Στη φωτογραφία αυτή, βλέπουμε τον εκπρόσωπο του ΚΚΕ ή κάποιας δορυφορικής του οργάνωσης να μιλά προς τους συγκεντρωμένους στην πλατεία 17ης Αυγούστου 1944 (πρώην, και για τους περισσότερους ακόμα και τώρα, «πλατεία Οσίας Ξένης») κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης μνήμης για την 70ή επέτειο από το μπλόκο της Κοκκινιάς.
Φέτος, όπως κάθε άλλη φορά, ο εκπρόσωπος στην ομιλία του αναφέρθηκε πρώτα στο ιστορικό της ημέρας· δηλαδή εξήγησε πώς οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους, με επικεφαλής τον διοικητή των γερμανοτσολιάδων Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, συγκέντρωσαν στην πλατεία όλους τους άνδρες κατοίκους από 14 μέχρι 60 χρονών, και πώς μετά οι κουκουλοφόροι υπέδειξαν αρκετές δεκάδες από αυτούς οι οποίοι οδηγήθηκαν στην παρακείμενη μάντρα και εκτελέσθηκαν. Στη συνέχεια στηλίτευσε τις προσπάθειες της ΕΕ, της άρχουσας τάξης και των αναθεωρητών να διαστρεβλώσουν και να σβήσουν τη μνήμη των γεγονότων και των ηρωικών θυσιών του λαού μας και των κομμουνιστών ως πρωτοπόρων του και να εξαγνίσουν τους δωσίλογους, καθώς και τους Χρυσαυγίτες που είναι οι πολιτικοί και συχνά οι βιολογικοί τους απόγονοι. Επίσης, καταδίκασε τις ενέργειες του «κράτους εγκληματία» Ισραήλ εις βάρος των Παλαιστινίων.
Δεν βρήκε όμως λίγο χρόνο να αναφερθεί σε μία πολύ πιο υλική και μόνιμη –και απολύτως επιτυχημένη- προσπάθεια διαστρέβλωσης της ιστορικής μνήμης. Η διαστρέβλωση αυτή βρισκόταν, και βρίσκεται κάθε μέρα, μπροστά στα μάτια μας, στα μάτια όλων όσων είχαν συγκεντρωθεί χθες και γενικά όλων όσοι κατοικούν στη Νίκαια ή περνάνε απ’ αυτή. Ίσως όμως γι’ αυτό ακριβώς δεν τη βλέπουμε.
Πρόκειται ακριβώς για το ογκώδες κτίριο με τις καμάρες που εμφανίζεται πίσω από τον ομιλητή. Από το κτίριο αυτό κρέμεται η ελληνική σημαία –η ίδια που κραδαίνουν ορισμένοι από τους συγκεντρωμένους- αλλά και, δίπλα της, μία ακόμη σημαία, βυσσινί και κίτρινη, η οποία προορίζεται να δώσει μία χροιά βυζαντινής μεγαλοπρέπειας, σε συνδυασμό με την επιγραφή ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙC NIKAIAC.
Καθόμουν στο παράθυρο και χάζευα τα μεσημέρια του χειμώνα τον ήλιο που έμπαινε από το παράθυρο και με ζέσταινε. Υπήρχε πάντα εκείνο το ψηλό κτίριο με τις πολλές καμάρες και τις βεράντες, πάντα ερμητικά κλειστό και παράταιρο στην συνοικία. Φτιάχτηκε για να ’ναι ωραίο … αλλά δεν ήταν … ίσως μόνο εκείνα τα μεσημέρια που το έλουζε το φως από το παράθυρο να αποκτούσε κάποια γοητεία. Αργότερα έμαθα πως ήταν η Μητρόπολη Νικαίας, ένα κτίριο που είχε να κάνει με την εκκλησία αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι … παίζαμε θυμάμαι στα σκαλιά της εισόδου, στην είσοδο του γκαράζ, στο πίσω αίθριο, καμιά φορά χτυπούσαμε τα τζάμια στα παράθυρά του αλλά αυτό δεν αποκρινόταν ποτέ, ήταν πάντα σιωπηλό και απόμακρο. Σχεδόν πίστευα πως ήταν μασίφ όλο πως δεν είχε μέσα τίποτε άλλο παρά τσιμέντο όπως απέξω.
