Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο τον Απρίλη του 2015.
Ανάπτυξη
Σε μια ομιλία που εκφώνησε στις 4 Απρίλη 2014 ενώπιον των καταστηματαρχών του Αιγάλεω, ο σημερινός δήμαρχος Δημήτρης Μπίρμπας επανέλαβε ότι οι θέσεις της παράταξής του “έχουν πάντα ως γνώμονα τη στήριξη της οικονομικής και εμπορικής ζωής της πόλης”. Είναι αλήθεια ότι οι καινούριοι δημοτικοί άρχοντες – όπως ακριβώς και οι προκάτοχοί τους – εκδηλώνουν με κάθε ευκαιρία την υλική και ηθική υποστήριξή τους στο τοπικό κεφάλαιο, προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι με αυτόν τον τρόπο “συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη του Αιγάλεω”. Σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο, αντίστοιχα, η πρόσφατα εκλεγμένη “κυβέρνηση της Αριστεράς” ακολουθεί πιστά τον προηγούμενο συνασπισμό εξουσίας διακηρύττοντας την πρόθεσή της να “επαναφέρει τη χώρα σε τροχιά ανάπτυξης” όσο το δυνατόν πιο σύντομα. Από τη δική τους πλευρά, εξάλλου, τα λείψανα του “κομμουνιστικού” κόμματος ορκίζονται στο όνομα μιας “ανάπτυξης για το λαό” και αναπολούν την αιματηρή “επιτυχία” των πενταετών πλάνων της σταλινικής περιόδου. Ακόμα και οι νοσταλγοί της χούντας υπενθυμίζουν συχνά με περηφάνια τους “υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας” κατά την επταετία 1967-1974. Οι συμπτώσεις δεν είναι τυχαίες. Σοσιαλδημοκράτες και φιλελεύθεροι, φασίστες και σταλινικοί διαγκωνίζονται για να αποδείξουν την ανωτερότητά τους ως προς την επίτευξη μιας ταχύρρυθμης αύξησης της εμπορευματικής παραγωγής και συνεχίζουν να πουλάνε στο εκλογικό ακροατήριο απατηλές ελπίδες για τη “δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης”. Στα χρόνια της ύφεσης, η οικονομική ανάπτυξη είναι νεκρή αλλά το πτώμα της εξακολουθεί να στοιχειώνει τον κόσμο.
Στην κλασική αρχαιότητα, η αριστοτελική οντολογία εννόησε την ανάπτυξη ενός ατομικού ή συλλογικού οργανισμού ως μια διαδικασία ωρίμανσης που καταλήγει στην ενεργητική πραγμάτωση μιας ουσιωδώς δυνητικής “προσήκουσας κατάστασης” (η οποία ενσαρκώνεται, λόγου χάρη, στην ιδιότητα του πολίτη για το άτομο και στη μορφή της πόλεως για την κοινότητα). Αυτό σημαίνει ότι η εντελέχεια συνυφαίνει την ανάπτυξη με την επίτευξη ενός σκοπού (τέλους) ως σημείου αναφοράς που καθορίζει ένα αξεπέραστο “φυσικό όριο” και, επομένως, την ίδια τη φύση του όντος (“φύσις τέλος εστίν”). Το αναπτυγμένο ον – το “αληθώς είναι” ή “πλήρως είναι” – ταυτίζεται με το ολοκληρωμένο ή πεπερασμένο ον (δηλαδή εκείνο που έχει φτάσει στο σκοπό ή στο “πέρας” του), ενώ η απειρότητα γίνεται αντιληπτή ως ιδιότητα του ανολοκλήρωτου ή ήσσονος όντος που δεν έχει εκπληρώσει ακόμα τις υπνώττουσες δυνατότητές του.
Η εξέχουσα θέση της πεπερασμένης ύπαρξης στον αρχαίο κόσμο κλονίζεται αρχικά από τη νεοπλατωνική φιλοσοφία και αργότερα από τη σύλληψη και την εδραίωση του άπειρου Ιουδαιοχριστιανικού Θεού ως υπέρτατης οντότητας στη σφαίρα του επέκεινα. Η αντιστροφή της σχέσης πεπερασμένου-απείρου (και η αντίστοιχη επανανοημοτοδότηση της ανάπτυξης) ολοκληρώνεται όταν το άπειρο εισβάλλει στην εγκόσμια ζωή εγείροντας αξιώσεις κυριαρχίας. Ο φορέας αυτής της εισβολής είναι η αστική τάξη που αρχίζει να αναδύεται από την περίοδο της Αναγέννησης και ενισχύεται στο πλαίσιο της βιομηχανικής κοινωνίας, καλλιεργώντας το πνεύμα της εργαλειακής ορθολογικότητας και της εξουσιαστικής επιβολής πάνω στη φύση. Ο αγοραίος καπιταλιστικός ανταγωνισμός – που οξύνεται καθώς το προλεταριάτο αρχίζει να συγκροτείται ως τάξη δι’ εαυτήν – υπαγορεύει την αναγκαιότητα μιας αδιάκοπης τεχνολογικής προόδου που αποσκοπεί στην αύξηση της παραγωγικότητας (ή, ισοδύναμα, στην ελαχιστοποίηση του κόστους) και απαιτεί την άνευ όρων σύμπραξη της επιστήμης προς αυτή την κατεύθυνση. Μέσα σε αυτό το ιστορικό πλαίσιο, η ανάπτυξη ορίζεται εκ νέου ως μια διαδικασία αέναης ή άπειρης μεγέθυνσης της εμπορευματικής παραγωγής (με σημερινούς όρους: του “ακαθάριστου εθνικού προϊόντος”) και αναγορεύεται σε κεντρικό στόχο της κοινωνικής ζωής. Το σύνολο της ανθρώπινης δραστηριότητας υποβάλλεται σταδιακά σε μια διαδικασία ποσοτικοποίησης που καταλήγει να φετιχοποιεί ή να θεοποιεί τη μετρησιμότητα κάθε κοινωνικού ή φυσικού φαινομένου (Cum Deus calculate, fiat mundus – “Καθώς ο Θεός έκανε τους υπολογισμούς του, γινόταν ο κόσμος” (Λάιμπνιτς)). Στο νεόδμητο βασίλειο της ποσότητας, η ολοένα μεγαλύτερη πληθώρα των εμπορευμάτων υπόσχεται την επαυξημένη επιβίωση του αναπτυγμένου κόσμου με αντίτιμο την ομογενοποίηση, την απώλεια του ποιοτικού και την εξάλειψη της πολιτισμικής ποικιλομορφίας που υποβιβάζεται σε μουσειακό έκθεμα ή κατάλοιπο του παρελθόντος.
Αυτή η αντιστραμμένη ιδέα της ανάπτυξης δεν εγκωμιάζεται μόνο από τους υπέρμαχους της αστικής κοινωνίας αλλά ακόμα και από τους σφοδρότερους εχθρούς της. Παρά τη ριζοσπαστική κριτική του στην καπιταλιστική οικονομία, ο ίδιος ο Μαρξ αναγνωρίζει τον “προοδευτικό” ιστορικό ρόλο της αστικής τάξης ως κινητήριας δύναμης για την “ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων” που θα καταστήσει “αντικειμενικά” εφικτή την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Οι επίγονοι του Μαρξ υιοθετούν μια στάση ολοένα πιο άκριτης αποδοχής της κυρίαρχης τεχνικοεπιστημονικής προόδου που αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στην ενθουσιώδη εφαρμογή των Τεϊλορικών “αρχών επιστημονικής διοίκησης” από το Λένιν και τον Τρότσκι μετά την Οκτωβριανή επανάσταση ή στην εισαγωγή του “σταχανοβικού” συστήματος παραγωγής από το σταλινικό καθεστώς. Κατά συνέπεια, η ιδεολογία της ανάπτυξης αναπαράγεται αυτούσια τόσο στη Ρωσία όσο και στις υπόλοιπες χώρες του γραφειοκρατικού καπιταλισμού, όπου ο μηχανισμός της αγοράς αντικαθίσταται απλώς από ένα σύστημα κεντρικού σχεδιασμού με σκοπό την “αποτελεσματικότερη” κατανομή των οικονομικών πόρων.
