Από τετράδιο μαθήτριας 3η Λυκείου...
Κατάληψη Παπουτσάδικο (Χαϊδάρι): “Κινούμαστε σε αντίθετο ρεύμα”
Καμία διαγραφή φοιτητή!
Από τις μειώσεις μισθών, τις απολύσεις, την επέκταση των επισφαλών σχέσεων εργασίας μέχρι την καταστολή, την τρομοκρατία και τον εγκλεισμό χιλιάδων μεταναστών εργατών σε στρατόπεδα συγκέντρωσης φαίνεται ξεκάθαρα πως η διαχείριση της κρίσης σημαίνει την ολοένα και πιο βίαιη υποτίμηση και απαξίωση της ζωής και της εργασίας μας. Βιώνουμε μια ταξική επίθεση των αφεντικών και των κυβερνήσεων τους πάνω μας, που στόχο έχει την υπέρβαση της καπιταλιστικής κρίσης προς όφελός τους. Σε αυτό το πλαίσιο, εντείνεται και “νομιμοποιείται” η αναδιάρθρωση η αναδιάρθρωση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση (όπως και στις υπόλοιπες βαθμίδες) με την επέκταση επισφαλών σχέσεων εργασίας (εργολαβίες), την άμισθη εργασία μεταπτυχιακών και διδακτορικών φοιτητριών, την περαιτέρω επιχειρηματικοποίηση, τη μετακύλιση του κόστους φοίτησης στους φοιτητές και στις οικογένειες τους, την αύξηση της καταστολής, την αποστείρωση των πανεπιστημιακών χώρων, την εντατικοποίηση και την πειθάρχηση.
Το τελευταίο διάστημα, λοιπόν, γίνεται λόγος μέσα από δημοσιογραφικές πηγές, που έχουν επιβεβαιωθεί και από το Υπουργείο, για διαγραφές 180.000 “αιωνίων” φοιτητών, σύμφωνα με το νόμο πλαίσιο 4009/11. Πιο συγκεκριμένα ο νόμος ορίζει ότι οι φοιτήτριες που εγράφησαν μέχρι το 2004-05 “θεωρείται ότι έχουν απολέσει αυτοδικαίως τη φοιτητική τους ιδιότητα από τη λήξη του ακαδημαϊκού έτους 2013-14, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον οργανισμό” (για τους 2005-06 ορίζεται αντίστοιχα το 2014-15).
Οι ρητορείες περί αναγκαιότητας των διαγραφών συνήθως συνοδεύονται και από μια χοντροκομμένη μπουρδολογία, που μιλά για «τεμπέληδες αιώνιους που κοστίζουν στους φορολογούμενους», η οποία είναι καταφανώς παραπλανητική και έχει, μεταξύ άλλων, ως στόχο τη διαίρεση των φοιτητών σε επιμελείς και σε τεμπέληδες/αιώνιους, με τους πρώτους να αποδέχονται τις διαγραφές των δεύτερων ή ακόμα χειρότερα να τις στηρίζουν ανοιχτά (π.χ. καριερίστες, που νιώθουν ότι το πτυχίο τους θα αποκτήσει μεγαλύτερη αξία). Εμείς απ’ την πλευρά μας ξέρουμε ότι οι συμφοιτήτριες μας, που έχουν υπερβεί το όριο σπουδών, από τη μία δεν «κοστίζουν», αφού δε δικαιούνται πάσο, σίτιση, στέγαση, συγγράμματα κ.λ.π. (όχι ότι αν κόστιζαν, θα άλλαζε κάτι), ενώ από την άλλη, έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις αναγκαστικά παρατείνει τις σπουδές τους λόγω εργασίας, μόνιμης κατοικίας μακριά από το πανεπιστήμιο, προβλημάτων υγείας κ.α. Και στην περίπτωση όμως, που αυτή η παράταση της φοίτησης είναι ηθελημένη, θεωρούμε πως έχουμε κάθε δικαίωμα να προσαρμόζουμε τους ρυθμούς των σπουδών μας ανάλογα με τις προσωπικές επιλογές και επιθυμίες μας!