Αντίθετα απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς, το κτίριο αυτό δεν στεγάζει την Οσία Ξένη, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι και έχει πολύ μικρότερο εμβαδόν, ύψος και όγκο (περίπου το ένα τρίτο του άλλου κτιρίου). Δεν στεγάζει ούτε το μητροπολιτικό ναό της Νίκαιας· αυτός είναι ο Άγιος Νικόλαος, που βρίσκεται σε άλλο σημείο της πόλης. Είναι απλώς η διοικητική έδρα της Μητρόπολης και στεγάζει γραφεία και κατοικίες ιερέων. (Σύμφωνα με το οικείο άρθρο στην Βικιπαίδεια, το κτίριο «φιλοξενεί πέραν των άλλων βιβλιοθήκη και μουσείο με κειμήλια από τη Μικρά Ασία». Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται· καμία σχετική ένδειξη δεν υπάρχει στην είσοδο του κτιρίου).
Το κτίριο αυτό δεν υπήρχε ανέκαθεν. Στις παρακάτω φωτογραφίες, βλέπουμε ανθρώπους να φωτογραφίζονται μπροστά στο γλυπτό του Ζογγολόπουλου, ενώ πίσω απ’ αυτό είναι απλώς ο ελεύθερος ορίζοντας· η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙC απουσιάζει.
Από τους ανθρώπους αυτούς, αρκετοί ζουν ακόμα, και μπορούν να μας μιλήσουν.
… «Πάμε στο άγαλμα … » λέγαμε και εννοούσαμε το μνημείο των «Πεσόντων». Ήτανε μεγάλη υπόθεση την εποχή εκείνη να βρεις χώρο να κάτσεις στο βάθρο του αγάλματος εκεί ανάμεσα στα πόδια του αγγέλου που κρατούσε με δόξα και τιμή τον νεκρό στα χέρια του. Έκανε μια εσοχή θυμάμαι η μαρμάρινη βάση με το άγαλμα που σε αγκάλιαζε σα θρόνος και όποιος προλάβαινε να κάτσει έκανε τον βασιλιά! Διαφέντευε όλη την πλατεία! Πίσω του είχε την Μητρόπολη και την λογάριαζε παλάτι του! Άλλοι πάλι πιο παράτολμοι προτιμούσαν να σκαρφαλώσουν στο άγαλμα να παλέψουν με αυτό να αναμετρηθούν. Σχεδόν κάθε απόγευμα το άγαλμα ήταν γεμάτο από παιδιά που σαν τσαμπιά κρέμονταν από πάνω του.
Μα η Μητρόπολη δεν ήταν πάντα εκεί… ούτε το άγαλμα, μια μέρα η μητέρα μου τα είπε όλα, για το μπλόκο, τους Γερμανούς και τους άλλους, την μάντρα, τις εκτελέσεις, τη Χούντα, τη Μητρόπολη, και ακόμα πιο παλιά για ένα μέρος που το έλεγε «πατρίδα» αλλά δεν ήταν στην Ελλάδα παρόλο που εμείς ήμασταν Έλληνες.»
Ένας, δύο … πολλοί Πλυτζανόπουλοι
Η πρώτη σκέψη που κάνει κανείς αντικρύζοντας αυτό το κτίριο με τη μνημειακή, σχεδόν αποικιοκρατική κλίμακα, κατασκευασμένο από τόνους τσιμέντου, είναι ότι θα προέκυψε από εργολαβία με ανάθεση την εποχή της επταετίας.
Το ίδιο το προαναφερθέν λήμμα στην Βικιπαίδεια αναφέρει για τη μητρόπολη Νικαίας (το νομικό πρόσωπο, όχι την έδρα του) ότι «ιδρύθηκε το 1967», χωρίς να αναφέρει λεπτομέρειες για το ποιος την ίδρυσε και γιατί. Το κτίριο πάντως είναι γνωστό ότι κατασκευάστηκε το 1972 σε μία αγαστή συνεργασία των συνταγματαρχών με τους ορθόδοξους φονταμενταλιστές στο πλαίσιο της Ελλάδοc Ελλήνων Χριcτιανών. Το οικόπεδο, το οποίο ως τότε ήταν δημόσιο, (αποτελούσε μέρος της πλατείας), το παραχώρησε κατά κυριότητα στην Εκκληcία της Ελλάδοc ο διορισμένος δήμαρχος της Νίκαιας, ο οποίος λεγόταν Νικόλαος Πλυτζανόπουλος. Εάν το όνομα σας θυμίζει κάτι, έχετε δίκιο: πρόκειται για πολιτικό, όσο και βιολογικό συγγενή τού ηγέτη των ελληνικών αρχών κατοχής στη δεκαετία του του 40[1].