Στη διάρκεια της μεσοπολεμικής κρίσης που ακολουθεί το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, η κρατική παρέμβαση στις οικονομίες της καπιταλιστικής Δύσης αρχίζει ήδη να ενισχύεται (με προεξάρχοντα παραδείγματα το Νιου Ντηλ στις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας) αποσκοπώντας στην αναζωογόνηση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Μετά τη λήξη του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου, η εφαρμογή του Κεϊνσιανού μοντέλου στις περισσότερες χώρες του ιδιωτικού καπιταλισμού εγκαινιάζει μια “χρυσή εποχή” υψηλών ρυθμών οικονομικής μεγέθυνσης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, αυτή η μεταπολεμική φάση της ανάπτυξης και της υψηλής κερδοφορίας ανακόπτεται από το ριζοσπαστικό κίνημα – με ορόσημο το κίνημα των καταλήψεων στη Γαλλία το Μάη του 1968 – που θέτει τέρμα στον “σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό” και αμφισβητεί τα ίδια τα θεμέλια της ταξικής κοινωνίας. Αντιμέτωπος με τις “αντιφάσεις του Κεϊνσιανισμού” και με την απειλή μιας ριζικής ανατροπής, ο αναπτυγμένος καπιταλιστικός κόσμος αναδιαρθρώνεται με άξονα την αυτοματοποίηση της παραγωγής που οδηγεί στην ανάδυση της μεταβιομηχανικής κοινωνίας.
Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου το 1973 λειτουργεί ως καταλύτης και πυροδοτεί μια μακροχρόνια κρίση ανάπτυξης που εξακολουθεί να σιγοκαίει τις επόμενες δεκαετίες μέχρι το σκάσιμο της χρηματοπιστωτικής φούσκας το 2008, εκβάλλοντας στην τρέχουσα ύφεση της εγχώριας και διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας. Την ίδια περίοδο, οι επιπτώσεις της ανεξέλεγκτης μεταπολεμικής ανάπτυξης εκδηλώνονται με τη μόλυνση του πλανήτη που δημιουργεί ένα παγκόσμιο τοπίο δηλητηριασμένης εμπορευματικής αφθονίας. Ο διττός χαρακτήρας της οικονομικής και οικολογικής κρίσης φανερώνει τις εγγενείς αντιφάσεις της αλλοτριωμένης κοινωνίας όπου, ωστόσο, εξακολουθεί να ηγεμονεύει μέχρι σήμερα η ιδεολογία της ανάπτυξης. Το κεφάλαιο παροξύνει τη λεηλασία του φυσικού περιβάλλοντος επιδιώκοντας να αναθερμάνει τα ποσοστά της κερδοφορίας του. Τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί διαχειριστές της πολιτικής εξουσίας προσπαθούν απεγνωσμένα να διατηρήσουν ζωντανό το μύθο της ανάπτυξης – ορισμένες πτυχές του οποίου εξετάζουμε στην επόμενη ενότητα χρησιμοποιώντας ως σημείο αναφοράς το κέντρο του Αιγάλεω – και υπόσχονται έναν νέο κύκλο οικονομικής άνθησης που υποτίθεται ότι θα περιορίσει τα ολοένα διογκούμενα σημερινά ποσοστά ανεργίας. Το δικό μας καθήκον είναι να γκρεμίσουμε αυτόν το μύθο και να καταργήσουμε το σύστημα της μισθωτής εργασίας που νομιμοποιεί εκβιαστικά τη διαιώνισή του. Να εγκαθιδρύσουμε καινούριες, αντικρατικές και αντικαπιταλιστικές μορφές κοινωνικών σχέσεων που θα ενθαρρύνουν την αρμονική συνύπαρξη της ανθρώπινης κοινότητας με τον φυσικό κόσμο.
Ανάπλαση
O εξευγενισμός (gentrification) μιας αστικής περιοχής ορίστηκε αρχικά ως η διαδικασία μετασχηματισμού της σύνθεσης και του χαρακτήρα μιας εργατικής συνοικίας – όπως το Ίσλινγκτον στο Λονδίνο ή το Χάρλεμ στη Νέα Υόρκη – εξαιτίας της εισροής ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων που οδηγεί στην ανατίμηση της γης και στον συνακόλουθο εκτοπισμό των αρχικών κατοίκων. Ωστόσο, το πεδίο της ανάλυσης διευρύνθηκε σύντομα για να συμπεριλάβει το γενικότερο φαινόμενο της ανάπλασης ή αναπαραγωγής του αστικού χώρου από το κεφάλαιο και το κράτος με σκοπό τη μεγιστοποίηση του κέρδους, την επίτευξη υψηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης και την εντατικοποίηση του κατασταλτικού ελέγχου (Νηλ Σμιθ).
Τα πρώτα ιστορικά επεισόδια αναπλάσεων εντοπίζονται ήδη από τις απαρχές της νεωτερικής βιομηχανικής πόλης στην Ευρώπη του 19ου αιώνα. Το άνοιγμα των πλατιών λεωφόρων και η παράπλευρη κατασκευή πολυτελών κτιρίων από το βαρόνο Οσμάν στο Παρίσι κατά την περίοδο 1853-1870 προκάλεσε σοβαρά πλήγματα στις εργατικές συνοικίες της παλιάς πόλης και δυσχέρανε τη δημιουργία οδοφραγμάτων στη διάρκεια των συχνών λαϊκών εξεγέρσεων, προλειαίνοντας ταυτόχρονα το έδαφος για την κερδοσκοπική αξιοποίηση του δημόσιου χώρου από το εμπορικό και βιομηχανικό κεφάλαιο. Την ίδια περίοδο, ο Ένγκελς περιγράφει το Μάντσεστερ ως τυπικό παράδειγμα μιας μοντέρνας βιομηχανικής πόλης που ανακατασκευάζεται σύμφωνα με το πρότυπο των ομόκεντρων δακτυλίων. Στην καρδιά του Μάντσεστερ βρίσκεται μια ευμεγέθης εμπορική περιοχή που έχει εγκαταλειφθεί σχεδόν εξολοκλήρου από τους κατοίκους της και αποτελείται από καταστήματα, γραφεία και εγκαταστάσεις εργοστασιακών μονάδων. Η περιοχή αυτή διατέμνεται από τις κύριες οδικές αρτηρίες που αποτελούν τους σημαντικότερους κυκλοφοριακούς άξονες της πόλης. Γύρω από το εμπορικό κέντρο εκτείνεται μια ζώνη κατοικιών που περιλαμβάνει τις γειτονιές των εργατών, ενώ πέρα από αυτή τη ζώνη διαμένουν κυρίως τα μέλη της μεσαίας και ανώτερης αστικής τάξης.
