Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να (προσδι)ορίσει κανείς έναν «χώρο». Ένας από αυτούς είναι ο ορισμός του δια μέσου των υλικών μορφοποιήσεων που αναγνωρίζονται στο εσωτερικό του ή περιμετρικά αυτού (για παράδειγμα, μια πόλη προσδιορίζεται από τους δρόμους ή τα σημεία εκείνα που αποτελούν τα φυσικά σύνορά της).
Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση δεν είναι ανεξάρτητη από τις διαδικασίες –ατομικές ή συλλογικές- που αποτυπώνουν τις σχέσεις που αναπτύσσονται (ή δεν αναπτύσσονται) σε ένα χώρο και νοηματοδοτούν τις υλικές μορφοποιήσεις τροφοδοτώντας τις με περιεχόμενα.
Η νοηματοδότηση αυτή αποτελεί κύριο διακύβευμα των πόλεων για τις καπιταλιστικές σχέσεις. Αν θεωρηθεί ότι η υλική αποτύπωση των σύγχρονων πόλεων χωρίζεται σε τρεις ζώνες (Ιδιωτική, Δημόσια, Κρατική), τότε είναι αυτονόητο ότι, στην κοινωνία που καθορίζεται από την Εμπορευματική παραγωγή, όλες αυτές οι ζώνες πρέπει να συμβάλλουν και στην απρόσκοπτη και ανεμπόδιστη κυκλοφορία του Κεφαλαίου μέσα στην πόλη.
Αν αφήσουμε στην άκρη τους Κρατικούς χώρους (Κρατικά κτίρια, Αστυνομικά τμήματα, Δημαρχεία, Εφορίες και λοιπές κρατικές υπηρεσίες) ως χώρους πολιτικής διαχείρισης των καπιταλιστικών σχέσεων, η σχέση ανάμεσα στο Δημόσιο χώρο και τον Ιδιωτικό αποτελεί το σημείο τριβής πάνω στο οποίο συμπυκνώνονται οι δυνάμεις και οι επιδιώξεις διείσδυσης του Κεφαλαίου μέσα στο μητροπολιτικό πεδίο.
Θεωρώντας τον Δημόσιο χώρο ως την χωρική αποτύπωση της «δημόσιας σφαίρας», του πεδίου εκείνου δηλαδή μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η διαλεκτική των ανθρώπινων σχέσεων δίχως να υπόκειται σε κανενός είδους εμπορευματική σχέση, γίνεται αντιληπτό ότι ο χώρος αυτός εξ ορισμού έχει ελάχιστα να προσφέρει στο διαρκές καπιταλιστικό διακύβευμα της σχέσης μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Και γι’ αυτό το λόγο δέχεται την επιτηδευμένη απαξίωση της Κυριαρχίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Δημόσιος χώρος θα εγκαταλειφθεί, θα απονεκρωθεί, θα ερημοποιηθεί και τελικά θα απαξιωθεί στην κοινωνική συνείδηση ως ένα έδαφος που απλώς υπάρχει για να «διασχίζεται» μέσα στις αχανείς μητροπολιτικές ροές. Και μάλιστα, θα διασχίζεται «τρέχοντας» αφού πρώτα θα έχει εμποτιστεί από το Φόβο της μη-ασφάλειας που καλλιεργείται και διαχέεται από τους κυρίαρχους μηχανισμούς και τα Μ.Μ.Ε.
Αυτή η πραγματικότητα της απαξίωσης και απονέκρωσης μετατρέπει το Δημόσιο χώρο σε βορά του «αναπτυξιακού» Κεφαλαίου που έρχεται να τον «αξιοποίησει» με την πρόφαση της διευκόλυνσης των πληθυσμών, της κάλυψης κοινωνικών αναγκών, του καλλωπισμού της πόλης, της μετατροπής του σε ένα «ασφαλές» περιβάλλον.
Οι πεζόδρομοι και οι πλατείες γεμίζουν τραπεζοκαθίσματα, τα πάρκα γεμίζουν καφετέριες και εμπορικά κέντρα που «πουλάνε με θέα το πράσινο», οι αλάνες μετατρέπονται σε πολυόροφα πάρκινγκ αυτοκινήτων κ.ο.κ. Πρόκειται για την επέλαση του Κεφαλαίου που έρχεται να αναδιατάξει και να επανανοηματοδοτήσει το Δημόσιο τοπίο, αφαιρώντας τα χαρακτηριστικά ελευθερίας του και τροφοδοτώντας το με περιεχόμενα που το ορίζουν εκ νέου στη βάση των καπιταλιστικών προσταγών. Έτσι, ο Δημόσιος χώρος λαμβάνει έναν χαρακτήρα ημι-δημόσιο ή καλύτερα ημι-ιδιωτικό, αφού ο μετασχηματισμός που πραγματοποιείται έχει τόσο επιθετικά χαρακτηριστικά που επικαθορίζει τελικά όποια σχέση αναπτύσσεται στο εσωτερικό του.
