απελευθερωτι­κούς εναλλακτικούς δρόμους στη μαζική εργασία του εργοστάσιου ή στη διανοητική εργασία και στη σκλήρυνση που υπέστη εξαιτίας του προωθημένου βιομηχανικού σχεδίου. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν μας αφορά η κατάργηση της εργασίας ή η μείωση της στο ελάχιστο ανεκτό για μια ζωή που θεωρείται κατ’ αυτό τον τρόπο γεμάτη και ευτυχισμένη. Πίσω από ό­λα αυτά βρίσκεται το χέρι, λιγότερο ή περισσότερο ο­ρατό, αυτών που θέλουν να μας ρυθμίσουν την ύπαρ­ξη, σκεπτόμενοι στη θέση μας ή προτείνοντας μας, με πολιτισμένους τρόπους, να σκεφτόμαστε με τον δικό τους τρόπο.

Είμαστε υπέρ της καταστροφής της εργασίας και, όπως θα προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε, πρόκειται για μια υπόθεση εντελώς διαφορετική. Αλλά ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Η μεταβιομηχανική κοινωνία, σχετικά με την οποία θα επανέλθουμε αμέσως παρακάτω, επέλυσε το πρόβλημα της ανεργίας, τουλάχιστον μέσα σε ορισμένα όρια, μετακινώντας την εργασιακή δύναμη προς τομείς ελαστικοποιημένους, εύκολα χειριζόμε­νους και ελεγχόμενους. Αυτή τη στιγμή, μέσα στην πραγματικότητα των γεγονότων, η  κοινωνική απειλή της διογκούμενης ανεργίας είναι περισσότερο θεω­ρητική παρά πρακτική και χρησιμοποιείται ως πολιτι­κός εκφοβισμός, ώστε να αποτρέψει πλατειά στρώ­ματα ενδιαφερομένων να επιχειρήσουν οργανωτι­κές κατευθύνσεις που θα έβαζαν υπό συζήτηση, α­κόμη και σε ελάχιστα επίπεδα, τις προγραμματικές ε­πιλογές του νεοφιλελευθερισμού, ειδικά σε διε­θνές επίπεδο.

Εξαιτίας του ότι ο ίδιος ο εργαζόμενος είναι πολύ περισσότερο ελέγξιμος μέσα από την ιδιότητα του, αυτή δηλαδή του ειδικευμένου εργαζόμενου, συνδε­μένου με τη θέση εργασίας και με την καριέρα του στο εσωτερικό της παραγωγικής μονάδας που τον φι­λοξενεί, από παντού, (και επίσης από την πλευρά των εκκλησιαστικών ιεραρχιών), στο όνομα λοιπόν αυτού ακριβώς του κοινωνικού ελέγχου, όλοι επιμένουν πά­νω στην αναγκαιότητα να δοθεί δουλειά στον κόσμο και άρα να μειωθεί η ανεργία. Όχι επειδή αυτή η τελευταία, από μόνη της, από την άποψη της παραγω­γής, αποτελεί ένα κίνδυνο, αλλά ακριβώς το αντίθε­το, επειδή ο κίνδυνος θα μπορούσε να προέλθει από την ίδια την εμπειρία της ελαστικοποίησης που ήδη έ­χει καταστεί απαραίτητη στο εσωτερικό των εργασια­κών οργανώσεων. Η αφαίρεση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας από τον εργαζόμενο, επιφέ­ρει δυνατές καταλυτικές επιπτώσεις που καθιστούν σε μεσοπρόθεσμα χρονικά διαστήματα, πιο δύσκολο τον ίδιο τον έλεγχο. Είναι ακριβώς αυτό που σκοπεύ­ουν να πουν οι πάσης φύσης θεσμοθετικοί μηχανι­σμοί πάνω στο ζήτημα της ανεργίας.

Κατά τον ίδιο τρόπο, τα συμφέροντα του παραγωγι­κού σχηματισμού στην ολότητα του δεν επιτρέπουν πλέον μια επαγγελματική προπαρασκευή υψηλού ε­πιπέδου, τουλάχιστον για το μεγαλύτερο μέρος των εργαζόμενων. Ως εκ τούτου τη θέση μιας παρελθού­σας ζήτησης για επαγγελματική εξειδίκευση την έχει πάρει μια τωρινή ζήτηση για ευκαμψία ή αλλιώς ελαστικοποίηση, δηλαδή προσαρμογή σε εργασιακές ει­δικότητες που βρίσκονται συνέχεια υπό τροποποίηση, σε περάσματα από την μία εταιρία στην άλλη, με λίγα λόγια σε μια ζωή αλλαγών που βρίσκονται σε λει­τουργική σχέση με τις αναγκαιότητες των εργοδοτών.

Σήμερα αυτές οι ικανότητες προσαρμογής προ­γραμματίζονται από τον καιρό του σχολείου, αποφεύ­γοντας να προμηθεύσουν αυτό το απόθεμα γνώσεων θεσμικού χαρακτήρα που στο παρελθόν αποτελούσε την ελάχιστη τεχνική αποσκευή πάνω στην οποία ο λεγόμενος κόσμος της εργασίας κατασκεύαζε την λεγόμενη καθαρή επαγγελματική κατάρτιση.

Όχι ότι τώρα δεν υπάρχει η αναγκαιότητα υψηλών επιπέδων επαγγελματικής κατάρτισης, αλλά αυτή εί­ναι αναγκαία μονάχα για ορισμένες χιλιάδες άτομα που προετοιμάζονται κατά τη διάρκεια των μεταπτυ­χιακών πανεπιστημιακών μάστερ, ορισμένες φορές με έξοδα των ίδιων των με­γάλων εταιριών που αναζητούν μ’ αυτό τον τρόπο να αρπάξουν τα υποκείμενα, τα πιο διαθέσιμα να υποστούν μια δογματοποίηση και, ως φυσικό επακόλουθο των πραγμάτων, μια υπο­βολή.

Στο παρελθόν, ακόμα και πρόσφατα, ο κόσμος της εργασίας κατείχε μια δική του μονολιθικότητα που χα­ρακτηρίζονταν από τη σιδερένια πειθαρχία που τον διαπερνούσε, ξεκινώντας από την μέτρηση των ρυθ­μών στις αλυσίδες παραγωγής, και τους προληπτι­κούς προσεκτικούς ελέγχους πάνω στα ίδια τα λεγό­μενα άσπρα κολάρα και καταλήγοντας στα φακελώματα και τις απολύσεις εξαιτίας συνηθισμένων συ­μπεριφορών που όμως βρίσκονταν έξω από τις κωδι­κοποιημένες κατευθύνσεις ή, επί το συνηθέστερο, νόρμες. Η αντίσταση στο χώρο εργασίας σήμαινε υ­ποβολή, απόκτηση μιας νοοτροπίας στρατιωτικού χα­ρακτήρα, εκμάθηση διαδικασιών άλλοτε απλών, άλλοτε σύνθετων, εφαρμογή αυτών των διαδικασιών, ταύτιση με αυτές, επίγνωση ότι ο ίδιος σου ο εαυτός, ο ίδιος ο τρόπος ζωής σου, με λίγα λόγια όλα αυτά που μπορούν να είναι τα πιο σημαντικά σ’ αυτό τον κόσμο, οι ίδιες οι ιδέες και η ζωή που σχετίζεται μ’ αυτές περικλείονται μέσα σ’ αυτές τις διαδικασίες.

Ο εργαζόμενος ζούσε μέσα στην εταιρία, είχε φι­λικός σχέσεις με τους συντρόφους της δουλειάς, στον ελεύθερο χρόνο του μιλούσε για θέματα που α­φορούσαν εργασιακά προβλήματα, σύχναζε σε μέ­ρη που αφορούσαν την διάθεση του χρόνου μετά την εργασία και όταν πήγαινε διακοπές κατέληγε να το κάνει μαζί με τις οικογένειες των άλλων συντρόφων της δουλειάς του. Για να ολοκληρωθεί το πλαίσιο συ­χνά μέσα στις μεγάλος εταιρίες, οι κοινωνικός πρω­τοβουλίες κρατούσαν δεμένες τις διάφορες οικογέ­νειες με τους περιπάτους και τις περιοδικές εκδρο­μές, τα παιδιά πήγαιναν σε σχολεία που αρκετές φο­ρές υποστηρίζονταν χρηματικά από την ίδια την εται­ρία και όταν έρχονταν ο καιρός της συνταξιοδότησης, ένα απ’ αυτά έπαιρνε τη θέση του γονιού μέσα στην εταιρία. Έκλεινε έτσι, χωρίς ταρακουνήματα, ο εργα­σιακός κύκλος που εμπεριείχε στο εσωτερικό του όλη την προσωπικότητα του εργαζόμενου, αλλά επί­σης και αυτή της οικογένειας του, υποδεικνύοντας του κατ’ αυτό τον τρόπο μια ολική ταύτιση με την εται­ρία.

Ολόκληρος αυτός ο κόσμος έχει δύσει τελειωτικά. Ακόμη και αν κάποια υπολείμματα του συνεχίζουν να λειτουργούν, αυτός έχει εξαφανιστεί όσον αφορά την ίδια την ομοιογένεια και την σχεδιαστική του ο­μοιομορφία. Στην θέση του έχει εισχωρήσει μια προ­σωρινή και αμφίβολη εργασιακή σχέση, στο εσωτερι­κό της οποίας το αβέβαιο του μέλλοντος καθίσταται το βασικό στοιχείο, και ό­που η έλλειψη επαγγελμα­τικής ειδίκευσης σημαίνει έλλειψη της ίδιας της βά­σης πάνω στην οποία μπο­ρεί να σχεδιαστεί η ίδια η προσωπική ζωή του εργα­ζόμενου. Και όλα αυτά σε συνθήκες πλήρους έλλειψης τωρινών σχεδίων ανά­πτυξης που να είναι διαφορετικά και τωρινών συμφε­ρόντων που να είναι διαφορετικά από εκείνων που θέλουν μόλις να κερδίσουν τα απαραίτητα για την ί­δια τους την επιβίωση ή εκείνων που χρειάζονται για να ολοκληρωθεί το ξεχρέωμα του δάνειου προσωπι­κής κατοικίας.

Στην προηγούμενη κατάσταση, η φυγή από την ερ­γασία παρουσιάζονταν ως αναζήτηση ενός εναλλα­κτικού τρόπου που να μπορεί κάποιος να εργάζεται, ως ανάκτηση αυτής της παραγωγικής δημιουργικότη­τας που αφαιρέθηκε από τον καπιταλιστικό μηχανι­σμό. Το μοντέλο ήταν αυτό της άρνησης της πειθαρ­χίας, το σαμποτάζ μέσα στη γραμμή της παραγωγής νοούμενο ως επιβράδυνση μίας κατασταλτικής συ­χνότητας, η αναζήτηση κομματιών χρόνου, αθροίσμα­τος μεμονωμένων λεπτών, που να μπορούσαν να α­φαιρεθούν από την αποξένωση. Έτσι, ο μη θεσμοποιημένος ελεύθερος χρόνος, αλλά αντίθετα κλεμμέ­νος από τον προσεχτικό εργοστασιακό έλεγχο, έρχο­νταν να χαρακτηριστεί μ’ ένα περιεχόμενο εναλλακτι­κής αξίας. Μπορούσε κάποιος να αναπνεύσει έξω από τους ρυθμούς της φυλακής του εργοστάσιου ή του γραφείου. Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό, ένας κόσμος που καμιά σχέση δεν έχει με τις παρούσες συνθήκες της παραγωγικής οργάνωσης και λιγότερη από ποτέ άλλοτε με τις αναπτυξιακές γραμμές της τάσης της.

Και επιπλέον: Σ’ εκείνες τις συνθήκες οι οποίες, στην ουσία τους δεν διαχωρίζονταν κατά πολύ από τις πρωτογενείς διαρθρωτικές δομές του εργοστά­σιου, όταν οι χειρώνακτες που δραπέτευσαν από την αγγλική και τη σκοτσέζικη ύπαιθρο ήλθαν να κλει­στούν, για πρώτη φορά σε μαζικό επίπεδο, κυριολε­κτικά μέσα στις υφαντουργίες που φτιάχτηκαν από το μεγάλο βρετανικό κεφάλαιο το οποίο είχε συσσω­ρευτεί κατά τη διάρκεια περισσότερων από δύο αιώ­νων πειρατείας, σ’ εκείνες τις συνθήκες λοιπόν η γεύση του ανακτημένου χρόνου δηλητηριάζονταν σχεδόν αμέσως, από την αδυναμία να του δοθεί ένα νόημα που να μην ήταν το ίδιο με του εργασιακού πε­ρίγυρου. Με άλλα λόγια, εξοικονομούνταν ο χρόνος μονάχα σε όρους εξοικονόμησης της φυσικής κού­ρασης, όχι επειδή υπήρχε η γνώση ή η θέληση να γί­νει κάτι το διαφορετικό, που να μην ήταν η ίδια η εργασία του καθενός. Και αυτό συνέβαινε επίσης γιατί ο καθένας ήταν δεμένος συναισθηματικά με τη δουλειά του, την είχε παντρευτεί στη ζωή και στο θάνατο. Ακό­μη και οι επαναστατικές υποθέσεις του αναρχοσυνδικαλισμού δεν αμφισβητούσαν αυτή την κατάσταση στις ρίζες της, αντίθετα τη φόρ­τιζαν με απελευθερωτικά νοήματα, αποδίδοντας στο συνδικάτο την αποστολή να δομήσει την αυριανή ελεύ­θερη κοινωνία ξεκινώντας από τις ίδιες εργασιακές κατηγορίες του χτες.