Η ανάπλαση των καπιταλιστικών πόλεων διατηρεί έναν σποραδικό χαρακτήρα στις αρχές του 20ου αιώνα και στη διάρκεια της μεσοπολεμικής κρίσης αλλά αποκτά καινούρια ώθηση στη μεταπολεμική φάση ανοικοδόμησης των καταστραμμένων Ευρωπαϊκών αστικών κέντρων. Μπορεί να ειπωθεί ότι, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, η ανάπλαση δεν είναι πια ένα περιστασιακό φαινόμενο αλλά μια συνειδητή πολεοδομική και αναπτυξιακή στρατηγική που εφαρμόζεται συστηματικά από το κράτος και το κεφάλαιο, έχοντας επιπτώσεις όχι μόνο στη λειτουργία της στεγαστικής αγοράς αλλά στο σύνολο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής του σύγχρονου καπιταλιστικού κόσμου. Η γενικευμένη αναδιάρθρωση που ακολουθεί την κρίση του Κεϋνσιανισμού – η σταδιακή διάλυση του “κράτους πρόνοιας” και η ιδιωτικοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών, η απορρύθμιση των αγορών και η υποχώρηση του δευτερογενούς έναντι του τριτογενούς τομέα παραγωγής στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες – ενθαρρύνει το κεφάλαιο να επενδύσει σε μεγάλης κλίμακας αναπλάσεις των μεταβιομηχανικών πόλεων. Η συνεχιζόμενη διαδικασία της αποβιομηχάνισης και αποεπένδυσης συνεπάγεται τη μείωση των ενοικίων και της τιμής των κτιρίων ή των οικοπέδων σε πρώην βιομηχανικές ζώνες, δημιουργώντας έτσι ένα χάσμα ανάμεσα στη χαμηλή πραγματική απόδοση της γης και στην υψηλότερη πρόσοδο που θα μπορούσε να επιτευχθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες καπιταλιστικής επαναξιοποίησης των συγκεκριμένων περιοχών. Όταν αυτή η “διαφορά γαιοπροσόδου” (rent gap) διευρύνεται αρκετά, το κεφάλαιο εμφανίζεται πρόθυμο να επανεπενδύσει σε νέες εμπορικές χρήσεις της γης και να προχωρήσει στην ανάπλαση αυτών των ζωνών. Με δεδομένες τις αλλαγές στη διάρθρωση της απασχόλησης, ένα ετερογενές πλήθος κοινωνικών στρωμάτων (που αποτελείται κυρίως από εργάτες του τριτογενούς τομέα, επαγγελματίες, φοιτητές, καλλιτέχνες κ.λπ.) παρέχει την απαιτούμενη ζήτηση που καθιστά πράγματι κερδοφόρα την επιλογή της επανεπένδυσης εκ μέρους του κεφαλαίου και ενθαρρύνει το μετασχηματισμό ολόκληρων περιοχών σε θεματικά πάρκα κατανάλωσης και διασκέδασης.
Μετά τη δεκαετία του 1990, η ανάπλαση – με την ευρεία έννοια της γενικευμένης αναδιάρθρωσης του αστικού χώρου – υιοθετείται πλέον ως σχεδιασμένη χωροταξική πολιτική από τα προηγμένα καπιταλιστικά κράτη. Οι πλατείες και άλλοι δημόσιοι χώροι των πόλεων ανακατασκευάζονται από την κεντρική εξουσία ή τις δημοτικές αρχές προκειμένου να μετατραπούν σε ταιριαστό διάκοσμο των νέων εμπορικών ζωνών, ενώ το δίκτυο των μεταφορικών υποδομών ενισχύεται (κυρίως με τη δημιουργία νέων σταθμών του μετρό) για να διευκολυνθεί η πρόσβαση στις επιλεγμένες ζώνες εργασίας και κατανάλωσης. Παράλληλα, εισάγεται το κατάλληλο νομοθετικό πλαίσιο (με την ψήφιση νέων ρυθμιστικών σχεδίων ή οικοδομικών κανονισμών) και παρέχονται επιδοτήσεις ή άλλα αναπτυξιακά κίνητρα για την περαιτέρω ενθάρρυνση των ιδιωτικών επενδύσεων και την ολοκληρωτική οικειοποίηση του αστικού χώρου από το κεφάλαιο.
Η οξυμμένη καπιταλιστική κρίση-ύφεση των τελευταίων ετών αναδιατάσσει σε σημαντικό βαθμό το περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται η χωροταξική αναδιάρθρωση της μεταβιομηχανικής πόλης. Η συνεχής υποτίμηση της γης αυξάνει τη “διαφορά γαιοπροσόδου”, διευρύνοντας έτσι καταρχήν τις κερδοφόρες ευκαιρίες αξιοποίησης και επανεπένδυσης. Ωστόσο, οι ευκαιρίες αυτές παραμένουν ως επί το πλείστον σε λανθάνουσα κατάσταση, καθώς τα πλήγματα που υφίστανται – ως προς το διαθέσιμο εισόδημά τους – τα “μεσαία στρώματα” έχουν οδηγήσει σε σημαντική συρρίκνωση της καταναλωτικής ζήτησης. Προσβλέποντας σε έναν νέο κύκλο καπιταλιστικής ανάπτυξης, το κράτος από την πλευρά του εφαρμόζει πολιτικές “μηδενικής ανοχής” και αναβαθμίζει τους μηχανισμούς επιτήρησης και ελέγχου ώστε να “εκκαθαρίσει” τον δημόσιο χώρο από οποιαδήποτε απείθαρχη ή παραβατική συμπεριφορά που θα μπορούσε να παρακωλύσει την καθολική υπαγωγή της πόλης στο εμπόρευμα. Κάτω από το πρίσμα αυτών των γενικών παρατηρήσεων, ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε την ανάπλαση που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στο κέντρο του Αιγάλεω.
Χαρτογραφώντας το χώρο
Τα πρώτα επίσημα πληθυσμιακά στοιχεία για την περιοχή που σήμερα ονομάζεται Αιγάλεω εμφανίζονται στην απογραφή του Απρίλη 1889, στην οποία καταγράφεται ο οικισμός “Πυριτιδοποιείο” που αριθμεί 113 κατοίκους και 38 οικογένειες. Ως επί το πλείστον, πρόκειται για εργάτες του εργοστασίου “Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον” που ιδρύθηκε το 1874 στην περιοχή “Μπιστάρδο”, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται το άλσος του Μπαρουτάδικου (χάρτης 1). Ο οικισμός, που αποτελείται από παράγκες, βρίσκεται απέναντι από το εργοστάσιο, στη σημερινή περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ λίγες ακόμη παράγκες υπάρχουν κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Το “Ελληνικόν Πυριτιδοποιείον” πριν γκρεμιστεί
Τη δεκαετία του 1920, μετά την καταστροφή της Σμύρνης (Σεπτέμβρης 1922) εγκαθίστανται στην περιοχή Μικρασιάτες πρόσφυγες, ενώ λίγο νωρίτερα έχουν ήδη καταφθάσει Ασσύριοι και Πόντιοι κυνηγημένοι από το κίνημα των Νεότουρκων. Οι πρόσφυγες εγκαθίστανται κατά κύριο λόγο στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η πλατεία Εσταυρωμένου και η γειτονιά του Αγ. Σπυρίδωνα, δημιουργώντας την κοινότητα των Νέων Κυδωνιών. Λίγα χρόνια αργότερα, λόγω της συνεχούς πληθυσμιακής αύξησης, δημιουργείται επισήμως η κοινότητα του Αιγάλεω που περιλαμβάνει τους οικισμούς Κυδωνιές, Πυριτιδοποιείο, Σωτηράκι, κτήμα Αλεξάνδρου Λιούμη, Αγία Ελεούσα, Αγία Βαρβάρα, Χαϊδάρι, Δαφνί, Σκαραμαγκά και Νέα Φωκαία. Οι τέσσερις τελευταίοι οικισμοί σχηματίζουν, τα επόμενα χρόνια, την κοινότητα του Χαϊδαρίου.
Το παλιό εργοστάσιο υφαντουργίας του Σιγάρα στην στροφή της Αγίας Βαρβάρας και η περιοχή Αγ. Μαρίνα του Αιγάλεω. Στο βάθος ο Λυκαβηττός.
