Αυτοί είμαστε!(για την ισοπέδωση του κτιρίου της Villa Amalias)

Με αφορμή τη δίκη των συλληφθέντων από την εκκένωση της κατάληψης Villa Amalias που θα ξεκινήσει στις 18/12/2014, παραθέτουμε ένα κείμενο από το 2ο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο για την ισοπέδωση του κτιρίου της Villa Amalias τα τέλη Σεπτέμβρη από τον Δήμο Αθηναίων.

Συγκέντρωση αλληλεγγύης στους συλληφθέντες της εκκένωσης, Πέμπτη 18/12 στις 9π.μ. στα δικαστήρια Ευελπίδων.

 

Αυτοί είμαστε. Εμείς και οι χιλιάδες διαδηλωτές, αγωνιστές, καταληψίες, απεργοί, μαχητές των δρόμων. Είμαστε οι άστεγοι και οι ανέστιοι, οι πανκ και οι αλήτες, οι χορτοφάγοι και οι φεμινίστριες, οι ξενύχτηδες και οι εργάτες, οι πένητες και οι αδικημένοι, τα θύματα του ρατσισμού και οι εκδικητές του άδικου.

Κατάληψη Villa Amalias, 20 Δεκέμβρη 2012

Ήδη από τον 15ο αιώνα, ο Μακιαβέλι υποστήριζε ότι ο Άρχοντας που κατακτά έναν τόπο συνηθισμένο να ζει ελεύθερα πρέπει άμεσα να τον καταστρέφει, ειδάλλως κινδυνεύει να καταστραφεί απ’ αυτόν. Γιατί όσο παραμένει ανέπαφος αυτός ο τόπος, θα διατηρεί πάντα ζωντανή την ιστορική μνήμη της ελευθερίας και θα αποτελεί μια μόνιμη εστία μελλοντικών εξεγέρσεων και ταραχών.

Στην περίπτωση της Βίλας Αμαλίας, οι άνθρωποι του Κράτους ακολούθησαν πιστά αυτή τη συμβουλή. Στα τέλη του Σεπτέμβρη, το εκκενωμένο κτίριο της κατάληψης ισοπεδώθηκε από το Δήμο και τους εργολάβους αφήνοντας όρθιο μονάχα το εξωτερικό του περίβλημα. Οι ενδοιασμοί που διατυπώθηκαν από κάποιους αρχιτέκτονες και αρθρογράφους για την “καταστροφή κάθε λειτουργικού και διακοσμητικού στοιχείου στο εσωτερικό του οικήματος” καλύφθηκαν γρήγορα από τα διθυραμβικά σχόλια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, τα οποία έσπευσαν να πανηγυρίσουν για την “αποκατάσταση” (!) του κτιρίου από τον “προοδευτικό” δήμαρχο Καμίνη. Αλλά η υπόθεση της Βίλας Αμαλίας έχει μια σημασία που υπερβαίνει κατά πολύ τα τεχνικά ή αισθητικά ζητήματα που προκύπτουν από την απώλεια ενός διατηρητέου νεοκλασικού κτίσματος με αρχιτεκτονική αξία στο κέντρο της Αθήνας.

Το εκδικητικό γκρέμισμα της Βίλας και οι σκόπιμα προβεβλημένες εικόνες από το συλημένο κουφάρι της συμπυκνώνουν τη στρατηγική ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος που αναδιαμορφώνει τον αστικό χώρο με αποκλειστικό κριτήριο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και την επιβολή του κατασταλτικού ελέγχου. Ξεγυμνώνουν το αποκρουστικό πρόσωπο της “ανάπτυξης” και της “ανάπλασης” που οραματίζονται τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου, καταλήγοντας στην ερείπωση ιστορικών τόπων αγώνα, στην περίφραξη των δημόσιων χώρων και στη λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος. Υπηρετούν την ίδια ακριβώς λογική που διατρέχει την αριστερή δημοτική αρχή του Μπίρμπα στο Αιγάλεω, η οποία – έχοντας διαλέξει για τον εαυτό της το άκρως αποκαλυπτικό όνομα “Ανάπλαση” – αδημονεί σήμερα να καρπωθεί τα κονδύλια του εσπα για να τσιμεντοποιήσει τον δημόσιο χώρο του Πατινάζ μέσα στο άλσος του Μπαρουτάδικου.

Πέρα από αυτές τις πρόδηλες οικονομικές σκοπιμότητες, η εξαφάνιση της Βίλας Αμαλίας από το χάρτη αποτελεί μια πρόσθετη ψηφίδα στην αντιεξεγερτική επιχείρηση που διεξάγεται αδιάλειπτα από το ελληνικό κράτος μετά το Δεκέμβρη του 2008 και αποσκοπεί στην αποτροπή μιας νέας κοινωνικής εξέγερσης, η οποία επικρέμαται ως συνεχής απειλή για την κυρίαρχη τάξη κάτω από τις σημερινές συνθήκες της εξαθλίωσης και της ανέχειας. Είναι αναπόσπαστο μέρος ενός σχεδίου προληπτικής καταστολής, το οποίο απαιτεί να ξεριζωθεί από το έδαφος κάθε κοινότητα αγώνα που θα μπορούσε να λειτουργήσει καταλυτικά για την επέκταση των ενδεχόμενων ταραχών στον ιστό της μητρόπολης.

Γιατί η Βίλα Αμαλίας υπήρξε ακριβώς αυτό: μια αυτοοργανωμένη κοινότητα αγώνα που συγκροτήθηκε στην πολυεθνική γειτονιά της Βικτώριας και αντιστάθηκε με συνέπεια και αποτελεσματικότητα στη διάχυση του ρατσιστικού δηλητηρίου, στην κυριαρχία των εμπορευματικών σχέσεων και στις προσταγές της κρατικής εξουσίας. Η κατεδάφισή της αποτυπώνει με τον πιο ωμό τρόπο την πρόθεση του θεάματος να οργανώσει τη λήθη των βιωμένων στιγμών ελευθερίας και να εξαλείψει την ιστορική γνώση των κοινωνικών αγώνων που συγκροτήθηκαν γύρω από την κατάληψη.

Απέναντι σε αυτή την επιδίωξη της κυριαρχίας να δημιουργήσει έναν κόσμο δίχως μνήμη, κρατάμε το πρόσωπό μας στραμμένο προς το παρελθόν – όπως σημείωνε ο Μπένγιαμιν περιγράφοντας τον Angelus Novus του Κλέε – καθώς η θύελλα της ιστορίας συνεχίζει να μας ωθεί ασταμάτητα προς το μέλλον. Είμαστε εμείς που φυλάσσουμε προσεκτικά το ταξικό μας μίσος και διερευνάμε σε κάθε στιγμή του παρόντος τη δυνατότητα μιας αποφασιστικής ρήξης με την αλλοτριωμένη κοινωνία. Είμαστε εμείς που θα στήσουμε ξανά όρθια – εκεί ή αλλού – τα ερείπια που αφήνει πίσω της η εκδικητική μανία της εξουσίας. Αυτοί είμαστε.

angelus-novus

[ο πίνακας Angelus Novus του Πάουλ Κλέε (1920)]

Η ταινία ‘Τίποτα παρά μόνο οι Ώρες’ στον Black-tracker

Η βουβή ταινία ‘Τίποτα παρά μόνο οι Ώρες’ του Αλμπέρτο Καβαλκάντι, υποτιτλισμένη από την κατάληψη σινιάλο

μαζί με συνοδευτικό υλικό και το αρχείο υποτίτλων

είναι διαθέσιμη προς κατέβασμα σε μορφή .torrent μέσω της κινηματικής υποδομής Black-tracker

http://www.black-tracker.gr/details.php?id=586

Θαυμάστε!

Πλατεία Συντάγματος, σύριοι πρόσφυγες, μια “καθαρή πόλη”, τα κάθε είδους “μιάσματα”: Όταν προκρίνεται η αισθητική σε σχέση με τις ανθρώπινες ανάγκες και την αξιοπρέπεια έχει ανοίξει ο δρόμος για τον φασισμό. Είναι φασισμός. Και μετά έρχονται τα τάγματα εφόδου να πραγματώσουν το σχέδιο. Θαυμάστε!

10246316_10203071848379099_3493556323774080884_n

Καφέ αντιμιλιτέρ το Σάββατο 13 Δεκέμβρη στην κατάληψη από την Πρωτοβουλία για την Ολική Άρνηση Στράτευσης

από το site της Πρωτοβουλίας για την Ολική Άρνηση Στράτευσης:

Το Σάββατο 13 Δεκεμβρίου η συλλογικότητά μας οργανώνει το πρώτο της αντιμιλιταριστικό καφενείο, που θα φιλοξενηθεί στην κατάληψη του Σινιάλο, στο Αιγάλεω. Μουσικές, προβολές, πρόσβαση σε αρχειακό υλικό δεκαετιών, αναγνωστήριο, γιατί πέρα από τον λόγο που παράγουμε, οργανώνουμε και τον χώρο μέσα από τον οποίο θα χτίσουμε εκείνες τις σχέσεις που θα πράξουν ενάντια στον στρατό και στον μιλιταρισμό. Θα σας περιμένουμε από τις 7 το απόγευμα.

kafeneio-sinialo-web

Δυό λόγια πάνω στην πρωτοβουλία διοργάνωσης αντιμιλιταριστικών καφενείων

Η πρωτοβουλία για την ολική άρνηση στράτευσης δραστηριοποιείται στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας και του Πειραιά, περίπου από τα μέσα του 2010. Σύντροφοι και συντρόφισσες δημιούργησαν αυτή τη συλλογικότητα ως ένα πεδίο αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, με στόχο την προώθηση του αγώνα ενάντια στο μιλιταρισμό και τις προεκτάσεις του. Ενάντια σε κάθε είδος εθνικισμού και κοινωνικού διαχωρισμού.

Ο αντιμιλιταριστικός αγώνας δεν είναι αποκομμένος από την ευρύτερη αντίσταση στην εξουσία. Γνωρίζουμε ότι ο μιλιταρισμός δε θα εκπέσει αυτόνομα, αλλά σε συνδυασμό με την ολική ρήξη με το υπάρχον σύστημα και την αντικατάστασή του από αυτοοργανωμένες κοινότητες, απαλλαγμένες από κάθε εξουσιαστική δομή. Απέναντι στα στρατοδικεία και τα αυτόφορα από τους στρατιωτικούς εισαγγελείς, απέναντι στα εξαχίλιαρα από τις εφορίες και την ολοένα και αυξανόμενη διάχυση της στρατιωτικής ιδεολογίας σε καιρό κρίσης, προτάσσουμε την ολική άρνηση στράτευσης σαν μια συνειδητή στάση αντίστασης και αλληλεγγύης. Σαν μια στάση στενά συνδεδεμένη με τους κοινωνικούς αγώνες ενάντια στην κρατική βαρβαρότητα, στην κατεύθυνση της ατομικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.

Σε αυτό το κλίμα, ευελπιστούμε μέσω της δημιουργίας ενός καφενείου να καλύψουμε την επιθυμία για εύρεση περισσότερων κοινών τόπων και χρόνων συνάντησης με συντρόφους και συντρόφισσες. Με όσους ενδιαφέρονται να αναζητήσουν και να συζητήσουν θέματα που αφορούν την ολική άρνηση στράτευσης, αλλά και ευρύτερα το θεσμό του στρατού, καθώς και τις προεκτάσεις του στην καθημερινή πραγματικότητα. Την καθημερινότητα της κρατικής επιβολής και καταστολής, αλλά και της αντίστασης και της αλληλεγγύης. Η αντιμιλιταριστική θεματολογία, δεν παραμένει μόνο στη στάση απέναντι στη θητεία και σε ότι προκύπτει από αυτή, αλλά επεκτείνεται και σε ζητήματα γύρω από τη λειτουργία του στρατού και τον αντίκτυπο που έχει η μιλιταριστική ιδεολογία στα κοινωνικά στρώματα. Δοκιμάζουμε αντιδομές που θα λειτουργήσουν στην κατεύθυνση δημιουργίας νέων κινηματικών πεδίων επικοινωνίας και ζύμωσης και κατ” επέκταση, νέων πεδίων αγώνα.

Το καφενείο θα γίνεται σε μηνιαία βάση, χωρίς σταθερή έδρα, σε διάφορους κινηματικούς χώρους και καταλήψεις της Αττικής. Εκεί όπου το πρόταγμα της ολικής άρνησης στράτευσης, βρίσκει τον επιθυμητό χώρο για να απλωθεί και να επικοινωνηθεί. Με προβολές και παρουσιάσεις, με μικρά ερεθίσματα για τη δημιουργία συζητήσεων, με αντιμιλιταριστική -και όχι μόνο- μουσική υπόκρουση, πλούσιο αρχειακό υλικό, αναγνωστήριο διάφορων αντιμιλιταριστικών εντύπων αλλά και με κείμενα και εκδόσεις της ίδιας της πρωτοβουλίας, απευθύνουμε το κάλεσμα σε όποιον/όποια ενδιαφέρεται να το πλαισιώσει.

