Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύτηκε στο 3ο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο τον Απρίλη του 2015.
Επωνυμία (Brand): Όνομα, φράση, σχέδιο, σύμβολο ή ο συνδυασμός τους που επιλέγεται από μια επιχείρηση, προκειμένου το προϊόν να διακρίνεται από τα ανταγωνιστικά προϊόντα.
Εισαγωγικά
Στην πρωταρχική φάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης μέχρι τον 18ο αιώνα, το προλεταριάτο των βιομηχανικών πόλεων αντιμετωπίζεται μονοσήμαντα από την κυρίαρχη αστική τάξη ως ένα απόθεμα εργατικής δύναμης που καλείται απλώς να δουλέψει στα νεόδμητα εργοστάσια κάτω από συνθήκες άγριας εκμετάλλευσης. Αντίθετα, η “Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση” που χρονολογείται στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα δημιουργεί ένα πρόσθετο σύνολο υποχρεώσεων για το πλήθος των εκμεταλλευόμενων εργατών. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, η επικράτηση των Τεϊλορικών αρχών “επιστημονικής διοίκησης” και η εφαρμογή της Φορντικής αλυσίδας συναρμολόγησης σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους οδηγούν σε μια εντυπωσιακή αύξηση της παραγωγικότητας και μειώνουν δραματικά το κόστος παραγωγής των εμπορευμάτων. Έξω από τους χώρους παραγωγής, ο περιφρονημένος εργάτης μεταμορφώνεται σε αξιοσέβαστο καταναλωτή ο οποίος πρέπει να απορροφήσει την αφθονία των καινούριων, φτηνών εμπορευμάτων που κατακλύζουν τις αγορές. Καθώς το μοντέλο της μαζικής παραγωγής και κατανάλωσης εδραιώνεται στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο, το εμπόρευμα οικειοποιείται όχι μόνο το χρόνο εργασίας αλλά και τον “ελεύθερο χρόνο” των ατόμων, φτάνοντας έτσι στην ολοκληρωτική κατοχή της κοινωνικής ζωής.
Στην αναδυόμενη καταναλωτική κοινωνία, το μάρκετινγκ αναλαμβάνει από νωρίς το ρόλο να αυξήσει τη ζήτηση και τις πωλήσεις των προϊόντων εφαρμόζοντας ένα σύνολο στρατηγικών με σκοπό την προώθησή τους στην αγορά. Η παροχή πληροφόρησης που αφορά στις επωνυμίες των εμπορευμάτων υλοποιείται κυρίως μέσω των διαφημιστικών τεχνικών. Η αρχική λειτουργία της διαφήμισης είναι η απλή περιγραφή των ιδιοτήτων ενός προϊόντος και των (αληθινών ή μη) οφελών που προκύπτουν από τη χρήση του. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920, ωστόσο, η διαφήμιση αρχίζει να αξιοποιεί μια πληθώρα καλλιτεχνικών ρευμάτων (όπως ο Φουτουρισμός ή, αργότερα, ο σουρεαλισμός) με σκοπό να προσδώσει μια σημειωτική (συμβολική) λειτουργία στα προωθούμενα εμπορεύματα. Στις επόμενες δεκαετίες, τα διαφημιζόμενα προϊόντα μετατρέπονται σε σύμβολα ή αναπαραστάσεις αφηρημένων ιδεών και αξιών τις οποίες οικειοποιούνται οι καταναλωτές μέσω της αγοράς και χρήσης αυτών των προϊόντων (π.χ. η αποσταγμένη βότκα Smirnoff συμβολίζει την αξία της καθαρότητας, τα παπούτσια Nike συμβολίζουν την αξία της άθλησης κ.λπ.). Καθώς ο ενδοκαπιταλιστικός ανταγωνισμός οξύνεται και η αδιάκοπη τεχνολογική ανάπτυξη μειώνει δραματικά τον κύκλο ζωής των παραγόμενων εμπορευμάτων, οι επωνυμίες αποκτούν αναβαθμισμένη σημασία διότι συμβάλλουν στην εδραίωση μιας μακροχρόνιας, “συναισθηματικής” σχέσης ανάμεσα στον καταναλωτή και στο διαφημιζόμενο προϊόν.
