Το ντοκιμαντέρ “The Architecture of Doom” υποτιτλισμένο στον Black-Tracker

Ανέβηκε, σε μορφή .torrent, στον Black-Tracker το ντοκιμαντέρ “The Archtecture of Doom (Η Αρχιτεκτονική της Κόλασης)”. Μπορείτε να το κατεβάσετε στο link http://www.black-tracker.gr/details.php?id=587.

Μετάφραση / Υποτιτλισμός: Κατάληψη Σινιάλο

 Η “αρχιτεκτονική της κόλασης” είναι ένα σουηδικό ντοκιμαντέρ του 1989, σκηνοθετημένο από τον Πήτερ Κόεν σε αφήγηση του Ρολφ Αρσένιους.

Η ταινία εξερευνά την εμμονή του Αδόλφου Χίτλερ είχε με το δικό του ιδιαίτερο όραμα ως προς το τι ήταν και τι δεν ήταν αισθητικά αποδεκτό και πώς εφαρμόστηκαν  αυτές οι έννοιες στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. Η εμμονή του με την τέχνη που θεωρείται καθαρή, σε αντίθεση με τα δήθεν εκφυλισμένα avant-garde έργα εβραίων και σοβιετικών καλλιτεχνών, αποκαλύπτεται βαθιά συνδεδεμένη με την εξίσου υποκειμενική και αυστηρή εξιδανίκευση του Χίτλερ για την φυσική ομορφιά και την υγεία. Μια σειρά των λεγόμενων εκθέσεων εκφυλισμένης τέχνης επιχορηγούταν προκειμένου να απεικονίζουν την μοντερνιστική ζωγραφική και γλυπτική ως εκφράσεις της ψυχικής ασθένειας και της γενικής διαφθοράς. Η κλασική τέχνη που ενίσχυσε το προσωπικό γούστο του Χίτλερ, από τα Ρωμαϊκά αγάλματα μέχρι τις ολλανδικές ελαιογραφίες, αδρανοποιήθηκε από όλη την ναζιστική κατεχόμενη Ευρώπη.

Ο Χίτλερ εμφανίζεται ως ερασιτέχνης αρχιτέκτονας, σχεδιάζοντας νέα κτίρια για το Τρίτο Ράιχ που εκφράζουν το αυτοκρατορικό του όραμα για να ανταγωνιστούν εκείνα της κλασικής αρχαιότητας. Λέγεται ότι ήταν πολύ εξοικειωμένος με τις μεγάλες όπερες της Ευρώπης. Επισκέπτεται το Παρίσι με μια ομάδα αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών επιφορτισμένη με την ανοικοδόμηση του Βερολίνου ώστε να ταιριάζει με τη ναζιστική αισθητική. Η ταινία θεωρεί ότι η συγγένεια του Χίτλερ με την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα εκφράζεται επίσης στην επιμονή του για μια ολοκληρωτική στρατηγική του πολέμου. Σε αυτό που ο Χίτλερ φανταζόταν ότι ήταν η Σπάρτης και η Ρώμη, ο πόλεμος είχε τη σημασία της εξολόθρευσης του εχθρού και της υποδούλωσης του πληθυσμού διαγράφοντας την ιστορία των ηττημένων.

 * η μετάφραση του ντοκιμαντέρ στην ελληνική γλώσσα έγινε από ομάδα υποτιτλισμού της κατάληψης Σινιάλο. Μας εντυπωσίασαν τα πλούσια στοιχεία που φωτίζουν μια τελείως άγνωστη πλευρά του ναζισμού. Με δεδομένο ότι οι Ναζί κινηματογραφούσαν σχεδόν όλες τους τις κινήσεις, έχουμε τώρα την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σπάνιες εικόνες από τα αρχεία τους και να κατανοήσουμε σε βάθος μια σημαντική πλευρά της ιδεολογικής υπόστασης του εθνικοσοσιαλισμού. Η επιμελλημένη συσκότηση της αστικοδημοκρατικής λογικής για την κοινωνική πρόσληψη της ναζιστικής ιδεολογίας από τη μία και η οικονομοκεντρική νομοτέλεια της μαρξιστικής ερμηνείας του φασισμού από την άλλη μάς έχουν αποκλείσει από την ουσιαστική κατανόηση του φαινομένου: τις διεργασίες της αποδοχής του σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης. Αυτό το ντοκιμαντέρ αποπειράται να καλύψει αυτή τη διεργασία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: αποκωδικοποιώντας την ίδια τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού.

Τι γυρεύουν οι έμποροι στην Αγ. Λαύρας;

Στο προηγούμενο (πρώτο) τεύχος του Carex Flacca, υπήρχε ένα κείμενο με τίτλο “Για την εισβολή των εμπορευματικών σχέσεων στο δημόσιο χώρο”. Σε αυτό το κείμενο, ανάμεσα σε άλλα, γράφαμε:

[…] Θεωρώντας τον Δημόσιο χώρο ως τη χωρική αποτύπωση της “δημόσιας σφαίρας”, του πεδίου εκείνου δηλαδή μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η διαλεκτική των ανθρώπινων σχέσεων δίχως να υπόκειται σε κανενός είδους εμπορευματική σχέση, γίνεται αντιληπτό ότι ο χώρος αυτός εξ ορισμού έχει ελάχιστα να προσφέρει στο διαρκές καπιταλιστικό διακύβευμα της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Και γι’ αυτό το λόγο δέχεται την επιτηδευμένη απαξίωση της Κυριαρχίας. […] Αυτή η πραγματικότητα της απαξίωσης και απονέκρωσης μετατρέπει τον Δημόσιο χώρο σε βορά του “αναπτυξιακού” Κεφαλαίου που έρχεται να τον “αξιοποίησει” με την πρόφαση της διευκόλυνσης των πληθυσμών, της κάλυψης κοινωνικών αναγκών, του καλλωπισμού της πόλης, της μετατροπής του σε ένα “ασφαλές” περιβάλλον. Οι πεζόδρομοι και οι πλατείες γεμίζουν τραπεζοκαθίσματα, τα πάρκα γεμίζουν καφετέριες και εμπορικά κέντρα που “πουλάνε με θέα το πράσινο”, οι αλάνες μετατρέπονται σε πολυώροφα πάρκινγκ αυτοκινήτων κ.ο.κ. Πρόκειται για την επέλαση του Κεφαλαίου που έρχεται να αναδιατάξει και να επανανοηματοδοτήσει το Δημόσιο τοπίο, αφαιρώντας τα χαρακτηριστικά ελευθερίας του και τροφοδοτώντας το με περιεχόμενα που το ορίζουν εκ νέου στη βάση των καπιταλιστικών προσταγών. […]