Αφήνοντας λοιπόν στην άκρη τα προσχήματα, θα δούμε ότι στην πραγματικότητα οι διαγραφές έχουν ως στόχο την παραπέρα προώθηση της εντατικοποίησης (στην ίδια κατεύθυνση κινούνται άλλωστε και οι υποχρεωτικές παρακολουθήσεις, οι αλυσίδες μαθημάτων κ.λ.π.) και της συνεπαγόμενης πειθάρχησης των φοιτητών. Έτσι, το ν+2 έρχεται να εντείνει την εξατομίκευση, τον ανταγωνισμό και την αποστείρωση, δυσχεραίνοντας την όποια αντίσταση, πόσο μάλλον τις δυναμικότερες μορφές της. Όλα αυτά βεβαίως αποτελούν απαραίτητες προϋποθέσεις, ώστε να συνεχιστεί με ασφαλή τρόπο η μετάβαση από το υπάρχον μοντέλο πανεπιστημίου σε ένα όλο και πιο παραγωγικό για τις ανάγκες των αφεντικών.
Κάτι πολύ σημαντικό που θα πρέπει να τονιστεί από την “καυτή” παράγραφο του νόμου, η οποία αναγράφεται πιο πάνω και αναφέρεται στις διαγραφές, είναι η φράση: «εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από τον οργανισμό».*
Σε αυτό το κλίμα προστίθενται και οι πρόσφατες δηλώσεις του υπουργού, κατά τη διάρκεια συνάντησής του με την ομοσπονδία των διοικητικών υπαλλήλων, ότι για να δημιουργηθούν οι νέες θέσεις, που τους έταξε για την απορρόφηση των σε διαθεσιμότητα υπαλλήλων (αλλά όχι των κατηργημένων) θα πρέπει να δημιουργηθεί ο οργανισμός. Αυτό φυσικά είναι πολύ πιθανόν να αποτελεί αερολογία.
Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, ότι πιθανόν τα περί διαγραφών θα λειτουργήσουν και ως κερκόπορτα, ώστε οι φοιτήτριες μέσα στην απελπισία τους να συναινέσουν στη δημιουργία του νέου οργανισμού, με ότι αυτό συνεπάγεται, ελπίζοντας σε μια πιο “φιλική” εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών. Πρόκειται για μια προσπάθεια καλλιέργειας αυταπατών, καθώς είναι προφανές ότι από τη μια το σημαντικό είναι η εφαρμογή των διαγραφών αυτή καθ’ αυτή και όχι οι προϋποθέσεις με τις οποίες αυτή θα γίνει, ενώ από την άλλη δεν υπάρχει καμία εγγύηση για την “διευκόλυνση” και για το αν αυτή θα είναι ουσιαστική (μικρού διαστήματος παρατάσεις, καταβολή διδάκτρων, αυστηρά κριτήρια παράτασης – όπως ένσημα, υψηλοί βαθμοί κ.α.).
Απέναντι σε αυτή τη πραγματικότητα, εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε πια να κινούμαστε με τη λογική έκτακτης ανάγκης της τελευταίας στιγμής και της μεγάλης ώρας. Μια λογική που έχει τροφοδοτηθεί από την αριστερά, έτσι ώστε οι αγώνες να στοχεύουν στη “κεντρική πολιτική σκηνή”, να τραβήξουν τη προσοχή των media και τελικά να δώσουν σαν άμεσο αποτέλεσμα την πολυπόθητη πολιτική υπεραξία, καθώς καταρρέουν ηττημένοι στο “κάναμε ότι μπορούσαμε, ψηφίστε εμάς λοιπόν”. Τέρμα πια λοιπόν στις εκτονώσεις, στην ανάθεση των αγώνων σε «ειδικούς», στις ψευδαισθήσεις εκλεγμένων σωτήρων και σε συντεχνιακές λογικές.
Δεν αναλωνόμαστε σε μια άκριτη υπεράσπιση του μέχρι πρότινος «δημοσίου και δωρεάν πανεπιστημίου», αναζητώντας συμμάχους σε όσους έκαναν χρόνια μπίζνες μέσα σ’ αυτό. Άλλωστε, δεν είμαστε εδώ για να υπερασπιστούμε κάποια ακαδημαϊκά συμφέροντα, όπως τα «ισχυρά πτυχία, που μας ξεχωρίζουν από τους άλλους». Να μη δεχτούμε καμία «πιο έξυπνη» εφαρμογή κανενός νόμου-πλαισίου. Είναι μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ, φοιτητές και εργαζόμενες του πανεπιστήμιου να αντιληφθούμε τα κοινά μας ταξικά συμφέροντα, να βρεθούμε σε γενικές συνελεύσεις των συλλόγων, σε πρωτοβουλίες, σε επιτροπές φοιτητριών και εργαζομένων· Nα χτίσουμε από κοινού ενεργές κοινότητες αγώνα ενάντια στην υποτίμηση των ζωών μας.