Άρα    η    κατάργηση   της εργασίας   σήμαινε,   μέχρι πριν από μερικά χρόνια, εξαφάνιση της κούρασης, δημιουργία μιας εύκολης και αρεστής εναλλακτικής εργασίας, ή διαφορετικό, και αυτό μέσα στις πιο προωθημένες θέσεις και κάτω από ορισμένες από­ψεις τις πιο ουτοπικές και διαδομένες, την αντικατά­σταση της με το παιχνίδι, αλλά ένα παιχνίδι σοβαρό, εφοδιασμένο με κανόνες και ικανό να δώσει στο ά­τομο μια ταυτότητα παίχτη, θα μπορούσε να μας γίνει η ένσταση ότι η ανάλυση του παιχνιδιού ως λογικής κατηγορίας επεκτάθηκε πολύ πιο πέρα από ένα προδιαγεγραμμένο παιχνίδι, το σκάκι για να πάρουμε έ­να παράδειγμα, και προωθήθηκε μέχρι τη διάσταση της έννοιας του παιχνιδιού σαν λουδίτικης συμπερι­φοράς του ατόμου, παιχνίδι σαν έκφραση των αισθή­σεων, σαν ερωτισμός ή αισθησιασμός καθαρός και άμεσος, σαν ελεύθερη εκδήλωση του ίδιου του εαυ­τού μας στο πεδίο της έκφρασης, της χειρωνακτικής δημιουργικότητας, της τέχνης, της σκέψης και όλων αυτών των πραγμάτων βαλμένων μαζί. Όλα αυτά υπο­τέθηκαν φυσικά με αφορμή τις ευφυείς προβλέψεις του Φουριέ, που όμως, ας σημειωθεί, ότι ουσιαστικά δεν απείχαν κατά πολύ από τις υποθέσεις του Μπέντζαμιν σχετικά με το προσωπικό συμφέρον το οποίο υπηρετώντας κάποιος καθίσταται δυνατή έμμεσα και χωρίς να επιδιώκεται μια μεγαλύτερη ποσότητα συλ­λογικού συμφέροντος. Το γεγονός ότι ο άξιος έμπο­ρος Φουριέ είχε καταφέρει να αποθησαυρίσει τις προσωπικές του εμπειρίες για να δημιουργήσει στη βάση τους ένα τεράστιο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων εμπεδωμένο πάνω στην αμοιβαία συναίνεση, αποτελεί ένα γεγονός χωρίς αμφιβολία ενδιαφέρον που όμως δεν διαφεύγει από τους ουσιαστικούς κανόνες της εργασίας νοούμενης σβ όρους σφαιρικής οργά­νωσης του ελέγχου, αν όχι της ίδιας της παραγωγής με την καπιταλιστική έννοια.

Απ’ όλα αυτά προκύπτει σαφώς ότι δεν είναι δυνα­τή καμία κατάργηση της εργασίας σε όρους προο­δευτικής αφαίρεσης απελευθερωμένης εργασίας, αλλά καθίσταται αναγκαίο να προχωρήσουμε με κα­ταστρεπτικό τρόπο. Ας δούμε όμως γιατί:

Πρώτα απ’ όλα είναι το ίδιο το κεφάλαιο που διέλυ­σε εδώ και καιρό τον ήδη ακατάλληλο δικό του παρα­γωγικό σχηματισμό, αφαιρώντας από τον μεμονωμέ­νο εργαζόμενο την ίδια του την εργασιακή ταυτότητα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τον κατέστησε “εναλλακτικό” χωρίς αυτός ο ίδιος να το έχει αντιληφθεί ακόμη . Αυ­τή τη στιγμή το κεφάλαιο φροντίζει να του προμηθεύ­σει όλα τα εξωτερικά χαρακτηριστικά της φορμαλιστι­κής ή αλλιώς σχηματικής ελευθερίας. Την ελευθερία του λόγου, της ένδυσης, τη πολυμορφία των εργα­σιακών ειδικεύσεων, την μέτρια διανοητική προσπάθεια που του ζητείται, την ασφάλεια των διαδικασιών και την σχηματοποίηση τους, υποβοηθούμενη από μια σειρά εγχειριδίων που είναι εύκολο να εκμαθευτούν, την επιβράδυνση των εργασιακών ρυθμών, την αντι­κατάσταση των μηχανικών επαναλαμβανόμενων δια­δικασιών από την ρομποτική, τον προοδευτικό διαχω­ρισμό μεταξύ παραγωγικής μονάδας και παραγωγού, όλα αυτά κατασκευάζουν ένα μοντέλο διαφορετικό που δεν αντιστοιχεί με αυτό του διάχυτου κοινωνικά εργαζόμενου που χαρακτήριζε τις παρελθούσες γε­νιές.

Η επιμονή στην ανάκτηση του αφαιρεμένου χρό­νου θα σήμαινε την δυνατότητα κατοχής συμπληρω­ματικών χρονικών μονάδων οι οποίες θα εισάγονταν από κάθε άποψη μέσα στον ολοένα αυξανόμενο α­ριθμό παραγωγικών μονάδων κατάργησης της εργα­σίας το ακριβές νόημα των οποίων ο εργαζόμενος α­πέχει πολύ από το να μπορέσει να το κατανοήσει. Απ’ όλα αυτά θα πήγαζε μονάχα μια αύξηση της έννοιας του πανικού, παρά η ίδια η δυνατότητα να εφευρεθεί ένα οποιοδήποτε σχέδιο πραγμάτων προς εφαρμο­γή, σε αντικατάσταση της παραγωγικής εργασίας για λογαριασμό τρίτων, νοούμενης με τη στενή έννοια. Το ότι υπάρχει η αναγκαιότητα μιας ποσότητας εργα­σίας κατά πολύ κατώτερης σε σχέση με τα σημερινά επίπεδα, υποχρεωτικής για να μπορέσει κάποιος να λάβει ένα μισθό, αποτελεί υπόθεση που μέχρι χθες περιγράφονταν από επαναστάτες θεωρητικούς, ενώ σήμερα αποτελεί αναλυτική σκευή του μεταβιομηχα­νικού καπιταλισμού και συ­ζητείται σε συνέδρια και συγκεντρώσεις που σκοπεύουν στην αναδιάρθρω­ση της παραγωγής.