Χαρακτηριστικό παράδειγμα λεηλασίας του Δημόσιου χώρου στο Αιγάλεω αποτελεί ο πεζόδρομος της Αγ. Λαύρας. Πρόκειται για έναν πεζόδρομο που, μέχρι πριν λίγα χρόνια, περνούσε απαρατήρητος στην καθημερινή ροή της πόλης. Για την ακρίβεια, οι πιο υποψιασμένοι τον γνωρίζαμε ως τον πεζόδρομο πάνω στον οποίο βρίσκεται ο “Όμιλος Φίλων Ελληνικής Αστυνομίας”, ενώ ελάχιστοι γνώριζαν για την κλινική “Αγ. Ειρήνη” που υπάρχει εκεί μέχρι και σήμερα.

Από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας της χιλιετίας, στον πεζόδρομο της Αγ. Λαύρας άρχισαν να ανοίγουν τα πρώτα “ρακάδικα” και κάποια café-bar. Πρόκειται για την εποχή όπου στη μητρόπολη έχει ήδη προωθηθεί και εγκαθιδρύεται η εναλλακτική κουλτούρα της περιοχής του Ψυρρή: ρακάδικα, καφενέδες και ναργιλεδάδικα που παίρνουν τη σκυτάλη από τα παραδοσιακά κουτούκια και ρεμπετάδικα. Η νέα εναλλακτική μόδα στοχεύει στις νέες ηλικίες (κυρίως φοιτητές), μερακλώνει με ρεμπέτικους αμανέδες και σύγχρονη “έντεχνη” μουσική, καταναλώνει φθηνό αλκοόλ (κυρίως κρασί και ρακή) και παρουσιάζεται ως ο αντίποδας της mainstream διασκέδασης της Πίστας και των Clubs.

Με την ταμπέλα του “εναλλακτισμού” αυτά τα μαγαζιά κατάφεραν να αποκτήσουν ένα σταθερά αυξανόμενο κοινό που τροφοδοτούταν διαρκώς -και εκτός των άλλων- από τον κόσμο της (φοιτητικής κι όχι μόνο) αριστεράς αλλά και της αντιεξουσίας. Λειτούργησαν, έτσι, ως μια ακόμη δεξαμενή ενσωμάτωσης στη μεγάλη αγκαλιά του Κεφαλαίου όλων εκείνων των ανθρώπων που μέχρι τότε αρνούνταν να κοινωνικοποιηθούν στα club του Μπουρναζίου ή της Παραλιακής. Και, όπως είναι φυσικό, αυτή η ενσωμάτωση λειτούργησε αντιθετικά προς οποιαδήποτε υπόνοια αυτοοργάνωσης των επιθυμιών, της δημιουργικότητας, της συλλογικής έμπνευσης και ψυχαγωγίας σε μια κατεύθυνση επιθετική προς τις υπάρχουσες εμπορευματικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, το ελληνικό κεφάλαιο φρόντισε ώστε να ενσωματώσει και να αφομοιώσει τις κοινωνικές αντιθέσεις, δημιουργώντας θεματικές ζώνες διασκέδασης “που όλους τους χωράνε”. Τουλάχιστον φαινομενικά.

Αυτό που δε γίνεται αντιληπτό είναι ότι η μάσκα του εναλλακτισμού των συγκεκριμένων μαγαζιών έρχεται να επισκιάσει μια πραγματικότητα που όχι μόνο δε θίγει αλλά αντίθετα διευρύνει τις καπιταλιστικές σχέσεις στο σύνολό τους, όπως θα δούμε παρακάτω.

Ας επιστρέψουμε στο Αιγάλεω και στον πεζόδρομο της Αγ. Λαύρας. Στην ιστοσελίδα ενός από τα πρώτα ρακάδικα που άνοιξαν στην περιοχή διαβάζουμε: «Η Ρακαδημία γεννήθηκε το 2007 στο Αιγάλεω. Το πρώτο μεζεδοπωλείο του πεζόδρομου. Καλό φαγητό, καλές τιμές και καλή διάθεση. Σήμερα η Ρακαδημία μεγάλωσε, ομόρφυνε και ωρίμασε.» Πράγματι, όταν η Ρακαδημία ξεκίνησε τη λειτουργία της ήταν ένα μικρό γωνιακό μαγαζάκι. Τώρα τα τραπεζοκαθίσματά της εκτείνονται σε όλο τον πεζόδρομο στο πλάι εκατοντάδων άλλων τραπεζοκαθισμάτων γειτονικών μαγαζιών. Από το 2007 μέχρι και σήμερα, ο πεζόδρομος της Αγ. Λαύρας έγινε ένα θεματικό πάρκο [1] εναλλακτικής συνάντησης και διασκέδασης. Τα μαγαζιά που άνοιξαν, ως επί το πλείστον φοιτητικά καφενεία και ρακάδικα, έχουν αλλάξει παντελώς την εικόνα ενός συνοικιακού (μέχρι άλλοτε) πεζόδρομου, δημιουργώντας ένα κλίμα ασφυξίας. Σε μια λωρίδα γης περίπου 150 τ.μ. στριμώχνονται εκατοντάδες τραπεζοκαθίσματα καθιστώντας αδύνατη ακόμη και την προσπέλαση του πεζόδρομου στις ώρες αιχμής. Μια λωρίδα γης που νοικιάζουν εδώ και χρόνια οι δημοτικές τοπικές αρχές στους μαγαζάτορες έναντι χρηματικών ποσών [2].