*Τι είναι όμως αυτός ο περιβόητος οργανισμός; Ο οργανισμός είναι η δομή (το καταστατικό) του πανεπιστημίου. Ρυθμίζει οτιδήποτε αφορά την εσωτερική λειτουργία των ιδρυμάτων, όπως είναι η ίδρυση, η κατάργηση, η συγχώνευση και η μετονομασία, τα πειθαρχικά παραπτώματα, οι υπάρχουσες φοιτητικές παροχές (περίθαλψη, στέγαση, σίτιση, μετακινήσεις, πολιτιστική καλλιέργεια), η προστασία και η ασφάλεια της σχολής, η σύσταση νέων θέσεων διοικητικού προσωπικού, αλλά και διάφορα άλλα.
Η δημιουργία -νέου ουσιαστικά- οργανισμού, η οποία γεννά ελπίδες σε κάποιους για ευνοϊκότερη εφαρμογή του μέτρου των διαγραφών, θα πρέπει αναγκαστικά να έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τον υπάρχοντα νόμο-πλαίσιο 4009/11, που περιλαμβάνει: ρυθμίσεις περί διδάκτρων και χορήγηση φοιτητικών δανείων, συγχωνεύσεις ή καταργήσεις σχολών και τμημάτων “σύμφωνα με τις ανάγκες της εθνικής οικονομίας”. Ακόμη προβλέπει τη δημιουργία του συμβουλίου διοίκησης (αποτελούμενου σε μεγάλο βαθμό από επιχειρηματίες) με τις εξής αρμοδιότητες: την έκδοση ή αναθεώρηση του οργανισμού και του εσωτερικού κανονισμού της σχολής, την σύνδεση του ιδρύματος με την κοινωνία-οικονομία, την παύση κοσμητόρων, τον ορισμό ή μη διδάκτρων για τους μεταπτυχιακούς και άλλα.
Συντονισμός Ελευθεριακών και Αυτόνομων Φοιτητικών Σχημάτων Αθήνας
(ελευθεριακή παρέμβαση φιλοσοφικής, ελευθεριακή παρέμβαση παντείου, αυτόνομο σχήμα ΦΜΣ,
ελευθεριακή παρέμβαση πολιτικών μηχανικών, αυτόνομο σχήμα ΣΚΣ, ελευθεριακό σχήμα ΣΕΜΦΕ)
http://assgtks.espivblogs.net/
Rapport de police (pour Jean Cocteau )
Basse Classe #1, Περιοδικό “Αναρχικών από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά”
Editorial
Η συνάφεια θεωρίας και πράξης δεν παύει ποτέ να είναι ένα από τα βασικότερα διακυβεύματα των απελευθερωτικών διεργασιών. Δίχως να υπονομεύεται η αυταξία τους, είναι το πεδίο του συσχετισμού τους που διαμορφώνει δυναμικά τους όρους και τις δυνατότητες του αγώνα ενάντια στην καταπίεση και την εκμετάλλευση. Η ανάλυση είναι απαραίτητη για τη σύνθεση, η σύνθεση είναι απαραίτητη για τη δράση και η τελευταία ανατροφοδοτεί την όλη διαδικασία.
