Ρώμη, Ιταλία: Ανάληψη ευθύνης για επίθεση με εκρηκτικά κατά της βάσης Aeronautica Militare στο Forte Appio από το Circolo d’azione “8 marzo”
Τη νύχτα της 22ας Απριλίου, τοποθετήσαμε έναν μηχανισμό κοντά στο Forte Appio στη Ρώμη, ένα από τα κρησφύγετα της Aeronautica Militare [Iταλική Πολεμική Αεροπορία]. Γιορτάζουμε με αυτόν τον τρόπο την 100ή επέτειο από τη γέννησή της. Μια μικρή υπενθύμιση για εκείνους που σπέρνουν τον πόλεμο και τη δυστυχία σε όλο τον κόσμο. Τράπεζες, πολιτικοί, στρατιωτικοί, επιστήμονες… είναι σκουπίδια και ως τέτοια πρέπει να εξαλειφθούν. Ας μην ξεχνάμε τις σφαγές στη θάλασσα και στις φυλακές, όπως όταν τον Μάρτιο του 2020 το κράτος κατέστειλε με αίμα τη δίκαιη εξέγερση των κρατουμένων, σκοτώνοντας 14 από αυτούς. Δύναμη και αγάπη για τον Serge, έναν σύντροφο που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου αφού τον πυροβόλησαν οι Γάλλοι μπάτσοι. Αλληλεγγύη με τον Alfredo, τον Juan, την Anna και όλους εκείνους που δεν σκύβουν το κεφάλι. Για τη διάχυση της επαναστατικής, βίαιης και καταστροφικής δράσης.
Circolo d’azione “8 marzo” [Κύκλος δράσης “8 Μαρτίου”]
Πηγή: La Nemesi
Μετάφραση: Δ.Ο. ΕΗΦ
Εκδηλωση-ενημερωση για την εξεγερση στη Γαλλια
Δευτέρα 24 Απρίλη 2023, 18:00, ΑΣΟΕΕ
∗Προβολή βίντεο με τη μάχη στο Σεντ Σολίν ενάντια στις μεγαδεξαμενές νερού και με στιγμιότυπα από την πολύμηνη εξέγερση σε όλη τη χώρα
∗Επικοινωνία με συντρόφισσες/συντρόφους του Σερζ (σε κώμα από τις 25 Μαρτίου, αποτέλεσμα της ρίψης εκρηκτικής χειροβομβίδας στο κεφάλι από τεθωρακισμένο όχημα της στρατοχωροφυλακής)
∗& μέλη της οργάνωσης ελευθεριακών κομμουνιστών (OCL)
∗Προτάσεις για δράσεις αλληλεγγύης
συντρόφισσες/οι του Σερζ,
αλληλέγγυες/οι σε εξεγερμένες/ους, τραυματισμένες/ους, φυλακισμένες/ους
20 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1914, Η ΣΦΑΓΗ ΤΟΥ LUDLOW ΚΑΙ Ο ΛΟΥΗΣ ΤΙΚΑΣ
Το ελληνικό όνομα του Τίκα ήταν Ηλίας Σπαντιδάκης. Γεννήθηκε στα Λουτρά Ρεθύμνου το 1886 και ο πατέρας του ονομαζόταν Αναστάσιος. Ο Ηλίας ήταν ένας πάρα πολύ έξυπνος νέος, με αίσθημα δικαιοσύνης, ανήσυχος, που διάβαζε ό,τι βιβλίο έπεφτε στα χέρια του και η γη της Κρήτης δεν τον χωρούσε. Όταν αποφάσισε να πάει στην Αμερική για να αναζητήσει την τύχη του, ο παππούς του δεν τον άφηνε. Η γιαγιά του επέμενε. «Aστον να ανοίξει τα φτερά του» του έλεγε. Και πήγε. Το 1906 σε ηλικία 20 ετών μετανάστευσε στις ΗΠΑ. Πριν φύγει έβγαλε μια φωτογραφία φορώντας την παραδοσιακή κρητική στολή και την άφησε ως ενθύμιο στους συγγενείς του. Δεν επρόκειτο να ξανανταμωθούν. Στις ΗΠΑ μετέτρεψε το όνομά του στο αγγλοσαξονικό Λούης Τίκας (Luis Tikas), με το οποίο έμελλε να γραφεί στην ιστορία των συνδικαλιστικών αγώνων. Από το λιμάνι της Νέας Υόρκης πήγε στο Κολοράντο. Εγκαταστάθηκε στο Ντένβερ κι άρχισε να δουλεύει στα χαλυβουργία του Πουέμπλο καμιά τριανταριά μίλια μακριά, με ημερομίσθιο $1,75, για δώδεκα ώρες την ημέρα. Το 1910 ορκίστηκε Αμερικανός πολίτης και άνοιξε καφενείο στην οδό Μάρκετ του Ντένβερ, μια εργατική γειτονιά που έγινε η τοπική Greektown. Την