Εάν κάποιος έχει υπόψη του την αφήγηση των γεγονότων, ή την ακούσει π.χ. από τις σημερινές γιαγιάδες και προγιαγιάδες της Νίκαιας που είδαν τότε να χάνεται από τη μια μέρα στην άλλη μια ολόκληρη γενιά συμμαθητών τους, και ρίξει απλώς μια ματιά στη διάταξη του χώρου, δεν μπορεί να έχει καμία αμφιβολία: το κτίριο αυτό κτίστηκε εκεί, και με αυτές τις διαστάσεις, μόνο και μόνο για να διασπάσει την ενότητα του χώρου και να εξαφανίσει τη σύνδεση και τους συνειρμούς του τοπίου. Βρίσκεται ακριβώς ανάμεσα στην πλατεία και τη μάντρα, δηλαδή ανάμεσα στον τόπο συγκέντρωσης και στον τόπο εκτέλεσης, και κόβει την ορατότητα από τον έναν τόπο στον άλλο, προσθέτοντας στο χώρο ένα τελείως νέο και ξένο στοιχείο φορτισμένο με νοήματα ευσέβειας, υπακοής και ιεραρχικότητας.
Σημειωτέον άλλωστε ότι, μέχρι και τη δεκαετία του 80, δεν υπήρχε καμία δημόσια κατάθεση ή παρέμβαση στο χώρο που να προορίζεται να διατηρήσει τη μνήμη του επεισοδίου ναζιστικής θανατοπολιτικής που είχε εκτυλιχθεί εκεί. Ο χώρος της μάντρας ήταν τελείως παρατημένος, ίδιος με αμέτρητους άλλους παρόμοιους χώρους στα μάτια του διαβάτη –η μνήμη των γεγονότων επιζούσε μόνο μέσα στις καρδιές των επιζώντων και περνούσε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές. Μόνο τη δεκαετία του 50 είχε τοποθετηθεί το άγαλμα του Ζογγολόπουλου, ενώ επί χούντας προστέθηκε μαρμάρινη πλάκα με την σουρεαλιστική επιγραφή: «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης, τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».
Η χονδροειδής αυτή διαστρέβλωση ήταν τόσο προκλητική, που «καρφώθηκε» και απέτυχε παταγωδώς. Σήμερα φυσικά έχει αποσυρθεί· στο διαδίκτυο είναι δυνατό να βρει κανείς πολλές αναφορές και παραθέσεις της[2], συνοδευόμενες πάντα από την –εύλογη- επισήμανση του οργουελικού χαρακτήρα της. Επίσης, οι δράστες της, και αυτοί τους οποίους προσπαθούσαν να καλύψουν, έχουν εδώ και καιρό –τουλάχιστον από την εποχή τού Άξιον Εστί– γραφτεί στα μαύρα κατάστιχα της ελληνικής κοινωνίας και η μνήμη τους είναι συνώνυμη της καταισχύνης και της προδοσίας. Στις διάφορες προσπάθειες να «ιδωθεί με πιο φρέσκια ματιά» η ιστορία της δεκαετίας του 40, εξ όσων έχουμε υπόψη μας δεν επιχείρησε κανείς μέχρι τώρα να εντάξει και τους Πλυτζανόπουλους ή άλλα συναφή καθάρματα (αν και ποτέ δεν πρέπει να θεωρούμε τίποτε δεδομένο).
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την αρχιτεκτονική/ πολεοδομική τους παρέμβαση, η οποία συνεχίζει την καριέρα και τη δράση της ανενόχλητη.
… Εδώ είχε μια λιμνούλα με νούφαρα και ψαράκια και πολλά δέντρα, είπε δείχνοντας τον όγκο του κτιρίου. Εμείς εδώ παίζαμε, από την πλατεία και το άγαλμα μπορούσες να δεις πέρα την μάνδρα του μπλόκου. Μετά ήρθαν αυτοί οι αλήτες και τα χάλασαν όλα! Μα δεν είχε η εκκλησία οικόπεδα να χτίσει μητροπόλεις; Γιατί να δώσουν την πλατεία μας;
Έτρεξα να βρω την Ελένη, φίλη μου καλή τότε, παίζαμε στα σκαλιά της Μητρόπολης, μαζεύαμε μούρα μαζί και γελάγαμε με τα ίδια πράγματα. «Θέλω να σου πω κάτι πολύ σπουδαίο που μου είπε η μαμά μου!» της είπα. Τα ξεφούρνισα όλα, για το μπλόκο το μνημείο την μητρόπολη που είναι εκεί για να προσβάλει τους ανθρώπους, «Α, και κάτι άλλο … μη φιλάς τα χέρια των παπάδων, μπορεί να έχουν κατουρήσει πριν! Η μαμά μου το είπε!» Η Ελένη έδειχνε συγκλονισμένη από τις πληροφορίες μου και δεν μου ξαναμίλησε, ίσως γιατί η μαμά της ήταν καντηλανάφτισσα.