Κατάργηση της εργασί­ας, σήμερα, σημαίνει να αντικατασταθεί με ποσότητες εργασίας μειωμένες στο ελάχιστο και προσανατολισμένες προπαντός στην παραγωγή δραστηριοτή­των κοινωνικής ωφέλειας. Αυτή ακριβώς η υπόθεση, σήμερα, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από την πλευ­ρά μας στο βαθμό που είναι ακριβώς η ίδια με αυτή του κεφαλαίου και μονάχα οι χρόνοι πραγματοποίη­σης της είναι διαφορετικοί, ενώ δεν διαφοροποιούνται σε τίποτε οι μέθοδοι που προορίζονται να την πραγματοποιήσουν. Ο αγώνας για μια μείωση του χρόνου εργασίας, ακόμη και σημαντικής, ας πούμε είκοσι εβδομαδιαίων ωρών, δεν έχει κανένα επανα­στατικό νόημα, στο βαθμό που ανοίγει το δρόμο για την επίλυση ορισμένων προβλημάτων του κεφαλαίου και σίγουρα όχι για μία απελευθέρωση δυνατή για ό­λους. Η ανεργία ως στοιχείο κοινωνικής πίεσης -όσο ελάχιστο κι αν μπορεί να είναι- βρίσκοντας όπως εί­δαμε ουκ ολίγες βαλβίδες αποσυμπίεσης στο εσωτε­ρικό μιας διαφορετικής οργάνωσης περιθωριακών εργασιών, για την ώρα διαφαίνεται ως το μοναδικό ε­λατήριο που ωθεί την καπιταλιστική παραγωγική διαδι­κασία να βρει λύσεις μειωτικές του χρόνου εργασί­ας, αλλά στο μέλλον, που δεν βρίσκεται πολύ μα­κριά, διαφορετικά ελατήρια θα μπορούσαν να ωθή­σουν στην αναγκαιότητα να μειωθούν οι ίδιες οι πα­ραγωγικές ποσότητες, και αυτό ειδικά μέσα σε μια διεθνή κατάσταση στρατιωτικών ισορροπιών που δεν κατανέμονται πλέον μεταξύ δύο αντιπαρατιθέμενων υπερδυνάμεων.

Η βαλβίδα αποσυμπίεσης ενός εθελοντικού στρα­τού, πάνω στον οποίο γίνονται πραγματικά ελάχιστες συζητήσεις, ενώ αντίθετα πρόκειται για ένα ζήτημα που επιζητά όλη μας την προσοχή, θα μπορούσε, με­ταξύ των άλλων, να προμηθεύσει μια από τις επιχει­ρησιακές λύσεις όσον αφορά τη μείωση του χρόνου εργασίας, χωρίς να προκαλέσει την ανησυχία για το πώς οι πλατειές μάζες που έγιναν ορφανές από τον έλεγχο του ενός τρίτου της καθημερινότητας τους θα μπορούσαν να ξοδέψουν τον ανακτημένο χρόνο τους. θεωρούμενο με αυτούς τους όρους, το πρό­βλημα της ανεργίας δεν είναι πλέον αυτό της πιο σο­βαρής κρίσης του παρόντος παραγωγικού συστήμα­τος, όσο αντίθετα μια στιγμή θεσμικά συσχετισμένη με την ίδια του την δομή, στιγμή που είναι δυνατόν ε­πίσης να θεσμοθετηθεί σε επίσημο επίπεδο και να α­φομοιωθεί ως σχέδιο χρήσης του ελεύθερου χρόνου, πάντοτε σαν έργο του ίδιου παραγωγικού σχη­ματισμού και διαμέσου δομών που δημιουργήθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Διαλογιζόμενοι με αυτό τον τρόπο, γίνεται καλύτερα κατανοητή η ανάλυση του μετα-βιομηχανικού καπιταλισμού ως ομοιογενούς συστήματος στο εσωτερικό του οποίου η κίνηση της κρίσης δεν υφίσταται, έχο­ντας μετατραπεί σε μια α­πό τις στιγμές της ίδιας πα­ραγωγικής διαδικασίας.

Δύουν ως εκ τούτου τα ί­δια τα “εναλλακτικά” ιδανι­κά μιας ζωής βασισμένης πάνω στην τέχνη του βολέ­ματος. Οι μικρές βιοτεχνι­κές εργασίες, οι μικρές επιχειρήσεις βασισμένος στην ατομική παραγωγή, οι πλανόδιες πωλήσεις αντικειμένων, τα χαϊμαλιά και τα δαχτυλίδια. Στο εσωτερικό των ανήλιων και αποπνικτι­κών μαγαζιών διαδραματίστηκαν ατέλειωτες τραγω­δίες κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τόσες πραγμα­τικά επαναστατικές δυνάμεις παρέμειναν παγιδευμέ­νες μέσα σε ψευδαισθήσεις που απαιτούσαν όχι μόνο κανονική ατομική εργασία, αλλά και υπερεκμε­τάλλευση, τόσο πιο βαριά όσο πιο δεμένη με τη θέ­ληση του ατόμου να κάνει να προχωρήσει η παρά­γκα, να καταδείξει ότι υπήρχαν διαφορετικοί δρόμοι, από τη δουλειά στο εργοστάσιο. Τώρα, μέσα στις α­ναδιαρθρωμένες συνθήκες του κεφαλαίου, έγινε ο­ρατό πως αυτό το “εναλλακτικό” μοντέλο είναι ακρι­βώς αυτό που προτείνεται σε θεσμικό επίπεδο για την έξοδο από την κρίση. Και έτοιμοι όπως πάντοτε να μην καταλάβουμε προς τα πού φυσάει ο άνεμος, άλλες δυνάμεις δυνητικά επαναστατικές κλείνονται μέσα σε ηλεκτρονικά εργαστήρια και άλλα μικρομά­γαζα, επίσης ανήλια και αποπνικτικά για να υπερφορ­τωθούν με δουλειά και να δείξουν για ακόμη μια φο­ρά ότι το κεφάλαιο είχε δίκιο για λογαριασμό τους.

Αν θέλουμε να περικλείσουμε το πρόβλημα σε μια φόρμουλα απλή και σύντομη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν κάποτε η εργασία προσέδιδε μια κοινω­νική ταυτότητα, αυτήν ακριβώς του εργαζόμενου, ταυ­τότητα η οποία, ενσωματωμένη μαζί μ’ αυτή του πολί­τη σχημάτιζε ακριβώς τον τέλειο υπήκοο και επομένως η φυγή από την εργασία ήταν μια απόπειρα συγκεκριμένα επαναστατική, προσανατολισμένη στο να σπάσει τον ασφυκτικό βρόχο, σήμερα, τη στιγμή που το κεφάλαιο δεν προμηθεύει πλέον καμία κοινωνική ταυτότητα στον εργαζόμενο, αλλά αντίθετα αναζητά να τον χρησιμοποιήσει με γενικό και διαφοροποιημέ­νο τρόπο χωρίς προοπτική και μέλλον, η μοναδική α­πάντηση αντίθετη στην εργασία δεν μπορεί παρά να είναι αυτή της καταστροφής της με την ταυτόχρονη απόκτηση μιας δικής μας σχεδιαστικής ικανότητας, ε­νός δικού μας μέλλοντος, μιας δικής μας κοινωνικής ταυτότητας, εντελώς νέας και αντιπαρατιθέμενης στις απόπειρες εκμηδένισης που έχουν τεθεί σε ε­φαρμογή από τον μεταβιομηχανικό καπιταλισμό.

