Wolfi Landstreicher: Για μια μη-πρωτογονιστική αντι-πολιτισμική κριτική

Κριτική, όχι πρόγραμμα!

 

Για μια μη-πρωτογονιστική αντι-πολιτισμική κριτική

Σημείωση: Το κείμενο που ακολουθεί παρουσιάστηκε από τον Wolfi Landstreicher (γνωστότερο με το ψευδώνυμο Feral Faun), στην Αντιπολιτισμική Συνάντηση της Βαρκελώνης, του 2007, σαν εισαγωγικό κείμενο για μια συζήτηση που έλαβε χώρα κατά τη συνάντηση.

Έτσι ο αναρχικός ατομικιστής όπως τον εννοώ εγώ, δεν έχει να περιμένει τίποτα […] Είμαι ήδη ένας αναρχικός και δεν μπορώ να περιμένω για μια μαζική επανάσταση προκειμένου να εξεγερθώ ο ίδιος, ούτε να μου εξασφαλίσει ο κομμουνισμός την ελευθερία μου. – Renzo Novatore

Αντιλαμβάνομαι τον αναρχισμό με την έννοια της καταστροφής. Σε αυτόν τον τομέα επεκτείνεται η αριστοκρατική λογική του: στην καταστροφή! Ιδού η αληθινή ομορφιά της αναρχίας. Θέλω να καταστρέψω όλα αυτά που με υποδουλώνουν, με κρατούν δέσμιο και καταπιέζουν τις επιθυμίες μου, θέλω να τα αφήσω όλα πίσω μου, σαν κουφάρια. Οι τύψεις, η αναποφασιστικότητα, η ευσυνειδησία, είναι πράγματα που το εικονοκλαστικό μου πνεύμα έχει διαλύσει […] Ναι λοιπόν, η εικονοκλαστική άρνηση είναι πιο πρακτική. – Armando Diluvi

Πρώτα απ’ όλα, δεν υπάρχει τίποτα αόριστα πρωτογονιστικό όταν μιλάμε για μια κριτική στον πολιτισμό, ιδιαίτερα όταν αυτή η κριτική είναι ορισμένη και από επαναστατική οπτική. Ανάλογες κριτικές υπάρχουν όσο υπάρχει και ένα συνειδητοποιημένο αναρχικό κίνημα, και δεν υπήρξαν πάντοτε συνδεδεμένες με μια κριτική στην τεχνολογία ή και την πρόοδο. (Ο Dejacques πίστευε πως κάποια τεχνολογική ανάπτυξη θα επέτρεπε στους ανθρώπους να ξεπεράσουν τον πολιτισμό, ενώ από την άλλη, ο Enrico Arrigoni ή αλλιώς Frank Brand έβλεπε τόσο τον πολιτισμό όσο και την βιομηχανική τεχνολογία σαν εμπόδια της πραγματικής ανθρώπινης προόδου). Το πραγματικό ερώτημα, κατά την άποψή μου, είναι κατά πόσο ο πρωτογονισμός ωφελεί μια αναρχική και επαναστατική κριτική του πολιτισμού.

Η λέξη πρωτογονισμός μπορεί να σημαίνει δυο μάλλον διαφορετικά πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, μπορεί να σημαίνει να λαμβάνουμε υπόψη μας τα όσα γνωρίζουμε για τις «πρωτόγονες» κοινωνίες ως μια κριτική προς τον πολιτισμό. Αυτή η μορφή πρωτογονισμού φαίνεται σχετικά ανώδυνη. Είναι όμως; Ακόμα κι αν παρακάμψουμε τα προφανή ερωτήματα σχετικά με την εξάρτηση για τις πληροφορίες μας από τους ειδικούς αυτούς που αποκαλούμε ανθρωπολόγους, όσον αφορά τις «πρωτόγονες κοινωνίες, υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα εδώ. Οι πραγματικές κοινωνίες που αποκαλούμε «πρωτόγονες» ήταν, και στο βαθμό που υπάρχουν ακόμη, είναι ζωντανές σχέσεις ανάμεσα σε ζωντανά, με σάρκα και οστά ανθρώπινα όντα, υποκείμενα που αναπτύσσουν τη δική τους αλληλεπίδραση με τον κόσμο γύρω τους. Να εκλάβουμε κάτι τέτοιο ως μοντέλο σύγκρισης σημαίνει την φετιχοποίηση αυτών των ζωντανών σχέσεων, τον μετασχηματισμό τους σε μια αφαίρεση – το «πρωτόγονο» – σε μια εξιδανικευμένη εικόνα του «πρωτογονισμού». Έτσι, η χρήση τέτοιων μεθόδων κριτικής στον πολιτισμό αφαιρεί την ανθρώπινη και την υποκειμενική υπόσταση των πραγματικών ανθρώπων που έζησαν ή ζουν τις σχέσεις αυτές. Επιπλέον, αυτό το είδος κριτικής, δεν μας παρέχει κάποιο πραγματικό εργαλείο για να βρούμε πως θα πολεμήσουμε τον πολιτισμό εδώ και τώρα. Στην καλύτερη περίπτωση, η φετιχιστική, αφηρημένη σύλληψη του «πρωτόγονου» θα γίνει ένα μοντέλο, ένα πρόγραμμα για μια πιθανή μελλοντική κοινωνία.

Ερχόμαστε έτσι στη δεύτερη σημασία του πρωτογονισμού – την ιδέα ότι οι «πρωτόγονες» κοινωνίες προσφέρουν ένα μοντέλο για την μελλοντική κοινωνία. Οι οπαδοί αυτής της μορφής πρωτογονισμού μπορούν δίκαια να αποκαλούνται πρωτογονιστές, μιας και, όσο κι αν το αρνούνται, αυτό που προάγουν δεν είναι παρά ένα πρόγραμμα και μια ιδεολογία. Με την μορφή αυτή, πιστεύω ότι ο πρωτογονισμός έρχεται σε σύγκρουση με την αναρχική σκέψη και δράση. Ο λόγος γι αυτό μπορεί να βρεθεί στο απόφθεγμα του Novatore παραπάνω. Απλώς αντικαταστήστε το «κομμουνισμός» με «πρωτογονισμός» και το «μαζική επανάσταση» με το «βιομηχανική κατάρρευση», και θα ξεκαθαρίσουν όλα. Όπως το βλέπω εγώ, μια από τις πιο σημαντικές διαφορές μεταξύ του μαρξισμού και του αναρχισμού είναι ότι ο τελευταίος δεν είναι στην ουσία μια τελεολογική θέαση ενός αναμενόμενου μέλλοντος, αλλά ένας τρόπος αντιμετώπισης του κόσμου εδώ και τώρα. Έτσι, η επανάσταση για τους αναρχικούς δεν είναι μια εγγυημένη ιστορική διαδικασία του μέλλοντος, αλλά κάτι που το ζούμε και το δημιουργούμε εδώ και τώρα. Ο πρωτογονισμός δεν είναι λιγότερο αβίωτος από τον μαρξιστικό κομμουνισμό. Είναι κι αυτός ένα πρόγραμμα για το μέλλον, και μάλιστα ένα πρόγραμμα βασισμένο σε πλαίσια όπου δεν είναι στο χέρι μας να παρέμβουμε. Έτσι, δεν έχει τίποτα περισσότερο κοινό με την αναρχική πρακτική, απ’ όσο έχει και η μαρξιστική τελεολογία.