Τιμή και δόξα στους «Λυσσασμένους Αναρχικούς»
Για την ακρίβεια, τα 42 αυτά χρόνια το αποικιοκρατικό κτίριο δεν παρέμεινε και τελείως ανενόχλητο:
Κάποια στιγμή κατά τη δεκαετία του 90, δύο μέλη οργάνωσης που αυτοαποκλήθηκε «Λυσσασμένοι Αναρχικοί», περνώντας με μία μοτοσικλέτα από τη δυτική πλευρά της IEPAC MHTPOΠΟΛΕΩC, πέταξαν εμπρηστική βόμβα στην λιμουζίνα του μητροπολίτη NIKAIAC, η οποία πήρε φωτιά και καταστράφηκε.
Η αντιτρομοκρατική επισκέφθηκε την περιοχή και διεξήγαγε κάποια έρευνα, η οποία όμως δεν φαίνεται να οδήγησε πουθενά. Δεν συνελήφθη ούτε κατηγορήθηκε κανείς για την ενέργεια. Η υπόθεση μάλλον πέρασε στο αρχείο της αστυνομίας. Και μάλλον μόνο αυτής.
Ήτανε η χρονιά των καταλήψεων … θυμός … ένα ξέχειλο ποτάμι θυμού στους μαθητές, αμηχανίας και σχεδόν πανικού στους καθηγητές. Τη μέρα των γενεθλίων μου και κάπως αργά άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Έτρεξα να δω. Καπνός, φωτιά … η κούρσα του Μητροπολίτη καιγόταν. Έτρεξα στον μπαμπά μου μας έπιασε ένα γέλιο συνωμοτικό. «Όποιος και αν το έκανε, γεια στα χέρια του!» είπα. Μετά ήρθε η αντιτρομοκρατική. Ευτυχώς εμάς δεν μας ρώτησε … την άλλη μέρα μάθαμε ότι κάτι «Λυσασμένοι αναρχικοί» ανέλαβαν την ευθύνη.
Σε αντίθεση με τα μνημεία και τις επιγραφές, το περιστατικό αυτό δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί πουθενά, πέρα από τη μνήμη των περιοίκων. Στο διαδίκτυο εντοπίσαμε μόνο μια ασαφή αναφορά. Μερικοί από τους μάρτυρες αρχίζουν να μην είναι πλέον σίγουροι για το πότε ή και για το εάν πράγματι συνέβη ή το φαντάστηκαν. Τους το θυμίζουν όμως τα ψηλά πράσινα κάγκελα που προστέθηκαν γύρω από το κτίριο μετά την επίθεση, τα οποία υπάρχουν εκεί μέχρι και σήμερα (βλ. και τη φωτογραφία παραπάνω) και παραπέμπουν μάλλον σε ένα στοιχείο οχύρωσης, ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης, παρά στην ανοικτότητα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει την αυτοαποκαλούμενη θρησκεία της αγάπης. Το κτίριο φαίνεται να φτιάχτηκε με σκοπό όχι μόνο τη λήθη, αλλά και την επιτήρηση. Σαν μια παραλλαγή του Πανοπτικού: το ίδιο παρακολουθεί, επιτηρεί, αλλά δεν θέλει να το βλέπουν.
Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι κανείς από τους αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες που υπήρξαν στη γειτονιά δεν κατέδωσε τους δράστες στις αρχές, οι συνειρμοί με όσα συνέβαιναν κατά την περίοδο της κατοχής αρχίζουν να γίνονται πολλοί και όχι ιδιαίτερα κολακευτικοί για τους ενοίκους του σιδηρόφρακτου κτιρίου[3], το οποίο, σαράντα ήδη χρόνια από τότε που «φυτεύτηκε» στη συνοικία, φαντάζει κάτι τελείως ξένο και ασύνδετο προς αυτή. Περιττό να προσθέσουμε ότι ούτε οι ένοικοι του Πανοπτικού -εάν υπάρχουν- ούτε γενικά κανείς άλλος εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος συμμετείχε ποτέ στις εκδηλώσεις μνήμης για τις εκτελέσεις του 44, ούτε διοργάνωσαν ποτέ, όσο γνωρίζουμε, κάποια άλλη με δική τους πρωτοβουλία, ούτε προέβησαν σε κάποια δημόσια πράξη ή έκφραση που να δείχνει ότι λυπούνται για τους δεκάδες ανθρώπους που χάθηκαν, και τους άλλους που επέζησαν αλλά σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από το τραύμα αυτής της απώλειας, και οι οποίοι υποτίθεται ότι αποτελούν το ποίμνιό τους. Κάτι τελοσπάντων, οτιδήποτε, που να δείχνει ότι θεωρούν τους θανάτους αυτούς άξιους να πενθηθούν…
…Η προσφυγική διάσταση
Υπάρχει μία ακόμα διάσταση του συμβάντος της Κοκκινιάς –αλλά και συνολικά του φαινομένου της άοπλης και ένοπλης κινητοποίησης των μαζών στην Ελλάδα της δεκαετίας του 40- που έχει κανείς την αίσθηση ότι είναι σκανδαλωδώς απούσα, ή ότι καταγράφεται ουσιοκρατικά και παραμορφωμένα στον ξύλινο λόγο των δημόσιων επετειακών επιτελέσεων.
Αν κανείς διατρέξει τα ονόματα των εκτελεσμένων που αναφέρονται στην πρώην Μάντρα και νυν Μουσείο, θα βρει ανάμεσα σε αυτά εγγραφές όπως οι παρακάτω: Λάζαρος Παπουλίδης, Γεώργιος Κινανιλίδης ή Κινάνογλου, Ιωάννης Καβαδάκογλου ή Καβαδάκος, Σουλτάνα Κοβακίδου, Ευδόκιμος Ιγνατιάδης, Γεώργιος Μούχτογλου, Κοσμάς Ιορδάνογλου, Παύλος Κυζιρίδης, Σταύρος Μαλίμογλου, Αθανάσιος Χαμελίδης ή Χιμπλίδης, Απόστολος Περιζίδης, Αμφιλόχιος Τζανέτογλου, Αρτέμιδα Τριανταφυλλίδη, Σταύρος Τροχίδης ή Τριχίνογλου, Σίμος Κεστεκίδης, Ευάγγελος Μαγνήσαλης, Παύλος Κουλουψούζης, Ελευθέριος Αρναούτογλου, Παναγιώτης Φιλίπογλου ή Φιλιπίδης, Κωνσταντίνος Καμαλακίδης, Τρύφων Γεώργογλου, Σίμος Δοβλέτογλου, Ηλίας Πατόσογλου … Αλλά και: Α. Σαμιχή, Ντικράν Τοπαλιάν, Σαρκής Κεοσκεοσιάν, Κιρκόρ Καλατερτζάν ή Καλεντεριάν, Λεβόν ή Έγια Γκιουζενιάν ή Αντιγκιουζέλης, Κεβόρκ Πατσαλιάν, Αράμ Γκεοτζιάν, Αράμ Γκαρός, Μισάκ Μπιλικιάν (του Αρτίν), ΕΛΑΣίτης, Βαρταβάρ Μπιλικιάν (του Αρτίν), ΕΛΑΣίτης, Καραμπέτ Κουγιουμτζιάν …