εποχή εκείνη στο Ντένβερ ζούσαν 240 Έλληνες. Συμπτωματικά, απέναντι απ’ το καφενείο βρίσκονταν τα γραφεία της τοπικής οργάνωσης των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου (Wobblies). Ο Τίκας, είτε έγινε από την αρχή μέλος των Wobblies είτε όχι, ήταν αποφασισμένος να αφομοιωθεί στην καινούρια χώρα. Υπάρχουν πληροφορίες ότι ήταν επικεφαλής ενός συνδικάτου λούστρων που το 1910 έκαναν απεργία ζητώντας αύξηση 100% (από πέντε σε δέκα σεντς!). Άλλοι λένε πως δούλευε για μια ασφαλιστική εταιρία. Έτσι κι αλλιώς, ο Λούης Τίκας αναδείχτηκε σε ιδιαίτερη μορφή ανάμεσα στους συμπατριώτες του: μιλούσε άπταιστα αγγλικά καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλον, και έστελνε τα εμβάσματα στην Ελλάδα για λογαριασμό των συμπατριωτών του που δεν ήξεραν πώς να φερθούν στο ταχυδρομείο και στην τράπεζα. Είχε το προσόν των γραμματικών γνώσεων (λέγεται ότι πριν μεταναστεύσει στην Αμερική πέρασε για 1 χρόνο από τη Νομική της Αθήνας). Ο Τίκας ήταν ένας πρώιμος ριζοσπάστης. Οι ενέργειές του ξεκινούσαν από τον ουμανισμό και το φιλότιμο. Και ο κόσμος γύρω του είχε ανάγκη από φιλότιμο. οι εργάτες του Κολοράντο βρίσκονταν στο έλεος των εταιριών και των αφεντικών. Την εποχή που ο Λούης Τίκας έφτασε στο Ντένβερ, το μεγάλο αφεντικό ήταν ο Λεωνίδας Σκλήρης, από τη Σπάρτη, ένα είδος εργατοπατέρα που έλεγχε τους Έλληνες εργάτες όχι μόνο στο Κολοράντο αλλά στη Γιούτα και τη Νεβάδα. Τους έβρισκε δουλειά στα ορυχεία με συνθήκες μεσαιωνικές και αμοιβές χειρότερες από των άλλων εθνοτήτων. Οι «Έλληνες του Σκλήρη» εργάζονταν για $1,75 την ημέρα ενώ οι Γερμανοί και οι Ουαλοί έπαιρναν $2,50. Η κατάσταση στα ορυχεία ήταν όντως μεσαιωνική. Hταν η εποχή που η αμερικανική οικονομία προσπαθούσε να ξεφύγει από τον κύκλο της ύφεσης, συνθλίβοντας ακόμη περισσότερο τα στοιχειώδη δικαιώματα των εργατών: 14 ώρες δουλειάς, μεροκάματα που δεν εξασφάλιζαν τα αναγκαία για τη διαβίωση, απουσία μέτρων ασφαλείας, φτώχεια και βαθιά εκμετάλλευση. Από το 1910 ως το 1913, 618 ανθρακωρύχοι είχαν χάσει τη ζωή τους σε εργατικά ατυχήματα. Τα ημερομίσθια ήταν τόσο χαμηλά ώστε πολλές οικογένειες ικανοποιούνταν με τις «αποζημιώσεις θανάτου» που έφταναν τα εφτακόσια δολάρια (χώρια το φέρετρο των είκοσι δολαρίων). Ανάμεσά τους δούλευαν 350 περίπου Έλληνες. Η δουλειά τους ήταν πολύ σκληρή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να υπάρχουν 13 θάνατοι Ελλήνων και πολλοί τραυματισμοί. Η εργασία ήταν κακοπληρωμένη και γινόταν μεγάλη εκμετάλλευση από τις εταιρίες σε βάρος των εργατών. Σπίτια και καταστήματα ανήκαν στην εταιρία των ορυχείων, η οποία κοστολογούσε τη χρήση και τα ψώνια 25 % ακριβότερα από την ελεύθερη αγορά. Επιλογή άλλη δεν υπήρχε, αφού οι εργάτες ήταν υποχρεωμένοι να κατοικούν και να ψωνίζουν από την εταιρία, η οποία τους πλήρωνε σε κουπόνια ανταλλάξιμα μόνο στα ταμεία των δικών της καταστημάτων. Το 1912, ο Λούης Τίκας εγκατέλειψε το καφενείο. Το Νοέμβριο του 1912 βρισκόταν στα ορυχεία του Φρέντερικ στο Κολοράντο, που ήταν σκλαβοπάζαρα.
Βλέποντας ότι με αυτές τις άθλιες συνθήκες ζωής εκεί δεν υπήρχε μέλλον, ίδρυσε το πρώτο εργατικό σωματείο. Οργάνωσε πάρα πολλούς Eλληνες. Ο Ροκφέλερ, ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής, τον θεωρούσε έντιμο πρόσωπο, αναγνώριζε την επιρροή του και απαιτούσε να παρίσταται στις διαπραγματεύσεις. Η κατάσταση, όμως, ήταν αφόρητη. Με τις διαπραγματεύσεις δεν γινόταν τίποτα. Και ο Τίκας άρχισε να οργανώνει την απεργία. Γύρισε όλα τα ορυχεία, τον πίστεψαν και τον ακολούθησαν 11.000 εργάτες. Και η απεργία κηρύχθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1913. Κράτησε μέχρι τον Απρίλιο με τη μεγάλη σφαγή. Στις 19 Νοεμβρίου ήταν επικεφαλής των 63 Ελλήνων που κατέβηκαν σε απεργία. Τότε αναδείχτηκε η ξεχωριστή προσωπικότητα του συνδικαλιστή Τίκα, με αποτέλεσμα να κερδίσει την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, που αναζητούσαν τρόπους να απαλλαγούν από εργατοπατέρες τύπου «Σκλήρη». Στη διάρκεια αυτής της απεργίας συνέβησαν πολλά: όργιο εγκάθετων, προβοκάτσιες (μπήκε φωτιά στο κτίριο δίπλα στο πηγάδι του ορυχείου), συλλήψεις και φυλακίσεις. Ο Λούης Τίκας δεν ανεχόταν την εκμετάλλευση και την αδικία. Ήρθε σε επαφή με την «Ένωση Ανθρακωρύχων Αμερικής» (United Mine Workers of America), άρχισε να περιοδεύει στις ανθρακοφόρες περιοχές του Ντένβερ και του Πουέμπλο και να συγκεντρώνει στατιστικά στοιχεία για ατυχήματα και τραυματισμούς την περίοδο 1912-13. Επίσης, για την πολιτική των εταιριών και τη συμπεριφορά των υπευθύνων. Ενημερώνει πως αν οι συνθήκες δεν αλλάξουν θα ξεκινήσει «βιομηχανικός πόλεμος», όπως τον ονομάζει. Ήταν μέλος της IWW των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου μιας από τις πιο ιστορικές αναρχοσυνδικαλιστικές οργανώσεις της Αμερικής που δημιουργήθηκαν μετά από τα γεγονότα του Σικάγο για το Οκτάωρο.
Ο Τίκας σύντομα αποκτά την εμπιστοσύνη των εργαζομένων. Ο “Λούης ο Έλληνας” (Louis the Greek) ή ο “Λίο ο Κρητικός” (Leo the Gretan), όπως τον αποκαλούσαν έγινε θρύλος. Όμως, οι εταιρίες που ανήκαν κυρίως στον Τζον Ροκφέλερ δεν υποχωρούν. Τουναντίον καιροφυλακτούν να τον πλήξουν.
Όταν ένας συνδικαλιστής σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1913, οι εργαζόμενοι των ορυχείων CFI, που ανήκαν στην οικογένεια Ροκφέλερ, κατέβηκαν σε απεργία. Εκκένωσαν τους καταυλισμούς της επιχείρησης, όπου έμεναν, προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για τους χαμηλούς μισθούς και τις άθλιες συνθήκες εργασίας. Ο δείκτης θνησιμότητας για τους εργαζομένους της επιχείρησης ήταν διπλάσιος από τον εθνικό μέσο όρο. Οι εργάτες ζητούσαν μέτρα ασφαλείας, αναγνώριση του συνδικάτου και του δικαιώματος στον συνδικαλισμό, αύξηση μισθού και καταβολή κανονικού μεροκάματου για επικίνδυνη εργασία, μεγαλύτερη αμοιβή αν δούλευαν πέραν του οκταώρου -συνήθως εργάζονταν 14 ώρες-, να ζυγίζει δικός τους εργοδηγός το κάρβουνο, να καταργηθεί το εταιρικό νόμισμα και να έχουν δικαίωμα επιλογής σε ξενώνα, γιατρό και κατάστημα. Η απεργία προκάλεσε την άγρια αντίδραση της οικογένειας Ροκφέλερ. Προσέλαβε το Πρακτορείο Ντετέκτιβ «Μπάλντουιν-Φελτς», προκειμένου να τρομοκρατήσει τους απεργούς και τη συνδικαλιστική τους ηγεσία. Το Πρακτορείο είχε σπουδαία φήμη σ” όλη την Αμερική για την αποτελεσματικότητά του στην καταστολή απεργιών. Προμήθευσε την εργοδοσία με οπλισμένους φρουρούς, ελεύθερους σκοπευτές, πράκτορες, επαγγελματίες προβοκάτορες, ακόμη μ” ένα τεθωρακισμένο όχημα με πολυβόλο.
Οι επιθέσεις των ανθρώπων της εργοδοσίας ήταν καθημερινό φαινόμενο στις κατασκηνώσεις, που εν τω μεταξύ είχαν στήσει οι απεργοί. Στις 17 Οκτωβρίου 1913 ένας απεργός σκοτώθηκε και δύο παιδιά τραυματίσθηκαν από τους πολυβολισμούς του τεθωρακισμένου οχήματος. Η κατάσταση είχε φθάσει στο απροχώρητο με τους απεργούς να μην υποχωρούν. Στις 28 Οκτωβρίου ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, αποφάσισε να πάρει την κατάσταση στα χέρια του. Απέστειλε την Εθνοφρουρά στο Λάντλοου για να επιβάλει την τάξη και να διαλύσει την απεργία. Η Εθνοφρουρά συνέχισε να κατατρομοκρατεί τους απεργούς, το ηθικό των οποίων χαλυβδωνόταν με την πάροδο του χρόνου. Ύστερα από τρεις μήνες στασιμότητας, ο κυβερνήτης Άμονς αποφάσισε να αποσύρει την Εθνοφρουρά, μη αντέχοντας το κόστος διατήρησής της επί μακρόν στο πεδίο της μάχης. Τότε οι Ροκφέλερ προσφέρθηκαν να επανδρώσουν την Εθνοφρουρά με δικό τους προσωπικό. Στις 10 Μαρτίου 1914 ένας απεργοσπάστης βρέθηκε νεκρός στις γραμμές του τρένου κοντά στον καταυλισμό των απεργών. Ήταν η αφορμή για τις δυνάμεις καταστολής να ξεκαθαρίσουν μια και καλή την κατάσταση. Η Εθνοφρουρά με τη νέα της σύνθεση αποφάσισε να ισοπεδώσει τις τεντουπόλεις, αν και ήταν σε χώρο ιδιοκτησίας των ανθρακωρύχων. Επελέγη η κατασκήνωση Λάντλοου, 30 χιλιόμετρα βόρεια της πόλης Τρίνινταντ. Το πρωί της 20ης Απριλίου οι εθνοφρουροί άνοιξαν πυρ, την ώρα που η ελληνική κοινότητα των ανθρακωρύχων γιόρταζε το Πάσχα με τον πατροπαράδοτο τρόπο. Οι απεργοί ανταπέδωσαν το πυρ και η μάχη διήρκεσε επί ώρες. Ο ελληνικής καταγωγής συνδικαλιστής Λούης Τίκας, επικεφαλής της κατασκήνωσης, ζήτησε αργά το απόγευμα εκεχειρία από την Εθνοφρουρά. Ο επικεφαλής της, υπολοχαγός Λίντερφελντ, χτύπησε με τον