Σε αυτό το σημείο, έχει μια σημασία να προσεγγίσουμε τα συγκεκριμένα μαγαζιά από γεωγραφική και πολεοδομική σκοπιά. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, τα μαγαζιά της Αγ. Λαύρας επενδύουν στη νεανική πελατεία και ιδιαίτερα στους φοιτητές. Το Αιγάλεω είναι μια πόλη που φιλοξενεί τα μοναδικά δύο Τεχνολογικά Ιδρύματα του λεκανοπεδίου (ΤΕΙ Αθήνας και ΤΕΙ Πειραιά), ενώ συνορεύει με το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο που βρίσκεται επί της Ιεράς Οδού. Με δεδομένο αυτό, το Αιγάλεω είναι μια πόλη που κατοικείται από μεγάλο αριθμό φοιτητών και φοιτητριών και συνεπώς αποτελεί πρόσφορο πεδίο για την εγκαθίδρυση και εξάπλωση φοιτητικών καφενείων όπως αυτά στην Αγ. Λαύρας.

Ακόμη, είναι γνωστό ότι οι πεζόδρομοι και οι πλατείες αποτελούν τα αγαπημένα σημεία επίδοξων μαγαζατόρων, μιας και “προσφέρουν” δυνατότητα επέκτασης του μαγαζιού στο Δημόσιο χώρο ενώ ταυτόχρονα είναι σχετικά απομακρυσμένα από τις οδικές αρτηρίες και το θόρυβο των δρόμων. Ανάμεσα στους πολλούς πεζόδρομους της πόλης, η Αγ. Λαύρας (όπως και η Χρυσοστόμου Σμύρνης [3]) βρίσκεται ακριβώς στο κέντρο της πόλης συνορεύοντας με τους δύο κεντρικότερους δρόμους της ευρύτερης περιοχής (Ιερά Οδός και Λεωφόρος Θηβών). Ταυτόχρονα βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση από το σταθμό ΜΕΤΡΟ Αιγάλεω (περίπου 430μ.) και σε λίγο μεγαλύτερη από το σταθμό ΜΕΤΡΟ της Αγ. Μαρίνας (περίπου 1χλμ.). Πρόκειται, λοιπόν, για ένα σημείο που βρίσκεται πάνω στον κεντρικότερο κόμβο ροής εμπορευμάτων της Δυτικής Αττικής.

Τέλος, δεν μπορεί να παραληφθεί το γεγονός ότι ο πεζόδρομος της Αγ. Λαύρας ήταν -μέχρι το 2007- ένας πεζόδρομος χωρίς κάποια ιδιαίτερη αξιοποίηση από το Κεφάλαιο. Κατά κύριο λόγο, ήταν μια κατοικήσιμη γειτονιά που φιλοξενούσε ένα-δυο παραδοσιακά καφενεία και καφετέριες. Το γεγονός αυτό διευκόλυνε στη μετέπειτα δημιουργία (από το μηδέν) ενός θεματικού πάρκου [4] εναλλακτικής διασκέδασης που απευθύνεται κυρίως στη φοιτητική κοινότητα.

Και επειδή όπως γράψαμε, τα συγκεκριμένα μαγαζιά αποτελούν, στην πραγματικότητα, προπύργια των καπιταλιστικών σχέσεων, η εμπορευματοποίηση του πεζόδρομου ήρθε παρέα με όλα του κόσμου τα απεχθή:

– Η επιθετική εγκαθίδρυση των μαγαζιών άλλαξε ριζικά το τοπίο. Η μαζική προσέλευση κόσμου και η ασφυκτική κατανάλωση διασκέδασης μέχρι τις πρώτες πρωϊνές ώρες όχι μόνο κατήργησε στην πράξη τη δημόσια χρήση του πεζόδρομου αλλά αναδιέταξε συνολικά τη ζωή των κατοίκων της γύρω περιοχής που είδαν τη γειτονιά τους να γίνεται κεντρικός κόμβος της εναλλακτικής κουλτούρας.

– Εκτός αυτού, το εργασιακό καθεστώς των συγκεκριμένων μαγαζιών δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τον εργασιακό μεσαίωνα που θα ονειρευόταν ο απεχθέστερος καπιταλιστής: χαμηλά ημερομίσθια, ευέλικτα ωράρια και πόστα, ανασφάλιστη εργασία, απλήρωτες υπερωρίες, χαμαλοδουλειές, καθεστώς φόβου συνεχών απολύσεων. Έτυχε να δουλέψουμε σε ένα από αυτά τα μαγαζιά για λίγο καιρό και γνωρίζουμε από πρώτο χέρι τί θα πει να εργάζεσαι στην Αγ. Λαύρας.

