Renzo Novatore: Είμαι επίσης ένας Μηδενιστής

[:el](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum[:en]

I

I am an individualist because I am an anarchist; and I am an anarchist because I am a nihilist. But I also understand nihilism in my own way…

I don’t care whether it is Nordic or Oriental, nor whether or not is has a historical, political, practical tradition, or a theoretical, philosophical, spiritual, intellectual one. I call myself a nihilist because I know that nihilism means negation.

Negation of every society, of every cult, of every rule and of every religion. But I don’t yearn for Nirvana, any more than I long for Schopenhauer’s desperate and powerless pessimism, which is a worse thing than the violent renunciation of life itself. Mine is an enthusiastic and dionysian pessimism, like a flame that sets my vital exuberance ablaze, that mocks at any theoretical, scientific or moral prison.

And if I call myself an individualist anarchist, an iconoclast and a nihilist, it is precisely because I believe that in these adjectives there is the highest and most complete expression of my willful and reckless individuality that, like an overflowing river, wants to expand, impetuously sweeping away dikes and hedges, until it crashes into a granite boulder, shattering and breaking up in its turn. I do not renounce life. I exalt and sing it.

II

Anyone who renounces life because he feels that it is nothing but pain and sorrow and doesn’t find in himself the heroic courage to kill himself is — in my opinion — a grotesque poser and a helpless person; just as one is a pitifully inferior being if he believes that the sacred tree of happiness is a twisted plant on all apes will be able to scramble in the more or less near future, and that then the shadow of pain will be driven away by the phosphorescent fireworks of the true Good…

III

Life — for me — is neither good nor bad, neither a theory nor an idea. Life is a reality, and the reality of life is war. For one who is a born warrior, life is a fountain of joy, for others it is only a fountain of humiliation and sorrow. I no longer demand carefree joy from life. It couldn’t give it to me, and I would no longer know what to do with it now that my adolescence is past…

Instead I demand that it give me the perverse joy of battle that gives me the sorrowful spasms of defeat and the voluptuous thrills of victory.

Defeated in the mud or victorious in the sun, I sing life and I love it!

There is no rest for my rebel spirit except in war, just as there is no greater happiness for my vagabond, negating mind than the uninhibited affirmation of my capacity to life and to rejoice. My every defeat serves me only as symphonic prelude to a new victory.

IV

From the day that I came into the light — through a chance coincidence that I don’t care to go into right now — I carried my own Good and my own Bad with me.

Meaning: my joy and my sorrow, still in embryo. Both advanced with me along the road of time. The more intensely I felt joy, the more deeply I understood sorrow. You can’t suppress the one without suppressing the other.

Now I have smashed down the door and revealed the Sphinx’s riddle. Joy and sorrow are only two liquors with which life merrily gets drunk. Therefore, it is not true that life is a squalid and frightening desert where flowers no longer blossom nor vermilion fruits ripen.

And even the mightiest of all sorrows, the one that drives a strong man toward the conscious and tragic shattering of his own individuality, is only a vigorous manifestation of art and beauty.

And it returns again to the universal human current with the dazzling rays of crime that breaks up and sweeps away all the crystallized reality of the circumscribed world of the many in order to rise toward the ultimate ideal flame and disperse in the endless fire of the new.

V

The revolt of the free one against sorrow is only the intimate, passionate desire for a more intense and greater joy. But the greatest joy can only show itself to him in the mirror of the deepest sorrow, merging with it later in a vast barbaric embrace. And from this vast and fruitful embrace the higher smile of the strong one springs, as, in the midst of conflict, he sing the most thundering hymn to life.

A hymn woven from contempt and scorn, from will and might. A hymn that vibrates and throbs in the light of the sun as it shines on tombs, a hymn that revives the nothing and fills it with sound.

VI

Over Socrates’ slave spirit that stoically accepts death and Diogenes’ free spirit that cynically accepts life, rises the triumphal rainbow on which the sacrilegious crusher of new phantoms, the radical destroyer of every moral world, dances. It is the free one who dances on high amidst the magnificent phosphorescence of the sun.

And when huge clouds of gloomy darkness rise from swampy chasms to hinder his view of the light and block his path, he opens the way with shots from his Browning[1] or stops their course with the flame of his domineering fantasy, forcing them to submit as humble slaves at his feet.

But only the one who knows and practices the iconoclastic fury of destruction can possess the joy born of freedom, of that unique freedom fertilized by sorrow. I rise up against the reality of the outer world for the triumph of the reality of my inner world.

I reject society for the triumph of the I. I reject the stability of every rule, every custom, every morality, for the affirmation of every willful instinct, all free emotionality, every passion and every fantasy. I mock at every duty and every right so I can sing free will.

I scorn the future to suffer and enjoy my good and my bad in the present. I despise humanity because it is not my humanity. I hate tyrants and I detest slaves. I don’t want and I don’t grant solidarity, because I am convinced that it is a new chain, and because I believe with Ibsen that the one who is most alone is the strongest one. This is my Nihilism. Life, for me, is nothing but a heroic poem of joy and perversity written with the bleeding hands of sorrow and pain or a tragic dream of art and beauty!

[1] A type of pistol popular among anarchists of the time.

[:it](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum[:de](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum