Άρθρο του Γιάννη Πανούση ,αναπληρωτή υπουργού δημοσίας τάξης, που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο της αστυνομίας (http://www.astynomia.gr/index.php?option=ozo_content&perform=VIEW&id=1860&Itemid=400&lang#) αποτέλεσε αφετηρία για “δημόσιο διάλογο” μεταξύ του ίδιου και της Έλενας Ακρίτα. Συγκεκριμένα, στο πρώτο κείμενο του Πανούση, όντας επιστημονικός σύμβουλος του υπουργείου τότε, αναφέρει εκτενώς τις πολλαπλές παραμέτρους και παράγοντες της ενδοσχολικής βίας, με χρησιμοποιώντας συγκεκριμένα περιστατικά (εξαφάνιση μικρού Άλεξ, βιασμός μαθήτριας στην Κρήτη), κρίνοντάς τα, όμως, ως μεμονωμένα περιστατικά, εγκαλώντας τα ΜΜΕ για υπερβολή κι εν τέλει, θεωρώντας την ενδοσχολική βία κάτι διαχειρίσιμο απ τις δομές εξουσίας στη βάση του “δημοκρατικού συναισθήματος”. Η φιλελεύθερη ταυτότητα σε συνδυασμό με την επιστημονική του ιδιότητα, όπως είναι φυσικό τον οδηγούν συχνά σε αντιφάσεις.
Ο αξιότιμος κύριος Πανούσης λοιπόν μπορεί με μεγάλη ευκολία να αναγνωρίσει τους παράγοντες που οδηγούν στην ενδοσχολική βία (ταξικές διαφορές και ιεράρχηση, εκμετάλλευση και κοινωνικός αποκλεισμός). Αναλύοντας με επιφατικό τρόπο την πολυπλοκότητα, όμως, του ζητήματος, δημιουργούνται συμψηφισμοί, οι οποίοι καταλήγουν σ’ έναν αγνωστικισμό των ευθυνών και σε μια ουσιαστική αναποτελεσματικότητα. Κάθε ριζοσπαστική πρόταση για το ξεπέρασμα του προβλήματος αντιμετωπίζεται ως αδιέξοδη. Ενώ είναι εμφανές ότι το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί χωρίς την εκ βάθρων αμφισβήτηση του ίδιου του συστήματος, δημιουργείται η εντύπωση ότι μέρος του προβλήματος τελικά είναι… οι ίδιες οι ριζοσπαστικές προτάσεις. Η “μελέτη” του Πανούση δεν είναι παρά ένας “βομβαρδισμός” παραμέτρων όπου οι ευθύνες μοιράζονται ισόποσα σε κράτος, θεσμούς, πρόσωπα και καταστάσεις δημιουργώντας την αίσθηση αφενός “από πού να αρχίσεις και πού να τελειώσεις” και αφετέρου “ότι δεν πρόκειται να λυθεί το πρόβλημα παρά μόνο να υπάρξει χρηστή διαχείρισή του”. Εντέλει με φτηνές προταγματικές (τού τύπου… “να πάψει η τηλεόραση να προβάλλει πολλή βία”) διατηρείται η αυταξία του υπάρχοντος σχολικού συστήματος με ρητορικού τύπου παρεμβάσεις. Το πρόβλημα δεν είναι οι δομές του συστήματος αλλά οι άνθρωποι που δεν ευθυγραμμίζονται με τις αξίες του. Πάντα είναι άξιος ο μισθός ενός επιστημονικού συμβούλου του υπουργείου δημόσιας τάξης.
Με αφορμή αυτό ακριβώς το άρθρο, η Έλενα Ακρίτα (πολυπερσόνα εύπεπτων τηλεοπτικών προγραμμάτων) στο άρθρο της στα “Νέα”: “ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΑΠ’ ΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ, ΚΥΡΙΕ ΠΑΝΟΥΣΗ!”, καλεί τον υπουργό να δώσει απαντήσεις για την εξαφάνιση του φοιτητή απ’ τα Γιάννενα. Η Ακρίτα αποτελεί τον διαμεσολαβητή δηλαδή στην περαιτέρω επικοινωνία του “πολίτη” με το Κράτος, εγκαλώντας τον υπουργό για μη εφαρμογή του νομικού πλαισίου κι αδιαφορίας εν τέλει τήρησής του. Στην επιστολή της περνάει αυτονόητα στο απυρόβλητο των ευθυνών της (γράφει σενάρια για άθλιες τηλεοπτικές σειρές που προάγουν τις χειρότερες πλευρές αυτού του πολιτισμού), εκθειάζει τη…Νικολούλη (μια από τους χειρότερους τηλε-έμπορους πόνου και ελπίδας) και εγκαλεί όλο το τιμωρητικό πλαίσιο του συστήματος σε ευθεία αναλογία με το πνεύμα του Πανούση. Κορύφωση της επιστολής αποτελεί η αιχμή ότι σύσσωμο το πολιτικό καθεστώς συγκαλύπτει βουλευτή… χωρίς να “χρωματίζεται” πολιτικά. Αυτό το άρθρο οδηγεί στην άμεση απάντηση του υπουργού, που σπεύδει να κατονομάσει και πάλι τις “άπειρες συνιστώσες” του προβλήματος, να απαλείψει τις αιχμές των ευθυνών και να καθησυχάσει τους πολίτες για την ορθή τήρηση του νόμου και της τάξης κι ότι τα σώματα ασφαλείας καταπιάνονται με το θέμα.
Τα δύο αυτά πρόσωπα επιτελούν με περίσσια τέχνη τους ρόλους τους, ο μεν ως διασφαλιστής του νόμου και της τάξης κι η δε ως μάνα, δημοσιογράφος, πολίτης που ζητά “εναγωνίως” απαντήσεις: κράτος και διαμεσολάβηση δημιουργούν ένα πεδίο “διαλόγου” όπου χωνεύεται η κοινωνική αγωνία και επιβεβαιώνονται οι “αξίες της δημοκρατίας”. Σύσσωμη η “ελληνική κοινωνία” έχει στραφεί στις συνθήκες εξαφάνισης του παιδιού κι αδιαφορεί για το θεριό που τροφοδοτείται καθημερινά από την αναπαραγωγή της ίδιας της της παρακμής ως λογική απόρροια του υπάρχοντος συστήματος.
Καίριο αίτημα δεν μπορεί παρά να είναι η ανατροπή αυτού του συστήματος που θα συνεχίσει να τροφοδοτεί την καθημερινή μας ζωή με νταήδες κάθε τύπου. Αλλά μέχρι τότε, προκρίνουμε την ανάγκη για συλλογικοποίηση μέσα στις μαθητικές κοινότητες, την αντίσταση και την αυτοοργάνωση, για την αντιμετώπιση των προβλημάτων με συλλογικούς όρους. Το πρόβλημα μπορούν να το λύσουν μόνο αυτοί που το υφίστανται. Ο αποκλεισμός μπορεί να αρθεί μόνο με τη χρήση της συλλογικής δύναμης.
ΚΑΝΕΝΑΣ/ ΚΑΜΙΑ ΜΟΝΟΣ/Η ΤΟΥ/ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΚΑΝΙΒΑΛΟΥΣ