Έκτοτε, και μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα, το Αιγάλεω υπήρξε μια επιτηδευμένα απαξιωμένη – από την Κυριαρχία – περιοχή στην οποία κατοικούσαν εργάτες και εργάτριες της περιβάλλουσας βιομηχανικής ζώνης, άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα, μετανάστες και πρόσφυγες. Το Αιγάλεω, όπως και πολλές περιοχές τριγύρω, χτίστηκε και κατοικήθηκε από εργάτες του “Πυριτιδοποιείου”, της “Πεταλούδας”, των Ναυπηγείων Ελευσίνας και Σκαραμαγκά, της “Αθηναϊκής Χαρτοποιίας”, της ΕΤΜΑ κ.λπ.
Το πρώτο εργοστάσιο της Softex στον Ελαιώνα (χτίστηκε περίπου το 1949)
Ο Πολεοδομικός Χώρος της πόλης
Εξετάζοντας έναν σύγχρονο χάρτη του Αιγάλεω, παρατηρεί κανείς ότι το πολεοδομικό κέντρο της πόλης συμπίπτει, με σχετική ακρίβεια, με το σημείο τομής των δυο κεντρικότερων αστικών οδικών αξόνων (Ιερά Οδός & Θηβών) που την διαπερνούν (1). Πρόκειται για μια ιδιότυπη ταύτιση του πολεοδομικού κέντρου μιας πόλης με το κέντρο του οδικού δικτύου της, γεγονός σπάνιο όπως διαπιστώνεται παρατηρώντας τους χάρτες άλλων πόλεων των δυτικών – και όχι μόνο – προαστίων (χάρτης 1).
Η ιδιοτυπία αυτή δεν είναι η μοναδική. Όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια του κειμένου, το πολεοδομικό και οδικό κέντρο του Αιγάλεω αποτελεί επίσης το κέντρο του κοινωνικού χώρου της πόλης και το επίκεντρο των εμπορευματικών δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό της.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι παρ’ όλο που η Ιερά Οδός αποτελούσε από την αρχαιότητα έναν από τους σημαντικότερους – σε θρησκευτικό, οικονομικό, συγκοινωνιακό και πολιτιστικό επίπεδο – δρόμους της Αθήνας, η λεωφόρος Θηβών δεν ήταν παρά ένας μικρός και στενός χωματόδρομος μέχρι και τα μέσα του 20ου αιώνα.
Επιστρέφοντας στο χάρτη του Αιγάλεω, παρατηρούμε ότι η περιοχή χωρίζεται από την Ιερά Οδό κατά τον άξονα Ανατολής-Δύσης και από τη Λεωφόρο Θηβών κατά τον άξονα Βορρά-Νότου. Η τομή των δύο αυτών κεντρικών αρτηριών χωρίζει το Αιγάλεω σε τέσσερα γεωγραφικά τεταρτημόρια, καθένα από τα οποία αποτελεί μια από τις τέσσερις συνολικά συνοικίες της πόλης (2):
1. Βόρειο – Δυτική Συνοικία με έξι γειτονιές.
2. Νότιο – Δυτική Συνοικία με τρεις γειτονιές.
3. Βόρειο – Ανατολική Συνοικία με τρεις γειτονιές.
4. Νοτιο – Ανατολική Συνοικία με τρεις γειτονιές.
Οι συνοικίες αυτές αποτελούν τις κύριες ζώνες κατοικίας του Αιγάλεω και διαιρούνται περαιτέρω σε δεκαπέντε πολεοδομικές ενότητες ή γειτονιές. Στον παρακάτω πίνακα, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται σε αναπτυξιακές μελέτες του Δήμου, καταγράφεται η μέση πυκνότητα του πληθυσμού (σε κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο) και ο μέσος συντελεστής δόμησης σε κάθε γειτονιά:
Οι συνοικίες της πόλης γίνονται ολοένα πιο πυκνοκατοικημένες καθώς απομακρύνεται κανείς από τις κεντρικές οδικές αρτηρίες. Στο εσωτερικό των γειτονιών, οι δρόμοι και τα πολεοδομικά τετράγωνα έχουν – πλην ελαχίστων εξαιρέσεων – μικρά μήκη και πλάτη, ενώ τα καταστήματα είναι συνοικιακά και οι ιδιοκτήτες τους είναι, ως επί το πλείστον, κάτοικοι της περιοχής (χάρτης 1). Στο μέλλον, σκοπεύουμε να ασχοληθούμε εκτενώς με τις γειτονιές του Αιγάλεω και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της καθεμιάς εξ αυτών (3).
Ο Οικονομικός και Εμπορευματικός Χώρος της πόλης
Προκειμένου να αναφερθούμε στον οικονομικό και εμπορευματικό χώρο της πόλης, στις ροές του κεφαλαίου και στα σημεία συσσώρευσής του, είναι αναγκαίο να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή στη μετάλλαξη των καπιταλιστικών σχέσεων που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα μέχρι σήμερα.
Μέσα δεκαετίας 1930, αστική συγκοινωνία “Αθήναι – Αιγάλεω”
Με δεδομένη τη σκόπιμη υποβάθμιση της περιοχής – που επέτρεπε στα γύρω εργοστάσια να προσλαμβάνουν εξευτελιστικά φθηνό εργατικό δυναμικό – οι τιμές της γης υπήρξαν ανέκαθεν χαμηλές και ελκυστικές για τους εν δυνάμει εργάτες των βιομηχανικών επιχειρήσεων του Κηφισού και της Ιεράς Οδού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνει η περιοχή σημείο προσέλευσης χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων, εσωτερικών – και όχι μόνο – μεταναστών και ανθρώπων που αδυνατούσαν να ανταποκριθούν στις υψηλές αξίες γης της υπόλοιπης Αττικής.
Κατά τη μεταπολεμική εποχή, το Αιγάλεω γίνεται προορισμός εσωτερικών μεταναστών που συρρέουν από την –ρημαγμένη από τον πόλεμο – επαρχία αναζητώντας δουλειά στις αναπτυσσόμενες εργοστασιακές μονάδες της πρωτεύουσας. Ταυτόχρονα, η Ιερά Οδός – και ιδιαίτερα το κομμάτι που διασχίζει την περιοχή του Ελαιώνα – γεμίζει βιοτεχνίες, εργοστάσια χημικών, εργοστάσια κατεργασίας δέρματος, χαρτοποιίες, αποθήκες και πρακτορεία μεταφορών. Η περιοχή μετατρέπεται έτσι σε βιομηχανική ζώνη εξαιτίας της γειτνίασής της με το κέντρο της Αθήνας, το λιμάνι του Πειραιά, την Εθνική Οδό Αθηνών-Λαμίας και το σιδηροδρομικό δίκτυο. Το γεγονός αυτό ενισχύει την προσέλευση και εγκατάσταση εργατών από διαφορετικές περιοχές της Ελλάδας στο Αιγάλεω.
“Στραγάλια, ο Κώστας”
Ήδη από τις δεκαετίες 1970-1980 ξεκινάει η αποβιομηχάνιση της περιοχής: ο δευτερογενής τομέας ξηλώνεται, τα εργοστάσια κλείνουν σταδιακά και οι υπηρεσίες του τριτογενούς τομέα εισβάλλουν για να επικαθορίσουν την οικονομική δραστηριότητα της περιοχής. Δεκάδες καταστήματα που αφορούν στο σύνολο των υπηρεσιών (ρουχισμός, είδη εποχής, εστίαση, διασκέδαση κ.λπ.) ανοίγουν κατά μήκος της Ιεράς Οδού και της Θηβών με επίκεντρο τη διασταύρωση των δύο δρόμων που ενώνουν όλες σχεδόν τις περιοχές της Δυτικής Αττικής. Κατά τις δεκαετίες 1980-1990, το κέντρο του Αιγάλεω παραμένει μια τοπική αγορά “μικρής εμβέλειας” με συνοικιακά καταστήματα που διατηρούν, κυρίως, κάτοικοι της περιοχής. Στους γύρω δρόμους υπάρχουν κινηματογράφοι, λίγα ροκάδικα και ντισκοτέκ. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αντίθετα, αρχίζουν να εμφανίζονται στο κέντρο του Αιγάλεω οι πρώτες μεγάλες επωνυμίες μαζί με αλυσίδες καταστημάτων και super market.