Έχω ήδη καταδείξει πως η ακριβής σύλληψη του «πρωτόγονου» φετιχοποιεί την πραγματική ζωή και τις σχέσεις αυτών που περικλείει αυτή η ταμπέλα. Αυτό εκδηλώνεται ανοιχτά ανάμεσα στους πρωτογονιστές που επιθυμούν να εφαρμόσουν την ιδεολογία τους εδώ και τώρα, και στο πως τελικά προσδιορίζεται αυτή η εφαρμογή. Με έναν τρόπο εν πολλοίς όμοιο του μαρξισμού, η «πρωτόγονη» ζωή μειώνεται τελικά σε ένα ζήτημα οικονομικής αναγκαιότητας, σε ένα άθροισμα ικανοτήτων, το άναμμα φωτιάς με ξυλαράκια, το πρωτόγονο κυνήγι, η γνώση των άγριων φυτών που τρώγονται ή έχουν ιατρικές ιδιότητες, του πώς να φτιάξεις ένα τόξο ή ένα καταφύγιο κλπ κλπ. έτσι ώστε να μπορείς να επιβιώσεις.

Αυτό στη συνέχεια μπορεί να πάρει μια γεύση νατουραλιστικής πνευματικότητας, δανεισμένης από κάποιο βιβλίο ή την κάθε new age μαλακία που αναφέρεται σε μια επιστροφή στη «φυσική ενότητα», αν κι αυτό δεν είναι απαραίτητο. Η ολότητα των ανθρώπων που αποκαλούνται «πρωτόγονοι» αγνοείται, μιας και είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη και καθόλου προσβάσιμη σε όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στον βιομηχανικό καπιταλιστικό πολιτισμό που τώρα κυριαρχεί τον κόσμο – κι αυτό περιλαμβάνει όλους εμάς που αναπτύσσουμε μια αναρχική κριτική στον πολιτισμό. Όμως, ακόμη κι αν εξετάσουμε απλώς το ζήτημα των ικανοτήτων επιβίωσης, είναι γεγονός ότι ακόμα και στις ΗΠΑ ή τον Καναδά, όπου υπάρχουν πραγματικές, αρκετά εκτεταμένες (αν και πληγωμένες σε μεγάλο βαθμό) άγριες εκτάσεις, ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να επιβιώσουν με τον τρόπο αυτό. Έτσι αυτοί που μαθαίνουν ανάλογες δραστηριότητες με τη λογική ότι θα ζήσουν πραγματικά σαν «πρωτόγονοι» τις ζωές τους, αυτό που έχουν στο μυαλό τους δεν είναι η καταστροφή του πολιτισμού (εκτός ίσως αν επέλθει μια αναπόφευκτη μελλοντική συγκυρία για την οποία θεωρούν ότι θα βρεθούν προετοιμασμένοι), αλλά η απόδραση από αυτόν. Δεν θα τους το προσάψω αυτό, πάντως δεν έχει τίποτα να κάνει με την αναρχία ή την κριτική στον πολιτισμό. Σε πρακτικό επίπεδο, δεν είναι παρά μια πιο ανεπτυγμένη μορφή του «παίζουμε τους ινδιάνους» όπως έκαναν πολλοί από μας στις ΗΠΑ ως παιδιά, και στην πραγματικότητα, το έχουν πάρει πολύ σοβαρά. Σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνωρίζω κι έχουν ασχοληθεί με την ανάπτυξη των «πρωτόγονων» ικανοτήτων τους, στο όνομα του «αναρχο-πρωτογονισμού» αποδεικνύουν πόσο έτοιμοι είναι για μια τέτοια ζωή με τον χρόνο που περνούν στον υπολογιστή τους, στήνοντας ιστοσελίδες, παίρνοντας μέρος σε φόρουμ, γράφοντας μπλογκ κλπ κλπ. Συνήθως, μου φαίνονται περισσότερο σαν παιδιά της τεχνολογίας που παίζουν role games στο δάσος, παρά ως αναρχικοί σε μια διαδικασία απεξάρτησης από τον πολιτισμό.

Μια αναρχική κι επαναστατική κριτική του πολιτισμού δε ξεκινά από μια σύγκριση με άλλες κοινωνίες ή με κάθε μελλοντικό ιδεώδες. Ξεκινά με την αντιπαράθεσή μου, την αντιπαράθεσή σου, με την άμεση πραγματικότητα του πολιτισμού στις ζωές μας εδώ και τώρα. Είναι η αναγνώριση ότι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων που ονομάζουμε πολιτισμό μπορεί να υπάρξει μόνο λεηλατώντας τις ζωές μας από μας, και κατακερματίζοντάς τις σε bits που η κυρίαρχη τάξη μπορεί να χρησιμοποιήσει για την αναπαραγωγή της. Δεν πρόκειται για μια διαδικασία που έχει ολοκληρωθεί μια για πάντα, κάποτε στο μακρινό παρελθόν, αλλά συνεχίζεται διαρκώς, ανά πάσα στιγμή. Εδώ είναι που υπεισέρχεται η αναρχική θεώρηση για τη ζωή. Ανά πάσα στιγμή, χρειάζεται να καθορίσουμε πώς θα αρπάξουμε πίσω την ολότητα των ζωών μας ενάντια στην ολότητα του πολιτισμού. Έτσι όπως το είπε ο Armando Diluvi, ο αναρχισμός μας είναι ουσιωδώς καταστροφικός. Ως τέτοιος, δεν έχει ανάγκη από μοντέλα ή προγράμματα όπως αυτά του πρωτογονισμού. Όπως το έθεσε κι ένας παλιός, νεκρός πια, γενειοφόρος κλασσικός του αναρχισμού: Το πάθος για καταστροφή είναι επίσης πάθος δημιουργικό. (Σ.τ.μ.: η περίφημη φράση του Μ. Μπακούνιν). Κι επίσης ένα πάθος που μπορεί να τεθεί άμεσα σε εφαρμογή. (Ένας άλλος επίσης νεκρός, αντιεξουσιαστής επαναστάτης μιας-δυο γενιών έπειτα είπε για την παθιασμένη καταστροφή ότι δεν είναι παρά «ένας τρόπος να απολαμβάνεις την ευτυχία άμεσα»).