Η πρόοδος του “σημειοκαπιταλισμού” έχει φτάσει σήμερα σε τέτοιο σημείο ώστε οι διαφημιζόμενες επωνυμίες δεν ενσαρκώνουν απλώς τον κόσμο των κυρίαρχων ιδεών αλλά αναλαμβάνουν να μετασχηματίσουν ριζικά το ίδιο το εξωτερικό περιβάλλον της καθημερινής ζωής. Κάτω από αυτό το πρίσμα, το συγκεκριμένο κείμενο δε σκοπεύει να αναλύσει τις επιπτώσεις της επωνυμιοποίησης στο σύνολο των κοινωνικών δραστηριοτήτων (τέχνες, αθλητισμός, επικοινωνία, ψυχαγωγία κ.λπ.). Εστιάζει, αντίθετα, την προσοχή του στην εισβολή των επωνυμιών στο χώρο, εκεί δηλαδή όπου εδαφικοποιούνται οι ανθρώπινες κοινότητες, και συγκεκριμένα στο δημόσιο πεδίο των πόλεων.
Billboards: οι επωνυμίες στους δρόμους
Ήδη από τις αρχές του 20ου αιώνα, σε αρκετές πόλεις της Ευρώπης και της Αμερικής εμφανίζονται τα πρώτα μεγάλου μεγέθους διαφημιστικά πλαίσια (billboards) που τοποθετούνται εκατέρωθεν των οδικών και σιδηροδρομικών αρτηριών. Η ιδέα των τεράστιων μεταλλικών πλαισίων, που πακτώνονται στο έδαφος και έχουν τη δυνατότητα να φιλοξενήσουν αντίστοιχου μεγέθους διαφημιστικές αφίσες, παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1889 στη Διεθνή Έκθεση στο Παρίσι και – λίγα χρόνια αργότερα – στο Σικάγο. Ωστόσο, η εδραίωση των billboards στους δρόμους των πόλεων και στις εθνικές οδούς γίνεται περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, όταν λαμβάνει χώρα η μαζική παραγωγή αυτοκινήτων που γίνονται για πρώτη φορά προσιτά στο μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας.
Στη μαζική εισαγωγή του αυτοκινήτου στην ζωή ενός μεγάλου μέρους των πληθυσμών, οι εταιρίες βλέπουν ένα φρέσκο – και πολλά υποσχόμενο – πεδίο διαφήμισης των προϊόντων που παράγουν. Μέχρι εκείνη τη στιγμή και με δεδομένο το ότι η τηλεόραση αποκτά ευρύ κοινό αρκετά χρόνια αργότερα, ο αριθμός των αποδεκτών μιας διαφήμισης ήταν άμεσα εξαρτημένος από την ποσότητα χρημάτων και εργασίας που ήταν διατεθειμένη να καταβάλει η κάθε εταιρία. Πλέον, με τη χρήση των μεγάλων υπαίθριων διαφημιστικών πλαισίων, οι διαφημίσεις δεν ψάχνουν τους αποδέκτες τους αλλά τους συναντούν (και μάλιστα με μαζικούς όρους) μέσα στην υπάρχουσα ροή των πόλεων.
Πρόκειται για μια – επιτυχημένη αν κρίνουμε εκ του αποτελέσματος – απόπειρα των εταιριών να επεκτείνουν τα εμπορεύματά τους από τα εργοστάσια παραγωγής και τα καταστήματα στη σφαίρα της δημόσιας εμπειρίας, συνδέοντάς τα με την περισσότερο διαδεδομένη ανθρώπινη δραστηριότητα (αυτή της κίνησης μέσα στην πόλη) σε τέτοιο βαθμό ώστε στο τέλος να την επικαθορίσουν και να την επαναπροσδιορίσουν. Στις πόλεις, πλέον, παύουν να ζουν και να κινούνται μόνο άνθρωποι. Οι επωνυμίες – και ως εκ τούτου τα ίδια τα προϊόντα – αποκτούν τη δική τους θέση μέσα στην καθημερινότητα των πόλεων. Όχι μόνο υπάρχουν, αλλά υπάρχουν για να συνδιαλέγονται με την ανθρώπινη δημόσια δραστηριότητα καθορίζοντάς την, γεννώντας και ικανοποιώντας ανάγκες, δίνοντας λύσεις και “μιλώντας” για ζητήματα που δεν αφορούν μόνο στο στενό πλαίσιο του σκοπού τους αλλά στο σύνολο της ζωής. Είναι η αρχή μιας διαδικασίας κατά την οποία οι πόλεις μετατρέπονται σε τόπους επωνυμιών και οι άνθρωποι γίνονται οι ίδιοι εμπορεύματα και μέρος μιας εν εξελίξει διαφημιστικής καμπάνιας που όχι μόνο τους εμπεριέχει αλλά τους προϋποθέτει.
Από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα μέχρι σήμερα, τα billboards έχουν εξαπλωθεί στο σύνολο των αστικών πόλεων του πλανήτη με τη μορφή τους να εξελίσσεται μέσα στο πέρασμα των χρόνων. Οι μεγάλες και εκθαμβωτικές επωνυμίες – συνοδευόμενες συνήθως από ένα επικοινωνιακό και, μικρό σε έκταση, σύνθημα – δεσπόζουν στις ταράτσες των πολυκατοικιών, σε ολόκληρες προσόψεις κτιρίων, σε κεντρικές οδικές αρτηρίες και κόμβους, σε στάσεις λεωφορείων, σε σταθμούς ΜΕΤΡΟ, στις εισόδους των λιμανιών, στις διαδρομές των τραίνων. Πλέον, τα billboards δεν φιλοξενούν μονάχα τυπωμένες αφίσες αλλά “ζωντανούς πίνακες” με φωτάκια, νέον και εναλλασσόμενες εικόνες. Και φυσικά, είναι ακόμη μεγαλύτερα σε μέγεθος: χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Coca Cola, της οποίας τα billboards εντός των πόλεων αγγίζουν μέχρι και τα 62 μέτρα μήκος και τα 13 μέτρα ύψος αναγράφοντας απλώς… «www.coca-cola.com.au, Australia’s Hottest Music Hub – Enjoy Coca Cola» (Kings Cross, Sydney). Μπορεί κανείς να αναλογιστεί πόσοι άνθρωποι χωράνε σε 806 τετραγωνικά μέτρα μιας πόλης… τόσα όσα αυτά που καταλαμβάνει η συγκεκριμένη διαφημιστική πινακίδα.
Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια ακόμη μετεξέλιξη των υπαίθριων διαφημίσεων που δεν αφορά σε μια στείρα επιθετική επέκταση ενός προϊόντος αλλά στην σύνδεσή του με την ζωή και την καθημερινότητα της πόλης. Αυτό επιτυγχάνεται είτε μέσω προσαρμογής μιας διαφημιστικής καμπάνιας στις ιδιαιτερότητες (κοινωνικές, πολιτιστικές κ.λπ.) της εκάστοτε πόλης, είτε μέσω της “κοινωνικής πολιτικής” των εταιριών. Για παράδειγμα, την περίοδο των Χριστουγέννων του 1997 η εταιρία Yves Saint Loran ανέλαβε τη φωταγώγηση και τον στολισμό της Regent Street του Λονδίνου, ενός από τους μεγαλύτερους εμπορικούς δρόμους της πόλης, εξαιτίας της ανικανότητας των αρμόδιων φορέων να συγκεντρώσουν το κατάλληλο χρηματικό ποσό. Το “αντάλλαγμα” για αυτή τη γενναιόδωρη κίνηση της YSL ήταν να γεμίσει ολόκληρο το δρόμο με φωτεινά billboards ύψους 5.5 μέτρων με το λογότυπό της.
Ενάντια στην εγκατάσταση των billboards εντός των πόλεων αλλά και εκατέρωθεν των εθνικών οδών έχουν ταχθεί, κατά καιρούς, αρκετές οργανώσεις αλλά και θεσμικές πρωτοβουλίες. Όλες, ωστόσο, πέραν κάποιων αντιθεσμικών κινημάτων πόλεων*, έθεταν το ζήτημα των οδικών ατυχημάτων (λόγω απόσπασης της προσοχής των οδηγών από τα διαφημιστικά μηνύματα) ή του περιεχομένου της διαφήμισης (κάπνισμα, αλκοόλ, φωτογραφίες γυμνών ή ημίγυμνων ανθρώπων). Ελάχιστες – πλην όμως σημαντικές – είναι οι εξαιρέσεις ομάδων, συλλογικοτήτων ή κινημάτων που θίγουν το ζήτημα όπως αναφέρθηκε παραπάνω και καταστρέφουν ή σαμποτάρουν τους θρόνους των επωνυμιών πάνω στις πόλεις.