/ Στο σημείο όπου σήμερα στεγάζεται ο 12ος βρεφικός σταθμός «Μέριμνα» (Ιερά Οδός & 40 Εκκλησιών), τη δεκαετία του ’50 λειτουργούσε το κέντρο διασκέδασης «ΣΟΝΟΡΑ». Πολλές οι μαρτυρίες για καβγάδες μεταξύ «παρακρατικών» και «δημοκρατικών» νεολαίων στο μαγαζί. Αργότερα, το κτίριο γκρεμίστηκε και ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο έγινε οικόπεδο με δέντρα, το γνωστό «Πηγαδάκι».
/ Τη δεκαετία του ‘80, στην Ιερά Οδό 240, λειτούργησε το Σινεμά Αφροδίτη το οποίο, τη δεκαετία του ‘90, έγινε ντισκοτέκ. Σήμερα, στο χώρο στεγάζεται το κατάστημα και ωδείο «Φίλιππος Νάκας».
/ Στη συμβολή της Ιεράς Οδού με την οδό Δωδεκανήσου, λειτούργησε στις δεκαετίες του ’80-’90 το ουζερί του Αιγαλιώτη Νότη Τσικνάκου, η ταράτσα του οποίου αποτελούσε ορόσημο για τους κατοίκους της περιοχής. Δίπλα ακριβώς λειτουργούσε ένα συνοικιακό δισκοπωλείο. Σήμερα, στους συγκεκριμένους χώρους στεγάζονται φίρμες ένδυσης.
/ Στο κτίριο όπου σήμερα στεγάζονται τα «Ελληνικά Ταχυδρομεία» (Ιερά Οδός και Θηβών 417) λειτουργούσε τις δεκαετίες ’80-’90 το καφενείο Κρυστάλ, ενώ στο ίδιο κτίριο διατηρούσε κουρείο ο Νότης Τσικνάκος.
Διασταύρωση Δημοκρατίας και Θηβών, μερικές δεκαετίες πριν…
Χαρτογραφώντας την Ανάπλαση του Χώρου
“Καλωσορίζοντας” την ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ
Το 2004 το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημόσιων Έργων ανακοινώνει την επέκταση της γραμμής 3 του μετρό με τρεις νέους σταθμούς σε Κεραμεικό, Ελαιώνα και Αιγάλεω κάνοντας λόγο για ένα έργο που «στοχεύει στην εξυπηρέτηση των ξεχασμένων Δυτικών προαστίων» και «θα αλλάξει δραστικά την εικόνα σε υποβαθμισμένες περιοχές της πρωτεύουσας». Ο καινούριος σταθμός του μετρό “Αιγάλεω” εγκαινιάζεται στις 24 Μάη 2007 και απέχει περίπου 330 μέτρα από το κέντρο της πόλης, δηλαδή από τη διασταύρωση της Ιεράς Οδού με τη λεωφόρο Θηβών (χάρτης 1).
πλ. Ελευθερίου Βενιζέλου (Μετρό), Απρίλης 2015
Το 2004 αποτελεί χρονολογία-τομή για τη μετέπειτα ανάπλαση της περιοχής. Την αφαίμαξη του εργατικού δυναμικού της πόλης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες θα ακολουθήσει η δίχως προηγούμενο λεηλασία του χώρου για την εξυπηρέτηση των νέων αναγκών του Κεφαλαίου. Η ανακοίνωση του Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. για την επέκταση της γραμμής του μετρό μέχρι το Αιγάλεω δίνει το έναυσμα για τη συνολική αναδιάταξη του τοπίου της πόλης. Και όπως γίνεται αντιληπτό από όσα έχουν προηγηθεί, οι μετροπόντικες της εταιρείας “ΑΤΤΙΚΟ ΜΕΤΡΟ Α.Ε.” φτάνουν στο Αιγάλεω για να αλώσουν καμένη γη…
Η περίοδος μετά το 2004, και ιδιαίτερα μετά το 2007, σηματοδοτεί μια εποχή αλλαγών υπό το μανδύα της ανάπτυξης και του εξευγενισμού της πόλης. Καλύπτοντας την ανάγκη για ελαχιστοποίηση των χρόνων μετακίνησης (μια ανάγκη που κατασκευάζεται από τις προσταγές του σύγχρονου τρόπου ζωής, εργασίας και κατανάλωσης), το μετρό μεταφέρει στην περιοχή – εκτός των επιβατών του – ένα πλήθος κυρίαρχων συμπεριφορών με σκοπό να τις επεκτείνει από τους υπόγειους σταθμούς σε ολόκληρη την πόλη. Το μετρό δεν αποτελεί μονάχα ένα μέσο μετακίνησης αλλά ένα πρότυπο δημόσιου χώρου που συμπυκνώνει ολόκληρη την κυρίαρχη αφήγηση για την οργάνωση και διαχείριση της δημόσιας εμπειρίας: αποστειρωμένες υγειονομικές ζώνες, κατάλογοι απαγορεύσεων, συνεχής επιτήρηση, εστίες κατανάλωσης, οικονομικά ελεγχόμενη μετακίνηση, οδηγίες για το πώς οφείλουμε να υπάρχουμε και να κινούμαστε. Όλα τα παραπάνω θα εφαρμοστούν πιλοτικά στις υπόγειες σήραγγες με τελικό στόχο την επέκταση και επιβολή τους στις πόλεις. Σε τελευταία ανάλυση, η “υπόγεια πόλη” του μετρό αποτελεί ένα υπόδειγμα για τον τρόπο με τον οποίο η κυριαρχία επιθυμεί να διαμορφώσει και να διαχειριστεί τις επίγειες πόλεις των ανθρώπων.