Γράφοντας όλα αυτά, δεν είμαι ενάντια σε κάθε παιγνιώδη φαντασία ενός πιθανού από-πολιτισμένου κόσμου. Όμως για να γίνει μια τέτοια φαντασία πραγματικά παιγνιώδης και να αποκτήσει μια πειραματική πιθανότητα, δεν μπορούν να υπάρχουν μοντέλα προερχόμενα από αφηρημένες συλλήψεις παλιών είτε μελλοντικών κοινωνιών. Στην πραγματικότητα, κατά την άποψή μου, είναι καλύτερα να αφήσουμε την ιδέα της «κοινωνίας» στην άκρη, και να σκεφτούμε καλύτερα με τους όρους διαρκώς αναγεννημένων, εφήμερων σχέσεων μεταξύ μοναδικών, παθιασμένων ατόμων. Τη στιγμή αυτή, μπορούμε μόνο να παίξουμε και να πειραματιστούμε, εκεί που η επιθυμία μας για το φαινομενικά «αδύνατο» συναντά την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Αν ο πολιτισμός πρόκειται να καταλυθεί στη διάρκεια της ζωής μας, αυτό που θα συναντήσουμε δε θα είναι ένας κόσμος άγριων δασών και πεδιάδων ή ερήμων γεμάτων με άγρια πανίδα. Αυτό που θα αντιμετωπίζαμε θα ήταν στην πραγματικότητα ένας κόσμος γεμάτος με τα σκουπίδια του πολιτισμού: εγκαταλελειμμένα κτίρια, μηχανήματα, μπάζα κλπ κλπ.

Η φαντασία που δεν δεσμεύεται ούτε από την πραγματικότητα ούτε από μια πρωτογονιστική ηθική ιδεολογία μπορεί να χρησιμοποιηθεί με πολλούς τρόπους, για εξερεύνηση ή για παιχνίδι, οι πιθανότητες είναι σχεδόν άπειρες. Το πιο σημαντικό, κάτι τέτοιο αποτελεί μια άμεση δυνατότητα, κι ο καθένας μπορεί να συνδεθεί εκτενώς με μια καταστροφική επίθεση ενάντια στον πολιτισμό. Κι αυτή η αμεσότητα είναι ουσιαστικής σημασίας, μιας και εγώ ζω τώρα, κι εσείς ζείτε τώρα, όχι σε εκατοντάδες χρόνια από τώρα οπότε ένα βεβιασμένο πρόγραμμα προς ένα πρωτογονιστικό ιδανικό ίσως να μπορεί να δημιουργήσει έναν κόσμο μέσα στον οποίο το ιδανικό αυτό θα μπορεί να πραγματωθεί παγκόσμια – αν οι πρωτογονιστές κάνουν την επανάστασή τους τώρα, και επιβάλλουν το πρόγραμμά τους. Ευτυχώς, κανένας πρωτογονιστής δε φαίνεται πρόθυμος να επιβάλλει τέτοια εξουσιαστικά επαναστατικά μέτρα, και προτιμά να επαναπαύεται σε ένα είδος μισο-μυστικιστικού μετασχηματισμού προκειμένου να πραγματοποιηθούν τα όνειρά του (ίσως πρόκειται για κάτι σαν τα όραματα των ιθαγενών αμερικανών, του θρησκευτικού χορού των φαντασμάτων, όπου το τοπίο όπως το διαμόρφωσαν οι ευρωπαίοι εισβολείς υποτίθεται ότι θα ξεφλουδιστεί ως δια μαγείας, αφήνοντας στη θέση του βοσκοτόπια γεμάτα άγρια ζώα).

Για τον λόγο αυτό, ίσως είναι λίγο άδικο να αποκαλείται το πρωτογονιστικό όραμα ως πρόγραμμα (αν και μιας και δε μου κάνουν οι αστικές αξίες, χέστηκα αν είμαι άδικος…). Ίσως του ταιριάζει καλύτερα η λέξη προσμονή. Όταν θέτω κάποια από τα ερωτήματα αυτά σε γνωστούς μου πρωτογονιστές, συχνά επικαλούνται τις «επιθυμίες» τους, τις οποίες αντανακλά το πρωτογονιστικό όραμα. Μάλλον έχουμε διαφορετικές επιθυμίες λοιπόν. Οι «επιθυμίες» που βασίζονται σε αφηρημένες και φετιχοποιημένες εικόνες – στην περίπτωσή μας, του «πρωτόγονου» – είναι εκείνα τα φαντάσματα των επιθυμιών που υπαγορεύουν την κατανάλωση εμπορευμάτων. Αυτό εκδηλώνεται ξεκάθαρα σε ορισμένους πρωτογονιστές, όχι απλά στην κατανάλωση των βιβλίων του κάθε θεωρητικού του πρωτογονισμού, αλλά και στα χρήματα ή/και το χρόνο που ξοδεύουν ώστε να αποκτήσουν κάποιες απ’ τις λεγόμενες «πρωτόγονες» ικανότητες σε σχολές που ειδικεύονται σ αυτό. Όμως, αυτό το φάντασμα της επιθυμίας, αυτή η προσμονή για μια εικόνα που δεν έχει καμία σύνδεση με την πραγματικότητα, δεν αποτελεί πραγματική επιθυμία, γιατί το αντικείμενο μιας πραγματικής επιθυμίας δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη εικόνα, πάνω στην οποία επικεντρώνει κανείς – μια εικόνα που δεν μπορεί να αποκτήσει πραγματικά κανείς. Η επιθυμία ανιχνεύεται μέσα στη δραστηριότητα και τις σχέσεις που αναπτύσσονται στον κόσμο εδώ και τώρα. Η επιθυμία, όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ, είναι στην πραγματικότητα ο οδηγός της δράσης, της επικοινωνίας, της δημιουργίας. Με την έννοια αυτή, το αντικείμενό της αποκτά υπόσταση μονάχα με την εκπλήρωση της επιθυμίας, με την πραγματοποίησή της. Κι εδώ επανερχόμαστε στην αναγκαιότητα της αμεσότητας. Και είναι με αυτήν την έννοια και μόνο που η επιθυμία γίνεται ο εχθρός του πολιτισμού στον οποίον ζούμε, του πολιτισμού που η ύπαρξή του βασίζεται στην διαδικασία φετιχοποίησης κάθε σχέσης και δραστηριότητας, στον μετασχηματισμό του σε αντικείμενα που στέκονται πάνω από μας και μας ορίζουν, στο να τις προσδιορίσει, να τις θεσμίσει και να τις εμπορευματοποιήσει. Έτσι, η επιθυμία, σαν ένας οδηγός κι όχι μια προσμονή, δρα άμεσα, επιτιθέμενη σε κάθε τι που την εμποδίζει από το να κινηθεί αυτοδύναμα. Ανακαλύπτει τα αντικείμενά της στον κόσμο γύρω της, όχι σαν αφηρημένες έννοιες, αλλά ως δυναμικές σχέσεις. Αυτός είναι κι ο λόγος που επιτίθεται στις θεσμοθετημένες σχέσεις που καλουπώνουν την κάθε δραστηριότητα σε ρουτίνα, πρωτόκολλα, έθιμα και συνήθειες – σε πράγματα που πρέπει να γίνουν ή να διαταχθούν. Αναλογιστείτε σχετικά τι σημαίνουν δραστηριότητες όπως η κατάληψη, η απαλλοτρίωση, η χρήση του χρόνου εργασίας κάποιου/ας για τον εαυτό του/της, το γκράφιτι κλπ, και πως σχετίζονται με μια ακόμα πιο καταστροφική δραστηριότητα.