Στο πλαίσιο αυτό, η διαρκής αλληλεπίδραση λόγου και δράσης αποτελεί μόνιμο ζητούμενο. Στα 18 χρόνια της ύπαρξής της, η συλλογικότητά μας έχει προχωρήσει κατά καιρούς σε μία σειρά από εκδόσεις έντυπου υλικού, θεματικών ή ευρύτερων περιεχομένων, αδιαχώριστα από τη δράση μας. Ζητήματα κεντρικής πολιτικής διαχείρισης, εκεί όπου συμπυκνώνεται η κρατική και καπιταλιστική λειτουργία, είναι αδιαμφισβήτητα πεδία ανάλυσης και εμβριθούς ενασχόλησης για την ανίχνευση των κυριαρχικών ρηγματώσεων. Ταυτόχρονα, η δραστηριοποίηση όχι μόνο σε κεντρικό επίπεδο αλλά και σε γειτονιές με έντονους ταξικούς προσδιορισμούς, κοινωνικές αντιθέσεις και ιστορικές παρακαταθήκες αντιστάσεων ανέδειξε και τη σημασία που έχει η πρόσληψη (ή και η άρνηση) των κυριαρχικών προσταγών στην προοπτική υπονόμευσης της αναπαραγωγής τους στην καθημερινή ζωή. Η αποτύπωση κάθε φορά της προσωπικής-κοινωνικής-πολιτικής εμπειρίας -ως επεξεργασμένου βιώματος κι όχι ως στατικής αυτοαναφορικότητας- είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας ευρύτερης χειραφετητικής κίνησης, που δημιουργεί κοινωνικά γεγονότα και παίρνει θέση στον κοινωνικό/ταξικό ανταγωνισμό, αποτελώντας πρόταση σύνθεσης και εμβάθυνσης στα κρίσιμα ζητήματα που ανοίγονται σε κάθε συγκυρία. Πρόταση για μία διεργασία ανάλυσης σε μόνιμη διαλεκτική σχέση με τη δράση.
Η παρούσα έκδοση εκκινεί μία νέα απόπειρα παραγωγής λόγου, αντλώντας δεδομένα από τα σημεία συνάρθρωσης της κυριαρχίας (θεσμοί, δομές και μηχανισμοί εξουσίας), αλλά και από τα πεδία των τριβών της με τους «από κάτω» (περιφέρεια, γειτονιές και μοριακότητες). Όπως συνάγεται από όλα τα παραπάνω, η περιοδική αυτή έκδοση δεν αποσκοπεί στην κατάθεση ενός κλειστού θεωρητικού πλαισίου, αλλά στη συνεισφορά ενός λόγου επίκαιρου αλλά όχι εφήμερου, επεξεργασμένου αλλά όχι αναγκαία ολοκληρωμένου, θεματικού αλλά όχι μονοδιάστατου. Ζητούμενο η συμβολή στην κατανόηση της ιστορικής μας συνθήκης για την εμβάθυνση και των άπλωμα των αντιστάσεων και της αλληλεγγύης ενάντια στις επιθέσεις του συστήματος.
Η εξέλιξη της καπιταλιστικής συσσώρευσης, με όλες τις φάσεις που αυτή εμπεριέχει, επικαθορίζει και επικαθορίζεται από την κοινωνική πραγματικότητα, είτε αυτή αφορά στις καπιταλιστικές μητροπόλεις είτε την περιφέρειά τους. Έτσι, αντιμετωπίζουμε τον καπιταλισμό όχι ως ένα διαχωρισμένο μοντέλο οικονομικής οργάνωσης, αλλά ως μια ροή κοινωνικών και εμπορευματικών σχέσεων εκμετάλλευσης, καταπίεσης και αλλοτρίωσης, με πολιτικά, ιδεολογικά και οικονομικά περιεχόμενα. Παράλληλα, διερευνούμε όλες τις πτυχές και το βάθος στο οποίο φτάνει η χειραγώγηση της κυριαρχίας, από τη γενική κοινωνική διάσταση μέχρι τις μοριακές εκδοχές της, αφού αμφότερες δεν αποτελούν αποκλειστικά πεδία άσκησης εξουσίας αλλά επίσης πεδία ξεδιπλώματος, ζύμωσης και όσμωσης των αντιστάσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, έχει σημασία να ανιχνεύσουμε την τρέχουσα περίοδο της συστημικής κρίσης -με όλες τις δομικές της ανακατατάξεις- στην πολυσχιδή της διάδραση με όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής. Σε μία τόσο σύνθετη προσπάθεια δε θα μπορούσε παρά να γίνεται η χρήση των αναλυτικών και θεωρητικών εκείνων εργαλείων που κρίνονται χρήσιμα για τη διεξοδική προσέγγιση των ζητημάτων, δίχως αυτό να σημαίνει ότι ασπαζόμαστε κάθε φορά και το ιδεολογικό ή προταγματικό πλαίσιο από το οποίο απορρέουν. Επιπλέον, η πολυπλοκότητα και οι διακλαδώσεις των εκάστοτε εξουσιαστικών πλεγμάτων προβάλλονται και στην αποτύπωσή τους μέσω του λόγου, καθιστώντας πολλές φορές αναγκαία τη χρήση μίας σύνθετης γραφής, προκειμένου σε κάθε επιμέρους υπόθεση να φωτίζονται και οι ιδιαίτερες αποχρώσεις της.
Η θεματολογία του πρώτου τεύχους αναπόφευκτα επικεντρώθηκε σε κεντρικά ζητήματα που άπτονται της συστημικής επίθεσης που συντελείται τα τελευταία χρόνια στον ελλαδικό χώρο -ωστόσο κάθε άλλο παρά καινοφανή είναι ιστορικά. Πρόκειται για μία σειρά θεματικών που καταπιάνονται με αναγνώσεις των συστημικών κατευθύνσεων και μετατοπίσεων, των ιδεολογικών, πολιτικο-νομικών και ιστορικών τους εργαλείων και αναγωγών καθώς και με κεντρικά ζητήματα που άπτονται της διαμόρφωσης ενός νέου ολοκληρωτισμού όπως η πριμοδότηση, η διαχείριση αλλά και οι απολήξεις του νεοφασιστικού φαινομένου.
Σε μία προσπάθεια κατανόησης της συνολικότερης μετατόπισης του κυριαρχικού πλαισίου, της κοινωνικής του πρόσληψης και των νέων δεδομένων που διαμορφώνονται στον κοινωνικό/ταξικό ανταγωνισμό, κατατίθενται αρχικά δύο αλληλοσυμπληρούμενα κείμενα πάνω στο «καθεστώς έκτακτης ανάγκης», το οποίο έχει επιβληθεί από τα μέσα του 2010. Το πρώτο κείμενο παρουσιάζει μία επισκόπηση της τρέχουσας εκδοχής του στην εγχώρια πραγματικότητα, ενώ το δεύτερο συνδέει την παρούσα συγκυρία με ιστορικές αντιστοιχήσεις στη βάση της κοινωνικής και κινηματικής της ενσωμάτωσης. Εν συνεχεία, γίνεται μία αναφορά πάνω στις φασίζουσες μεθοδεύσεις της κυριαρχίας μέσω των πρόσφατων εκφάνσεων του «κρατικού αντιφασισμού» και διατυπώνονται τα χαρακτηριστικά ενός ριζοσπαστικού αντιφασισμού. Ακολούθως, παρουσιάζεται ένα ιστορικό πλαίσιο πάνω στη «θεωρία των δύο άκρων», μία δοκιμασμένη κυριαρχική αφήγηση που απονοηματοδοτεί και εγκληματοποιεί τους κοινωνικούς/ταξικούς αγώνες και που αναζωπυρώθηκε έντονα τα δύο τελευταία χρόνια στο ελληνικό κράτος. Τέλος, το κείμενο αυτό ακολουθείται από μία θεσμική, νομική, πολιτική και ιδεολογική ανάλυση του πεδίου στο οποίο εφαρμόζεται η θεωρία αυτή.
Η αποδόμηση της κυρίαρχης ιδεολογίας και η δράση ενάντια σε κάθε της υλικότητα προϋποθέτει την όσο το δυνατόν βαθύτερη αντίληψή τους. Η δυσκολία στην πρόσληψη ενός τόσο εχθρικού κόσμου μπορεί να επιφέρει διάφορα ενδεχόμενα λάθη, αλλά συγχρόνως γονιμοποιεί και ένα φάσμα επιλογών σύγκρουσης, ανοίγματος περασμάτων και δυνατοτήτων, ανασύνθεσης του κοινωνικού σε ελευθεριακή βάση. Γι αυτό και η διαρκής θεωρητική αναζήτηση και κριτική, σε συνδυασμό με τον απολογισμό της δράσης, αποτελεί μια απαραίτητη σύζευξη, μέσα σε μία ατέρμονη διαλεκτική διαδικασία προς την καταστροφή κάθε εξουσίας και τη δημιουργία χειραφετητικών και αλληλέγγυων σχέσεων.
Απρίλης 2014
Αναρχικές-οι από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά
Περιεχόμενα:
Μπορείτε να διαβάσετε ή να κατεβάσετε την ύλη σε ψηφιακή μορφή από εδώ
Όποιος/α ενδιαφέρεται για την έντυπη μορφή μπορεί να έρθει σε επαφή στο basseclasse@hotmail.com