– Και φυσικά μπράβοι… Πληρωμένοι θαμώνες των γυμναστηρίων που αναλαμβάνουν να “ρυθμίζουν” τις σχέσεις του μαγαζιού με τον περίγυρό του: τους πελάτες, τους γείτονες, τα υπόλοιπα μαγαζιά, τους μπάτσους κ.λπ. Δεν είναι λίγες οι φορές που έχουμε πληροφορηθεί για (ή βρεθεί μπροστά σε) περιπτώσεις “ρύθμισης” καταστάσεων από τα συγκεκριμένα ανθρωπάρια. Το 2011, για παράδειγμα, βρεθήκαμε μπροστά στον ξυλοδαρμό μετανάστη που δούλευε στο μαγαζί “De Facto” από το αφεντικό και τους μπράβους του επειδή ζήτησε επίμονα τα δεδουλευμένα του. Τότε, μάλιστα, οι μπάτσοι όχι μόνο δεν ενόχλησαν τον μαγαζάτορα αλλά συνέλαβαν έναν σύντροφο επειδή τραβούσε φωτογραφίες! Λίγες μέρες μετά καλέσαμε σε αποκλεισμό του μαγαζιού. Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, οι μπάτσοι κάνοντας ελέγχους σε κόσμο της συγκέντρωσης, και δίχως να το ξέρουν, σταμάτησαν δύο από τους μπράβους του συγκεκριμένου μαγαζιού ανακαλύπτοντας ότι είναι οπλισμένοι. Φυσικά, δεν τους συνέλαβαν… Λίγο καιρό αργότερα, αναγνωρίσαμε κάποιους από τους μπράβους που είχαν ακροβολιστεί γύρω από τη συγκέντρωσή μας (έξω από το De Facto) μέσα στο Δημαρχείο Αιγάλεω κατά τη διάρκεια δημοτικού συμβουλίου στο οποίο κάναμε παρέμβαση. Τους είχε καλέσει -ως προσωπικό ασφαλείας- κάποιος δημοτικός σύμβουλος της πλειοψηφίας… Οι μαρτυρίες από γείτονες για τον εκφοβισμό που δέχονται όποτε δηλώνουν την ενόχλησή τους για τη φασαρία που επικρατεί κάθε βράδυ στην Αγ. Λαύρας είναι χαρακτηριστικές.

Είναι δεδομένο, λοιπόν, ότι αν τα café-bar της Χρυσοστόμου Σμύρνης, οι πίστες της Ιεράς Οδού και τα μαγαζιά της Παραλιακής δε μας χωράνε μία φορά, τα ρακάδικα της Αγ. Λαύρας δε μας χωράνε δέκα. Γιατί, όσο κι αν αναγνωρίζουμε μία κοινή απεχθή κουλτούρα και στις δύο περιπτώσεις (αυτή της εμπορευματοποίησης της διασκέδασης, της μαζικής κατανάλωσης, της αλλοτρίωσης και της απαξίωσης των ανθρώπινων σχέσεων), δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η δεύτερη περίπτωση φοράει τη μάσκα του διαφορετικού, πλασάρεται ως εναλλακτική λύση και επιχειρεί να βάλει από το παράθυρο όλα αυτά που θέλουμε να πετάξουμε από την πόρτα αυτού του κόσμου. Και θα κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να βρει το παράθυρο κλειστό…

 

[1] Ο όρος “θεματικό πάρκο” χρησιμοποιείται σχεδόν καταχρηστικά στην έκταση του κειμένου για να περιγράψει το σύνολο μιας γεωγραφικής έκτασης που χαρακτηρίζεται από μια κοινή κουλτούρα.
[2] Ο νέος αριστερός δήμαρχος Δ. Μπίρπας έχει εξαγγείλει ότι θα τελειώνει με αυτήν την κατάσταση και θα ανακαλέσει τις άδειες για τα τραπεζοκαθίσματα, ωστόσο δεν τον πολυπιστεύουμε μιας και όπως βλέπουμε έχει άλλες σημαντικότερες προτεραιότητες όπως η καταστροφή του Μπαρουτάδικου και η κοπή των δέντρων του Πατινάζ… Δεν περιμέναμε τίποτα καλύτερο…
[3] Πεζόδρομος επίσης γεμάτος με mainstream καφετέριες και μπαρ.
[4] Τα περισσότερα ονόματα μαγαζιών που συναντάει κανείς στην Αγ. Λαύρας ενισχύουν τον χαρακτήρα του θεματικού πάρκου: Ρακαδημία, Ρακοθεωρίες, Giarakaki, Ρακί Αμάν Μεζέ, Ποινολόγιο κ.λπ.

[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο το Νοέμβρη ’14]

Αγ. Σπυρίδωνας σημαίνει προσφυγιά

aaa

Καθώς περνάμε από τις διάφορες συνοικίες του Αιγάλεω και φτάνουμε στη γειτονιά του Αγίου Σπυρίδωνα, επιβραδύνουμε τα βήματά μας προσπαθώντας να απαγκιστρωθούμε από την ταχύτητα με την οποία εκτυλίσσεται η ροή των ανθρώπων και των εμπορευμάτων ακόμα και μέσα στα προάστια της μητρόπολης. Σε πείσμα της κυρίαρχης ιδεολογίας που διακηρύττει ότι “οι δρόμοι υπάρχουν για να διασχίζονται”, στεκόμαστε για λίγο και περιεργαζόμαστε τα κτίρια που υπάρχουν γύρω μας. Κτίρια παλιά, ανακαινισμένα ή καινούρια που διαπλέκονται μεταξύ τους με έναν τρόπο ικανό να προκαλέσει σύγχυση. Χρειάζεται να συνεχίσουμε υπομονετικά την εξερεύνησή μας μέχρι να αρχίσουμε να διακρίνουμε τις εικόνες από το μακρινό ή πρόσφατο παρελθόν της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, της φτώχειας και των κοινωνικών αγώνων, των ονείρων που εκπληρώθηκαν ή – συνηθέστερα – διαψεύστηκαν. Εικόνες σιωπηλές που στοιβάζονται σαν ένα ανάμικτο υλικό από διαδοχικά στρώματα ιστορικής μνήμης και συνθέτουν ένα λαβυρινθώδες παρόν. “Όλες οι πόλεις είναι γεωλογικές”, έγραφε ο Ιβάν Στσεγκλώφ. Και η συνοικία του Αγίου Σπυρίδωνα δεν αποτελεί εξαίρεση.