Το όνομα –ή ακριβώς, εν προκειμένω, τα ενίοτε περισσότερα του ενός ονόματα- που φέρει ο καθένας από τους παραπάνω ανθρώπους, δείχνει ήδη εύγλωττα αυτό που θέλουμε να πούμε πριν το πούμε: ονόματα που βρίσκονται στα όρια της κανονιστικής ελληνικότητας, με ρίζες τουρκικές, αρμενικές ή εβραϊκές και με καταλήξεις που ταλαντεύονται ακόμα ανάμεσα στο –όγλου (ή το -ιάν) και τον εξελληνισμό του σε –ίδης … ή που ταλαντεύονται γενικώς, δεν έχουν προλάβει ακόμα να κατασταλάξουν και να αφομοιωθούν στα κατάστιχα και τα δελτία ταυτότητας του έθνους κράτους … άνθρωποι που, όσο ζούσαν, η ελληνική γραφειοκρατία δεν είχε ακόμα καταφέρει να τους χωρέσει σε ένα σταθερό και μοναδικό ονοματεπώνυμο, ενώ όταν πεθαίνουν ίσως δεν ενδιαφέρεται και πολύ να τους εξατομικεύσει και να τους πενθήσει –όπως κάνει και σήμερα με τους “λαθρομετανάστες”. Το ότι η Νίκαια –όπως και η Καλαμαριά, στην οποία επίσης έγινε μπλόκο από τους Ναζί τέσσερις μέρες νωρίτερα- ήταν προσφυγομάνα, ήταν ήδη γνωστό· λιγότερο γνωστό είναι ότι σε αυτήν υπάρχει ακόμα και σήμερα συνοικία που λέγεται Αρμενικά, η οποία βρίσκεται δυτικά από τα (ακριβώς) Μανιάτικα –ακόμα μια συνοικία δηλωτική της γεωγραφικής/ εθνοτικής προέλευσης των κατοίκων της. Από τα Μανιάτικα επιχείρησαν να εισβάλουν οι ταγματασφαλίτες στη Νίκαια κατά τη μάχη του Μαρτίου του 44, ενώ επιφανή στελέχη της σημερινής Χρυσής Αυγής προέρχονται επίσης από εκεί (όπως άλλωστε και από την ίδια τη Μάνη).
Ο πατέρας μου έλεγε πως όλοι οι αστυνόμοι ήταν απ’ τα Μανιάτικα, αυτή η περιοχή είναι κάτω από την οδό Τζαβέλα, πολύ φτωχοί και αυτοί, αλλά άλλη φάρα, ξεροί όπως ο τόπος τους και η γειτονιά τους χτισμένη όπως η Μάνη. Αυτοί ήταν η παλιά Ελλάδα και οι Κοκκινιώτες ήταν οι Τουρκόσποροι. Είχαν και στα Μανιάτικα πολλούς κομμουνιστές μαζί με πολλούς φασίστες. Οι μισοί σκοτώσαν τους άλλους μισούς στον εμφύλιο κάτω στη Μάνη.
Η γενικευτική αφήγηση για την “ηρωική Ελλάδα που αντιστάθηκε σύσσωμη” έχει παραγάγει και τις εξίσου ουσιοκρατικές υπο-αφηγήσεις της για επιμέρους περιπτώσεις, π.χ. “οι πρόσφυγες αντιστάθηκαν μαζικά γιατί ήταν πατριώτες (ή/ και δημοκράτες)”. Εμείς δεν μιλάμε γι’ αυτό. Δεν μας ενδιαφέρει το ερώτημα τι ήταν πάντοτε μια πληθυσμιακή ομάδα, (μόνη δυνατή απάντηση: τίποτε), αλλά τι έγινε/ γίνεται. Όχι το être αλλά το devenir minoritaire. Θεωρούμε ότι αυτό που αποτυπώνεται σε όλα αυτά τα στοιχεία από την ιστορία των οδομαχιών, τη χωροταξική διάταξη των οικισμών, το νομαδισμό των ονομάτων τους, των ονομάτων των οδών (Ικονίου, Κασταμονής, Κιλικίας, Λαοδικείας, Μερσίνης) και των ανθρώπων, και την οικο-πολεοδομική δράση του ελληνικού κράτους (και παρακράτους) και των ιδεολογικών του μηχανισμών, είναι η προσπάθεια ελέγχου και πειθάρχησης των «επικίνδυνων πληθυσμών» που αποτελούσαν οι ύποπτων εθνικών και κοινωνικών φρονημάτων πρόσφυγες της δεκαετίας του 20. Όπως επίσης, και κυρίως, η έξοδος, η λιποταξία των εσωτερικά αποικιοκρατούμενων αυτών πληθυσμών από την έγκληση του έθνους-κράτους ή/ και του κεφαλαίου, τα δίκτυα αλληλεγγύης που συγκροτούσαν και το σύνολο των πρακτικών που ανέπτυσσαν οι οποίες διαρκώς ξεχείλιζαν, περίσσευαν από τις προσπάθειες του κράτους και των ιεραποστόλων του να τους αστυνομεύσουν[4].