Το μεγαλύτερο μέρος των μεθόδων δράσης με τα οποία τις προηγούμενες δεκαετίες ο εργαζόμενος που είχε συνείδηση της κατάστασης του, αναζητούσε να αντιμετωπίσει την άγρια και άμεση εκμετάλλευση μεθόδων πάνω στις οποίες θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο εκατοντάδων σελίδων- έχουν γίνει σήμε­ρα σταθερή πρακτική του ίδιου του κεφαλαίου το ο­ποίο υποδεικνύει, όταν δεν επιβάλλει, κομμάτιασμα των εργασιακών μονάδων, μειωμένους και ελαστικοποιημένους χρόνους, αυτοκαθοριζόμενους σχεδια­σμούς των εργασιακών συνθηκών, συμμετοχή στις αποφάσεις της επιχείρη­σης, συνελεύσεις καθορι­στικές όσον αφορά συ­γκεκριμένες   απόψεις της παραγωγής, επινόηση αυτόνομων παραγωγικών το­μέων που ο ένας θεωρείται πελάτης του άλλου, ποιο­τικό συναγωνισμό και όλα τα υπόλοιπα. Το οπλοστά­σιο αντικατάστασης της κλασικής και μονολιθικής ο­μοιομορφίας της εργασιακής πρακτικής, έχει πλέον φτάσει σε επίπεδα που δεν είναι ελέγξιμα από την ε­πιμέρους συνείδηση με τη στενή έννοια.

Δηλαδή ο μεμονωμένος εργαζόμενος βρίσκεται πάντοτε μπροστά από την πιθανότητα να τραβηχτοί μέσα σο μια παγίδα που δεν είναι καθόλου εύκολο να διακριθεί, στο εσωτερικό της οποίας καταλήγει να διαπραγματευθεί την ίδια του την αγωνιστικότητα που πλέον υφίσταται μονάχα δυνάμει, με μικρές διευκολύνσεις οι οποίες, αν κάποτε ήταν αυτορρυθμιζόμε­νες και συνεπώς μπορούσαν να θεωρηθούν σαν μέ­ρη του μεγάλου κινήματος του αγώνα ενάντια στη ερ­γασία, σήμερα, όντας παραχωρημένες, αποτελούν μια από τις πλευρές της ίδιας της εργασίας, ακριβώς αυτής που εμπεριέχει τα μεγαλύτερα χαρακτηριστικά αφομοίωσης και ελέγχου.

Αν πρέπει να παίξουμε με τη ζωή μας, και στη ζωή μας πρέπει να μάθουμε να το κάνουμε, πρέπει εμείς οι ίδιοι να καθορίσουμε τους κανόνες του παιχνιδιού ή διαφορετικά πρέπει να σχεδιάσουμε αυτούς τους κανόνες κατά τρόπο ώστε να είναι ξεκάθαροι για μας και ακατανόητοι λαβύρινθοι για τους άλλους. Δεν μπορούμε να δηλώσουμε, γενικά, ότι το παιχνίδι που παραμένει ακόμη εφοδιασμένο με κανόνες είναι η εργασία (πράγμα που, ξέχωρα από αυτά, αποτελεί α­λήθεια όπως ήδη είπαμε), για να συνεχίσουμε κατόπιν ότι, αν εκλείψουν αυτοί οι κανόνες, τότε θα πρό­κειται για ένα παιχνίδι ελεύθερο και συνεπώς απε­λευθερωτικό. Η έλλειψη κανόνων δεν αποτελεί συ­νώνυμο της ελευθερίας. Η παρουσία κανόνων που έ­χουν επιβληθεί και των οποίων η εκτέλεση υποβάλλε­ται σε έλεγχο και τιμωρία είναι που αποτελεί συνώνυ­μο της σκλαβιάς. Και η εργασία υπήρξε ακριβώς αυ­τό και δεν θα μπορέσει ποτέ να είναι κάτι διαφορετι­κό για όλους τους λόγους που εξετάσαμε προηγου­μένως και για αυτούς που ξεχάσαμε να θυμηθούμε. Αλλά η έλλειψη κανόνων μπορεί να είναι μια διαφο­ρετική τυραννία – και ίσως χειρότερη. Αν η ελεύθερη συναίνεση αποτελεί έναν κανόνα, εγώ σκοπεύω να τον ακολουθήσω και αναμένω ότι και οι άλλοι, συναινούντες σύντροφοι μου θα τον ακολουθήσουν. Και αυτό κυρίως όταν πρόκειται για το παιχνίδι της ίδιας μου της ζωής και για την ζωή μου σε παιχνίδι. Η έλλει­ψη κανόνων θα με έκανε βορά της τυραννίας και της αβεβαιότητας η οποία, αν σήμερα είναι ένα ρίγος, σύμπτωμα του καθημερινού μου συνδρόμου στέρη­σης στην αδρεναλίνη, αύριο θα μπορούσε να μη μου κάνει πλέον, όπως και σίγουρα δεν θα μου κάνει.

Και έπειτα οι κανόνες, ελεύθερα επιλεγμένοι, φτιάχνουν την ταυτότητα μου, τον τρόπο της ύπαρξης μου μεταξύ των άλλων αλλά επίσης την ύπαρξη μου ως ατόμου που έχει επίγνωση της κατάστασης του, γεμάτου επιθυμία να ανοιχτεί στους άλλους, να ζή­σει σ’ έναν κόσμο κατοικημένο από ελεύθερες υ­πάρξεις, ζωτικά ελεύθερες και σε θέση να αποφασί­σουν από μόνες τους τις δικές τους επιλογές. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο μέσα σ’ ένα κόσμο που έχει αρχίσει να κατευθύνεται προς τη φαινομενική ελευθερία μιας έλλειψης αυστηρών κανόνων, αν όχι αλλού, τουλάχιστον μέσα στο χώρο της παραγωγής. Για να μη σαγηνευτούμε για μια ακόμη φορά από τα μειωμένα ωράρια εργασίας, ελαστικοποιημένα, προ­γραμματιζόμενα σύμφωνα με τις προσωπικός αρέ­σκειες, από διακοπές μετ’ αποδοχών, εξωτικές, προ­σωποποιημένος, για να μην ξεγελαστούμε από αυξή­σεις μισθών, από προ-συνταξιοδοτήσεις, από δωρε­άν χρηματοδοτήσεις για προσωπικός πρωτοβουλίες, χρειάζεται να δώσουμε στον εαυτό μας ένα δικό μας σχέδιο καταστροφής της εργασίας και όχι να περιο­ριστούμε να ελαττώσουμε τις ζημιές, γιατί το ίδιο το κεφάλαιο έχει συμφέρον να ελαττώσει αυτές τις ζη­μιές για να διατηρήσει στη ζωή, όχι μια δύναμη εργασίας λιγότερο στρεσαρισμένη, όσο ένα πεδίο ανα­φοράς στην ίδια την προσφορά της αγοράς του, δηλ. μια ελαφρά στηριζόμενη ζήτηση.

Σ’ αυτό το σημείο επιστρέφουν στην επικαιρότητα ορισμένες σκέψεις που φαίνονταν να έχουν πλέον παλιώσει.