Σ’ αυτή τη γειτονιά έφτασαν πρώτοι κι εγκαταστάθηκαν το 1922 οι Ασσύριοι πρόσφυγες, λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά από τα παραπήγματα που είχαν ήδη στήσει οι εργάτες γύρω από το Πυριτιδοποιείο στα τέλη του 19ου αιώνα. Κυνηγημένοι από το Οθωμανικό κράτος λόγω του διαφορετικού θρησκεύματος και της εθνικής καταγωγής τους, οι Ασσύριοι αναγκάστηκαν αρχικά να καταφύγουν στη Ρωσία κατά την περίοδο 1914-18. Το 1922, δέκα χιλιάδες Ασσύριοι πρόσφυγες ξεκίνησαν ένα μακρύ κι εξαντλητικό ταξίδι από τη Ρωσία προς τις Τουρκικές ακτές ελπίζοντας στον επαναπατρισμό τους. Καθώς δεν τους επιτράπηκε να αποπλεύσουν στην Τουρκία, αναγκάστηκαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους και αγκυροβόλησαν στη Μακρόνησο. Αλλά η πείνα, οι κακουχίες και οι ασθένειες άρχισαν να αποδεκατίζουν τον πληθυσμό των προσφύγων, αναγκάζοντας την ελληνική κυβέρνηση να τους μεταφέρει στο Κερατσίνι και από εκεί σε καταυλισμό στην Καλαμάτα. Το ξέσπασμα μιας νέας επιδημίας και η εχθρική στάση του ντόπιου πληθυσμού οδήγησαν στην εκ νέου μεταφορά τους στην Αθήνα, αρχικά στο σταθμό Λαρίσης κι έπειτα στο Μοσχάτο και στον Άγιο Σπυρίδωνα του Αιγάλεω. Εκεί θα ριζώσουν τελικά και θα χτίσουν τον πρώτο οικισμό της περιοχής, χωρίς νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα και χωρίς να έχουν προηγηθεί στοιχειώδη έργα υποδομής που θα καθιστούσαν τον τόπο κατοικήσιμο.

Την ίδια περίοδο, η συντριβή του Ελληνικού στρατού από τους αντάρτες του Κεμάλ προκάλεσε ένα μαζικό κύμα προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Πολλοί Μικρασιάτες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν το 1929 στο Αιγάλεω γύρω από την Ιερά Οδό και έχτισαν τα σπίτια τους σε περιβόλια που απαλλοτριώθηκαν με απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης. Το 1934 αναγνωρίστηκε επίσημα η Κοινότητα του Αιγάλεω, στην οποία προσαρτήθηκε – μεταξύ άλλων – ο συνοικισμός Σωτηράκη στην περιοχή του Αγίου Σπυρίδωνα. Η ίδια η εκκλησία άρχισε να χτίζεται την άνοιξη του 1936. Στη διάρκεια της κατοχής αναπτύχθηκε στο Αιγάλεω σημαντική αντιστασιακή δράση κατά των ναζιστικών αρχών και των ντόπιων συνεργατών τους. Την άνοιξη του 1944 η τοπική οργάνωση του ΕΛΑΣ κατάφερε να εξοντώσει τα μέλη μιας ομάδας δοσίλογων που είχε την έδρα της στην περιοχή του Σωτηράκη και ήταν γνωστή με το όνομα “Ες-Ες του Αγίου Σπυρίδωνα”. Μετά τη σφαγή που διαπράχθηκε στον Άγιο Γεώργιο από τα Ναζιστικά στρατεύματα στις 29 Σεπτεμβρίου 1944, 41 απανθρακωμένα πτώματα Αιγαλιωτών θάφτηκαν δίπλα στον Άγιο Σπυρίδωνα εν μέσω θρήνων από τους φίλους και συγγενείς τους.

Με τη λήξη του εμφύλιου πολέμου, το κύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την ύπαιθρο προς την Αθήνα – που οφειλόταν τόσο σε οικονομικούς λόγους όσο και στην επιδίωξη πολλών διωκόμενων αριστερών να βρουν καταφύγιο στην ανωνυμία της πρωτεύουσας – αύξησε σημαντικά τον πληθυσμό του Αιγάλεω, ο οποίος αποτελούταν κυρίως από εργάτες και αυτοαπασχολούμενους μικροϊδιοκτήτες. Μέχρι τη δεκαετία του 1970, η ενορία του Αγίου Σπυρίδωνα (η οποία περιλαμβάνει επίσης τμήμα του δήμου Περιστερίου) ήταν η τέταρτη μεγαλύτερη ενορία της Αθήνας. Την επόμενη δεκαετία, ο Άγιος Σπυρίδωνας αποτέλεσε τόπο υποδοχής προσφύγων και μεταναστών από χώρες της Μέσης Ανατολής – ιδίως από το Ιράκ και το Πακιστάν. Μετά το 1990, η κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης κατέστησε την οικονομικά αναπτυσσόμενη Ελλάδα πόλο έλξης για πολλούς μετανάστες από την Αλβανία και άλλες Βαλκανικές χώρες, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν τόσο στον Άγιο Σπυρίδωνα όσο και σε άλλες συνοικίες της πόλης. Τέλος, τα πιο πρόσφατα κύματα προσφύγων και μεταναστών προέρχονται κυρίως από χώρες της Ασίας και της Μέσης Ανατολής οι οποίες αποσταθεροποιούνται εξαιτίας των εμφύλιων συρράξεων και των ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιχειρήσεων που διεξάγονται εκεί από τα κράτη της καπιταλιστικής Δύσης. Η σκιαγράφηση αυτής της ιστορικής διαδρομής είναι αρκετή για να γελοιοποιήσει κάθε μύθο περί εθνικής ή φυλετικής καθαρότητας και να αποδείξει ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας (όπως και ολόκληρο το Αιγάλεω) υπήρξε εξ αρχής και συνεχίζει μέχρι σήμερα να είναι ένας προσφυγικός τόπος υποδοχής και συνύπαρξης διαφορετικών λαών και πολιτισμών.