Κυριακή 14/12 στις 8 μ.μ.: Προβολή στην κατάληψη με αφορμή την έκδοση του 2ου τεύχους Carex Flacca

Με αφορμή την έκδοση του 2ου τεύχους Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο, καλούμε σε προβολή της ταινίας “Τίποτα παρά μόνο οι ώρες” του Alberto Cavalcanti (1926), Κυριακή 14/12 στις 20:00 στο χώρο της κατάληψης.

cinecf

Ακολουθεί η εισήγηση που ετοίμασε η ομάδα Carex Flacca για την προβολή της ταινίας:

Η βουβή ταινία Τίποτα παρά μόνο οι Ώρες (Rien que les Heures) γυρίστηκε το 1926 από τον Αλμπέρτο Καβαλκάντι με σκοπό να περιγράψει ένα εικοσιτετράωρο από τη ζωή των απόκληρων και των καταπιεσμένων στο Παρίσι της μεσοπολεμικής περιόδου. Συγκαταλέγεται σε ένα πλήθος πειραματικών ταινιών που σκηνοθετήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1920 υπό τη γενική ονομασία “συμφωνίες των πόλεων”.

O Αλμπέρτο ντε Αλμέιδα Καβαλκάντι γεννήθηκε το 1897 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας. Ξεκίνησε νομικές σπουδές σε ηλικία μόλις 15 ετών αλλά αποβλήθηκε από το πανεπιστήμιο μετά από αντιδικία που είχε με έναν καθηγητή του. Η οικογένειά του τον έστειλε στη Γενεύη της Ελβετίας, όπου σπούδασε αρχιτεκτονική. Αμέσως μετά εγκαταστάθηκε στο Παρίσι και εργάστηκε εκεί ως αρχιτέκτονας και ως σχεδιαστής εσωτερικών χώρων. Γνωρίστηκε με τον πρωτοπόρο κινηματογραφιστή Μαρσέλ Λ’ Ερμπιέ και συνεργάστηκε μαζί του σε ένα πλήθος ταινιών. Η ταινία Τίποτα παρά μόνο οι Ώρες είναι η πρώτη προσωπική κινηματογραφική δημιουργία τού Καβαλκάντι. Τα επόμενα χρόνια εργάστηκε για λογαριασμό της εταιρείας Paramount, την οποία εγκατέλειψε το 1933 λόγω του αποκλειστικά εμπορικού προσανατολισμού της. Στη συνέχεια, έζησε αρκετά χρόνια στην Αγγλία και σκηνοθέτησε πολλές ταινίες για τις εταιρείες GPO και Ealing. Επέστρεψε στη Βραζιλία το 1950 και δούλεψε ως κινηματογραφικός παραγωγός στην εταιρεία Vera Cruz. Καθώς η εταιρεία χρεοκόπησε και ο ίδιος ο Καβαλκάντι συμπεριλήφθηκε στη μαύρη λίστα του στρατιωτικού καθεστώτος ως κομμουνιστής, αναγκάστηκε να γυρίσει ξανά στην Ευρώπη. Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970 συνέχισε να δημιουργεί ταινίες στην Ανατολική Γερμανία, στη Γαλλία και στο Ισραήλ. Πέθανε στο Παρίσι το 1982, σε ηλικία 85 ετών.