Ιερά Οδός και Θηβών
Στο Αιγάλεω, η άφιξη του μετρό γίνεται σε πλήρη σύμπλευση με την κατασκευή του ΙΚΕΑ και με τα σχέδια ανάπλασης του Ελαιώνα. Οι αντικειμενικές αξίες της γης και τα ενοίκια ανεβαίνουν σε τέτοιο βαθμό που αναγκάζουν πολλούς από τους κατοίκους της περιοχής να μετακινηθούν σε γύρω περιοχές, ενώ ταυτόχρονα η αγορά κατακλύζεται από τη μεγαλομεσαία τάξη που εκτοπίζει τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Οι εργασιακές σχέσεις αναδιατάσσονται με σκοπό την όξυνση της εκμετάλλευσης, καθώς πρέπει να ανταποκρίνονται πλέον στη νέα καπιταλιστική συνθήκη που επιβάλλεται στην περιοχή. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η πρακτική κατάργηση του οκτάωρου, η επιβολή του μέτρου της τετράωρης ανασφάλιστης εργασίας και τα σπαστά ωράρια που υποχρεώνουν τους εργαζόμενους να είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή. Η εργοδοτική ασυδοσία εντείνεται μέσω του πλήρους ελέγχου πάνω στον εργαζόμενο, ο οποίος πρέπει – ανάλογα με το καταναλωτικό target group του καταστήματος – να ικανοποιεί ένα σύνολο αναγκαίων προϋποθέσεων ως προς την ενδυμασία, τη συμπεριφορά ή ακόμα και την ηλικία για να πετύχει την πρόσληψή του. Οι κεντρικοί δρόμοι γεμίζουν κρατικές και ιδιωτικές κάμερες ασφαλείας, ενώ παράλληλα διενεργούνται συχνές “επιχειρήσεις-σκούπα” ενάντια στους μετανάστες. Η παρουσία της αστυνομίας στους δρόμους αυξάνεται όχι για να πατάξει μια – ουσιαστικά ανύπαρκτη – εγκληματικότητα αλλά για να εγγυηθεί την προστασία του μεγάλου κεφαλαίου που καταφθάνει στην πόλη (χάρτης 2). Η πλατεία Εσταυρωμένου, ως επίγεια βιτρίνα του σταθμού του μετρό, μετατρέπεται σε κεντρικό συμβολικό πεδίο των κυρίαρχων αναπαραστάσεων. Η αποστειρωμένη εικόνα με τους υψηλούς λευκούς φωτισμούς, τη συνεχή αστυνομική παρουσία και τις κάμερες διαμορφώνει ένα τοπίο ασφυξίας που προσφέρεται για την άντληση πολιτικής και οικονομικής υπεραξίας ανάλογα με την εποχή και τη συγκυρία: προεκλογικά περίπτερα, εθνικές εορταστικές παράτες, εμπορικά πανηγύρια, μπάντες του δήμου, διαφημιστικές καμπάνιες εταιριών και μη κυβερνητικές οργανώσεις διαγκωνίζονται για να καταλάβουν κάθε σπιθαμή του χώρου της πλατείας.
Τα μαγαζιά στολίζονται ταυτόχρονα με τους εργαζόμενους
Μετά την κατασκευή του μετρό στο Αιγάλεω, όλα τα λεωφορεία έχουν αναδιαμορφώσει τα δρομολόγιά τους κατά τρόπο ώστε να διέρχονται από τον συγκεκριμένο σταθμό, καθιστώντας έτσι δυσχερέστερη την επικοινωνία μεταξύ των διάφορων γειτονιών. H συγκέντρωση της κυκλοφορίας στο κέντρο της πόλης ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την ύπαρξη των ιδιωτικών μίνι-μπας που ναυλώνονται από το ΙΚΕΑ και το River West για τη μεταφορά των πελατών στα συγκεκριμένα πολυκαταστήματα. Από το Δεκέμβρη του 2013 που τέθηκε σε λειτουργία και ο σταθμός της Αγίας Μαρίνας, το Αιγάλεω κόπηκε σε δύο κομμάτια καθώς οι λεωφορειογραμμές που ένωναν τις νότιες με τις βόρειες συνοικίες της πόλης οδηγούν πλέον αποκλειστικά στον νέο σταθμό του μετρό.
Χαρτογραφώντας το Επίκεντρο της Ασχήμιας
Η περιοχή που δέχτηκε την πιο επιθετική αναδιάρθρωση σε όλα τα επίπεδα είναι το κέντρο του Αιγάλεω, εξαιτίας τόσο της γειτνίασής του με το σταθμό του μετρό όσο και της γεωγραφικής του σημασίας που περιγράφηκε παραπάνω. Κατά συνέπεια, το κέντρο της πόλης μετατράπηκε σε ένα θεματικό πάρκο εμπορευματικής και καταναλωτικής δραστηριότητας, σε κύριο κόμβο των μητροπολιτικών ροών που διατρέχουν τη Δυτική Αττική και ολόκληρη την Αθήνα, σε εμφατική αποτύπωση της αναπτυξιακής λεηλασίας που σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της.
Διασταύρωση Ιεράς Οδού και Θηβών, Φλεβάρης 2015
Clustering: Κατασκευάζοντας τα νέα επίκεντρα
Η αναδιάρθρωση στο κέντρο του Αιγάλεω έχει εντυπωσιακές ομοιότητες με τη δημιουργία “νέων επίκεντρων” ή “θυλάκων” (clustering) σε πολλές μεγάλες πόλεις μετά τη δεκαετία του 1990. Αντιγράφουμε από την καθηγήτρια Πολεοδομίας και Αστικού Σχεδιασμού Άσπα Γοσποδίνη:
«Δημιουργούνται έτσι επιχειρηματικά και πολιτιστικά επίκεντρα που αποτελούν δημιουργικές νησίδες της νέας οικονομίας και σχηματίζουν εντοπισμένους χωρικούς θύλακες (clusters) μέσα στον αστικό ιστό… Η δημιουργία των clusters προωθείται και ενισχύεται από τους φορείς των πόλεων μέσω μεγάλων έργων αναδόμησης ή ανάπλασης του αστικού χώρου με στόχο τη δημιουργία ενός συμβολικού αστικού τοπίου αίγλης, εξουσίας και ανάπτυξης.»
Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει είναι μια πολεοδομική αναδιοργάνωση του κέντρου της πόλης με στόχο τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την ελαχιστοποίηση του χρόνου που απαιτείται για την κυκλοφορία στο εσωτερικό της συγκεκριμένης ζώνης. Οι διάφοροι ναοί του κεφαλαίου (τράπεζες, πολυεθνικές επιχειρήσεις, εμπορικά κέντρα, αλυσίδες καταστημάτων με γνωστές επωνυμίες κ.λπ.) τοποθετούνται ο ένας δίπλα στον άλλον εκτοπίζοντας σταδιακά τα μη ανταγωνιστικά (συνήθως τοπικά) κεφάλαια και δημιουργούν μια ασφυκτική πραγματικότητα όπου δε μένει ανεκμετάλλευτη ούτε μια σπιθαμή γης. Σε μια έκταση περίπου διακοσίων στρεμμάτων που απεικονίζεται στο χάρτη, οι είσοδοι των καταστημάτων παρατάσσονται διαδοχικά απέχοντας συχνά μεταξύ τους λιγότερο από τρία μέτρα (χάρτης 3). Από το σταθμό του μετρό μέχρι τη Θηβών, η Ιερά Οδός φιλοξενεί δεκάδες μαγαζιά που – στη συντριπτική τους πλειονότητα – πουλάνε είδη ένδυσης και “πρόχειρο γρήγορο φαγητό”. Αυτό δεν είναι τυχαίο: Οι βιτρίνες κατασκευάζουν την επιθυμία για κατανάλωση κατά την κίνηση του ατόμου, ενώ τα ταχυφαγεία εναρμονίζονται με αυτή την αδιάκοπη ροή που αποθαρρύνει τη στάση και τη συνάντηση. Μέσα στον ελάχιστο δυνατό χρόνο και χώρο, καθένας μπορεί να ικανοποιήσει οποιαδήποτε καταναλωτική ανάγκη προκύπτει από την καθημερινότητα των καπιταλιστικών σχέσεων: να πληρώσει τους λογαριασμούς της ΔΕΗ, του ΟΤΕ ή του κινητού τηλεφώνου, να ανανεώσει την γκαρνταρόμπα του, να απολαύσει τον ήλιο σε μια από τις πάμπολλες καφετέριες επί της Ιεράς Οδού ή να καθίσει κάτω από τις ομπρέλες στα δεκάδες τραπεζοκαθίσματα των μαγαζιών που έχουν καταλάβει τους κάθετους πεζόδρομους.