υποκόπανο του όπλου τον Τίκα και τον έριξε στο έδαφος. Τρεις σφαίρες από όπλα εθνοφρουρών βρήκαν στην πλάτη τον πεσμένο συνδικαλιστή και τον αποτελείωσαν, σε ηλικία 30 ετών. Ο υπομοίραρχος που τον σκότωσε έσπασε το κοντάκι του όπλου του πάνω στο κεφάλι του Τίκα και στη συνέχεια τον γάζωσαν πισώπλατα. Η Εθνοφρουρά έβαλε φωτιά για να εξαφανίσει τα πτώματα και απέμειναν μόνο 50, εκ των οποίων αναγνωρίστηκαν τα 17. Επί τρεις ημέρες οι σοροί του Τίκα και του γραμματέα του Συνδικάτου κείτονταν εκεί χωρίς να επιτρέπουν σε κανέναν να τις πλησιάσει. Οι εθνοφρουροί επέδραμαν στη συνέχεια στην κατασκήνωση του Λάντλοου και την παρέδωσαν στις φλόγες. Πολλοί άνθρωποι από την πλευρά των ανθρακωρύχων σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα, που έμεινε στην ιστορία ως «Η σφαγή του Λάντλοου». Τα νέα διαδόθηκαν γρήγορα απ” άκρου εις άκρον των ΗΠΑ. Οπλισμένοι εργάτες από παρακείμενα ανθρακωρυχεία κινήθηκαν εναντίον της εθνοφρουράς του Κολοράντο, πολλοί άνδρες της οποίας αρνήθηκαν να χτυπήσουν τους απεργούς. Ομάδες απεργών δυναμίτισαν ανθρακωρυχεία και κατέλαβαν πόλεις του Κολοράντο. Η μεγάλη ένοπλη εξέγερση, που ξέσπασε μετά τη σφαγή, αποκαλέστηκε «Πόλεμος των Δέκα Ημερών». Μέσα σε λίγες μέρες, ο αντάρτικος στρατός του συνδικάτου, κυρίως Έλληνες και Ιταλοί απεργοί, έτρεψε σε φυγή την Εθνοφρουρά και κατέλαβε ολόκληρο το Νότιο Κολοράντο. Όλες οι πηγές της εποχής μαρτυρούν πως οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους ετοιμοπόλεμοι Κρητικοί, με εμπειρία στον ανταρτοπόλεμο, ήταν η κύρια αιτία της στρατιωτικής υπεροχής των απεργών. Για να αποκατασταθεί η εξουσία του Κυβερνήτη του Κολοράντο μέσα στην ίδια του την πολιτεία, η κυβέρνηση των ΗΠΑ αναγκάστηκε να στείλει τον Ομοσπονδιακό Στρατό σαν ειρηνευτική δύναμη. Η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Έπειτα από 10 μέρες συγκρούσεων, ο κυβερνήτης του Κολοράντο, Ιλάιας Άμονς, ζήτησε την συνδρομή του Προέδρου Γούντροου Ουίλσον. Ο ομοσπονδιακός στρατός που εστάλη στην περιοχή αφόπλισε τους απεργούς, οι οποίοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στα ανθρακωρυχεία χωρίς να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Μάλιστα, η εργοδοσία προχώρησε σε εκτεταμένες απολύσεις, αντικαθιστώντας τους απεργούς με μη συνδικαλισμένους εργάτες. Από την Εθνοφρουρά κανείς δεν διώχθηκε για τις επιθέσεις στους απεργούς και τις οικογένειές τους, που στοίχισαν τη ζωή σε 66 ανθρώπους, ηλικίας από 3 μηνών έως 45 ετών. Η κηδεία του Λούη Τίκα απέδειξε, ότι επρόκειτο για ένα σύμβολο της εργατικής τάξης που δεν θα έσβηνε εύκολα από τη συλλογική μνήμη. Έγινε στις 27 Απριλίου και τη νεκρώσιμη πομπή ακολούθησαν χιλιάδες εργάτες. Τον Ιούλιο του 1914, ομάδα αναρχικών στη Νέα Υόρκη οργάνωσε σχέδιο βομβιστικής επίθεσης ενάντιων του σπιτιού του Ροκφέλλερ. Το σχέδιο το είχε οργανώσει ο Α. Μπέρκμαν μαζί με μέλη του Κέντρου Φερρέρ (Ferrer Center) και της Ομάδας Μπρέσι (Bresci Group). Όμως τη μέρα της επίθεσης η βόμβα εξερράγη πρόωρα, γκρεμίζοντας το διαμέρισμα που την συναρμολόγησαν και διαμελίζοντας τρεις αναρχικούς.