Τελικά, αν φανταζόμαστε μια κατάλυση του πολιτισμού, ενεργά και συνειδητά καταστρέφοντάς τον, όχι για να πραγματοποιήσουμε ένα θεσμικό πρόγραμμα ή ένα προσδιορισμένο όραμα, αλλά για να διευρύνουμε ατέλειωτα τις πιθανότητες να πραγματώσουμε τους εαυτούς μας και να ανακαλύψουμε τις ικανότητες και τις επιθυμίες μας, μπορούμε πλέον να ξεκινήσουμε να το κάνουμε εδώ και τώρα ενάντια στην κυρίαρχη τάξη. Αν, αντί να ελπίζουμε σε έναν ακόμη παράδεισο, αρπάξουμε τη ζωή, τη χαρά και την αναζήτηση τώρα, θα ζήσουμε μια πραγματικά αναρχική κριτική του πολιτισμού που δεν έχει τίποτα κοινό με μια εικόνα περί «πρωτόγονου», αλλά μάλλον με την άμεση ανάγκη μας να αποτινάξουμε την εξημέρωση, την ανάγκη μας να είμαστε Μοναδικοί, κι όχι υπάκουοι-υπήκοοι, επιτηρούμενοι, περιορισμένοι. Έπειτα, θα βρούμε τρόπους να αρπάξουμε όλα όσα μπορούμε να οικειοποιηθούμε και να καταστρέψουμε όλα όσα θέλουν να μας επιβληθούν.

Μετάφραση: …για τη διάδοση της μεταδοτικής λύσσας, Αύγουστος 2007

Serafinski : Ατόφια άρνηση και απόλαυση

ατόφια άρνηση

 

«Το πάθος για καταστροφή είναι ένα δημιουργικό πάθος». -Mikhail Bakunin

 

Αυτό το κάλεσμα του Bakunin για υιοθέτηση της επιθυμίας για καταστροφή σχηματίζει τη ραχοκοκαλιά τόσο της αναρχικής όσο και της αναρχο-νιχιλιστικής σκέψης. Η δεύτερη παίρνει αυτό το αξίωμα και πορεύεται μαζί του, υποστηρίζοντας πως απέναντι στο παγκόσμιο σύστημα κυριαρχίας, μοναδικός μας στόχος είναι το να καταστρέψουμε το σύνολο όσων το αποτελούν. Αυτό βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με άλλες αναρχικές τάσεις που δίνουν μια έστω ελάχιστη έμφαση σε “θετικά προγράμματα” ή σε προσδοκίες για την οικοδόμηση κάτι ιδεώδους μέσα στον παρόντα κόσμο, ή ακόμα για την κατάρτιση σχεδίων εν αναμονή της κατάρρευσης του τωρινού συστήματος. Ο αναρχο-νιχιλισμός αντιλαμβάνεται τα θετικά προγράμματα ως έργο κάποιων που “συγχέουν την επιθυμία με την πραγματικότητα, και επεκτείνουν αυτή τη σύγχυση στο μέλλον”, είτε δίνοντας υποσχέσεις για τα επιτεύγματα ενός επαναστατικού μέλλοντος, είτε επιχειρώντας να εφαρμόσουν αυτές τις συνθήκες μέσα στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων. Τέτοιες θετικές προσδοκίες δεν προσφέρουν τίποτα περισσότερο από ένα αιωρούμενο καρότο το οποίο παίρνουμε στο κατόπι, σε μια κατάσταση μέσα στην οποία το ρόπαλο, το σκοινί και τα “έπαθλα της παρηγοριάς” θα πρέπει να καταστραφούν. Το παράδειγμα εκείνων που έζησαν υπό την εξουσία των ναζί απεικονίζει μια κατάσταση στην οποία, για τους κρινόμενους ως ballastexistenzen, τα θετικά οράματα ήταν ακατανόητα: εναλλακτικές δομές ή μακροχρόνια σχέδια ήταν αστεία, εκτός από εκείνα που δεν θα στόχευαν παρά στην καταστροφή. Το να είσαι βυθισμένος σε μια κοινωνική τάξη πραγμάτων σαν της ναζιστικής Γερμανίας, με τόσο έντονα τα χαρακτηριστικά της βίας και του ελέγχου, δικαιολογούσε μια αντίδραση απόλυτης εχθρότητας, ατόφιας άρνησης. Κατά τον ίδιο τρόπο αντιλαμβάνεται και ο αναρχονιχιλισμός την υπάρχουσα τάξη στο σήμερα, δίχως τη δυνατότητα μιας κάποιας θετικής ατζέντας. Ότι κι αν οικοδομήσουμε μέσα στα όριά της θα ενσωματωθεί, θα στραφεί εναντίον μας:”Αντιλαμβανόμαστε πως μόνο όταν όλα τα υπολείμματα του κυρίαρχου τεχνο-βιομηχανικούκαπιταλιστικού συστήματος θα έχουν γίνει αποκαΐδια, θα είναι εφικτό να ρωτήσουμε: Τι κάνουμε τώρα”. Σύμφωνα με αυτή τη γραμμή σκέψης, η σημερινή μας κατάσταση είναι παρόμοια με αυτή των lager, στον βαθμό που μαζικά σχέδια, απόπειρες για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου μέσα στο κέλυφος του παλιού, είναι απλώς εκτός τόπου. Τα φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ γράφουν: “Εμείς ως αναρχικοί-μηδενιστές, σε αντίθεση με άλλους αναρχικούς κύκλους, δεν μιλάμε για το μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων σε μια πιο απελευθερωτική εκδοχή, αλλά προωθούμε την απόλυτη καταστροφή και την εκμηδένισή τους. Γιατί μόνο μέσα από την ολοκληρωτική καταστροφή του σύγχρονου κόσμου της εξουσίας και του πολιτισμού τής εκμετάλλευσης των ανθρώπων, των ζώων και της φύσης, μπορεί να χτιστεί κάτι νέο. Όσο πιο βαθιά γκρεμίζεις τόσο πιο απελευθερωμένα χτίζεις”

Τα οράματα που εξεγερμένοι τείνουν να υιοθετούν για το πως θα είναι η ζωή Μετά Την Επανάσταση δεν είναι απλώς μη παραγωγικά αλλά και επικίνδυνα επειδή θεωρούν πως ένα ενιαίο όραμα για τη ζωή είναι επιθυμητό. Τέτοιες συζητήσεις για το μέλλον επιχειρούν να τσουβαλιάσουν ένα τεράστιο φάσμα πιθανοτήτων και να το περιορίσουν σε ένα “ιδεώδες” αναρχικό μονοπάτι. Γράφει η ΣΠΦ:”Ακόμα και μέσα στους αναρχικούς κύκλους συχνά γίνονται κουβέντες για τη μελλοντική οργάνωση της ‘αναρχικής’ κοινωνίας, την εργασία, την αυτοδιαχείριση των μέσων παραγωγής, την άμεση δημοκρατία κ.α. Για εμάς τέτοιες συζητήσεις και προτάσεις μοιάζουν σα να χτίζουν ένα φράγμα στην ορμή του χειμάρρου της αναρχίας”