Το Παρίσι αποτελεί την οικονομική, πολιτική και πολιτιστική πρωτεύουσα της Γαλλίας ήδη από τα τέλη του 12ου αιώνα. Η πόλη αρχίζει να γιγαντώνεται στις αρχές του 19ου αιώνα εξαιτίας της Βιομηχανικής Επανάστασης που αλλάζει ριζικά τη φυσιογνωμία του Ευρωπαϊκού αστικού τοπίου. Οι ανάγκες της εκβιομηχάνισης, οι οξυμένες κοινωνικές ανισότητες και οι λαϊκές εξεγέρσεις αναγκάζουν το κράτος να παρέμβει σταδιακά για τη βελτίωση του δικτύου υποδομών της πόλης. Το 1815, ο πληθυσμός του Παρισιού φτάνει τις 660.000 κατοίκους. Λίγα χρόνια μετά την κατάπνιξη της εργατικής εξέγερσης του 1848, ο Ναπολέων Γ΄ αναθέτει στο βαρόνο Οσμάν τη ριζική ανοικοδόμηση της πόλης. Η αρχαία συνοικία καταστρέφεται, ενώ ανοίγονται πλατιές λεωφόροι που διευκολύνουν τη μετακίνηση των στρατευμάτων για την καταστολή των μελλοντικών επαναστάσεων. Δημιουργείται η κεντρική αγορά, κατασκευάζονται καινούρια υδραγωγεία και αναβαθμίζεται το αποχετευτικό σύστημα της πόλης. Το 1860 προσαρτώνται στο Παρίσι οι κωμοπόλεις που το περιβάλλουν και δημιουργούνται οκτώ νέα διαμερίσματα, επεκτείνοντας την πόλη μέχρι τα σημερινά της όρια. Μετά τη συντριβή της Παρισινής Κομμούνας το 1871 και τη συνακόλουθη ύφεση του επαναστατικού κινήματος, οι αντιδράσεις ενάντια στην αυταρχική συμμετρία της καινούριας πόλης προέρχονται κυρίως από το χώρο της τέχνης. Οι συμβολιστές ποιητές (Μπωντλαίρ, Βερλαίν, Μαλαρμέ) εκφράζουν μια νοσταλγική διάθεση για το παλιό Παρίσι που χάνεται, ενώ οι ιμπρεσιονιστές ζωγράφοι (Μανέ, Ρενουάρ, Μονέ κ.λπ.) πειραματίζονται με νέους συνδυασμούς μορφών και χρωμάτων. Το 1889 κατασκευάζεται ο Πύργος του Άιφελ και το 1900 αρχίζει να λειτουργεί η πρώτη γραμμή του μετρό στο Παρίσι. Στις αρχές του 20ου αιώνα το Παρίσι αποτελεί τη γενέτειρα νέων καλλιτεχνικών ρευμάτων όπως ο φωβισμός, ο κυβισμός και η αφηρημένη τέχνη. Το 1901, ο πληθυσμός του Παρισιού ανέρχεται σε 2.715.000 κατοίκους. Στη διάρκεια του 1ου Παγκόσμιου Πολέμου, η πόλη βομβαρδίζεται από τα Γερμανικά Ζέπελιν και υφίσταται σοβαρές καταστροφές από πυρά μεγάλης εμβέλειας. Μετά το τέλος του πολέμου, ωστόσο, το Παρίσι συνεχίζει να είναι ένας τόπος συνάντησης καλλιτεχνών και διανοουμένων απ’ όλον τον κόσμο. Εδώ γεννιέται το σουρεαλιστικό κίνημα ως διάδοχος του νταντά και εδώ εκδίδεται για πρώτη φορά το λογοτεχνικό έργο του Τζέιμς Τζόις.

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 μέχρι το χρηματιστηριακό κραχ και το ξέσπασμα της Μεγάλης Ύφεσης το 1929, οι περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και οι Ηνωμένες Πολιτείες γνωρίζουν υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Στη Γαλλία, ειδικότερα, τα “τρελά χρόνια” (1920-29) χαρακτηρίζονται από μια εκτόξευση του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής και από έναν πολλαπλασιασμό των εταιρικών κερδών, καθώς η οικονομία κατακλύζεται από ένα πλήθος καινούριων εμπορευμάτων (όπως το ραδιόφωνο, η τηλεόραση και το αυτοκίνητο). Η μεσοπολεμική περίοδος της εύθραυστης ειρήνης και της αβέβαιης οικονομικής ευημερίας κυριαρχείται από μια πρωτοφανή έκρηξη του καταναλωτισμού. Το Παρίσι είναι η πόλη όπου συγκεντρώνεται ένας ολόκληρος κόσμος θεαματικών διασκεδάσεων όπως οι οπερέτες και οι μεγάλες αίθουσες συναυλιών, τα καμπαρέ της Μονμάρτης και του Μονπαρνάς, η λευκή τζαζ και το τσάρλεστον από τις ΗΠΑ. Στον κινηματογράφο κυριαρχούν οι αμερικανικές ταινίες και ιδίως η φιγούρα του Σαρλό, η οποία ερμηνεύεται από τον Τσάρλι Τσάπλιν.

Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο αναπτύσσεται ένα νέο είδος βουβών κινηματογραφικών ταινιών που ονομάζονται “συμφωνίες των πόλεων”. Πρόκειται για πειραματικά ντοκιμαντέρ που απεικονίζουν την καθημερινή ζωή στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Οι διακυμάνσεις που παρουσιάζουν ως προς το ρυθμό και την ένταση τις κάνει να προσομοιάζουν με μουσικές συμφωνίες. Οι πιο διάσημες ταινίες αυτού του είδους είναι το Μανχάτα των Τσαρλς Σίλερ και Πωλ Στραντ (ΗΠΑ, 1921), το Βερολίνο: Η Συμφωνία μιας Μεγαλούπολης του Βάλτερ Ρούτμαν (Γερμανία, 1927) και Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή του Τζίγκα Βέρτοφ (ΕΣΣΔ, 1929). Κοινό γνώρισμα αυτών των ταινιών είναι η εγκωμιαστική απεικόνιση της νεωτερικής βιομηχανικής πόλης που μοιάζει με ένα τεράστιο εργοστάσιο, εντός του οποίου οι άνθρωποι και οι μηχανές αλληλεπιδρούν για να συνθέσουν μια ένδοξη και επιβλητική καθολικότητα. Αντίθετα, η ταινία Τίποτα παρά μόνο οι Ώρες παραμένει μοναδική στο είδος της, καθώς δε συμμερίζεται αυτήν τη μονολιθική πίστη στο κυρίαρχο μοντέλο της μαζικής παραγωγής. Ο φακός του Καβαλκάντι δεν εστιάζει στις μηχανικές δυνάμεις που διαμορφώνουν το καινούριο αστικό τοπίο και απέχει συνειδητά τόσο από τους ταχείς ρυθμούς όσο και από την ολιστική αντίληψη της καθημερινής ζωής μέσα στη σύγχρονη πόλη. Η ματιά του παραμένει υποκειμενική και ελλειπτική, αποδίδοντας έμφαση στους ανθρώπους ως ατομικότητες και όχι ως στοιχεία μιας αδιαφοροποίητης εργατικής ή καταναλωτικής μάζας.

Στο ξεκίνημα της ταινίας βλέπουμε μια παρέα από πλούσιες κυρίες με κομψά φορέματα να κατεβαίνουν μια μαρμάρινη σκάλα έξω από μια πολυτελή αίθουσα διασκεδάσεων. Η εικόνα παγώνει σε μια φωτογραφία και σκίζεται σε κομμάτια από ένα χέρι, ενώ το κοινό ενημερώνεται ότι σε αυτήν την ταινία δε θα δει σκηνές από τον φαντασμαγορικό κόσμο του Παρισινού θεάματος αλλά μια διαδοχή εικόνων από την καθημερινή ζωή των φτωχών και των περιθωριοποιημένων κατοίκων της πόλης. Το ρολόι δείχνει τις ώρες της ημέρας να κυλάνε ασταμάτητα κι εμείς συνεχίζουμε να παρακολουθούμε εικόνες όπου πρωταγωνιστούν οι εργάτες και οι άστεγοι, οι μικροϊδιοκτήτες και οι πλάνητες, οι άνεργοι και τα ερωτευμένα ζευγάρια που φιλιούνται στα σοκάκια της πόλης. Βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο παρασκευάζεται το αψέντι, το απαγορευμένο αλκοολούχο ποτό που κατανάλωναν κυρίως τα φτωχά κοινωνικά στρώματα ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Βλέπουμε την αγορά της πόλης με τα άφθονα φρούτα και λαχανικά και, αμέσως μετά, τους κάδους όπου στοιβάζονται τα σκουπίδια και τα υπολείμματα των τροφίμων μετά το τέλος του παζαριού. Βλέπουμε, τέλος, έναν πελάτη που απολαμβάνει μια πλούσια μερίδα βοδινού κρέατος στο πολυτελές Παρισινό εστιατόριο Lasserre, ενώ στο βάθος διακρίνουμε την εικόνα μιας αγελάδας που σφαδάζει καθώς θανατώνεται και τεμαχίζεται μέσα σε ένα σφαγείο. Κάνοντας ευρεία χρήση των εξπρεσιονιστικών και σουρεαλιστικών τεχνικών, ο Καβαλκάντι καταφέρνει να θρυμματίσει τη βιτρίνα του μεσοπολεμικού θεάματος, να αναδείξει τις ταξικές ανισότητες και να ασκήσει μια διεισδυτική κριτική στην επίπλαστη ευημερία του κυρίαρχου αστικού κόσμου.