Καθώς διασχίζουμε την οδό Παλαιάς Καβάλας από το ύψος της Λεωφόρου Αθηνών μέχρι τον Κηφισό, αναγνωρίζουμε τα ίχνη της ιστορίας – της δικής μας ιστορίας, της δικής μας ζωής – χαραγμένα στις πλατείες και στους τοίχους των κτιρίων, στις καθημερινές σχέσεις και συναντήσεις με τους κατοίκους της πόλης. «Καθετί που βλέπουν γύρω τους οι άνθρωποι είναι το πρόσωπό τους, τα πάντα τούς μιλούν για τον εαυτό τους… Το ίδιο το τοπίο τους είναι ζωντανό»(Μαρξ). Βλέπουμε πρώτα το γωνιακό συνεργείο αυτοκινήτων που διαδέχθηκε πριν από χρόνια το παλιό παντοπωλείο, το οποίο είχε με τη σειρά του αντικαταστήσει το χαμόσπιτο όπου είχαν καταλύσει το 1950 κάποιοι εσωτερικοί μετανάστες φτάνοντας από το χωριό τους στην Αθήνα. Και συλλογιζόμαστε ότι αυτές οι διαδοχικές αλλαγές στη χρήση του κτιρίου αποτυπώνουν τη διαχρονική εξέλιξη των οικονομικών σχέσεων και της φυσιογνωμίας της πόλης. Πράγματι, το αρχικό άνοιγμα του μικρού παντοπωλείου(δηλαδή το πέρασμα από την οικιστική στην εμπορική χρήση του κτιρίου) συμβαδίζει με την ενθάρρυνση ενός καθεστώτος μικροϊδιοκτησίας στην οικονομική ζωή της μετεμφυλιακής Ελλάδας, ενώ το μετέπειτα κλείσιμό του συνδέεται με την αδυναμία του να ανταγωνιστεί τα μεγάλα σουπερμάρκετ που άρχισαν αργότερα να κατακλύζουν την πόλη. Παράλληλα, η τάση συγκεντροποίησης της αγοράς ευνοήθηκε ακόμα περισσότερο από την οργάνωση του εμπορικού κέντρου του Αιγάλεω πάνω στην Ιερά Οδό (όπου υπήρχαν διευρυμένες καταναλωτικές δυνατότητες και ευχερέστερη πρόσβαση), οδηγώντας στη σταδιακή εξαφάνιση των μικρών μαγαζιών από τις γειτονιές της πόλης. Τέλος, η αντικατάσταση του παντοπωλείου από το σημερινό συνεργείο αντανακλά την εισβολή του αυτοκινήτου ακόμα και στις φτωχογειτονιές της πόλης, όπου η απόκτηση ενός Ι.Χ. ως “είδους πολυτελείας” διευκολύνθηκε από την εκτεταμένη παροχή τραπεζικών δανείων πριν το ξέσπασμα της κρίσης και ενίσχυσε το “κοινωνικό κύρος” των μικροαστικών στρωμάτων.

Ακριβώς απέναντι από το συνεργείο, το γεφυράκι ένωνε μέχρι πριν λίγα χρόνια τις όχθες του ρέματος που χάζευαν τα παιδιά από τα μπαλκόνια των σπιτιών τους κάθε φορά που έπεφτε μεγάλη νεροποντή. Την ίδια στιγμή, οι γονείς τους αγωνιούσαν μήπως φουσκώσει ξανά το ρέμα και αναλογίζονταν τους ανθρώπους που είχαν πνιγεί εκεί στις πλημμύρες της δεκαετίας του ’70. Σήμερα, το ρέμα αυτό – το “Χαϊδαρόρεμα” – είναι ένα από τα 700 μπαζωμένα ρέματα της πρωτεύουσας που της επέστρεψαν την “ασφυξία” τους στην πρόσφατη πλημμύρα της Παρασκευής 24 Οκτώβρη.

Πιο κάτω βρίσκεται ακόμα η μονοκατοικία όπου εγκαταστάθηκε στα μέσα του ’90 ένα νεαρό ζευγάρι από την Αλβανία με δύο μικρά παιδιά, προκαλώντας την αμφίθυμη αντίδραση των γειτόνων – εκείνη την αμφίθυμη στάση καχυποψίας και συμπάθειας που προσιδιάζει στα μικροαστικά στρώματα και τα κάνει να αμφιταλαντεύονται αδιάκοπα ανάμεσα στα δύο αντίπαλα στρατόπεδα της ταξικής κοινωνίας. Οι διπλανές πολυκατοικίες συνεχίζουν μέχρι σήμερα να στεγάζουν έρωτες, όνειρα κοινωνικής ανόδου αλλά και σιωπηλά ή μη ουρλιαχτά καθημερινής απελπισίας πίσω από τις πόρτες των διαμερισμάτων τους. Στην παρακείμενη οδό Δαυλείας συνήθιζαν να παίζουν ποδόσφαιρο κάθε απόγευμα τα μικρά παιδιά, δίπλα στις βιοτεχνίες όπου δούλευαν μόνιμα ή περιστασιακά οι γυναίκες για να συμπληρώσουν το οικογενειακό ή προσωπικό τους εισόδημα. Και στην άλλη πλευρά του δρόμου στέκει ακόμα ημιτελής η οικοδομή που κατασχέθηκε πριν μερικά χρόνια από την τράπεζα εξαιτίας της αδυναμίας του ιδιοκτήτη να αποπληρώσει ένα στεγαστικό δάνειο. Σ’ εκείνο το γιαπί βρήκαν άλλοτε καταφύγιο κι έμειναν για λίγο καιρό κάποιοι μετανάστες χωρίς χαρτιά, μέχρι τη στιγμή που ένας περίοικος κάλεσε την αστυνομία για να εκκενώσει το κτίριο.