Κάτι ακόμα που προκύπτει από την εξέταση αυτή είναι η γενεαλογική σύνδεση της ελληνικής ακροδεξιάς με αυτή την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να επιτύχει μία πλήρη γνώση, κωδικοποίηση και ταξινόμηση σχετικά με τους άγνωστους και (γι’ αυτό) επικίνδυνους πληθυσμούς που συνέρρευσαν απότομα μέσα στα σύνορά του κατά τη δεκαετία του 20. Για τις ανάγκες μιας άμεσης πολιτικής-ιδεολογικής αντιπαράθεσης, μπορεί να είναι ενίοτε χρήσιμο να λέμε ότι «οι Χρυσαυγίτες είναι απόγονοι των ταγματασφαλιτών». Από αναλυτική άποψη όμως, είναι πιο ενδιαφέρον να διαβάσουμε τόσο τους μεν, όσο και τους δε ως ισάριθμες εκφράσεις μιας γενεαλογίας αιχμαλώτισης, ως λίγο ή πολύ ασταθείς στρατολογήσεις των ελληνικών ή/ και γερμανικών αρχών κατοχής για τη δημιουργία δικτύων παρακολούθησης, καταγραφής και εάν χρειαστεί –που συχνά χρειάζεται, όπως φάνηκε πιο πρόσφατα στη δολοφονία του άτυχου Παύλου Φύσσα από μέλη της ΧΑ Νίκαιας- καταστολής των εσωτερικά αποικιοκρατούμενων πληθυσμών.
Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι, όποτε εξετάσουμε λίγο τα φαινόμενα αυτά, σε κάθε βήμα ξεπροβάλλει η ιδέα ότι η εθνοτική διάσταση καθόρισε εξίσου με την ταξική, αν όχι περισσότερο –ή από κοινού και σε συνδυασμό με αυτή- τη συμμετοχή στην αντίσταση (που έρχεται πρώτα). Άλλωστε, οι δύο αυτές διαστάσεις δεν είναι στεγανά διακριτές, αλλά συχνά είναι δύο ονόματα για το ίδιο ουσιαστικά φαινόμενο. Ας πούμε, η ίδια η Μάντρα όπου έγιναν οι εκτελέσεις, και όπου σήμερα στεγάζεται το μουσείο και διασώζονται τα προαναφερθέντα ονόματα, ήταν παλιό ταπητουργείο, ήδη ανενεργό την περίοδο της κατοχής, μιας αγγλικής εταιρείας με την εύγλωττη επωνυμία «Oriental Carpet». Ως εργατική δύναμη στο εργοστάσιο αυτό χρησιμοποιήθηκαν προφανώς οι ξεριζωμένοι από τις περιφράξεις των νέων καθαρών κρατών της Ελλάδας και της Τουρκίας, μόλις αυτά επέτυχαν την «εθνική τους ολοκλήρωση», οι οποίοι –και οι οποίες- είχαν χάσει κάθε άλλη πρόσβαση σε μέσα παραγωγής και διέθεταν ήδη αρκετή τεχνογνωσία στην παραγωγή ανατολικών χαλιών. Ένας πληθυσμός χωρίς μέσα επιβίωσης για ένα κεφάλαιο σε αναζήτηση «γυμνής ζωής» προς εκμετάλλευση.
Ευτυχώς, η διάσταση αυτή τελευταία άρχισε να αναφέρεται και να θεματοποιείται πιο συστηματικά σε ιστορικές μελέτες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη το οποίο ανέδειξε τη διάσταση αυτή σε σχέση με τις αθηναϊκές προσφυγικές συνοικίες του Βύρωνα και της Καισαριανής. Μία ανάλογη εργασία μένει να γίνει και για την Κοκκινιά, όπως βέβαια και για την Τούμπα ή την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, και σίγουρα για άλλες συνοικίες άλλων πόλεων. Από πρακτική όμως άποψη, πρέπει επίσης να επινοήσουμε τρόπους ώστε να ενταχθεί η διάσταση αυτή στη δημόσια επιτέλεση της μνήμης και την πένθηση των απωλειών, κατά τρόπο που να μας βοηθά να ανοίξουμε μία γραμμή φυγής από την ουσιοκρατία του έθνους ή της τάξης ή του κόμματος που πάντοτε αντιστέκεται.