Ακόμη κι εκείνοι που αντιστάθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ασχολήθηκαν κάποιες φορές με αντίστοιχες πολιτικές φαντασιώσεις. Στο Buchenwald, για παράδειγμα, τρεις μυστικές οργανώσεις συνεργάστηκαν το 1944 για να προγραμματίσουν μια μελλοντική γερμανική κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που άλλες οργανώσεις επικέντρωναν στο να σώζουν ζωές και να ασκούν συντονισμένη αντίσταση. Ο νιχιλισμός μάς ωθεί να σκεφτούμε το γεγονός πως τέτοιοι προγραμματισμοί είναι απλώς μη απαραίτητοι και περιπλέκουν τον πλέον άμεσο στόχο της άρνησης. “Δεν χρειάζεται να ξέρεις τι θα γίνει αύριο για να καταστρέψεις ένα σήμερα που σε κάνει να αιμορραγείς” μας λέει η ΣΠΦ. Από τα θεμέλια αυτής της κριτικής, ο νιχιλισμός αναγνωρίζει μια κοινή παγίδα που έχει βιωθεί από αναρχικούς: τη σαγηνευτική παρόρμηση να αναγνωριστούμε με τρόπο θετικό μέσα στην κοινωνία, παρά το ότι παλεύουμε για την καταστροφή της. Έτσι, οι αναρχικοί απαντούν στις κριτικές για τις καταστροφές που προκαλούν, με την υπενθύμιση των όσων προσφέρουμε στην κοινωνία • όταν δεν εξεγειρόμαστε κάνουμε οργανωτική δουλειά μέσα στις κοινότητες, μαγειρεύουμε για τα κοινωνικά συσσίτια, παίζουμε μουσική κλπ.

Η άρνηση, ωστόσο, δικαιώνεται από την ίδια την ύπαρξη της κυρίαρχης τάξης, όχι από τα διαπιστευτήριά μας ως ακτιβιστές. οι εξεγέρσεις μας δικαιώνονται όχι από την κοινωνική συνεισφορά μας αλλά επειδή αναγκαζόμαστε να υπάρχουμε κάτω από την μπότα μιας τερατώδους κοινωνίας. Θετικά σχέδια είναι τα μέσα επιβίωσης εντός αυτής της τάξης- η άρνηση είναι το σχέδιο της ολοσχερούς καταστροφής της. Και το Baedan στρέφεται εναντίον αυτής της τάσης, επιμένοντας ότι τίποτα δεν έχουμε να κερδίσουμε αποκρύπτοντας τις πραγματικές μας προθέσεις: “Αντιλαμβανόμαστε την καταστροφή ως αναγκαία και την επιθυμούμε ως το τέρμα. Δεν έχουμε τίποτα να κερδίσουμε με το να ντρεπόμαστε ή να μην έχουμε εμπιστοσύνη σε αυτές μας τις επιθυμίες. Αυτός ο κόσμος πρέπει να εκμηδενιστεί στην κάθε του στιγμή, όλος, αμέσως. Το να διστάζουμε απέναντι σε αυτή την αποστολή, το να διαβεβαιώνουμε τους εχθρούς μας για τις καλές μας προθέσεις, είναι η πλέον χοντροειδής ανεντιμότητα”.

 

απόλαυση

 

Παρά τους μελαγχολικούς συνειρμούς, η δέσμευση στην ατόφια άρνηση βρίσκει τις πιο ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις της ως ένα χαρούμενο, δημιουργικό και απεριόριστο σχέδιο. Αξιοσημείωτη είναι η χρήση από το Bedan της γαλλικής λέξης jouissance η οποία μεταφράζεται ως απόλαυση, αλλά μπορεί να λάβει μια σειρά από συνδηλώσεις που σχετίζονται με την “απολίτιστη επιθυμία”, με τον “θρυμματισμό της ταυτότητας και του νόμου”, και που “κομματιάζουν την υποκειμενική μας υποδούλωση στον πολιτισμό του καπιταλισμού”. Η απόλαυση είναι μια εκστατική ενέργεια που τη νιώθουμε αλλά ποτέ δεν την κάνουμε δική μας, που μας ωθεί μακριά από κάθε μορφή κυριαρχίας, αντιπροσώπευσης ή αυτοπεριορισμού, και μας υποχρεώνει να κινηθούμε μακριά από τον πολιτισμό, προς την ολοκληρωτική απειθαρχία. Είναι “η διαδικασία που στιγμιαία μας απελευθερώνει από τον φόβο του θανάτου” και εκφράζεται “ως γαλήνια απόλαυση του παρόντος μας” ή ως “ικανοποίηση που δεν μπορούμε να ονοματίσουμε”. Η απόλαυση είναι ο πλούτος της ζωής που προκαλείται από την αντίσταση, το πνεύμα που επέτρεπε στη Maria Jakobovics να συνεχίζει τις πράξεις σαμποτάζ, παρά το χτύπημα του ρόπαλου και την απειλή της κρεμάλας, κι ίσως το πνεύμα που επιτρέπει σε πολλούς από εμάς να ζούμε ζωές αντίστασης σε καταστάσεις απολύτως ενάντιές μας. Είναι η ενστικτώδης εμπειρία της άρνησης ως εκστατική απελευθέρωση.