Στη διασταύρωση της Καβάλας με την Αναγεννήσεως ο κύριος Δημήτρης – βασικό μέλος της ποδοσφαιρικής ομάδας του Αιγάλεω κατά τη “χρυσή” δεκαετία του ’60 – είχε το μαγαζί με τα ηλεκτρικά είδη, το οποίο έκλεισε αργότερα (καθώς δεν μπορούσε να ανταγωνιστεί τις μεγάλες αλυσίδες) και αναγκάστηκε να δουλεύει ως υπάλληλος εδώ κι εκεί για να συμπληρώσει τα ένσημα και να βγάλει μια ψευτοσύνταξη. Μπαίνουμε στην απέναντι στοά και προχωράμε μέχρι το γωνιακό μαγειρείο όπου συχνάζει ακόμα ο “Μανώλης”, εργάτης από την Αλβανία που συνήθιζε να συστήνεται με αυτό το όνομα όταν ήρθε στην Ελλάδα για να μη φανερώνει την καταγωγή του και να μη γίνεται δέκτης ρατσιστικών βλεμμάτων ή συμπεριφορών. Σήμερα, ο χρόνος έχει πια “γιατρέψει” το ρατσιστικό σύμπλεγμα μεταμορφώνοντας το “Μανώλη” σε έναν “Αρβανίτη” που είναι πλέον “αποδεκτός”. Οι γείτονες “δεν ξέρουν για τους άλλους Αλβανούς”… αλλά “ο Μανώλης είναι πάνω απ’ όλα ένας καλός άνθρωπος και καλός μάστορας.” Κι εμείς αναρωτιόμαστε, καθώς του γνέφουμε έναν χαιρετισμό, αν ο “Μανώλης” έχει ξεχάσει ακόμα και τη νοσταλγία του για μια πατρίδα που τον έχει κουράσει τόσο λοιδωρημένη… ίσως κι από τον ίδιο.

Στο τμήμα της Θηβών μπροστά από την εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα διεξαγόταν μέχρι πρόσφατα ένα πραγματικό σκλαβοπάζαρο Ιρακινών κυρίως και Κούρδων μεταναστών, οι οποίοι περίμεναν κάθε πρωί στο πεζοδρόμιο κατά δεκάδες ελπίζοντας να εξασφαλίσουν ένα φτηνό μεροκάματο. Απέναντί τους δεν είχαν μόνο την άγρια εκμετάλλευση των αφεντικών αλλά και την αστυνομική καταστολή (με συνεχείς εξακριβώσεις, “επιχειρήσεις-σκούπα” και εισβολές στα σπίτια τους). Παράλληλα, μια ρατσιστική “επιτροπή πολιτών” επιχειρήθηκε να στηθεί το 2007 με πρωτεργάτη τον Αποστολίδη, ιδιοκτήτη μεγάλου καταστήματος με φωτογραφικά είδη επί της Θηβών που θεωρούσε ότι οι συνωστισμένοι για ένα μεροκάματο μετανάστες χαλούσαν τη μόστρα του μαγαζιού του. Ωστόσο, οι σχεδιασμοί αυτής της “επιτροπής” απέτυχαν οικτρά χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση και τις πορείες που οργανώθηκαν από αναρχικούς και άλλους αλληλέγγυους της ευρύτερης περιοχής.

Το πίσω μέρος της πλατείας του Αγίου Σπυρίδωνα αποτελούσε καθημερινό τόπο συνάθροισης Ιρακινών και άλλων μεταναστών που οικειοποιούνταν έμπρακτα τον δημόσιο χώρο με αυτόν τον τρόπο. Η παντελής απουσία μεταναστριών γυναικών από την πλατεία – η οποία προσομοιάζει στην απουσία γυναικών από τα καφενεία όπου συναθροίζονται άνδρες Ελληνικής καταγωγής – καθιστά σαφές ότι οι πατριαρχικές σχέσεις δεν αποτελούν αποκλειστικό γνώρισμα του Χριστιανικού δόγματος αλλά κυριαρχούν σε όλες τις πολιτισμικές μορφές της αλλοτριωμένης κοινωνίας. Υπάρχουν πολλοί που – συχνά ορμώμενοι από ρατσιστικά κίνητρα – αντιδιαστέλλουν την Ισλαμική πατριαρχική βαρβαρότητα στα αδιαμφισβήτητα πλεονεκτήματα των κεκτημένων δικαιωμάτων της γυναίκας στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο της Δύσης. Ωστόσο, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί τους κινδύνους που βρίσκονται πίσω από μια επίφαση ελευθεριών για τις γυναίκες όταν αυτές οι ελευθερίες συντρίβονται ως προσχήματα στην “ιδιωτική” τους ζωή από τις συχνές κακοποιήσεις, στην ωμή και “ανισότιμη” θεσμισμένη εκμετάλλευση που υφίστανται στους εργασιακούς χώρους ή ακόμα στο φόβο και στην ανασφάλεια που απορρέουν από έναν διάχυτο επιθετικό σεξισμό στη δημόσια σφαίρα. Σήμερα η πλατεία είναι σχεδόν έρημη, καθώς πολλοί μετανάστες είτε έχουν φύγει από την Ελλάδα μετά το ξέσπασμα της κρίσης είτε διστάζουν να κυκλοφορήσουν ελεύθερα υπό το φόβο μιας ενδεχόμενης φασιστικής επίθεσης. Απέναντι από τη “Νέα Κλεοπάτρα” (όπου εξακολουθούν να συχνάζουν αρκετοί μετανάστες από τη Μέση Ανατολή), κάνουμε μια μικρή στάση στην παιδική χαρά όπου μια παρέα από Τσιγγανόπουλα παίζουν υπό την επίβλεψη των μανάδων τους.