Ένας μετασχηματισμός που παίρνει σάρκα και οστά από τη διάχυτη αλλοτρίωση των ανθρώπων, τα αδιέξοδα των σχέσεων που σκορπίζονται στη μαζική διασκέδαση και κουλτούρα, την απαξίωση της πραγματικής επικοινωνίας, της δημιουργικότητας, της έμπνευσης…
Στο Αιγάλεω, η λεηλασία των Δημόσιων χώρων αποτελεί φαινόμενο των τελευταίων ετών και συνοδεύτηκε από την ευρύτερη επέλαση του μεγάλου κεφαλαίου (ΜΕΤΡΟ, ΙΚΕΑ), το ρίζωμα του τριτογενούς τομέα στην περιοχή και τη μετατροπή της σε εμπορικό θύλακα των Δυτικών Προαστίων. Παρ’ όλο που, από πολύ νωρίτερα, εκτάσεις του Μπαρουτάδικου καταπατήθηκαν και μοιράστηκαν σε κρατικούς και ιδιωτικούς φορείς (Καφετέρια ΑΛΕΑ, ΤΕΙ Αθήνας, σχολεία, γήπεδα τοπικών ομάδων), τα τελευταία χρόνια έχουμε να κάνουμε με μια πρωτόγνωρη (για τα δεδομένα της πόλης) εισβολή του Ιδιωτικού μέσα στο Δημόσιο τοπίο.
Αγίας Λαύρας, Αγίου Κωνσταντίνου, Χρυσοστόμου Σμύρνης, Μοσχονησίων, Μάκρης, πλατεία Εσταυρωμένου, πλατεία Λέλας Καραγιάννη, πλατεία Δαβάκη, πλατεία Γρηγορίου Λαμπράκη, πλατεία Ελευθερίας, Μπαρουτάδικο, Πατινάζ είναι λίγοι μόνο από τους πολλούς δημόσιους χώρους (πεζόδρομοι, πλατείες, πάρκα) που τα τελευταία χρόνια έχουν περάσει σε ένα ιδιότυπο ημι-ιδιωτικό καθεστώς με την πλήρη αρωγή των δημοτικών αρχών που εκδίδουν άδειες με χρηματικά ανταλλάγματα. Αυτά τα μαγαζιά –που έχουν γεμίσει ασφυκτικά με τραπεζοκαθίσματα κάθε σπιθαμή γης- βγάζουν φράγκα πουλώντας «δημόσιο» που με τη σειρά τους έχουν νοικιάσει από τους αρχοντίσκους της εκάστοτε δημοτικής αρχής. Και το θέμα δεν είναι μόνο αυτό.
Η επέλαση και εγκαθίδρυση των τραπεζοκαθισμάτων της mainstream ή εναλλακτικής διασκέδασης και μαζικής κατανάλωσης είναι επιθετικές σε τέτοιο βαθμό που δεν αφήνουν κανένα περιθώριο διαφορετικής χρήσης των συγκεκριμένων χώρων. Είναι ενδεικτικό ότι αρκετά από τα σημεία που αναφέρθηκαν παραπάνω είναι αδύνατο ακόμα και να τα διασχίσει κανείς.
Κι ολοένα η κατάσταση χειροτερεύει. Όσο η ιδιώτευση και το ιδιωτικό στοιχείο κερδίζουν χώρο από τα συλλογικά πεδία ελευθερίας, τόσο αργά αλλά σταθερά το Αιγάλεω θα μετατρέπεται σε μια μισητή πόλη. Τόσο αργά αλλά σταθερά θα πληθαίνει γύρω μας η Ασφυξία… Μέχρι τη στιγμή που θα αποφασίσουμε να πάρουμε τις Ζωές και την πόλη στα δικά μας χέρια…
[Το παραπάνω κείμενο δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Carex Flacca της κατάληψης Σινιάλο τον Ιούλη ’14]