Το χρονικό της απεργίας δεν γράφτηκε ποτέ. Η ιστορία αυτής της εξέγερσης αποσιωπήθηκε για πολλούς λόγους. Ο Ροκφέλερ έριξε πολλά εκατομμύρια στα μέσα ενημέρωσης για να αποκατασταθεί η εικόνα του στην κοινή γνώμη. Η πολιτεία προτίμησε και αυτή για τους δικούς της λόγους να την αποσιωπήσει. Και τέλος, οι ίδιοι οι απεργοί απέφευγαν να μιλούν για τα γεγονότα φοβούμενοι τις διώξεις για αυτούς και τις οικογένειές τους.
Είχε σχεδόν ξεχαστεί, ώσπου το 1944 ο τραγουδιστής Γούντι Γκάθρι έγραψε ένα τραγούδι με τίτλο «The Ludlow Massacre». Το τραγούδι ακουγόταν συχνά στις διαδηλώσεις της δεκαετίας του ’60. Ο ποιητής Ντέιβιντ Μέισον έγραψε ένα ποιητικό μυθιστόρημα 4.800 στίχων με τίτλο: “Ποιος ήταν ο Λούης Τίκας”, όπου περιγράφεται η ζωή του Έλληνα πρωταγωνιστή του αμερικανικού εργατικού κινήματος. Τη ζωή του Τίκα επανέφερε στο προσκήνιο ο ελληνοαμερικανός συγγραφέας Ζήσης Παπανικόλας το 1991 γράφοντας τη βιογραφία του σε ένα βιβλίο. Επίσης, το 2001 ο Αμερικανός τραγουδοποιός Φρανκ Μάνινγκ (Frank Manning) στηριγμένος στις αναμνήσεις του παππού του που συμμετείχε στην απεργία του Λάντλοου, έγραψε το τραγούδι «Λούης Τίκας», που βραβεύτηκε στο διαγωνισμό «Γούντι Γκάθρι». Το τραγούδησε στις ετήσιες εκδηλώσεις που διοργανώνονται στο Λάντλοου από την Ένωση Ανθρακωρύχων και το 2007 το τραγούδησε και στην Ελλάδα.
Σήμερα το Λάντλοου είναι μια πόλη-φάντασμα. Στον χώρο της σφαγής, στην περιοχή Τρίνινταντ, έχει στηθεί μεγαλόπρεπες μνημείο από γρανίτη στη μνήμη των θυμάτων. Εκεί υπάρχει και ο τάφος του γενναίου Λούη Τίκα.
Μικρού μήκους ντοκιμαντέρ για τη σφαγή του Λάντλοου
https://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=w5OtmHgQ0PA http://iww.org.gr/
Ιταλία: Δελτίο Τύπου μετά το τέλος της απεργίας πείνας του Alfredo Cospito
Ήταν 20 Οκτωβρίου 2022 όταν ο Alfredo Cospito, κατά τη διάρκεια της πρώτης ακρόασης στην οποία είχε δικαίωμα συμμετοχής μετά τη μεταφορά του στο καθεστώς απομόνωσης 41bis στις 4 Μαΐου 2022, δήλωσε την πρόθεσή του να ξεκινήσει απεργία πείνας. Οι λόγοι της διαμαρτυρίας έγκεινται στη σκληρή κριτική του αναρχικού για το καθεστώς 41bis και την ισόβια κάθειρξη χωρίς μείωση.