Στο λύκειο άλλαξα σχολείο. Ούτε που ήθελα να ακούσω για τα σχολεία της γειτονιάς, διευθυντές, γυμνασιάρχες, δάσκαλοι, καθηγητές όλοι αφοσιωμένοι στην «εξημέρωσή» μας, στη μετατροπή των ατίθασων παιδιών, γόνων των τουρκόσπορων και των κομμουνιστών, σε γνήσιους πατριώτες και Ευρωπαίους πολίτες! Θυμάμαι μια ζωή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να κουνάν το κεφάλι με απόγνωση: «είστε το χειρότερο τμήμα!» να λένε, αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν «καλά» τμήματα στο σχολείο -όλα τα τμήματα ήταν «χειρότερα». Εμείς εδώ στην Νίκαια είμασταν πάντα οι απολίτιστοι ξένοι, ατίθασα παιδιά από γονείς ανατολίτες, και αυτοί οι εκπολιτιστές. Πέρασαν χρόνια για να το καταλάβω. Ίσως αν το είχα καταλάβει νωρίτερα να είχα κανονικοποιηθεί και να μην έλεγα τώρα αυτά που λέω …
[i] Σημειωτέον ότι, το Μάιο του 1984, ένας πλοίαρχος του ελληνικού εμπορικού ναυτικού ονόματι Αντώνιος Πλυτζανόπουλος, κυβερνήτης του φορτηγού «Γαρυφαλιά» που έπλεε ανοιχτά των ακτών της Σομαλίας, είχε ρίξει στη θάλασσα έντεκα Αφρικανούς λαθρεπιβάτες «για να τους φαν οι καρχαρίες» (όπως και πράγματι συνέβη τελικά). Με βάση τη σπανιότητα του επωνύμου τείνουμε να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για γόνο της ίδιας εκλεκτής οικογένειας, αλλά δεν μπορέσαμε να το επαληθεύσουμε από κάπου. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για ιδεολογικό της συγγενή.
[2] Από μία τέτοια παράθεση την αντιγράψαμε κι εμείς παραπάνω. Διατηρούμε επιφυλάξεις για την ακρίβεια της διατύπωσης, η οποία φαίνεται να έχει προσαρμοσθεί κάπως στη δημοτική.
[3] To 1982, o σκηνοθέτης Διονύσης Γρηγοράτος γύρισε για λογαριασμό της ΕΡΤ ένα ημιδραματοποιημένο ντοκυμανταίρ με τίτλο «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς». Στην ταινία αυτή, που είναι διαθέσιμη ηλεκτρονικά, μεταξύ άλλων υπάρχει ένα πλάνο (λίγο πριν και λίγο μετά το 42ο λεπτό) όπου εμφανίζονται κομπάρσοι –ενδεχομένως οι ίδιοι οι επιζώντες κάτοικοι που παίζουν τους εαυτούς τους- συγκεντρωμένοι μπροστά στην εκκλησία της Οσίας Ξένης, και άλλοι που υποδύονται Γερμανούς στρατιώτες να τους επιτηρούν με βλοσυρό ύφος και αυτόματα στα χέρια. Στο πλάνο λοιπόν αυτό, οι Γερμανοί στρατιώτες στέκονται … στο μπαλκόνι του κτιρίου της Μητρόπολης!!! Το οποίο φυσικά δεν υπήρχε το 44, αλλά όταν ο σκηνοθέτης χρειάστηκε έναν χώρο που να δείχνει εχθρικός, απειλητικός και εξουσιαστικός για τους κατοίκους της Νίκαιας, αυτό εμφανίστηκε ως η πιο εύλογη επιλογή. Δεν γνωρίζουμε εάν ο Γρηγοράτος είχε υπόψη του την προϊστορία του κτιρίου και θέλησε να κάνει έναν υπαινιγμό σε αυτήν, ή απλώς με βάση την εικόνα του υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο πιο φυσικός χώρος για να στέκονται οι Γερμανοί. Πάντως, οι θεατές που δεν γνωρίζουν πότε χτίστηκε η Μητρόπολη, μένουν με την εντύπωση ότι προϋπήρχε του μπλόκου.
[4] Για όλα αυτά ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε στο: Άκης Γαβριηλίδης, Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ισνάφι, Γιάννινα 2014. Επίσης, το παρόν κείμενο αντλεί από το έργο «Ανασκαφή 2004» της Μαρίας Σαρρή, μια εικαστική προσέγγιση του χώρου με επιτόπια έρευνα, συλλογή στοιχείων και περφόρμανς.
*επιλεγμένα αποσπάσματα από το κείμενο των Άκη Γαβριηλίδη – Μαρίας Σαρρή