Η καταστροφή μιας νοο­τροπίας δεν είναι δυνατή. Πράγματι, η επαγγελματική νοοτροπία, με τον τρόπο με τον οποίο διαχέονταν α­κόμη και μέσα στην κομμα­τική ομαδοποίηση  ή την αμυντικής φύσης συνδικαλιστική, ακόμη και μέσα από τις αναρχοσυνδικαλιστικές της μορφές, κάποιες φο­ρές, δεν ήταν δυνατό να καταστραφεί από τα έξω. Ακόμη και το σαμποτάζ δεν μπορούσε να το επιτύχει. Όταν χρησιμοποιούνταν αυτό ήταν μονάχα ένα μέσο εκφοβισμού ενάντια στ1 αφεντικά, μια πιο προωθημέ­νη αγωνιστική μορφή δράσης απέναντι στην απεργί­α, για να καταστεί γνωστό ότι υπήρχαν πιο αποφασι­στικοί σε σχέση με τους υπόλοιπους, που όμως πα­ρέμεναν πάντοτε διατεθειμένοι να σταματήσουν τις επιθετικές ενέργειες άπαξ τα ίδια τα αιτήματα μπο­ρούσαν να ικανοποιηθούν.

Αλλά όμως το μέσο παραμένει καταστρεπτικό, δεν προσβάλλει έμμεσα το κέρδος, όπως η απεργία, αλ­λά χτυπά άμεσα τον παραγωγικό σχηματισμό στις α­παρχές ή στην κατάληξη, στα ενδιάμεσα της παρα­γωγής του ή στα ολοκληρωμένα προϊόντα, δεν έχει σημασία το σαμποτάζ χτυπά την παραγωγική διαδικα­σία είτε στο στάδιο εξέλιξης της είτε όταν έχει ήδη ολοκληρωθεί.

Αυτό σημαίνει ότι δρα ανεξάρτητα από την ύπαρξη της εργασιακής σχέσης, χτυπά όχι για να αποκτήσει κάτι, ή όχι μονάχα για να αποκτήσει κάτι, αλλά επίσης, και θα λέγαμε κατά κύριο λόγο για να καταστρέψει. Και το αντικείμενο της καταστροφής, ακόμα και αν παραμένει ιδιοκτησία του κεφαλαίου, εάν το εμβαθύ­νουμε είναι πάντοτε η εργασία, στο βαθμό που πρό­κειται για αυτό που αποκτήθηκε με την εργασία, που παράχθηκε, είτε πρόκειται για μέσα παραγωγής είτε για ολοκληρωμένα προϊόντα. Ιδού λοιπόν γιατί κατανοούμε καλύτερα, αλλά μονάχα σήμερα, τη φρίκη που δοκιμάζουν πολλοί εργαζόμενοι μπροστά στις πράξεις σαμποτάζ. Και εδώ αναφερόμαστε σ’ αυ­τούς τους εργαζόμενους που μια ολόκληρη ζωή ολοκληρωτικής εξάρτησης τους είχε προμηθεύσει μια κοινωνική ταυτότητα που δεν μπορούσε να σβηστεί εύκολα. Είδαμε πολλούς εργαζόμενους να κλαίνε μπροστά από το εργοστάσιο που δούλευαν και που είχε καταστραφεί εν μέρει, γιατί σ’ εκείνο τον τόπο του θανάτου αυτοί έβλεπαν κατεστραμμένη την ίδια τους τη ζωή, και αυτή η ζωή αν και μίζερη και περιφρονημένη ήταν η μοναδική που είχαν, η μοναδική για την οποία είχαν μια συγκεκριμένη εμπειρία.

Φυσικά, για να περάσουμε στην επίθεση χρειάζε­ται να διαθέτουμε ένα σχέδιο, και συνεπώς μια κα­θορισμένη σχεδιαστική ταυτότητα, επίσης μια συνεί­δηση αυτού που θέλουμε να κάνουμε και κυρίως, ό­ταν αυτό που θέλουμε να κάνουμε το θεωρούμε ένα παιχνίδι, το βιώνουμε σαν ένα παιχνίδι. Και το σαμπο­τάζ είναι ένα συναρπαστικό παιχνίδι, αλλά δεν μπορεί να είναι το μοναδικό παιχνίδι που επιθυμούμε να παίξουμε. Είναι απαραί­τητο να διαθέτουμε μια ποικιλία παιχνιδιών, διαφο­ρετικών και συχνά αντιτιθέ­μενων, με στόχο να απο­φύγουμε ώστε η μονοτονία του ενός από αυτά ή το σύ­νολο των κανόνων να  μεταβληθούν σε μια επιπλέον βαρετή και επαναληπτική εργασία. Ακόμη και το να κάνουμε έρωτα αποτελεί ένα παιχνίδι, αλλά δεν μπορούμε να το παίζουμε πρωί μέχρι το βράδυ, χωρίς να διακινδυνεύουμε να το καταστήσουμε μια ακόμη συνήθεια, χωρίς να δια­κινδυνεύουμε να αισθανθούμε πλημμυρισμένοι από μια γεύση η οποία, αν από τη μια πλευρά προκαλεί ευχάριστη ευεξία, απ’ την άλλη προσβάλλει, δημιουρ­γεί ένα αίσθημα   ματαιότητας.

Ακόμα και πηγαίνοντας να πάρουμε τα χρήματα ε­κεί όπου βρίσκονται αποτελεί ένα άλλο παιχνίδι, που έχει τους κανόνες του, και που μπορεί επίσης να εκτροχιαστεί σ’ έναν επαγγελματισμό που δεν βλέπει πέρα από την μύτη του και άρα να μεταβληθεί σε μια εργασία με πλήρες ωράριο και με όλες τις συνέ­πειες που θα επέλθουν. Αλλά είναι ένα ενδιαφέρον παιχνίδι, και χρήσιμο, αν θεωρηθεί μέσα στην προο­πτική μιας συνείδησης που είναι ώριμη, που δεν απο­δέχεται τις ασάφειες ενός καταναλωτισμού πάντοτε έτοιμου να απολαύσει όσα κατορθώθηκαν να απο­σπαστούν από τον σφαιρικό οικονομικό σχηματισμό.

Και εδώ επίσης χρειάζεται να ξεπεραστεί το ηθικό φράγμα που ενσωμάτωσαν πάνω μας, χρειάζεται να επιβεβαιωθεί μια ρήξη ικανή να τοποθετηθεί πέρα α­πό το πρόβλημα.