Από τις 20 Οκτωβρίου έχουν περάσει 181 ημέρες, κατά τις οποίες ο Cospito, μέσα από ένα όλο και πιο αδύναμο και αδύναμο σώμα, αποκάλυψε τι σημαίνει το ειδικό καθεστώς κράτησης με συγκεκριμένους όρους: παράλογες στερήσεις που επιβάλλονται στους κρατούμενους, σκληροί περιορισμοί χωρίς νόμιμο σκοπό, στέρηση αισθήσεων, ένα οργουελικό περιβάλλον στο οποίο κάποιος παρακολουθείται και ακούγεται συνεχώς από κάμερες και μικρόφωνα. Και όχι μόνο: η αδυναμία ανάγνωσης, μελέτης και πολιτιστικής ανάπτυξης, καθώς και η αδυναμία λήψης βιβλίων και περιοδικών από το εξωτερικό, ακόμη και όταν αυτά αποστέλλονται από τους ίδιους εκδότες- ηλικιωμένοι κρατούμενοι που εμποδίζονται επί δεκαετίες να αγκαλιάσουν ή ακόμη και να αγγίξουν τα παιδιά τους, τους συζύγους, τα αδέλφια τους…
Χάρη στη διαμαρτυρία του Cospito, στις κινητοποιήσεις του ποικίλου κόσμου του εξωκοινοβουλευτικού πολιτικού ακτιβισμού, του αναρχικού κινήματος, των διανοουμένων που πήραν θέση υπέρ των λόγων της διαμαρτυρίας, του κόσμου των μέσων ενημέρωσης που επέτρεψε σε αυτά τα άβολα ζητήματα να φτάσουν στα σπίτια των ανθρώπων, εκατομμύρια άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των μέσων ενημέρωσης, μπόρεσαν να κάνουν αυτά τα άβολα ζητήματα γνωστά στο κοινό, εκατομμύρια άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων πολλών από τη νέα γενιά, έχουν κατανοήσει το ασυμβίβαστο του 41bis με τις αρχές της ανθρωπιάς της τιμωρίας και, ως εκ τούτου, με το Σύνταγμα που γεννήθηκε από τον αντιφασιστικό αγώνα.
Χάρη στην ιστορία του Cospito, το 41bis γίνεται όλο και λιγότερο ανεκτό από μια κοινή γνώμη που τους τελευταίους μήνες καλείται να παίξει ενεργό ρόλο για να ξεπεράσει την αδιαφορία της απέναντι στον Άλλο.Σε αυτό το άμεσο αποτέλεσμα πρέπει να προστεθεί και ένα άλλο: το γεγονός ότι η προσφυγή που προτάθηκε από τη δικηγόρο Antonella Mascia του Στρασβούργου και εμένα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, η οποία στόχευε ακριβώς στο διαφοροποιημένο σωφρονιστικό καθεστώς που προβλέπει το άρθρο 41bis του ιταλικού ποινικού κώδικα, έγινε δεκτή προς επεξεργασία. Η προσφυγή, η οποία κατήγγειλε τις σοβαρές παραβιάσεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, θα αξιολογηθεί στα επόμενα δύο ή τρία χρόνια (κανονικός χρόνος για μια ποινή) και θα μπορούσε να αποτελέσει το νομικό κλειδί για την κατάργηση του απάνθρωπου μέσου του 41bis, όπως συνέβη με την ισόβια κάθειρξη χωρίς μειώσεις.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η αντικειμενική νίκη που επιτεύχθηκε με τη χθεσινή απόφαση, 18 Απριλίου 2023, του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, όπως μπορεί να διαβάσει κανείς στην επίσημη ανακοίνωση, δεν αποφάσισε απλώς για την τύχη του αναρχικού κρατούμενου, αλλά προέβη σε δήλωση αντισυνταγματικότητας της απαγόρευσης εφαρμογής κάθε είδους ελαφρυντικού, σε περίπτωση επανειλημμένης υποτροπής, για όλα τα εγκλήματα των οποίων η μέγιστη ποινή είναι καθορισμένη και προβλέπει αποκλειστικά ισόβια κάθειρξη.
Συμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι ο αγώνας που ξεκίνησε ο Cospito πέτυχε τους στόχους του. Οι χρόνοι αναμονής για την απόφαση του ΕΔΔΑ, σε αντίθεση με εκείνους του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι οποίοι είναι πολύ πιο περιορισμένοι, δεν είναι συμβατοί με την απεργία πείνας, αν και αξίζει να περιμένουμε την απόφαση του Στρασβούργου.
Έτσι, ο Alfredo Cospito, μετά από 180 ημέρες απεργία πείνας και έχοντας θέσει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, έχοντας χάσει 50 κιλά και έχοντας θέσει σε κίνδυνο τις κινητικές του λειτουργίες ως αποτέλεσμα της βλάβης στο περιφερικό νευρικό του σύστημα, αποφάσισε να τερματίσει την απεργία πείνας στις 19 Απριλίου 2023. Λαμβάνοντας αυτή την απόφαση, ο Alfredo Cospito ευχαριστεί όλους εκείνους που κατέστησαν δυνατή αυτή την επίμονη και ασυνήθιστη μορφή διαμαρτυρίας.
Πηγή: Athens Indymedia