Αν και το πνεύμα της απόλαυσης διακατέχει πολλά αναρχικά κείμενα, είναι ο νιχιλισμός αυτός που το προσεγγίζει με τον πλέον καθαρό εναγκαλισμό. Για πολλούς νιχιλιστές, η απόλαυση είναι ο πυρήνας του αναρχισμού. Δίχως προσδοκίες για έναν μελλούμενο κόσμο, δίχως σεβασμό σε κάποιον ηθικό κώδικα, δίχως προσήλωση στον “σωστό τρόπο” για να γίνονται τα πράγματα, ο νιχιλισμός αγκαλιάζει την πράξη της αντίστασης ως αυτοσκοπό. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, η χαρά τού να κατουράς μέσα σε ένα πύραυλο των ναζί δεν μπορεί να συγκριθεί με τα ρίσκα ή τα αποτελέσματα της πράξης. Δίχως να χρησιμοποιούν σαφώς τη λέξη, κάποια φυλακισμένα μέλη της ΣΠΦ περιγράφουν τέλεια την απόλαυση: “Σημασία δεν έχει η νίκη ή η ήττα, παρά μόνο τα μάτια μας που λάμπουν τόσο όμορφα όταν πολεμάμε”. Η έμφαση στην πράξη, δίχως πρόσδεση στα αποτελέσματά της, είναι μια από τις πλευρές του νιχιλισμού που τον έχουν κάνει μια Τόσο προβληματική δύναμη για τους άλλους αναρχικούς. Οι κριτικές στον νιχιλισμό βλέπουν αυτό το είδος έμφασης στην απόλαυση και στην άρνηση ως απλώς μια μορφή βολικής υποχώρησης στο προσωπικό βίωμα, καθώς “πονάει πάρα πολύ το να ελπίζεις στο απίθανο, να φαντάζεσαι ένα μέλλον στο οποίο δεν μπορείς να πιστέψεις”? Κι ενώ αυτή η κριτική έχει κάποια αξία, πιστεύω ότι σε μεγάλο βαθμό τής ξεφεύγει η δύναμη της νιχιλιστικής θέσης και η ομορφιά της απόλαυσης. Ότι κι αν επιλέξουμε να κάνουμε σε συνάρτηση με αυτή την κριτική, όσο στρατηγικά, φιλόδοξα ή αισιόδοξα κι αν αισθανόμαστε, η κατανόηση του γιατί αντιστεκόμαστε μπορεί να είναι στέρεα ριζωμένη μοναχά σε έναν τόπο απόλαυσης. Σκέφτομαι πως η νιχιλιστική θέση αφήνει Χώρο και για νίκες, ενώ όμως ταυτόχρονα αναγνωρίζει πως η ικανότητά μας να πραγματώνουμε νίκες δεν είναι ταυτόσημη με τη δέσμευσή μας στην απελευθερωτική δράση. Ακόμα κι όταν ξεμένουμε από αισιόδοξη ρητορική και ιστορίες που μας εμπνέουν, οι ζωές μας μπορούν ακόμα να είναι προσανατολισμένες ενάντια στον πυρήνα της κοινωνίας. Ακόμα κι από θέση απώτατης απελπισίας, μπορούμε ακόμα να βρίσκουμε μέσα μας την απόλαυση στο να επιτεθούμε. Για μια ακόμα μία φορά, η ΣΠΦ επιμένει πως “Αυτό που μετράει είναι η δύναμη που νιώθουμε όταν δεν σκύβουμε το κεφάλι, όταν γκρεμίζουμε τα ψεύτικα είδωλα του πολιτισμού, όταν το βλέμμα μας συναντιέται με το βλέμμα των συντρόφων μας στις άνομες διαδρομές μας, όταν τα Χέρια μας σκορπίζουν φωτιά στα σύμβολα της εξουσίας… Εκείνες τις στιγμές δε ρωτάς: Θα νικήσουμε; Θα νικηθούμε; Απλά πολεμάς…”

Η απόλαυση είναι αυτή που δίνει ζωή στην αντίσταση που δεν χρειάζεται άλλους λόγους για να υπάρχει, κι έτσι, ακόμα κι αν δεν έχουμε μέλλον, μπορούμε ακόμα να ανακαλύπτουμε τη ζωή στο σήμερα.

 

Πηγη : Ευλογημένη η φλόγα , Serafinski , σελ58-64

Μηδενιστική Πρωτοβουλία για την 6 Δεκέμβρη : Απολογιστική 6ης Δεκέμβρη

“Η άγρια επανάσταση είναι μια περιπέτεια.Είναι η θαρραλέα εξερεύνηση της πιθανότητας να ξαναμετατραπούμε σε άγριους. Μας παίρνει σε άγνωστες περιοχές για τις οποίες δεν υπάρχει χάρτης.Μπορούμε να γνωρίσουμε αυτές τις περιοχές μόνο αν τολμήσουμε να τις εξερευνήσουμε με την όρασή μας. Πρέπει να τολμήσουμε να καταστρέφουμε οτιδήποτε καταστρέφει την αγριότητά μας και να δράσουμε βασισμένοι στο ένστικτο και τις επιθυμίες μας”
– Feral Faun

 

Ο αέρας μύρισε και φέτος Δεκέμβρη, αν κι όπως πάντα, αυτό δε σημαίνει για όλους το ίδιο.
Από τη μια πλευρά νοικοκυραίοι στολίζουν τα σπίτια τους, η χώρα βάζει τα “καλά” της, οι δρόμοι γεμίζουν φωτάκια και χριστουγεννιάτικες καρικατούρες, και μια ντουζίνα ανεγκέφαλοι καλικάντζαροι στέκονται σούζα κάτω από το δέντρο του Αγιοβασιλη Μπακογιάννη στην Αθήνα.
Από την άλλη, ορισμένες μαυροντυμένες μειοψηφίες ανά την Ελλάδα αποφασίζουν να μαζευτούν, να συμπράξουν, να συνωμοτισουν και να ετοιμάσουν την δική τους απάντηση στο Χριστουγεννιάτικο φιάσκο, κόντρα στην υπερκαταναλωτική μανία και την ασφάλεια των προσκυνητών και των προσκυνημένων.

Χωρίς να έχουμε σκοπό να μπούμε σε βαθύτερες διαδικασίες σύγκρισης, θα θέλαμε να πούμε πως, κατά την εκτίμησή μας, ο φετινός Δεκέμβρης στη Θεσσαλονίκη ήταν αρκετά δυναμικότερος από όσα είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια. Οι περσινές απαγορεύσεις και οι κρατικοί κανιβαλισμοί έναντι μέχρι και μεμονωμένων ανθρώπων, φίλων ή καθηγητών του Αλέξη που θέλησαν να αφήσουν ένα λουλούδι στο σημείο που δολοφονήθηκε, δε κατάφεραν να μας φοβίσουν. Αντιθέτως, μας πεισμωσαν παραπάνω και βάλανε λάδι στη φωτιά, υπενθυμίζοντάς μας τους λόγους που θρέφουμε τόσο μίσος.

Το κλίμα ήταν εξαρχής τεταμένο.
Μέχρι και η καταρρακτώδης βροχή λίγο πριν τη πορεία συμβόλισε για μας το θρήνο για τους αμέτρητους δολοφονημένους από την εξουσία ανθρώπους και συντρόφους μας.
Ήδη από τη στιγμή που συγκεντρωνόταν ο κόσμος στη Καμάρα, υπήρχε μια διάχυτη ένταση στην ατμόσφαιρα. Πολίτες άνοιγαν το βήμα τους για να φτάσουν γρήγορα στο σπίτι τους για να αποφύγουν να βρεθούν ανάμεσα στα επεισόδια, καταστηματάρχες ετοιμάζονταν να κλείσουν τα ρολά τους, κι οι τυπικοί συστημικοί καραγκιοζοπαίχτες είχαν ήδη ξεκινήσει τα δακρυβρεχτα λόγια στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, περί περιουσιών που καταστρέφονται και αμαξιών που καίγονται από τους γνωστούς αγνώστους.