Στιγμιότυπα από τη μεγάλη βιτρίνα της Ιεράς Οδού
Ασφαλώς, η δυνατότητα για κατανάλωση εξασφαλίζεται μέσω της υποταγής στον εκβιασμό της μισθωτής εργασίας. Όπως ακριβώς ο χώρος διαιρείται σε ζώνες εργασίας, κατανάλωσης και διασκέδασης, το ίδιο επιδιώκεται και με το χρόνο. Οι ταυτότητες του εργαζόμενου και του καταναλωτή λειτουργούν συμπληρωματικά, καθώς η καθεμιά από αυτές επιτελείται σε έναν ξεχωριστό χωροχρόνο που έχει κατασκευαστεί εκ των προτέρων. Ωράριο εργασίας, ωράριο καταστημάτων (ψώνια), ωράριο διασκέδασης. Η πλήρης υπαγωγή στο κεφάλαιο συντελείται όταν ολόκληρος ο χρόνος ζωής του υποκειμένου διατίθεται ανελεύθερα στη θεαματική αναπαράσταση του κουλ εργαζόμενου, του έμπειρου καταναλωτή ή της εναλλακτικής νεολαίας που διασκεδάζει.
Στιγμιότυπα από το χρόνο της πόλης
1.
Στο Αιγάλεω ο ρυθμός κίνησης αλλάζει δραματικά από τη στιγμή που κάποιος εισέρχεται στο κέντρο της πόλης ή το διαπερνά.. Παρατηρώντας τους ανθρώπους να κατεβαίνουν την Ιερά Οδό από την περιοχή του Λιούμη προς το Μετρό “Αιγάλεω” διαπιστώνεται το εξής: Η απομάκρυνση από τη γειτονιά πραγματοποιείται, κατά κύριο λόγο, με σταθερούς και χαμηλούς ρυθμούς, ενώ το πέρασμα έξω από το Μπαρουτάδικο χαρακτηρίζεται από αστάθεια και περαιτέρω χαλάρωση των ρυθμών κίνησης. Από τη στιγμή που διασχίζεται η Λεωφόρος Θηβών η κίνηση γίνεται με όρους πανικού, με τις αισθήσεις να λειτουργούν σχεδόν μηχανικά, σα να μην υπάρχει τίποτα το ενδιαφέρον στην κίνηση πέρα από τον προορισμό και τις βιτρίνες που θα την διακόψουν προσωρινά.
2.
“[…] H καθημερινή ζωή δομείται πάνω στον αφηρημένο μετρήσιμο χρόνο, το χρόνο των ρολογιών. Αυτός ο χρόνος εισήχθη στη Δύση μετά την ανακάλυψη των ρολογιών με σκοπό να διεμβολίσει κάθε κοινωνική πρακτική. Αυτός ο ομογενοποιημένος και βεβηλωμένος χρόνος αναδύθηκε νικηφόρος, μιας και καθόρισε το μέτρο του χρόνου της εργασίας. […] Δεν υπάρχει χρόνος για να κάνεις τα πάντα, αλλά όλα έχουν την ώρα τους. […] O χρόνος είναι ή μοιάζει κατειλημμένος. Από άδειες λέξεις, από βουβές εικόνες, απο ένα παρόν χωρίς παρουσίες. […]”
Henri Lefebvre, Rhythmanalysis
3.
Διασταύρωση Ιεράς Οδού και Θηβών
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμα. Στο κέντρο του Αιγάλεω έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα και αναπτύσσονται, εκτός των καταναλωτικών “θυλάκων”, επίκεντρα “δημοφιλούς ψυχαγωγίας” (χάρτης 3). Στο προηγούμενο τεύχος αναφερθήκαμε εκτενώς στον πεζόδρομο της Αγίας Λαύρας (δίπλα στη διασταύρωση της Ιεράς Οδού με τη Θηβών), ο οποίος τα τελευταία χρόνια έχει γεμίσει ασφυκτικά με τα τραπεζοκαθίσματα δεκάδων μαγαζιών που έχουν ανοίξει κατά μήκος του. Ο συγκεκριμένος πεζόδρομος – που διασχίζεται πλέον με δυσκολία λόγω των εκατοντάδων τραπεζοκαθισμάτων – αποτελεί ένα παράδειγμα “ψυχαγωγικού θύλακα” με τη μορφή θεματικού πάρκου, αφού όλα τα μαγαζιά που λειτουργούν εκεί είναι “ρακάδικα” και “φοιτητικά καφενεία” που απευθύνονται σε συγκεκριμένο – τοπικό ή υπερτοπικό – κοινό. Ωστόσο, το παράδειγμα της Αγίας Λαύρας δεν είναι το μοναδικό. Ο πεζόδρομος της Χρ. Σμύρνης και οι περισσότεροι πεζόδρομοι που τέμνουν κάθετα την Ιερά Οδό έχουν επίσης μετατραπεί σε ζώνες δημοφιλούς ψυχαγωγίας και κατανάλωσης.
Το εύρος της ανάπλασης και η ολοκληρωτική υπαγωγή του κέντρου της πόλης στη βιομηχανία της διασκέδασης περιγράφονται με εύγλωττο τρόπο σε ένα πλήθος αφιερωμάτων που έχουν γίνει κατά καιρούς από lifestyle περιοδικά και real estate οδηγούς. Αντιγράφουμε δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα που αποτυπώνουν – εκτός των άλλων – τον τρόπο με τον οποίο το κεφάλαιο ορίζει εκ νέου την αφήγηση μιας πόλης και τελικά την ίδια την πόλη:
«Πριν από μερικά χρόνια, ήταν μάλλον απίθανο αν δεν ήσουν κάτοικος δυτικών προαστίων να διασχίσεις το σύνορο της λεωφόρου Κηφισού στο σημείο που διασταυρώνεται με την Ιερά Οδό απλώς για να πιεις ένα ποτό ή για να τσιμπολογήσεις κάτι σε ένα μεζεδοπωλείο. Να όμως που οι καιροί τα φέρνουν έτσι ώστε κάθε περιοχή της ευρύτερης Αθήνας να έχει πια τη δική της πιάτσα, η οποία ξεπερνά κατά πολύ την κατηγοριοποίηση “συνοικιακά μαγαζιά”. Οι προσπάθειες είναι τόσο αξιόλογες και οι ιδέες τόσο φρέσκες ώστε μπορούμε πλέον να μιλάμε για μαγαζιά που θα στέκονταν μια χαρά και στο κέντρο της πόλης – απλώς τυγχάνει να απαιτούν λίγη παραπάνω βενζίνη ή ένα απλό εισιτήριο του μετρό από όσους δεν κατοικούν στα πέριξ. Και τα αξίζουν με το παραπάνω. Το Αιγάλεω είναι, τελευταία, αντιπροσωπευτικότατο παράδειγμα αυτής της τάσης.»
(In2life, Αιγάλεω: Μπαρ και εστιατόρια στην Άγρια Δύση)
«Για όσους ενδιαφέρονται να ενοικιάσουν διαμέρισμα, το Αιγάλεω είναι “Ο Άρχοντας των Δυτικών”: 1. Συνδέεται με την γραμμή 3 του Μετρό και με λεωφορεία: ανατολικά με το δήμο Αθηναίων, βόρεια με Περιστέρι και Χαϊδάρι, δυτικά με Νίκαια και Αγ. Βαρβάρα, νότια με Ρέντη και Ταύρο. 2. Το δημοτικό Άλσος, γνωστό κι ως Μπαρουτάδικο, από τους ελάχιστους πνεύμονες πρασίνου στη δυτική Αθήνα, έχει μετατραπεί σε μια όαση πρασίνου με cafes, εγκαταστάσεις για τα παιδιά κ.λπ. Είναι ο ιδανικός προορισμός για περπάτημα, τζόκινγκ και ποδήλατο μέσα στη φύση. 3. Πεζόδρομος Χρυσοστόμου Σμύρνης: μοντέρνα cafes και νεαρόκοσμος της περιοχής. Πεζόδρομος της Αγίας Λαύρας: ρακάδικα / ουζερί. 4. Πλατεία “Ελευθερίου Βενιζέλου”: καρδιά της πόλης του Αιγάλεω επί της Ιεράς Οδού. Αποτελεί τον παράδεισο του shopping για τους αμετανόητους shopaholics, καθώς εκατέρωθεν του δρόμου εμπορικά καταστήματα γνωστών εταιρειών (ρούχων και παπουτσιών, οπτικών και ηλεκτρικών) παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο. 5. Εμπορικό Κέντρο River West: πολυχώρος για όλους, μαγαζιά για ψώνια, εστιατόρια, καφετέριες.»