Κατασκευάζοντας τις “νέες πλατείες”…
Έχουμε αναφερθεί ξανά στην απαξίωση της Εξουσίας προς τον Δημόσιο Χώρο. Κάνοντας κανείς μια βόλτα στην πλειονότητα των πλατειών ή των πάρκων που βρίσκονται εντός των πόλεων θα επαληθεύσει το γεγονός ότι οι δημόσιοι χώροι σκόπιμα αφήνονται στην εγκατάλειψη και εμποτίζονται από το φόβο της μη-ασφάλειας ώστε να απαξιωθούν στην κοινωνική συνείδηση και, τελικά, να ερημοποιηθούν.
Συμπληρωματικά σε αυτή την κίνηση, το Κεφάλαιο επιχειρεί να επανορίσει την έννοια της δημόσιας εμπειρίας κατασκευάζοντας έναν “νέο δημόσιο χώρο” πλήρως ιδιωτικοποιημένο. Στον αντίποδα της, επιτηδευμένης από την Κυριαρχία, ερήμωσης των πλατειών, ο Καπιταλισμός δημιουργεί τους δικούς του “ιδανικούς τόπους” για συνάντηση και συνάθροιση των ανθρώπινων κοινοτήτων.
Οι “νέες πλατείες” βρίσκονται στο κέντρο μεγάλων καταστημάτων, εμπορικών κέντρων, ιδιωτικών πολυχώρων και, όπως είναι φυσικό, προστάζουν συγκεκριμένα κανονιστικά πλαίσια για το “πώς” θα υπάρχει και θα κινείται κάποιος εντός τους. Στις “νέες πλατείες” των πόλεων είναι αδιανόητο να παίξεις, να φωνάξεις, να πραγματοποιήσεις μια πολιτική συγκέντρωση ή να ορίσεις τον τρόπο με τον οποίο θα υπάρξεις. Στις πλατείες των εμπορικών κέντρων θα συναντηθείς όχι μόνο με άλλους ανθρώπους αλλά με τα προϊόντα και τις επωνυμίες τους που βρίσκονται προσεκτικά τοποθετημένες παντού τριγύρω. Η συνάντηση, έτσι, παύει να γίνεται ανάμεσα στους ανθρώπους και καταλήγει να γίνεται ανάμεσα στον άνθρωπο και στο προϊόν, ανάμεσα στο βλέμμα και την λαμπερή επωνυμία, ανάμεσα στην επίπλαστη βούληση και τα εκπτωτικά καρτελάκια.
Η επιβεβαίωση των παραπάνω έρχεται από τον πρώην αντιπρόεδρο marketing των αμερικανικών Virgin Megastores Χρ. Γκαρκίνο όταν, επ’ αφορμή των εγκαινίων του πολυκαταστήματος έκτασης 3.700 τ.μ. στο Βανκούβερ το 1996, δήλωνε:
«Ουσιαστικά, θέλουμε οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν το κατάστημα σαν ένα χώρο συνάντησης. Ένα χώρο όπου θα μπορούν να πάρουν τη “δόση” της ποπ κουλτούρας που επιθυμούν και να ξαποστάσουν για λίγο. Δεν πρόκειται μονάχα για ένα χώρο αγορών, αλλά και για ένα χώρο ζωής.»
Στην Ελλάδα, είναι εκατοντάδες τα παραδείγματα πολυκαταστημάτων που φιλοδοξούν – και έχουν καταφέρει – να υποκαταστήσουν τον Δημόσιο χώρο προσφέροντας μια ψευδαίσθηση της δημόσιας σφαίρας μέσα στον ιδιωτικό τους χώρο. Το “The Mall Athens” στο Μαρούσι, το “Εκπτωτικό Χωριό” (McArthur Glenn Athens) στα Σπάτα, το “Athens Heart Mall” στην Περαιώς, τα “ΙΚΕΑ” σε διάφορες πόλεις, το “River West” στο Αιγάλεω, τα “Attica” σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη είναι ελάχιστα από τα παραδείγματα εμπορικών κέντρων που φιλοδοξούν να αποτελέσουν τα νέα σημεία συνάντησης εντός των πόλεων φιλοξενώντας, εκτός των εμπορικών επωνυμιών, πολλές ακόμη δραστηριότητες (φαγητό, ποτό, θεατρικές παραστάσεις, φιλανθρωπικά bazaar, συναυλίες κ.λπ.).
…και καταστρέφοντας τις παλιές
Στα δύο προηγούμενα τεύχη γράψαμε για τον τρόπο με τον οποίο αξιοποιεί το Κεφάλαιο τον απονεκρωμένο και απαξιωμένο Δημόσιο χώρο, εστιάζοντας κυρίως στην εισβολή των τραπεζοκαθισμάτων των μαγαζιών σε πλατείες, πεζόδρομους και πάρκα.
Υπάρχει, ωστόσο, και μια ακόμη διάσταση: στον Καπιταλισμό ο Δημόσιος χώρος παραμένει επιτηδευμένα σκοτεινός, απλησίαστος, επικίνδυνος και απειλητικός μέχρι τη στιγμή που κάποια επωνυμία θα τον “φωτίσει”. Μέσα στη διαμεσολαβημένη, από τους μηχανισμούς του Εμπορεύματος και του Θεάματος, κοινωνική πραγματικότητα οι πλατείες αποκτούν νόημα ύπαρξης μέσω των εμπορευματικών σχέσεων που εγκαθίστανται σε αυτές.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου δημόσιοι χώροι εκχωρούνται σε εταιρίες οι οποίες θα τους εκμεταλλευτούν για ένα ορισμένο διάστημα. Χώροι μέσα στην πόλη οι οποίοι, μέχρι πρότινος, παρέμεναν έρημοι μετατρέπονται, εν μία νυκτί, σε εμπορευματικούς κόμβους προϊόντων και ανθρώπων.
Οι χώροι αυτοί χάνουν τον δημόσιο χαρακτήρα τους προκειμένου να “φορέσουν” τα χαρακτηριστικά της εταιρίας στην οποία έχουν εκχωρηθεί, ούτως ώστε να καλύψουν τις διαφημιστικές και εμπορευματικές ανάγκες της. Τελικά, μέσα από αυτή τη διαδικασία, οι εταιρίες δεν επωνυμιοποιούν μονάχα τους δημόσιους χώρους αλλά και τους ανθρώπους που κινούνται σε αυτούς. Εν ολίγοις, στις εταιρίες αυτές εκχωρούνται, εκτός της πλατείας μιας πόλης, οι άνθρωποι που κατοικούν σε αυτή.
Επωνυμιοποιημένες πόλεις
Αν η εμφάνιση και εδραίωση των billboards αποτέλεσε την αρχή για την επωνυμιοποίηση των πόλεων, η ιδέα για πλήρως “ιδιωτικοποιημένες” πόλεις ή περιοχές, συνώνυμες των λογότυπων των προϊόντων που παράγουν ή φιλοξενούν, είναι η επιτομή αυτής της διαδικασίας.
Παρακάτω αναφέρονται μερικά παραδείγματα τέτοιων πόλεων, αρκετά από τα οποία καταγράφονται στο βιβλίο No Logo της Naomi Klein.
Όπως είναι ήδη γνωστό, το 1931 η Coca Cola προχώρησε σε μια διαφημιστική καμπάνια που, μαζί με το προϊόν της, λάνσαρε τη σημερινή μορφή του Άϊ-Βασίλη συνδέοντας το όνομά της με μια από τις πιο εμπορικές φιγούρες στην ιστορία της διαφήμισης. Ο Santa Claus της Coca Cola απέκτησε, εκτός των άλλων, και δικό του χωριό! Το Ροβανιέμι, η πρωτεύουσα της Λαπωνίας με έκταση 8.016 τ. χλμ. και πληθυσμό 61.000 κατοίκων, είναι μια πόλη που κινείται -365 ημέρες τον χρόνο- στους ρυθμούς του προϊόντος “Santa Claus”.
Το 1996, η εταιρία Levi Strauss προχώρησε στην αγορά των προσόψεων όλων των κτιρίων της Queen Street του Καναδά, τις οποίες μετέτρεψε σε διαφημιστικές πινακίδες της σειράς τζιν Silver Tab, έβαψε όλη την άσφαλτο ασημένια και εγκατέστησε σε διάφορα σημεία του δρόμου τρισδιάστατα εκθέματα και φωτισμούς. Ο δημόσιος χώρος της Queen Street έγινε, για έναν χρόνο, συνώνυμος των τζιν της Levi’s μέσα από μια καμπάνια που ονομάστηκε “The Queen Street Take Over” (“Η κατάληψη της Queen Street”).
To Cashmere της Ουάσινγκτον είναι μια πόλη 3.055 κατοίκων που, από το 1918, φιλοξενεί το εργοστάσιο που παράγει τις καραμέλες Aplets and Cotlets της εταιρίας Liberty Orchard και στο οποίο εργάζεται ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της περιοχής. Το 1997, η Liberty Orchard απειλεί ότι θα εγκαταλείψει την πόλη αν αυτή δε μετατραπεί σε μια τρισδιάστατη διαφήμιση των Aplets and Cotlets. Η εταιρία απαιτεί το εξής: «Όλα τα οδικά σήματα και η επίσημη αλληλογραφία της πόλης να γράφουν “Κάσμερ, η πόλη των Aplets and Cotlets”. Η μία από τις δύο κύριες οδικές αρτηρίες να αλλάξει το όνομά της σε Λεωφόρο Cotlets και η άλλη σε Λεωφόρο Aplets. Ο δήμαρχος και το δημοτικό συμβούλιο να πουλήσουν τη δημαρχία στην εταιρία, να κατασκευάσουν νέους χώρους στάθμευσης και να καταφύγουν στην ομολογιακή αγορά για να αρχίσουν τουριστική καμπάνια για λογαριασμό των γραφείων που διαθέτει σε ολόκληρο τον κόσμο μια εταιρία που διακηρύττει ότι η ιστορία της είναι “με λίγα λόγια, η Αμερική”» (Wall Street Journal, 06/10/1997).
Η περίπτωση της Silicon Valley (Κοιλάδα του Πυριτίου) που βρίσκεται 50 μίλια νότια του San Francisco είναι εξίσου χαρακτηριστική. Η Silicon Valley βρίσκεται μεταξύ των πόλεων του San Francisco και του San Jose και ο πληθυσμός της ανέρχεται στα 4 εκατομμύρια. Η Silicon Valley είναι μια περιοχή που έχει συνδεθεί, ίσως όσο καμιά άλλη στον πλανήτη, όχι μόνο με μια επωνυμία αλλά με το σύνολο των μεγαλύτερων επωνυμιών της ψηφιακής τεχνολογίας. Πρόκειται για μια κοιλάδα-θεματικό πάρκο των καπιταλιστικών κολοσσών στην αγορά των νέων τεχνολογιών. Τα “αξιοθέατα” της περιοχής δεν είναι άλλα από τα ογκώδη κεντρικά κτίρια εταιριών όπως η Google, η Apple, η Intel, η Facebook, η Microsoft, η Yahoo, η Netflix, η Hewlett-Packard, η Oracle, η eBay κ.λπ.
Από αυτή τη σύντομη αναφορά σε πόλεις ταυτισμένες με εμπορικές επωνυμίες δεν θα μπορούσε να λείπει η πόλη Celebration της Florida, μια πόλη που σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε από την Walt Disney Company για να αποτελέσει την τρισδιάστατη επί χάρτου υλοποίηση του προϊόντος της. Δρόμοι, σπίτια, μαγαζιά, πλατείες, ολόκληρος ο πολεοδομικός σχεδιασμός υλοποιήθηκε για να αποκτήσει η επωνυμία της Walt Disney τη δική της πόλη, με τους δικούς της κατοίκους και τους δικούς της καταναλωτές. Σήμερα, στην Πόλη της Disney ζουν περίπου 7.500 άνθρωποι.
To be continued…
Η διαδικασία κατασκευής των “πόλεων των εμπορευμάτων” και των πόλεων-εμπορευμάτων δε θα μπορούσε να αποτυπωθεί με σαφήνεια σε ένα μονάχα κείμενο στο πλαίσιο ενός τεύχους του περιοδικού. Στο σημείο αυτό ολοκληρώνεται το πρώτο από μια σειρά κειμένων που αφορούν στην παραπάνω διαδικασία και πρόκειται να δημοσιευτούν σε επόμενα τεύχη του Carex Flacca.