Το να απλώνεις χέρι στην ξένη ιδιοκτησία, ακόμη και για έναν επαναστάτη, αποτελεί υπόθεση γεμάτη κινδύνους, όχι μονάχα νομικούς με την στενή έννοια, αλλά κατά κύριο λόγο ηθικούς. Η διαύγεια σε σχέση με αυτή την τελευταία  άποψη  είναι  σημαντική, στο βαθμό που πρόκειται για το ξεπέρασμα του ίδιου εκείνου εμποδίου που έκανε τον γέρο εργάτη να κλαί­ει μπροστά από το κατεστραμμένο εργοστάσιο. Την ιερότητα της ιδιοκτησίας την ρουφήξαμε μαζί με το μητρικό γάλα και δον μπορούμε να απελευθερωθού­με εύκολα. Προτιμούμε να εκπορνευτούμε για μια ο­λόκληρη ζωή στον εργοδότη για να έχουμε ήσυχη την συνείδηση, προτιμάμε τη ικανοποίηση ότι κάναμε το καθήκον μας, ότι συνεισφέραμε σ’ αυτό το ελάχιστο που αποτελεί το μέρος μας στην παραγωγή του μι­κτού εθνικού προϊόντος, από το οποίο θα επωφεληθούν καθ’ ολοκληρίαν οι πολιτικοί άνδρες και γυναί­κες που φυσικά άλλη δουλειά δεν κάνουν από το να σκάφτονται τα πεπρωμένα του έθνους, και οι οποίοι έχουν αποβάλλει εδώ και καιρό κάθε ίχνος ενδοια­σμών ώστε να ιδιοποιηθούν αυτό που εμείς συσσωρεύσαμε με κόπο.

Όμως η ουσιαστική άποψη ενός σχεδίου καταστρο­φής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργι­κότητα  εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνουμε με τα Όμως η ουσιαστική άπο­ψη ενός σχεδίου κατα­στροφής της εργασίας είναι συνδεμένη με τη δημιουργικότητα εξωθημένη στο ανώτατο δυνατό επίπεδο. Τι μπορούμε να κάνου­με με τα χρήματα όλων των τραπεζών που  θα  είμαστε σε θέση να ξαφρίσουμε εάν το μοναδικό πράγμα που ξέρουμε να κάνουμε μετά είναι να αγοράσουμε ένα ακριβό αυτοκίνητο, να φτιάξουμε ένα ωραίο σπί­τι, να πηγαίνουμε συχνά στις νάϊτ-ντίσκο, να φορτω­θούμε μέχρι το λαιμό με άχρηστες ανάγκες και να βαρεθούμε στο τέλος μέχρι θανάτου μέχρι τη στιγμή που θα ξαφρίσουμε την επόμενη τράπεζα. Πράγμα που κάνουν συστηματικά πολλοί ληστές τραπεζών που γνωρίσαμε στη φυλακή. Αν αρκετοί σύντροφοι που δεν είχαν ποτέ χρήματα στην ζωή τους νομίζουν ότι αυτός είναι ο δρόμος για να παραμεριστεί κάποιο εμπόδιο, δεν έχουν παρά να το κάνουν, θα συναντή­σουν τις ίδιες απογοητεύσεις όπως σε οποιαδήποτε άλλη εργασία η οποία, ναι μεν είναι λιγότερο αποδο­τική βραχυπρόθεσμα, αλλά σίγουρα και λιγότερο επι­κίνδυνη για μακρόχρονα διαστήματα.

Να φανταστούμε την άρνηση της εργασίας σαν παθητική αποδοχή της μη δραστηριότητας, αποτελεί μια λανθασμένη ιδέα που όλοι οι σκλάβοι της εργασίας σχηματίζουν για όλους αυτούς που δεν εργάστηκαν ποτέ στην ζωή τους. Αυτοί οι τελευταίοι, οι λεγόμενοι προνο­μιούχοι εκ γενετής, οι κληρονόμοι μεγάλων περιουσιών, σχεδόν πάντοτε είναι φανατικοί εργαζόμενοι που χρησιμοποιούν τις δυνάμεις τους και το μυαλό τους για να εκμεταλλευτούν τους άλλους και να συσσωρεύσουν πλούτη και αίγλη μεγαλύτερα από αυτά που κληρονόμη­σαν. Αλλά ακόμη κι αν περιοριζόμασταν σε τό­σες και τόσες περιπτώσεις “ξεκληρίσματος” περιουσιών που οι ροζ στήλες των εφημερίδων δεν παραλείπουν να φέρνουν κάθε τόσο στην επιφάνεια, ακόμη και σ’ αυτή την περίπτωση πρέπει να αποδεχτούμε ότι και αυτού του είδους η κακώς εννοούμενη ευφυΐα στρώνεται στη δουλειά, στο εσωτερικό των κοινωνικών της σχέσεων ακόμη και μέσα από τον ίδιο τον φόβο να πέσει θύμα χτυπήματος ή απαγωγής. Και αυ­τό επίσης είναι εργασία και, όντας πραγματω­μένο σύμφωνα με όλους τους κανόνες του κα­ταναγκασμού, καθίσταται πραγματική και καθεαυτή εργασία, στην οποία ο εκμεταλλευτής αυ­τών των εκμεταλλευτών είναι, από καιρού εις καιρό, η πλεονεξία τους ή ο ίδιος τους ο φό­βος.

Όμως δε νομίζουμε ότι μπορούν να είναι πολλοί αυτοί που θεωρούν την άρνηση της ερ­γασίας σαν την αποδοχή της πιο θανάσιμης τεμπελιάς, μιας διαρκούς αδράνειας που δεν σκοπεύει να κάνει τίποτα και βρίσκεται συνεχώς σε αμυντική στάση για να αποφύγει τις παγίδες των άλλων και που θα μπορούσαν μβ παρακλή­σεις και προτροπές να την σπρώξουν να κάνει κάτι, ακόμη και αν όχι στο όνομα της αναγκαιό­τητας, αλλά του ιδανικού ας πούμβ, ή του προ­σωπικού συναισθήματος ή της φιλίας ή ποιος ξέρει ποιας οποιασδήποτε άλλης διαβολικής ε­πινόησης ικανής να προσβάλλει την επιτευχθεί-σα κατάσταση της πλήρους ικανοποίησης.
Μια παρόμοια κατάσταση στερείται απολύτως οποιουδήποτε νοήματος.

Αντίθετα θεωρούμε ότι η άρνηση της εργασίας μπορεί να ταυτιστεί πρώτα απ’ όλα με μια επιθυμία να κάνουμε τα πράγματα που μας αρέσουν περισσότερο, και συνεπώς να μεταβάλλουμε ποιοτικό την εξαναγκαστική δραστηριότητα σε ελεύθερη δραστηριότητα, δηλαδή σε δράση. Αλλά όμως η ενεργητική συνθήκη, η δυνατότητα ελεύθερης δρά­σης δεν μπορεί να επιτευχτεί μια φορά, άπαξ δια παντός. Δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ανήκει σε μια κατάσταση που μας προέκυψε έξωθεν, που έπεσε από τον ουρανό, σαν την άφιξη μιας μεγάλης κληρονομιάς ή τα τυχερά μιας ξαφρισμένης τρά­πεζας. Αυτά τα γεγονότα μπορούν ν’ αποτελέσουν την ευκαιρία, το επιδιωκόμενο ή όχι, ηθελημένα ή όχι, που θα μπορούσε να υποβοηθήσει ή να τελειοποιήσει ένα σχέδιο σε διαδικασία εξέλιξης, αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει την καταληκτική και καθοριστική συνθήκη. Σε περίπτωση που αυτό το σχέδιο θα ήταν ελλιπές, σε όρους σχεδιασμού της ζωής με όλη τη σημασία που έχει αυτός ο ό­ρος, καμία ποσότητα χρήματος δεν θα μπορούσε ποτέ να μας απελευθερώσει από την αναγκαιότη­τα της εργασίας, δηλ. της εξαναγκαστικής δραστη­ριότητας, η οποία αυτή τη φορά θα ωθείται από μια νέα μορφή αναγκαιότητας, όχι πλέον αυτή της μι­ζέριας, αλλά αυτή της αίσθησης της αχρηστίας, ή αυτή της αποκτημένης κοινωνικής θέσης, ή της επι­θυμίας απόκτησης όλο και μεγαλύτερων τμημάτων πλούτου ή και ολόκληρης της σειράς των σύμβολων του κατάλληλου κοινωνικού status μέσα στο ο­ποίο θεωρείται πως κατοχυρώνεται ο καινούριος πλούτος.