Η φετινή μαζικότητα της πορείας και ειδικά του μαύρου μπλοκ ήταν εμφανέστατη. Η οργή ήταν διάχυτη και η ατμόσφαιρα μύριζε βενζίνη. Η διαδρομή της φετινής πορείας ευτυχώς μας γλύτωσε από τη συνάντηση με ορισμένους μετριοπαθείς εξεγερμένους της αριστεράς, που σα γνήσιοι πασιφιστές αποφάσισαν να συγκεντρωθούν σε άλλο σημείο της πόλης, προφανώς επιθυμώντας να διαχωρίζουν τη θέση τους από τους χαλέους φετιχιστές της βίας. “Και ορθώς έπραξαν”, θα πούμε εμείς.
Οι μαύρες κουκούλες καταλαμβάναν ένα αξιοσημείωτο κομμάτι της πορείας, οι διαθέσεις όλων ήταν εμφανείς εξαρχής, και οι μπάτσοι, αν και πολυπληθείς, εκτιμούμε πως κάτω από τα κράνη και τις ασπίδες τους έτρεμαν για το τι έπεται. Όπως άλλωστε ακούστηκε και κάποια στιγμή από συντρόφους “Το φάντασμα πλανάται ακόμα”.

Όταν η πορεία έφτασε και πάλι στη Καμάρα, ήταν ξεκάθαρο πως μια πύρινη καταιγίδα ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Μέσα σε λίγα λεπτά οι συγκρούσεις είχαν ξεκινήσει πέριξ της Ροτόντας, με κάδους να καίγονται, οδοφράγματα να στήνονται, μπάτσους να τρέχουν μπας και μαγκώσουν έστω και κάποιον άσχετο, και φιλήσυχους νοικοκυραίους να ουρλιάζουν υστερικά από τα μπαλκόνια τους τρομοκρατημένοι για την αξία που έχουν για αυτούς τα καμμένα σκουπίδια. Ίσως κάπου εκεί να βλέπουν και τους εαυτούς τους, ποιος ξέρει.
Οι συγκρούσεις απλώθηκαν χαοτικά σε διαφορετικά σημεία της πόλης, η μαχητικότητα των συντρόφων ήταν αμείωτη, κι ο φόβος έσβηνε μπροστά στο μένος. Η πόλη απέκτησε το χριστουγεννιάτικο ντεκόρ που της αξιζε, και η πορεία έκλεισε όπως ξεκίνησε, με μια ακόμη βροχή να σηματοδοτεί συμβολικά το τέλος της.
Χαιρετίζουμε τα δεκάδες συντρόφια που, ακόμη κι αν δε γνωριζόμαστε, νιώθουμε να μοιραζόμαστε μαζί τους το ίδιο πάθος, την ίδια οργή, και την ίδια αληθινή αλληλεγγύη. Στέλνουμε την αγάπη μας σε κάθε ατομικότητα που αψήφισε τους μπάτσους, τους νόμους, το κίνδυνο, και έβαλε μπουρλότο στη κανονικότητα των βολεμένων.

Παρόλαυτά, θέλοντας να κάνουμε και την ψύχραιμη αυτοκριτική μας, ως απαραίτητο βήμα για την βελτίωση των χτυπημάτων μας, οφείλουμε να επισημάνουμε πως, εφόσον οι εξεγερμένες ψυχές ακόμη υπάρχουν και δομούν ομάδες, είναι κρίμα να μην έχουμε τη κατάλληλη οργάνωση και επικοινωνία μεταξύ μας. Θα θέλαμε λοιπόν η παρούσα απολογιστική να λειτουργήσει και ως κάλεσμα για περαιτέρω συσπείρωση αναμεσά μας, ως ευκαιρία να δομήσουμε σχέσεις και να συναψουμε ισχυρότερους συντροφικούς δεσμούς. Καλούμε κάθε ομάδα, συλλογικότητα ή άτομο που το επιθυμεί, να ενταχθεί στην επίθεση, να δράσει πρωτοβουλιακά, και να συμβάλει στην δημιουργία ενός άτυπου δικτύου επίθεσης & σύγκρουσης. Θεωρούμε πως τα χτυπήματα μας οφείλουν να είναι απρόσμενα, αποκεντρωμένα, ανύποπτα και χαοτικά. Δε χρειαζόμαστε αφορμές από πλευράς του κράτους για να επιτεθούμε και να δικαιολογήσουμε ηθικά το μένος μας στο πλαίσιο κάποιας “αναγκαστικής αντιβίας”. Η ύπαρξη του υπάρχοντος συστήματος είναι από μόνη της μια συνεχής καταπίεση, μια συνεχής αφορμή για επίθεση, και η σύγκρουση με αυτό είναι για μας από μόνη της πηγή χαράς κι αυτοσκοπός.

Αλληλεγγύη στα συλληφθέντα άτομα της 6ης Δεκέμβρη!
Είτε με τις κουκούλες, Είτε με τις γραβάτες!
Λύσσα και Συνείδηση!
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΠΛΑΝΑΤΑΙ ΑΚΟΜΗ
ΚΑΙ ΣΑΣ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝΕΙ.
Μηδενιστική Πρωτοβουλία για την 6η Δεκέμβρη

H ομάδα συγγένειας

Ανώνυμο κείμενο γραμμένο το 2001

Σε αντίθεση μ’αυτό που πιστεύεται συνήθως, η συγγένεια μεταξύ συντρόφων δε βασίζεται στη συμπάθεια ή στο συναίσθημα. Το να έχεις συγγένεια σημαίνει να γνωρίζεις τον άλλο, να ξέρεις πώς σκέφτεται σε σχέση με κοινωνικά ζητήματα και πώς θεωρεί ότι μπορεί να παρέμβει στην κοινωνική σύγκρουση. Αυτή η εμβάθυνση της γνωριμίας μεταξύ συντρόφων, είναι μια παράμετρος που συχνά αμελείται, παρεμποδίζοντας την αποτελεσματική δράση.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί στο πέρας της ιστορίας, είναι το ποιά μορφή οργάνωσης να υιοθετήσουν στον αγώνα.

Στα δύο άκρα του φάσματος βρίσκουμε, από τη μία τους ατομικιστές, οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε μορφή σταθερής σχέσης· απ’την άλλη, εκείνους που στηρίζουν μια σταθερή οργάνωση που λειτουργεί βάσει ενός προγράμματος, καθορισμένου τη στιγμή της σύνθεσής του.

Και οι δύο αυτές μορφές που σκιαγραφούνται εδώ, φέρουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται κριτικής, από μια εξεγερτική σκοπιά.

Στην πραγματικότητα, όταν οι ατομικιστές διαχωρίζονται και χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται ορισμένες φορές πολύ πιο μπροστά απ’ό,τι βρίσκεται ο πιο μαχητικός αυτών που συγκροτούν την τάξη της εποχής, και η δράση τους δε γίνεται κατανοητή. Αντίθετα, αυτοί που υποστηρίζουν την ανάγκη μιας σταθερής οργάνωσης, συχνά περιμένουν μέχρι να υπάρξει ένας αξιοσημείωτος αριθμός εξεγερμένων, υποδεικνύοντας το πώς και το πότε να χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι πρώτοι φέρουν εις πέρας ενέργειες που καταλήγουν να προηγούνται κατά πολύ του επιπέδου του αγώνα, οι τελευταίοι καταλήγουν να μένουν πολύ πίσω.

Μια από τις αιτίες αυτής της ανεπάρκειας είναι, κατά τη γνώμη μας, η έλλειψη προοπτικής.

Σαφέστατα, κανείς δε διαθέτει μια σίγουρη συνταγή που να μην περιέχει ελαττώματα, είμαστε, ωστόσο, σε θέση να καταδείξουμε τους περιορισμούς που εντοπίζουμε σε συγκεκριμένα είδη οργάνωσης, και να υποδείξουμε πιθανές εναλλακτικές.

Μία εξ’αυτών είναι οι γνωστές «ομάδες συγγένειας».

Ο όρος χρήζεις μιας κάποιας εξήγησης.

Η συγγένεια μπερδεύεται με το συναίσθημα. Παρ’όλο που δεν είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένοι, οι δύο όροι δε θά’πρεπε να θεωρούνται συνώνυμοι. Είναι δυνατό να υπάρχουν σύντροφοι με τους οποίους θεωρούμε πως υπάρχει συγγένεια, αλλά που δε συμπαθούμε, και το αντίστροφο.

Βασικά, το να έχεις συγγένεια με κάποιο σύντροφο σημαίνει να τον γνωρίζεις, να έχεις δημιουργήσει μια βαθιά γνωριμία μαζί του/της. Όσο η γνωριμία αυτή μεγαλώνει, η συγγένεια μπορεί να αυξάνεται, στο βαθμό που θα είναι πιθανή η διεξαγωγή δράσεων από κοινού, μπορεί, όμως, και να εξαφανιστεί, σε βαθμό που να γίνει το τελευταίο πρακτικά αδύνατο.

Το να γνωρίσεις τον άλλον αποτελεί μια ατέρμονη διαδικασία, η οποία μπορεί να σταματήσει σε οποιοδήποτε στάδιο, σύμφωνα με συνθήκες και τις στοχεύσεις που επιθυμείς να πετύχεις μ’αυτόν. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος να έχει συγγένεια, σε βαθμό που θα κάνει ορισμένα πράγματα, ενώ κάποια άλλα όχι. Γίνεται σαφές πως όταν κάποιος μιλάει περί γνώσης (του άλλου), αυτό δε σημαίνει απαραίτητα να συζητιούνται τα προσωπικά προβλήματα του καθενός, παρ’όλο που αυτά μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο όταν παρεμβαίνουν στη διαδικασία εμβάθυνσης της γνωριμίας του άλλου.

Υπό αυτήν την έννοια, το να γνωρίζεις τον άλλο δε σημαίνει απαραίτητα το να έχεις μια στενή σχέση. Αυτό που είναι απαραίτητο να γνωρίζεις είναι το πώς σκέφτεται ο σύντροφος όσον αφορά τα κοινωνικά προβλήματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο ταξικός αγώνας, με ποιό τρόπο θεωρεί ότι μπορεί να παρέμβει, τί μεθόδους νομίζει ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται στις εκάστοτε δεδομένες καταστάσεις, κλπ.

Το πρώτο βήμα της εμβάθυνσης της γνωριμίας μεταξύ συντρόφων, είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο το να έχεις ένα ξεκάθαρο σκεπτικό, όπως για παράδειγμα κάτι γραπτό, έτσι ώστε τα διάφορα προβλήματα να εξελίσσονται ομαλά.

Απ’τη στιγμή που θα αποσαφηνιστούν τα στοιχειώδη, η ομάδα ή οι ομάδες συγγένειας έχουν, πρακτικά, διαμορφωθεί. Η εμβάθυνση στη γνωριμία μεταξύ συντρόφων συνεχίζεται σε συνδυασμό με τη δράση τους ως ομάδα, και την αντιμετώπισή τους ως προς την πραγματικότητα στο σύνολό της. Όσο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία, η γνωριμία τους συχνά διευρύνεται και αναδύονται συχνά στενοί δεσμοί μεταξύ των συντρόφων. Αυτό είναι, ωστόσο, μια συνέπεια της συγγένειας, όχι ο πρωταρχικός της στόχος.

Συμβαίνει, συχνά, σύντροφοι να χειρίζονται τα πράγματα με άλλο τρόπο, ξεκινώντας κάποιο είδος δραστηριότητας και φτάνοντας σταδιακά στις απαραίτητες αποσαφηνίσεις μόνο προς το τέλος, χωρίς να έχουν ποτέ αξιολογήσει το βαθμό συγγένειας που απαιτείται για να κάνουν μαζί το παραμικρό. Τα πράγματα αφήνονται στην τύχη, σα να αναδύθηκε αυτόματα από την ομάδα κάποιο είδος ξεκαθαρίσματος, με τη διαμόρφωσή της. Αυτό, βέβαια, δε συμβαίνει: η ομάδα είτε παραμένει στάσιμη γιατί δεν υπάρχει ξεκάθαρος δρόμος για ν’ακολουθήσει, είτε ακολουθεί την τάση του συντρόφου ή των συντρόφων που έχουν τις πιο σαφείς ιδέες, ως προς το τί θέλουν να κάνουν, ενώ οι άλλοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να ακολουθούν, συχνά με σχετικό ενθουσιασμό ή και πραγματική συμμετοχή.

Η ομάδα συγγένειας απ’την άλλη, θεωρεί ότι έχει τεράστιες δυνατότητες και κατευθύνεται απευθείας προς τη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των οπαδών της, αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατομικοτήτων που δουλεύουν μαζί στο σχεδιασμό (projectuality) ότι αναπτύσσονται από κοινού όσο προχωράνε μαζί.

Από μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος που μπορεί να είναι (η ομάδα συγγένειας), και ολόκληρου του τόξου δραστηριοτήτων που αυτό παρουσιάζει – προπαγάνδα, άμεση δράση, δημιουργία κειμένων, δράση εντός μιας άτυπης οργάνωσης – μπορεί, επίσης, να είναι εξωστρεφής προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός πυρήνα ή κάποιας άλλης μαζικής δομής και να παρεμβαίνει, έτσι, πιο αποτελεσματικά στις κοινωνικές συγκρούσεις.

Πηγή: Κύκλος Ατομικιστών Αναρχικών

Ευλογημένη η Φλόγα : Αυτοκόλλητα για τη διάχυση της μαύρης αναρχίας

Αποφασίσαμε να σχεδιάσουμε μερικά αυτοκόλλητα για τη διάχυση της μαύρης αναρχίας.Τα υπόλοιπα θα δημοσιευτούν σύντομα.Θα βρεθούν σε αυτοδιαχειριζόμενος χώρους της Θεσσαλονίκης καθώς επίσης μπορείτε να τα εκτυπώσετε ή/και να τα χρησιμοποιήσετε σε άρθρα.

“Η δημιουργικότητα είναι απαραίτητη στην αναρχική πρακτική. Πρόκειται για ένα κλισέ το οποίο θα έπρεπε να είναι αυτονόητο.” (Wolfi Landstreicher)