Βγαίνουμε ξανά στην Παλαιάς Καβάλας και ακολουθούμε για λίγο τη διαδρομή του λεωφορείου 813. Τα ονόματα των επιγραφών στο δρόμο συνθέτουν το έσχατο στάδιο της ποίησης: Ζαχαροπλαστείο “Μομπλάν”, Ίντερνετ καφέ “Agapi-net”, το πρώην “στιλβωτήριο υποδημάτ♥ν”της Δήμητρας. Και λίγο πιο πέρα εξακολουθούν να αναδεύονται εποχές και κουλτούρες: Ένα παντοπωλείο Αιγυπτιακών προϊόντων, το παλιό κορνιζοποιείο, τα καφενεία και ο χωριάτικος φούρνος. Στους μικρούς πεζόδρομους που τέμνουν την Καβάλας από τα δεξιά βρίσκονται τα χαμηλά σπίτια των Ασσύριων προσφύγων με τα ρούχα τους απλωμένα στις αυλές και στα στενά μπαλκονάκια. Καθώς βραδιάζει, τα σοκάκια φωτίζονται από τις λιγοστές λάμπες του δήμου και η ατμόσφαιρα γεμίζει από το άρωμα των νυχτολούλουδων. Κι όμως, ακόμα κι αυτή η ζεστή γειτονιά αρχίζει σήμερα να αδειάζει σταδιακά, καθώς πολλοί Ασσύριοι έχουν ήδη αρχίσει να μεταναστεύουν ξανά λόγω των οικονομικών δυσχερειών με προορισμό τη Γερμανία ή κάποια άλλη χώρα της Δυτικής Ευρώπης.

Φτάνουμε στην πλατεία Αστροναυτών, στην παλιά αλάνα όπου στηνόταν κάθε Κυριακή μέχρι και τη δεκαετία του ’60 το γαϊδουροπάζαρο (ζωοπανήγυρη) στη συμβολή των οδών Προύσσης και Παλαιάς Καβάλας. Στη θέση της αλάνας βρίσκεται σήμερα η πλατεία με την παιδική χαρά όπου φέρνουν τα παιδιά τους οικογένειες κυρίως Αλβανικής και Ελληνικής καταγωγής, κατανέμοντας το χώρο μεταξύ τους με έναν υπόρρητο αλλά σαφή τρόπο που δείχνει ότι οι εθνικοί διαχωρισμοί δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Πλησιάζοντας περισσότερο προς τον Κηφισό, πυκνώνουν γύρω μας οι νεόδμητες πολυκατοικίες όπου διαμένουν τα ανώτερα μικροαστικά στρώματα της συνοικίας. Στρίβουμε αριστερά για να βρεθούμε στη γειτονιά όπου εγκαταστάθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες πολλοί μετανάστες από την Αλβανία. Κάποια παλιά, ρημαγμένα καταστήματα έχουν μετατραπεί σε καταλύματα νεαρών προσφύγων από την Ασία και τη Μέση Ανατολή. Οι διάσπαρτες μικρές πλατείες που υπάρχουν εδώ είναι φανερό ότι έχουν εγκαταλειφθεί εδώ και πολλά χρόνια από τους φορείς της τοπικής ή άλλης εξουσίας. Η φροντίδα των πλατειών έχει αναληφθεί από τους ίδιους τους κατοίκους που ποτίζουν τα δέντρα, περιποιούνται τα λουλούδια και μεταφέρουν εκεί τις γλάστρες από τα σπίτια τους, αποδεικνύοντας ότι ο δημόσιος χώρος δεν ανήκει κατ’ ανάγκη στο Κράτος και στο εμπόρευμα αλλά μπορεί να γίνει συλλογικό πεδίο αυτοοργάνωσης της ανθρώπινης κοινότητας. Ανεβαίνουμε ξανά προς την εκκλησία από την οδό Δωρίδος, όπου το ξεχασμένο καφενείο “Γύλος” με τις παλιές φωτογραφίες στους τοίχους αποτελεί τον τελευταίο σταθμό της περιπλάνησής μας.

Ο Άγιος Σπυρίδωνας ήταν και παραμένει μια πολυεθνική εργατική και μικροαστική γειτονιά μέσα στην πόλη του Αιγάλεω. Από τη μια μεριά η κυρίαρχη προπαγάνδα των εθνικών και άλλων ρατσιστικών διαχωρισμών παραμένει κι εδώ έντονη, διαρκής και μονοσήμαντη. Από την άλλη όμως, στη γειτονιά αυτή – και όχι μόνο – υπάρχει μια “καταναγκαστική συμβίωση” στη βάση κοινοτικών βιωμάτων με μεγάλες ιστορικές καταβολές που δοκιμάζουν τον διακοινοτικό τους χαρακτήρα κάτω από αντίξοες συνθήκες. Πότε ξεπερνώντας τα κυρίαρχα διαχωριστικά στεγανά και πότε αναπαράγοντας την επικυρίαρχη καχυποψία…Όλα τα συλλογικά στοιχήματα παραμένουν ανοιχτά. Η αποφασιστικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε η απόπειρα ομάδας χρυσαυγιτών να επιδράμουν στην περιοχή το Μάη του 2012 αποτελεί μια θετική παρακαταθήκη για το μέλλον. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πάλη ενάντια στο ρατσισμό, το φασισμό και τον ολοκληρωτισμό εξακολουθεί να αποτελεί (εδώ όπως και παντού) καθημερινό διακύβευμα μέσα στις σημερινές συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης. Η περιπλάνησή μας στη γειτονιά δείχνει, εξάλλου, ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας αποτελεί – τόσο λόγω του φορτισμένου ιστορικού παρελθόντος όσο και λόγω της σημερινής του κοινωνικής σύνθεσης – μια διακριτή ψυχογεωγραφική ζώνη μέσα στην πόλη και παρέχει ένα μέρος του υλικού που θα χρησιμοποιήσουμε για τη δημιουργία ενός συνολικού ψυχογεωγραφικού χάρτη του Αιγάλεω, σύμφωνα με τις επιδιώξεις της Carex Flacca.

[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο δεύτερο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο το Νοέμβρη ’14]