(Real Estate One, Γνωρίστε το Αιγάλεω)
Σαμποτάζ
Γίνεται αντιληπτό ότι όσο εντείνεται η εξάπλωση του Κεφαλαίου στο χώρο και στο χρόνο, τόσο μικραίνουν οι πόλεις των ανθρώπων και γιγαντώνονται οι πόλεις των εμπορευμάτων. Η διαρκής συρρίκνωση των ανθρώπων μέσα στη διαδικασία επέλασης της καπιταλιστικής ανάπτυξης “που αναζητά να αποικιοποιήσει όλο και περισσότερο αστικό χώρο” (4) δημιουργεί μια αστική ασυνέχεια που αποτυπώνεται πάνω στο πεδίο των πόλεων: από τη μία γειτονιές στις οποίες εφαρμόζονται τα κυριαρχικά σχέδια εξανδραποδισμού των φτωχών και των κολασμένων που κατοικούν σε αυτές και από την άλλη οι πόλεις των καπιταλιστικών απολαύσεων και της καταναλωτικής ευημερίας.
Το διακύβευμα για όσους ασφυκτιούν μέσα σε αυτή τη συνθήκη δεν μπορεί παρά να είναι η διαρκής πειραματική ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους αυτή η ασυνέχεια θα μετατραπεί σε ρήξη που θα σαμποτάρει τον ολοκληρωτισμό του εμπορεύματος και θα επιτεθεί στην παντοδυναμία του κεφαλαίου.
Ο αγώνας για την πόλη των ανθρώπων συνυφαίνεται με τους αγώνες ενάντια στην εργοδοτική ασυδοσία, τον ολοκληρωτισμό και το φασισμό, τη γενικευμένη επιτήρηση και καταστολή, το μιλιταρισμό, την εκπαιδευτική μηχανή και τη λεηλασία της φύσης. Οι μοριακές αντιστάσεις πρέπει να αναζητήσουν τους τρόπους με τους οποίους θα εδαφικοποιηθούν στο χώρο της πόλης, όπου αποτυπώνονται οι κοινωνικοί και μητροπολιτικοί ανταγωνισμοί.
Η εδαφικοποίηση αυτή προϋποθέτει αφενός τον εντοπισμό και την όξυνση των ρηγματώσεων μέσα στο συνεχές των κυρίαρχων μητροπολιτικών ροών και αφετέρου την επίθεση στα σημεία όπου τα κυριαρχικά σχέδια τσιμεντώνουν την καταστροφική τους παρουσία πάνω στη φύση και τον άνθρωπο.
Σε ότι αφορά στο Αιγάλεω, οι χωρικές αντιθέσεις που ενυπάρχουν στο εσωτερικό της πόλης είναι σαφείς. Από τη μια οι γειτονιές των υποτελών τάξεων, των μεταναστών, των εργατικών πολυκατοικιών, των αστέγων, των ανθρώπων που ψάχνουν στα σκουπίδια και από την άλλη το αναπτυγμένο εμπορευματικό κέντρο των αλυσίδων ένδυσης και εστίασης, όπου αναπαράγεται η μαζική κουλτούρα της κατανάλωσης και της διασκέδασης.
Το κέντρο της πόλης αποτελεί ένα συμπαγές μητροπολιτικό τοπίο μέσα στο οποίο συγκεντρώνεται ο εσμός των κρατικών και καπιταλιστικών προσταγών. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα συμβολικό πεδίο πολιτικής δράσης εξαιτίας της ασάφειας των υποκειμένων και των σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του. Με το κέντρο να αποτελεί το θύλακα και το σημείο διάχυσης των καπιταλιστικών σχέσεων μέσα στην πόλη, η δράση εντός του περιορίζεται αφενός στην αντίστροφη διαδικασία της διάχυσης των μηνυμάτων με πολλαπλούς αποδέκτες και αφετέρου στη συμβολική επίθεση και στο σαμποτάζ των σημείων συσσώρευσης του Κεφαλαίου.
Και οι δύο αυτές κατευθύνσεις δεν μπορούν παρά να είναι ελλιπείς ως προς την αυταξία τους εφόσον δεν ανιχνεύουν και δε συσχετίζονται με τις κοινωνικές δυναμικές που αναπτύσσονται στις γειτονιές πέριξ του κέντρου, εκεί δηλαδή όπου εδαφικοποιείται η καθημερινότητα των ανθρώπινων σχέσεων που απαρτίζουν την πόλη. Για παράδειγμα, ο αντιφασιστικός αγώνας που δε θα επιχειρήσει να συνδεθεί με τη γειτονιά μεταναστών του Αγ. Σπυρίδωνα αλλά θα περιοριστεί στη συμβολική διάχυση μηνυμάτων (μέσω λόγου και δράσης) στο κέντρο του Αιγάλεω είναι καταδικασμένος να ανακυκλώνει την ύπαρξή του στη σφαίρα της σημειολογίας και της αυτοαναφορικότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι μοριακές αντιστάσεις πρέπει να βρουν τον τρόπο να ανακτήσουν τον αποικιοποιημένο από την Κυριαρχία χώρο και χρόνο. Από τις γειτονιές μέχρι τα αστικά κέντρα, η ανθρώπινη δραστηριότητα πρέπει να απελευθερωθεί από το ζυγό των Εμπορευμάτων και των κανονιστικών πλαισίων. Με ένα και μόνο μέλημα: να ζήσουμε στις πόλεις των επιθυμιών μας.
Σημειώσεις:
(1) Οι Λεωφόροι Αθηνών και Κηφισού που διέρχονται από τις παρυφές της πόλης δε συγκαταλέγονται στο αστικό δίκτυο αλλά θεωρούνται μητροπολιτικοί δακτύλιοι ως προεκτάσεις του εθνικού δικτύου.
(2) H πολεοδομική οργάνωση της πόλης παρουσιάζεται στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Δήμου Αιγάλεω που εγκρίθηκε με την Υ.Α. 14968/471/1-2-88 (Φ.Ε.Κ. 205/Δ 1988).
(3) Ήδη, στο δεύτερο τεύχος του Carex Flacca (Φθινόπωρο 2014) ασχοληθήκαμε με τη γειτονιά του Αγίου Σπυρίδωνα.
(4) David Harvey, Το δικαίωμα στην πόλη.
Χάρτες:
(1) – Χάρτης του κέντρου του Αιγάλεω και των γειτονιών πέριξ αυτού
(2) – Χάρτης επιτήρησης – κρατικών και δημοτικών υπηρεσιών
(3) – Χάρτης κατανάλωσης και οικονομικών δραστηριοτήτων
Βιβλιογραφία:
Καστοριάδης, Κ. (1984). Σκέψεις πάνω στην “ανάπτυξη” και την “ορθολογικότητα”.
Κομπρεσέρ # 4 (2012). Rethink Gentrification: Φιλόδοξοι μεσίτες, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και σύγχρονοι πληβείοι στο κέντρο της Αθήνας.
Smith, N. (1996). The New Urban Frontier: Gentrification and the Revanchist City. London and New York: Routledge.
Πηγές φωτογραφικού υλικού από το Αιγάλεω των προηγούμενων δεκαετιών:
Μπουρνόβα, Ευγενία (2002). Από τις Νέες Κυδωνιές στο Δήμο Αιγάλεω
Ομάδα “Αιγάλεω…Μνήμες” (Facebook)