Dirty wars Τα βρόμικα μυστικά του πολέμου κατά της τρομοκρατίας
Η “αρχιτεκτονική της κόλασης” είναι ένα σουηδικό ντοκιμαντέρ του 1989, σκηνοθετημένο από τον Πήτερ Κόεν σε αφήγηση του Ρολφ Αρσένιους.
Η ταινία εξερευνά την εμμονή του Αδόλφου Χίτλερ είχε με το δικό του ιδιαίτερο όραμα ως προς το τι ήταν και τι δεν ήταν αισθητικά αποδεκτό και πώς εφαρμόστηκαν αυτές οι έννοιες στη διάρκεια του Τρίτου Ράιχ. Η εμμονή του με την τέχνη που θεωρείται καθαρή, σε αντίθεση με τα δήθεν εκφυλισμένα avant-garde έργα εβραίων και σοβιετικών καλλιτεχνών, αποκαλύπτεται βαθιά συνδεδεμένη με την εξίσου υποκειμενική και αυστηρή εξιδανίκευση του Χίτλερ για την φυσική ομορφιά και την υγεία. Μια σειρά των λεγόμενων εκθέσεων εκφυλισμένης τέχνης επιχορηγούταν προκειμένου να απεικονίζουν την μοντερνιστική ζωγραφική και γλυπτική ως εκφράσεις της ψυχικής ασθένειας και της γενικής διαφθοράς. Η κλασική τέχνη που ενίσχυσε το προσωπικό γούστο του Χίτλερ, από τα Ρωμαϊκά αγάλματα μέχρι τις ολλανδικές ελαιογραφίες, αδρανοποιήθηκε από όλη την ναζιστική κατεχόμενη Ευρώπη.
Ο Χίτλερ εμφανίζεται ως ερασιτέχνης αρχιτέκτονας, σχεδιάζοντας νέα κτίρια για το Τρίτο Ράιχ που εκφράζουν το αυτοκρατορικό του όραμα για να ανταγωνιστούν εκείνα της κλασικής αρχαιότητας. Λέγεται ότι ήταν πολύ εξοικειωμένος με τις μεγάλες όπερες της Ευρώπης. Επισκέπτεται το Παρίσι με μια ομάδα αρχιτεκτόνων και καλλιτεχνών επιφορτισμένη με την ανοικοδόμηση του Βερολίνου ώστε να ταιριάζει με τη ναζιστική αισθητική. Η ταινία θεωρεί ότι η συγγένεια του Χίτλερ με την ελληνική και ρωμαϊκή αρχαιότητα εκφράζεται επίσης στην επιμονή του για μια ολοκληρωτική στρατηγική του πολέμου. Σε αυτό που ο Χίτλερ φανταζόταν ότι ήταν η Σπάρτης και η Ρώμη, ο πόλεμος είχε τη σημασία της εξολόθρευσης του εχθρού και της υποδούλωσης του πληθυσμού διαγράφοντας την ιστορία των ηττημένων.
*η μετάφραση του ντοκιμαντέρ στην ελληνική γλώσσα έγινε από ομάδα υποτιτλισμού της κατάληψης Σινιάλο. Μας εντυπωσίασαν τα πλούσια στοιχεία που φωτίζουν μια τελείως άγνωστη πλευρά του ναζισμού. Με δεδομένο ότι οι Ναζί κινηματογραφούσαν σχεδόν όλες τους τις κινήσεις, έχουμε τώρα την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε σπάνιες εικόνες από τα αρχεία τους και να κατανοήσουμε σε βάθος μια σημαντική πλευρά της ιδεολογικής υπόστασης του εθνικοσοσιαλισμού. Η επιμελλημένη συσκότηση της αστικοδημοκρατικής λογικής για την κοινωνική πρόσληψη της ναζιστικής ιδεολογίας από τη μία και η οικονομοκεντρική νομοτέλεια της μαρξιστικής ερμηνείας του φασισμού από την άλλη μάς έχουν αποκλείσει από την ουσιαστική κατανόηση του φαινομένου: τις διεργασίες της αποδοχής του σε επίπεδο κοινωνικής συνείδησης. Αυτό το ντοκιμαντέρ αποπειράται να καλύψει αυτή τη διεργασία με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: αποκωδικοποιώντας την ίδια τη γλώσσα του εθνικοσοσιαλισμού.
Το «Κογιανισκάτσι» ήταν μια πρωτότυπη κινηματογραφική σύλληψη της ξέφρενης κι αλόγιστης ζωής στις μεγαλουπόλεις των Δυτικών κοινωνιών. Το «Παουακάτσι» αντίθετα μιλά για το ανθρώπινο βίωμα στις λεγόμενες υποανάπτυκτες χώρες. Ο τρελός ρυθμός και τα αξελερέ του «Κογιανσκάτσι» δίνουν τη θέση τους σε τελετουργικά ρελαντί, που καταγράφουν τη μεγαλοπρέπεια της ανθρώπινης χειρονομίας, το μόχθο ή τη χαρά του προσώπου, την ομορφιά ενός λαϊκού χορού ή ενός χειροτεχνήματος, το δέος κατά τη διάρκεια της θρησκευτικής ενατένησης. Αλλά η ισορροπία αυτής της ζωής ανατρέπεται στις μεγαλουπόλεις του Τρίτου Κόσμου, όπου είναι γυρισμένο το τελευταίο μέρος του «Παουακάτσι».
Το Κογιανισκάτσι, γνωστό και ως Κογιανισκάτσι: Ζωή χωρίς ισορροπία (Koyaanisqatsi: Life out of Balance), είναι μια ταινία που γυρίστηκε από το 1975 μέχρι το 1982 και σκηνοθετήθηκε από τον σκηνοθέτη Γκόντφρεϊ Ρέτζιο. Ήταν το πρώτο μέρος της τριλογίας Κάτσι, και ακολουθήθηκε από τις ταινίες Πογουακάτσι (την οποία θα προβάλλουμε την Πέμπτη 21/8) και Νακοϊκάτσι. Η μουσική της ταινίας γράφτηκε από τον Φίλιπ Γκλας, και η εικονοληψία έγινε από τον Ρον Φρικ.
Η ταινία αποτελείται κυρίως από πλάνα πόλεων και φυσικών τοπίων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Δεν υπάρχει διάλογος, αφήγηση, και ηθοποιοί. Ο τόνος του κάθε μέρους της ταινίας καθορίζεται από το συνδυασμό των εικόνων και της μουσικής.
Μιά απότιση φόρου τιμής στους μουσικούς του Τερέζιενσταντ, ενός φρικτού στρατόπεδου συγκέντρωσης κοντά στην Πράγα. Εκεί οι Ναζί σύναξαν επιφανή μέλη της Εβραϊκής επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας, ως επί το πλείστον ηθοποιούς, συγγραφείς και μουσικούς, πριν από την οριστική μεταγωγή τους στο Αουσβιτς.
Η Anne Sofie von Otter διάλεξε τραγούδια για καμπαρέ, οπερέτες, παιδικά τραγουδάκια, Βιεννέζικα βάλς, νανουρίσματα και μπαλάντες – όλα από Εβραίους συνθέτες που πέρασαν απ’ το στρατόπεδο (Karel Svenk, Adolf Strauss, Martin Roman) πριν οδηγηθούν στους θαλάμους αερίων.
Ένα νανούρισμα γι’ αυτούς που αντί να γκρεμίζουν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου γης, επιλέγουν να τα χτίσουν στην ίδια τους την “πατρίδα”…