Το δίλημμα λύνεται εμβαθύνοντας το προσωπικό μας δημιουργικό σχέδιο ή, για να το πούμε διαφο­ρετικά, σκεφτόμενοι πάνω σ’ αυτό που θέλουμε να κάνουμε την ίδια μας τη ζωή και τα μέσα που έρχο­νται στην κατοχή μας χωρίς να εργαστούμε. Αν θέ­λουμε να καταστρέψουμε την εργασία χρειάζεται να δημιουργηθούν ατομικές και συλλογικές πειρα­ματικές διαδρομές που δον λαμβάνουν υπόψη τους την εργασία παρά μόνο για να τη διαγράψουν εντελώς από την πραγματικότητα των εφικτών πραγμάτων.

 

Alfredo Bonanno

To κείμενο είναι του Alfredo Bonanno και η μετάφραση από τις εκδόσεις “Σίσυφος”.

Renzo Novatore: Είμαι επίσης ένας Μηδενιστής

[:el](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum[:en]

I

I am an individualist because I am an anarchist; and I am an anarchist because I am a nihilist. But I also understand nihilism in my own way…

I don’t care whether it is Nordic or Oriental, nor whether or not is has a historical, political, practical tradition, or a theoretical, philosophical, spiritual, intellectual one. I call myself a nihilist because I know that nihilism means negation.

Negation of every society, of every cult, of every rule and of every religion. But I don’t yearn for Nirvana, any more than I long for Schopenhauer’s desperate and powerless pessimism, which is a worse thing than the violent renunciation of life itself. Mine is an enthusiastic and dionysian pessimism, like a flame that sets my vital exuberance ablaze, that mocks at any theoretical, scientific or moral prison.

And if I call myself an individualist anarchist, an iconoclast and a nihilist, it is precisely because I believe that in these adjectives there is the highest and most complete expression of my willful and reckless individuality that, like an overflowing river, wants to expand, impetuously sweeping away dikes and hedges, until it crashes into a granite boulder, shattering and breaking up in its turn. I do not renounce life. I exalt and sing it.

II

Anyone who renounces life because he feels that it is nothing but pain and sorrow and doesn’t find in himself the heroic courage to kill himself is — in my opinion — a grotesque poser and a helpless person; just as one is a pitifully inferior being if he believes that the sacred tree of happiness is a twisted plant on all apes will be able to scramble in the more or less near future, and that then the shadow of pain will be driven away by the phosphorescent fireworks of the true Good…

III

Life — for me — is neither good nor bad, neither a theory nor an idea. Life is a reality, and the reality of life is war. For one who is a born warrior, life is a fountain of joy, for others it is only a fountain of humiliation and sorrow. I no longer demand carefree joy from life. It couldn’t give it to me, and I would no longer know what to do with it now that my adolescence is past…

Instead I demand that it give me the perverse joy of battle that gives me the sorrowful spasms of defeat and the voluptuous thrills of victory.

Defeated in the mud or victorious in the sun, I sing life and I love it!

There is no rest for my rebel spirit except in war, just as there is no greater happiness for my vagabond, negating mind than the uninhibited affirmation of my capacity to life and to rejoice. My every defeat serves me only as symphonic prelude to a new victory.

IV

From the day that I came into the light — through a chance coincidence that I don’t care to go into right now — I carried my own Good and my own Bad with me.

Meaning: my joy and my sorrow, still in embryo. Both advanced with me along the road of time. The more intensely I felt joy, the more deeply I understood sorrow. You can’t suppress the one without suppressing the other.

Now I have smashed down the door and revealed the Sphinx’s riddle. Joy and sorrow are only two liquors with which life merrily gets drunk. Therefore, it is not true that life is a squalid and frightening desert where flowers no longer blossom nor vermilion fruits ripen.

And even the mightiest of all sorrows, the one that drives a strong man toward the conscious and tragic shattering of his own individuality, is only a vigorous manifestation of art and beauty.

And it returns again to the universal human current with the dazzling rays of crime that breaks up and sweeps away all the crystallized reality of the circumscribed world of the many in order to rise toward the ultimate ideal flame and disperse in the endless fire of the new.

V

The revolt of the free one against sorrow is only the intimate, passionate desire for a more intense and greater joy. But the greatest joy can only show itself to him in the mirror of the deepest sorrow, merging with it later in a vast barbaric embrace. And from this vast and fruitful embrace the higher smile of the strong one springs, as, in the midst of conflict, he sing the most thundering hymn to life.

A hymn woven from contempt and scorn, from will and might. A hymn that vibrates and throbs in the light of the sun as it shines on tombs, a hymn that revives the nothing and fills it with sound.

VI

Over Socrates’ slave spirit that stoically accepts death and Diogenes’ free spirit that cynically accepts life, rises the triumphal rainbow on which the sacrilegious crusher of new phantoms, the radical destroyer of every moral world, dances. It is the free one who dances on high amidst the magnificent phosphorescence of the sun.

And when huge clouds of gloomy darkness rise from swampy chasms to hinder his view of the light and block his path, he opens the way with shots from his Browning[1] or stops their course with the flame of his domineering fantasy, forcing them to submit as humble slaves at his feet.

But only the one who knows and practices the iconoclastic fury of destruction can possess the joy born of freedom, of that unique freedom fertilized by sorrow. I rise up against the reality of the outer world for the triumph of the reality of my inner world.

I reject society for the triumph of the I. I reject the stability of every rule, every custom, every morality, for the affirmation of every willful instinct, all free emotionality, every passion and every fantasy. I mock at every duty and every right so I can sing free will.

I scorn the future to suffer and enjoy my good and my bad in the present. I despise humanity because it is not my humanity. I hate tyrants and I detest slaves. I don’t want and I don’t grant solidarity, because I am convinced that it is a new chain, and because I believe with Ibsen that the one who is most alone is the strongest one. This is my Nihilism. Life, for me, is nothing but a heroic poem of joy and perversity written with the bleeding hands of sorrow and pain or a tragic dream of art and beauty!

[1] A type of pistol popular among anarchists of the time.

[:it](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum[:de](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum