Renzo Novatore: Μαύρες παντιέρες

I.

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στις ρίζες.
Να πιούμε νερό απ’ τις αρχαίες πηγές!…

Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον ηρωικό αναρχισμό, στο ατομικό, βίαιο, αλόγιστο, ποιητικό, αποκεντρωτικό θράσος…

Και χρειάζεται να επιστρέψουμε με κάθε κομμάτι του σύγχρονού μας ενστίκτου, κάθε κομμάτι της νέας μας αντίληψης για τη ζωή και την ομορφιά, κάθε κομμάτι του υγιούς και συνειδητού πεσιμισμού μας, που δεν είναι παραίτηση ή αδυναμία αλλά ανθισμένο λουλούδι της πληθωρικής ζωής. Είμαστε οι αληθινοί μηδενιστές της πραγματικότητας και οι πνευματικοί κατασκευαστές των ιδεατών κόσμων.

Είμαστε καταστροφικοί φιλόσοφοι και δημιουργικοί ποιητές.

Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…

II.

Κάμποσα χρόνια πριν, όλοι οι βασιλείς της γης κι όλοι οι τύραννοι του κόσμου διέσχισαν το κατώφλι του χρόνου και (γυρνώντας την πλάτη στην αυγή) κάλεσαν (διά βοής) τα φαντάσματα του παρελθόντος: του πιο ζοφερού παρελθόντος!

Οι φωνές των τυράννων και των βασιλέων ενώθηκαν ακόμα και με τις βραχνές φωνές όλων των μεγάλων σπαγκοραμμένων του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης και της ιδέας! Κι απ’ τις φωνές των τυράννων, των βασιλιάδων και των σπαγκοραμμένων, φαντάσματα και πνεύματα σηκώθηκαν απ’ τους τάφους τους κι ήρθαν να χορέψουνε ανάμεσά μας…

Το «κράτος», η «φυλή», η «πατρίδα» γίναν τα μακάβρια σύννεφα που ’καναν έφοδο στους ουρανούς, απειλητικά φαντάσματα που κρύψανε τον ήλιο· που μας πετάξαν πίσω στη σκοτεινή νύχτα των μακρινών μεσαιωνικών καιρών…

III.

Θάνατος!
Ποιος θυμάται τον μακάβριο χορό του οδυνηρού και τερατώδους θεού του πολέμου;
Ποιος θυμάται ακόμα τον πόλεμο;

Πολύς καιρός έχει περάσει μεταξύ του χθες και του σήμερα, αλλά πάνω σ’ αυτή την άτυχη μα ακόμα ευγενή γη, γονιμοποιημένη από υπολείμματα πρησμένων πτωμάτων και άγονου αίματος, κανένα τέλειο, παρθένο λουλούδι, δημιουργημένο από την πνευματικότητα και την αγνότητα, δεν φυτρώνει σήμερα.

Όχι, τα λουλούδια που γεννιούνται τώρα απ’ το ξηρό έδαφος, τόσο μάταια ποτισμένα στο αίμα, δεν είναι τα λουλούδια της ακμάζουσας ζωής, ικανά για τη μεγάλη ελπίδα, για τον γενναίο αγώνα, της σθεναρής σκέψης˙ είναι μάλλον λουλούδια του θανάτου, γεννημένα στη σκιά, που αναπτύσσονται με το μαρτύριο του υποσυνείδητου, παρασυρόμενα στη θύελλα, μεταφέρονται μαζί με την κίνηση του ποταμού της λησμονιάς…
Δεν είμαι συναισθηματικός… αλλά έχω την φρικτή μνήμη του πολέμου.
Ακόμα και το πνεύμα του μεγάλου Ζαρατούστρα (που ήταν ο αληθινότερος εραστής του πολέμου και ο πιο ειλικρινής φίλος του πολεμιστή) πρέπει να έχει αρρωστήσει τρομερά απ’ αυτόν τον πόλεμο…

Πρέπει να ήταν φοβερά άρρωστος, γιατί τον άκουσα να κραυγάζει: «Πρέπει να αναζητήσετε τον δικό σας εχθρό, πολεμήστε για το δικό σας πόλεμο, και για τις δικές σας ιδέες!»

Κι αν η ιδέα σας ενδίδει, η εντιμότητά σας κραυγάζει για τη νίκη.

Αλλά φευ! το ηρωικό κήρυγμα του μεγάλου απελευθερωτή έπεσε στο κενό!

Το ανθρώπινο κοπάδι δεν ήξερε πως να διακρίνει τον εχθρό του ή να παλέψει για τον πόλεμο των δικών του ιδεών. (Το κοπάδι δεν είχε κανένα δικό του ιδεώδες!)

Και μη ξέροντας τα δικά του ιδεώδη που θα μπορούσαν να θριαμβεύσουν, ο Άβελ πέθανε στα χέρια του Κάιν για ακόμη μια φορά.

Μη γνωρίζοντας πως να πει Ναι ή Όχι! Προχωρά σαν δειλός, σαν ρομπότ (1), όπως πάντα.

Αν είχε τουλάχιστον την ικανότητα να πει το Ναι της ενθουσιώδους υποταγής (αφού δεν είχε την ηρωική δύναμη να πει το τιτάνιο Όχι της τραγικής άρνησης) θα μπορούσε να αποδείξει τελικά ότι πίστευε στην «υπόθεση» για την οποία πέθανε, πολεμώντας…
αλλά δεν ήξερε πως να πει ναι ή όχι!

Πήγε!
Σαν δειλός, όπως πάντα!
Έτσι…
Και ξεκίνησε να πάει προς το θάνατο.
Πήγε προς το θάνατο του χωρίς να ξέρει γιατί.
Όπως πάντα!
Κι ο θάνατος δεν περίμενε…
Ήρθε!…
Ήρθε και χόρεψε.
Χόρεψε και γέλασε!
Για πέντε ολόκληρα χρόνια…
Γελούσε και χόρευε πάνω απ’ τα λασπωμένα ορύγματα όλων των πατρίδων του κόσμου.
Ένας μακάβριος χορός!
Ω, τι ηλίθιος και μακάβριος (πόσο θηριώδης και ωμός) είναι αυτός ο θάνατος που χορεύει χωρίς να κουβάλα τα φτερά κάποιου ιδεώδους.
Χωρίς μια βίαια ιδέα που υπονομεύει και καταστρέφει.
Χωρίς μια γόνιμη ιδέα που παράγει και δημιουργεί.
Τι ηλίθιο και φρικτό πράγμα είναι να πεθαίνουν σαν δειλοί, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Τον είδαμε (όπως χόρευε) ο Θάνατος.
Ήταν ο μαύρος Θάνατος, αδιάφανης, χωρίς καμιά ευκρίνεια φωτός.
Ήταν ένας Θάνατος χωρίς φτερά!…
Πόσο άσχημος και χυδαίος ήταν.
Πόσο άχαρος ήταν ο χορός του!
Και πως τους θέριζε (χορεύοντας) όλους τους περίσσιους, όλους εκείνους που περίσσευαν!
Εκείνους για τους οποίους (ο μεγάλος απελευθερωτής λέει πως) το κράτος εφευρέθηκε.
Αλλά, δυστυχώς, δεν θέρισε μόνο αυτούς…
Ναι! Ο Θάνατος (για να εκδικηθεί το Κράτος) θέρισε αυτούς που δεν ήταν άχρηστοι. Αυτούς που ήταν αναγκαίοι…
Θέρισε ακόμα αυτούς των οποίων η ζωή ήταν ένα βαθυστόχαστο ποίημα που η υποσυνείδητη του θλίψη τραγούδησε ένα εύθυμο ρεφρέν…
Αλλά αυτοί οι οποίοι δεν περίσσεψαν, αυτοί που δεν ήταν περίσσιοι, αυτοί που πέφτοντας κραυγάζουν το επαναστατικό και ισχυρά τιτάνιο Όχι! αυτοί θα εκδικηθούν.
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς!
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς γιατί ήταν τα αδέρφια μας˙ γιατί πέθαναν με τα άστρα μες στα μάτια τους˙ γιατί όπως πεθαίναν, έπιναν τον ήλιο.
Τον ήλιο του Ονείρου.
Τον ήλιο της Μάχης.
Τον ήλιο της Ζωής.
Τον ήλιο της Ιδέας!

IV

Ο πόλεμος!…
Τι ανανέωσε ο πόλεμος;
Που είναι η ηρωική μεταμόρφωση του πνεύματος;
Πότε ορθώθηκαν οι λαμπερές πινακίδες των νέων ανθρώπινων αξιών;
Σε ποιο ιερό ναό έχουν τον θαυματουργό χρυσό αμφορέα, που περιέχει τις φλεγόμενες καρδιές των δημιουργικών ιδιοφυϊών και των επιβλητικών ηρώων, που οι παράφρονες υποστηρικτές του μεγάλου πολέμου υποσχεθήκαν;
Που λάμπει ο μεγαλοπρεπής ήλιος του νέου μεγάλου μεσημεριού;
Τρομερά ποτάμια αίματος ποτίσαν τη χλόη όλου του κόσμου και προχωρήσαν ουρλιάζοντας σε όλους τους δρόμους της γης.
Τρομαχτικοί χείμαρροι δακρύων έγιναν η σπαρακτική, αγωνιώδης ηχώς του θρήνου τους που αντηχεί μέσα απ’ τις πιο απομονωμένες, τις σκοτεινότερες δίνες όλων των ηπείρων του κόσμου.
Βουνά ανθρώπινων οστών και δέρματος σαπισμένα παντού μες στη λάσπη, και κλάματα σ’ όλο το φως του ήλιου.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε: δεν ωφέλησε σε τίποτα!
Ο ιός που μαστίζει τις κοιλιές των αστών απλά εξαπλώνεται από κορεσμό˙ και η κοιλιά των προλετάριων παραπονιέται απ’ την πολλή πείνα!
Και αρκετά!
Αν με το Χριστό και τον χριστιανισμό, το ανθρώπινο πνεύμα καταστέλλεται μέσα στο κρύο και άδειο διάστημα της μετά θάνατον ζωής, με τον Καρλ Μαρξ και το σοσιαλισμό, ξεπέφτει απλά στο έντερο…
Ο βρυχηθμός που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον πόλεμο, συγκλονίζοντας την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ο ήχος των στομαχιών που ο σοσιαλισμός πρόδωσε, εξάλειψε, κατέπνιξε και κρέμασε μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτός ο βρυχηθμός άρχιζε να παίρνει ένα κομμάτι απ’ το χρώμα του περιεχομένου της ιδέας…
Αυτή η ανώτατη, ανώνυμη δειλία χρησιμοποίησε την πιο μαύρη, την πιο γυμνή, την πιο άθλια αντίδραση που γεννήθηκε και μεγάλωσε δραματικά.
Ήταν λογική-φυσική-θανατηφόρα!
Ήταν ανθρώπινη…

V

Η εποχή μας (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) βρίσκεται ήδη στα τέσσερα κάτω από τους βαρείς τροχούς της νέας Ιστορίας.
Η απαίσια ηθική του μπάσταρδου χριστιανικού-φιλελεύθερου-αστικού-πληβειακού πολιτισμού μας, στρέφεται προς το ηλιοβασίλεμα.
Η ψευδής κοινωνική μας οργάνωση καταρρέει μοιραία˙ αδυσώπητα!
Το φασιστικό φαινόμενο είναι η πιο σίγουρη, αναμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτό.
Στην Ιταλία όπως παντού…
Για να το αντιληφθείτε δεν χρειάζεται να γυρίσετε πίσω στο χρόνο και να ρωτήσετε την Ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι αναγκαίο! Το παρόν μιλάει αρκετά εύγλωττα…
Ο φασισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η κτηνωδία, ο σπασμός μιας κοινωνίας που πνίγηκε τραγικά στο τέλμα των ψεμάτων της.
Επειδή (ο φασισμός) πραγματικά γιορτάζει διονυσιακά με φλεγόμενες πυρές και μοχθηρά όργια αίματος˙ αλλά το σκοτεινό τρίξιμο της αναψοκοκκινισμένης φωτιάς του δεν εκπέμπει ούτε μια σπίθα ζωντανής πνευματικής καινοτομίας˙ ενώ το αίμα που χύνεται μεταμορφώνεται σε κρασί, που εμείς (οι προάγγελοι του χρόνου) σιωπηλά συλλέγουμε στα κόκκινα κύπελλα του μίσους που προορίζεται να γίνει το ηρωικό ποτό για να κοινωνήσουν τα χλωμά παιδιά της νύχτας και της θλίψης στη μοιραία επικοινωνία της μεγάλης εξέγερσης.
Θα πάρουμε απ’ το χέρι αυτά τα αδέρφια μας για να πορευτούμε μαζί και να αναρριχηθούμε μαζί προς νέες πνευματικές αυγές, προς τις νέες αυγές της ζωής, προς τις νέες κατακτήσεις της σκέψης, προς τις νέες γιορτές φωτός˙ νέα ηλιόλουστα μεσημέρια.
Γιατί είμαστε εραστές του απελευθερωτικού αγώνα.
Γιατί είμαστε τα παιδιά της θλίψης που αυξάνεται και της δημιουργικής σκέψης.
Είμαστε ανήσυχοι αλήτες.
Οι τολμηρότεροι σε κάθε εγχείρημα˙ οι προβοκάτορες κάθε δοκιμασίας.
Και η ζωή μια «δοκιμασία» είναι! Ένα βάσανο! Μια τραγική μάχη.
Μια φευγαλέα στιγμή!

VI

Η θέλησή μας ηρωική!
Όλα θα γίνουν ένα κύμα μίσους στην καρδιά του κόσμου και θα μετατραπούν όλα σε μια καταιγίδα της αβύσσου.
Σ’ ένα τυφώνα των κορυφών.
Σε κραυγές των ψυχών.
Σε ουρλιαχτά λευτεριάς!
Γιορτάζοντας τον κοινωνικό επικήδειο, θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ζωή του ατόμου: του λεύτερου και μεγάλου Εγώ.
Για να μη θριαμβεύει πλέον το σκοτάδι.
Για να μη μας τυλίγουν οι σκιές πια.
Για να γίνει η αστείρευτη φωτιά του ήλιου αιώνια και να διαιωνίζει τη γιορτή του φωτός πάνω σε στεριά και θάλασσα!
Γιατί ‘μαστε φλογισμένοι ονειροπόλοι του αδύνατου: οι επικίνδυνοι κατακτητές των άστρων!

VII

Ο φασισμός (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) είναι κάτι πολύ εφήμερο και ανήμπορος να αποτρέψει την ελεύθερη, αχαλίνωτη πορεία της επαναστατικής σκέψης η οποία ξεχειλίζει και εξαπλώνεται ορμητικά πάνω από κάθε φράγμα και μαίνεται αχαλίνωτα πέρα από κάθε όριο (ως ισχυρή και ζωογόνος δύναμη) πίσω απ’ τα γιγάντια βήματα της σθεναρής και τιτάνιας δράσης του σκληρού ανθρώπινου μυ.
Ο φασισμός είναι ανίσχυρος γιατί είναι ωμή βία.
Είναι ύλη χωρίς πνεύμα.
Είναι σώμα χωρίς νου.
Μια νύχτα χωρίς αυγή.
Είναι το άλλο πρόσωπο του σοσιαλισμού…
Δυο καθρέφτες χωρίς φως: δυο έκπτωτοι αστέρες!
Ο σοσιαλισμός είναι η αριθμητική (υλιστική) δύναμη που, δρώντας στη σκιά ενός δόγματος, διαλύει και διαλύεται σ’ ένα άθλιο «όχι» της πνευματικότητας˙ που την εκκενώνει από κάθε αδέσμευτο, εκούσιο, ηρωικό, ιδεώδες. Ο φασισμός είναι το επιληπτικό παιδί του πνευματικού «όχι», που αποκτηνώνεται από τη (μάταια) προσπάθεια για το χυδαίο υλιστικό «ναι».
Στο πεδίο των ηθικών αξιών είναι ίσοι. Φασισμός και σοσιαλισμός είναι δυο αντάξια αδέρφια. Ακόμα κι αν αποκαλέσετε τον τελευταίο Άβελ και τον πρώτο Κάιν. Ένα κοινό Όνειρο τους ενώνει. Κι αυτό τ’ όνειρο λέγεται Εξουσία.

VIII

Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!
Αυτό που δεν έκανε και δεν μπορούσε να κάνει ο πόλεμος,

μπορεί και θα το κάνει η επανάσταση!

Ω, μαύρες παντιέρες υψωμένες
απ’ την πυγμή του εξεγερμένου ανθρώπου
-που συγκεντρώνει τη ματιά του έντονα
πέρα απ’ το κυρίαρχο ψέμα
-ανεμίζοντας στον ήλιο και τον άνεμο
ανεμίζοντας στον άνεμο και τον ήλιο
Η νίκη γελά στο βάθος!
Στο βάθος – στο βάθος – στο βάθος!
Στο μεγαλείο του ήλιου και τ’ ανέμου!

IX

Φασισμός και σοσιαλισμός είναι τσιρότα στο χρόνο: αυτοί που αναβάλουν την πράξη!
Είναι θυμωμένα αποκρυσταλλωμένα απολιθώματα που ο αποφασιστικός δυναμισμός (με τον οποίο σχεδιάζουμε την ιστορία όπως προχωρά) θα εξαφανίσει στον ίδιο τάφο των καιρών. Γιατί στο πεδίο των πνευματικών και ηθικών αξιών, οι δυο εχθροί είναι ολόιδιοι.
Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κι οι δυο δεν διαθέτουν το φως της αιωνιότητας!
Μόνο οι μεγάλοι πνευματώδεις αλήτες (φορείς της μαύρης σημαίας) μπορούν να ‘ναι η φωτεινή ζωογόνος δύναμη που ωθώντας την αιώνια επανάσταση σπρώχνει τον κόσμο προς τα μπρος.

X

Η αποφασιστική ψυχή μας είναι πολύμορφη…
Διαπερνά τον παλλόμενο καυτό ήλιο και τα τρεμάμενα απ’ τη συγκίνηση άστρα!
Είμαστε ποιητές της επανάστασης και φιλόσοφοι της καταστροφής.
Είμαστ’ αναρχικοί.
Εικονοκλάστες!
Ατομικιστές,
άθεοι,
μηδενιστές!
Είμαστε φορείς των μαύρων σημαιών.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε!…
Και στο θέατρο της ανθρωπότητας, η θέση μας είναι η πιο ακραία απ’ όλη την άκρα αριστερά.

XI

Πίσω απ’ τα γιγάντια, μαύρα σύννεφα που εξακολουθούν να κρύβουν τον ουρανό, ένα κόκκινο λυκόφως αναβοσβήνει.
Η τραγική γιορτή του κοινωνικού δειλινού πλησιάζει.
Το τελευταίο βράδυ θα είναι μαύρο με το πορφυρό του αίματος.
Μ’ αίμα και φωτιά.
Γιατί το αίμα, αίμα ζητά.
Είναι παλιά ιστορία…
Κι έπειτα τα παιδιά μας (τα παιδιά της Αυγής) πρέπει να γεννηθούν από αίμα και να σφυρηλατηθούν από φωτιά.
Γιατί οι νέες ατομικιστικές ιδέες πρέπει να γεννηθούν πιο παρθένες και όμορφες από τις μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες: από τις θύελλες των νέων τυφώνων.
Κι είναι μόνο απ’ τη μεγάλη καταστροφή της φωτιάς και του αίματος που ο αληθινός Αντίχριστος από το βάθος της ανθρωπότητας και της σκέψης θα γεννηθεί. Το αληθινό τέκνο της γης και του ηλίου ικανό να σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις κορφές και να ερευνεί την άβυσσο.
Γιατί ο Αντίχριστος είναι Αετός και Φίδι.
Κατοικεί στις κορφές και στα βάθη.
Αυτός (το πνεύμα του νέου ανθρώπου) θα περάσει μέσα απ’ τα καπνισμένα ερείπια του παλιού, κατεστραμμένου κόσμου για να υψωθεί πάνω απ’ το μεγαλοπρεπές μυστήριο της παρθένας αυγής που πλησιάζει.
Εκείνος (όμορφος και θαυμαστός) θα σταθεί στο κατώφλι του νέου πρωινού ποτισμένου απ’ την άγρια, σπινθηρίζουσα δύναμη της υπεράνθρωπης ομορφιάς, λέγοντας στους ανθρώπους που διστάζουν: Εμπρός, εμπρός!
Τρέχουμε πέρα από κάθε σύστημα
Τρέχουμε πέρα από κάθε φόρμα
Πετάμε προς την υπέρτατη λευτεριά
Προς την ακραία ΑΝΑΡΧΙΑ!

XII

Εμείς (τα λεύτερα πνεύματα) οι αλήτες της ιδέας, άθεοι της μοναξιάς, δαίμονες της αφανούς ερήμου που δεν έχει μάρτυρες.
Εμείς (τα Τέρατα του νυχτερινού φωτός), έχουμε ήδη προχωρήσει προς τις ακραίες κορυφές.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Και (μαζί με μας) όλα πρέπει να οδηγούνται στην ανώτερη συνέπειά τους.
Ακόμα και το μίσος.
Ακόμα και η βία.
Ακόμα και το «έγκλημα»!
Γιατί το μίσος δίνει τη δύναμη που τολμά.
Η βία και το «έγκλημα» είναι η ιδιοφυΐα που καταστρέφει και η ομορφιά που δημιουργεί.
Και θέλουμε να τολμήσουμε.
Καταστρέφοντας (ανανεώνοντας) να δημιουργήσουμε!
Επειδή όλα αυτά που είναι ρηχά και χυδαία πρέπει να υπονομευτούν και να διαλυθούν.
Πρέπει να μείνει μόνο ότι είναι εξαίρετο.
Γιατί ότι είναι εξαίρετο ανήκει στην Ομορφιά.
Και η ζωή θα πρέπει να είναι όμορφη.
Ακόμα και στη θλίψη.
Ακόμα και μες στη θύελλα!…

XIII

Έχουμε σκοτώσει τον «καθήκον» της αλληλεγγύης, έτσι ώστε η ελεύθερη επιθυμία μας για αυθόρμητη αγάπη και εθελοντική πατρότητα να αποκτά μια ηρωική αξία στη ζωή.
Σκοτώσαμε το έλεος γιατί είναι ένα ψευδές χριστιανικό συναίσθημα και επειδή θέλουμε να δημιουργήσουμε τον ευγενή, ακατανόητο δοτικό εγωισμό.
Στραγγαλίσαμε το ψευδές κοινωνικό δικαίωμα (δημιουργό ταπεινών, δειλών και επαιτών) έτσι ώστε ο άνθρωπος να σκάψει ως το βαθύτερο, το πιο μυστικό «ΕΓΩ» του για να βρει τις δυνάμεις του Μοναδικού.
Επειδή το γνωρίζουμε από μόνοι μας.
Η ζωή κουράστηκε να έχει καχεκτικούς εραστές.
Γιατί η γη κουράστηκε να καταπατείται μάταια από τεράστιες ορδές νάνων που ψέλνουν ηλίθιες χριστιανικές προσευχές.
Και τέλος γιατί εμείς κουραστήκαμε απ’ αυτούς τους ψόφιους «αδελφούς» μας που ‘ναι ανίκανοι για ειρήνη ή πόλεμο. Κατώτεροι του μίσους και της αγάπης.
Ναι! Βαρεθήκαμε!
Η ανθρωπότητα πρέπει να ανανεωθεί.
Πρέπει το επικό και βάρβαρο τραγούδι της νέας και παρθένας ζωής να ‘αντηχήσει σ’ ολάκερο τον κόσμο.
Είμαστε οι φορείς
των αναμμένων πυρσών.
Είμαστε οι φλογιστές
των αναμμένων πυρών.
Η σημαία μας μαύρη.
Ο δρόμος μας είναι το άπειρο.
Και το ύψιστο ιδανικό μας
είναι η κορφή και η άβυσσος.
Περπατάμε!…
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…
Κι αν τα όνειρά μας είναι μια χίμαιρα;
Κι αν οι αγώνες μας είναι άχρηστοι και μάταιοι;
Κι αν η ανανέωση της ανθρωπότητας είναι αδύνατον να επιτευχθεί;
Α, όχι. Θα περπατήσουμε παρ’ όλα αυτά.
Για την αξιοπρέπειά μας.
Για την αγάπη των ιδανικών μας.
Για την λευτεριά του πνεύματός μας.
Για το πάθος του μυαλού μας.
Για την αναγκαιότητα της ζωής μας.
Καλύτερα να πεθάνουμε σαν ήρωες στην προσπάθεια γι΄ απελευθέρωση και αυτό-ανύψωση του εαυτού μας, παρά να φυτοζωούμε ως ανίκανοι και δειλοί στην απεχθή αυτή πραγματικότητα.

Ω μαύρες παντιέρες,
ω μαύρα τρόπαια,
εμβλήματα και σύμβολα
της αιώνιας εξέγερσης.
Εσείς είστε η ματωμένη απόδειξη όλης της ανθρώπινης τόλμης:
Είστε οι υπονομευτές όλων των προκαταλήψεων:
Εσείς που είστε οι μόνοι πραγματικοί εχθροί όλης της ανθρώπινης ντροπής˙ όλων των απαίσιων ψεμάτων!
Εσείς που τραγουδάτε την αιώνια εξέγερση, ποτισμένοι απ’ τη θλίψη και το αίμα!
Την σφίγγω μες στη γερή γροθιά μου
και μες στις θύελλες και τους ανέμους
την υψώνω στο μεγαλείο του ήλιου.
Στο μεγαλείο του ήλιου και των ανέμων…
Των ανέμων και του ήλιου και του φωτός.

Από το Il Proletario, τ. 2, Ποντρεμόλι, Ιούλης 1922

Νιχιλιστές ενάντια στην κοινωνική συνοχή. Μια οφειλόμενη τοποθέτηση.

Μια οφειλόμενη τοποθέτηση

”Έχω λίγο πυρετό εδώ και κάποιες μέρες· υποφέρω ή καλύτερα αισθάνομαι λυπημένος. Από που έρχονται αυτές οι μυστήριες επιδράσεις που αλλάζουν αποθαρρύνοντας την ευτυχία και την αυτοπεποίθηση μας σε θλίψη; Θα μπορούσε να πει κάποιος ότι ο αέρας, ο αόρατος αέρας είναι γεμάτος από άγνωστες Δυνάμεις, στων οποίων την μυστήρια παρουσία υποτασσόμαστε. Ξυπνάω γεμάτος ευθυμία, με διάθεση μέσα απ’ την καρδιά μου να τραγουδήσω. -Γιατί;- Κατεβαίνω προς την όχθη του ποταμού· και ξαφνικά, μετά από μια μικρή βόλτα, επιστρέφω λυπημένος, σαν κάποια συμφορά να με περίμενε στο σπίτι. -Γιατί;- Είναι ένα κρύο αεράκι που, αγγίζοντας το δέρμα μου, έχει κλονίσει τα νεύρα μου και συσκοτίσει την ψυχή μου; Είναι το σχήμα των συννεφών, ή το χρώμα του ουρανού, το χρώμα των γύρω πραγμάτων, τόσο ευμετάβλητο, που, περνώντας μπρος από τα μάτια μου, προβληματίζει την σκέψη μου; Ποιος ξέρει; Όλα αυτά που μας περιτριγυρίζουν, όλα αυτά που βλέπουμε χωρίς να κοιτάμε, όλα αυτά που μας αγγίζουν χωρίς να το ξέρουμε, όλα αυτά που αγγίζουμε χωρίς να τα ψηλαφίζουμε, όλα αυτά που συναντούμε χωρίς να τα ξεχωρίζουμε, έχουν πάνω μας, πάνω στα όργανα μας και, μέσω αυτών, πάνω στις ιδέες μας, πάνω στην ίδια την καρδιά μας, γρήγορες, αιφνίδιες και ανεξήγητες επιδράσεις;”

Γκυ ντε Μωπασσάν

”Ο τροχος του πεπρωμενου κυλαει προς το τελος, η γεννηση της πολης τραβαει προς το μερος της τον θανατο. Η σχεση αναμεσα στην αρχη και στο τελος, αναμεσα στο αγροτοσπιτο και το οικοδομικο τετραγωνο ειναι αναλογη με εκεινη μεταξυ της ψυχης και της ευφυιας, μεταξυ του αιματος και της πετρας. Αλλα δεν ειναι τυχαιο οτι ο χρονος ειναι μια λεξη που δηλωνει τη μη αντιστρεψιμοτητα. Εδω ολα τραβουν μπροστα, τιποτε δεν γυριζει πισω.”

Όσβαλντ Σπένγκλερ

Προφήτες του καιρού – Ο άνεμος στην κοιλάδα και οι γνώμες της αγοράς της σήμερον δεν δείχνουν τίποτε από αυτό που έρχεται, αλλά μόνο για εκείνο το οποίο συνέβη ήδη.

Φρίντριχ Νίτσε

Αν δεν με έλκει το μυστήριο, είναι γιατί τα πάντα μου φαίνονται ανεξήγητα – τι λέω; Είναι γιατί ζω το ανεξήγητο και έχω μπουχτήσει.

Εμίλ Σιοράν

Το κείμενο αυτό δε φιλοδοξεί να αποτελέσει άλλη μία προσθήκη στον αχταρμά των εμφανιζόμενων πολιτικών αναλύσεων και προγνώσεων στον απόηχο της λήψης έκτακτων μέτρων προς “αντιμετώπιση της πανδημίας”. Αποσκοπεί περισσότερο στην κατάθεση κάποιων προσωπικών, κάπως περισσότερο συναισθηματικών εντυπώσεων, και την κοινοποίησή τους διαμέσου κειμένου σε ανθρώπους με παρόμοιους προβληματισμούς και συμπεράσματα. Εμφανής θα είναι η -ίσως αρκετά αιχμηρή- κριτική σε συνηθισμένες στάσεις και αντιδράσεις απέναντι στην εξάπλωση της κρίσης στους κοντινούς μας χώρους. Αυτό κυρίως συμβαίνει γιατί εκεί που οι πολλοί αντιλαμβάνονται ευκαιρίες να δοκιμάσουν τις ιδέες τους ενάντια στον κοινωνικό λήθαργο, εμείς επιλέγουμε να αντιλαμβανόμαστε ευκαιρίες να ανανήψουμε από τον δικό μας λήθαργο, συγκρουόμενοι άμεσα με τις ιδέες των πολλών για την κοινωνία. Αν δεν ξεκινήσουμε επαναξιολογώντας τις δικές μας θεωρίες, αντιλήψεις και προτάσεις, εκμεταλλευόμενοι τη σύγκρουση με την εισαγωγή των δραστικών αυτών αλλαγών, τότε οι ευκαιρίες για κάτι τέτοιο στο μέλλον θα λιγοστέψουν περισσότερο. Η κρίση, μέσα σε όλα, απέδειξε την ανετοιμότητα και την αδυναμία του αναρχικού χώρου να σταθεί πολεμικά και ξέχωρα από τις κρατικές πολιτικές σε μία κατάσταση γενικευμένης αναταραχής, κι αν δεν εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα… κάθε κρίση και χειρότερα.

Υπάρχουν δύο συνήθεις ανθρώπινες αντιδράσεις όταν το κρηπίδωμα πάνω στο οποίο έστεκαν οι βεβαιότητές μας αμέριμνα καταρρέει, παρασέρνοντάς τις στον βυθό της αβεβαιότητας. Δύο αντιδράσεις επιφανειακά εντελώς αποκλίνουσες, αλλά στο σύνολό τους πυροδοτημένες από ομοούσια συναισθήματα, και γι’ αυτό σε άμεση εξάρτηση η μία από την άλλη. Συναποτελούν δύο από τους πυλώνες στήριξης της μαζικής κοινωνίας ώστε να συνεχίσει να σκεπάζει τους ορίζοντες κάθε ανθρώπινου σχετίζεσθαι.

Αναφερόμαστε αφενός στον πανικό, τον φόβο, την τρομοϋστερία και την παραφιλογογία γύρω από τα αίτια και τις επιπτώσεις των εξελίξων, και αφετέρου στην εικοτολογία, την αισιοδοξία, τον πολιτικαντισμό, τις προφητείες και τις πομπώδεις διακηρύξεις αναφορικά με το μέλλον της ανθρωπότητας. Οι αντιδράσεις αυτές απαντώνται σε όλο το φάσμα των κοινωνικών τάξεων, υπερβαίνοντας σύνορα, φύλα, μόδες, πολιτικά στρατόπεδα και ιδεολογίες, προσαρμοζόμενες στον ιδιαίτερο λόγο της κάθε ομάδας, και κάνοντας ορατή -έστω και αμυδρά- τη συγκολλητική ουσία στα θεμέλια του κυριαρχικού πολιτισμού. Είτε πρόκειται για τρόμο μπροστά στην κατάρρευση της κοινωνικής συνοχής ή για φόβο για την ενδεχόμενη έλευση ενός Οργουελικού κράτους, πολλοί τρομοκρατήθηκαν μόλις η κανονικότητα κλονίστηκε, και αναζήτησαν απαντήσεις. Είτε πρόκειται για την κοινωνική οδοσήμανση απ’ τους πολιτικούς ηγέτες των δημοκρατικών ομοιομάτων ή απ’ τους επαναστάτες προφήτες των μελλοντικών εξεγέρσεων, οι οποίοι, σαν έτοιμοι από καιρό, παρουσιάστηκαν απευθείας στη σκηνή ως οι καλοθελητές της. Μία λειτουργική και ανταποδοτική σχέση μεταξύ των οργανικών αυτών αντιδράσεων προκειμένου να αναχαιτιστεί η επελαύνουσα ταραχή… “Μόλις παρέλθει θα λογαριαστούμε”, λένε, και κλείνουν το μάτι ο ένας στον άλλον.

Άλλωστε, αν κάτι απέδειξε περίτρανα η παρούσα πανδημία και το ντόμινο πολιτικο-οικονομικών εξελίξεων, είναι το πόσο επηρμένες, ιδεοληπτικές και κενόδοξες είναι οι πεποιθήσεις όλων μας πως με κάποιον τρόπο εξαιρούμαστε από τον ιστορικό ορίζοντα της εποχής μας. Πόσο τυφλές και αυτάρεσκες είναι όλες οι βεβαιότητες της πλειοψηφίας πως υψωνόταν σε κάποιον υπερ-ιστορικό άμβωνα κριτικής, κηρύττοντας από εκεί τις προφητείες της για τη ροή της ιστορίας με τη σιγουριά μαθηματικού. Όμως, ακριβώς αυτή η διαφωτιστική μανία της εξαίρεσης και της κριτικής αυθεντίας πόσο απηχούσε το πνεύμα της εποχής μας άραγε; Η πρόδηλη κριτική αντικειμενοποίηση της ιστορίας δεν είναι ίδια με την αντικειμενοποίηση που μετατρέπει τα ζώα σε θερμίδες, τον αέρα και τον ήλιο σε joule, τους καρπούς και τους πόρους σε ποσοστά κέρδους; Δεν είναι η ίδια που μετατρέπει την ιστορία σε αιτιοκρατικές αλληλουχίες πλήρως υπαγόμενες στη δικαιοδοσία του πολιτικού Λόγου; Η ίδια που τη μετουσιώνει ως διαδικτυακά δεδομένα και επίχρισμα μανιφέστων απαραίτητων για την τροφοδότηση της δημοκρατικής μηχανής και του κοινωνικού εργοστασίου; Δεν είναι εμφανείς, στιγμές σαν κι αυτές, οι λεκέδες αίματος της καθημαγμένης διαλεκτικής του διαφωτισμού;

Τα αυλακώματά τους: τέρψη βαθιά για τα μάτια μας, αντίκρυ στις αναταραχές της εποχής μας. Τι άλλο να μας ευχαριστούσε περισσότερο από την κοινή στους ανθρώπους αναστάτωση, ελέω μιας κρίσης που υπάγει και χωνεύει τις υπερυψωμένες διαφορές των όσων καλομάθανε στη “μοναδικότητά” τους, προσγειώνοντάς τους στο ορμέμφυτο, στη γυμνή ζωή, στο μιαρό ζωώδες που πασχίζουν να εκλεπτύνουν ή να φτιασιδώσουν; Έτσι, ξεδιπλώνεται μπροστά μας το αιώνια επαναλαμβανόμενο ζωικό φιλοτέχνημα. Ο ζόφος του ανεξερεύνητου μέλλοντος επισκιάζει τις φαεινές ψευδαισθήσεις μας. Ο πηγαίος φόβος επανασυνδέει το “άφθαρτο” σώμα με την τρωτότητά του. Η ανάγκη ανάδειξης αισιόδοξων προοπτικών μάς κάνει να ξανασυναντηθούμε ανεπαίσθητα στους πιο κοινούς μας αδιόρατους τόπους. Διαταξικά, γιατί ο τρόμος δεν κάνει τέτοιες διακρίσεις. Ομοίως με τα σκιρτήματα και τις φρικιάσεις μας.

Δεν ικανοποιούμαστε λιγότερο με τον τρόμο του γείτονά μας απ’ ότι με τον τρόμο των αφεντικών. (ίσως με τον δεύτερο να ικανοποιούμαστε λίγο περισσότερο, ομολογουμένως). Δε λοιδορούμε λιγότερο τις απονενοημένες προσπάθειες των κυρίαρχων να μη συντριφθούν από το απροσδιόριστο μέλλον, απ’ ότι τις κενές υποσχέσεις των επαναστατών ιεροκηρύκων να τους συντρίψουν. (ίσως πάλι να λοιδορούμε λίγο περισσότερο τους δεύτερους). Δεν καυχιόμαστε πως περιβαλλόμαστε από λιγότερο σκοτάδι σε σύγκριση με τους προαναφερθέντες, αλλά παραδεχόμαστε πως δε μας πλάνεψε ποτέ το φως. Ό,τι μισήσαμε πάνω σε αυτόν τον κόσμο δεν περιχαρακώνεται αποκλειστικά σε ταξικά, φυλετικά ή πολιτισμικά σύνορα, εντοπίζοντας εκφάνσεις του ουκ ολίγες φορές ακόμα και στις πιο οικείες μας συνήθειες. Διαθέτοντας τα κριτήριά μας και στρέφοντάς τα εναντίον των στοιχείων αυτών, συμπεριφορών και πρακτικών, πώς να μην απολαύσουμε τον αλαφιασμένο, φοβισμένο τους χορό σήμερα;

Η ασφάλεια λαμβάνεται ως μέτρο απέναντι στον φόβο, όπως οι απαντήσεις κατευνάζουν την περιέργεια και την αγωνία. Οι κρατικές πολιτικές αντιμετώπισης της “υγειονομικής κρίσης” δεν αποσκοπούν να απαντήσουν σε διαφορετικά ερωτήματα απ’ ότι πολλές κοινωνικές επαναστατικές προτάσεις, απλά το κάνουν διαφορετικά, υπέρ διαφορετικών πληθυσμιακών συνόλων. Αναπαράγεται αυτούσια η απαραίτητη πολιτική σχέση εξάρτησης, ώστε να διαιωνιστεί η μαζική κοινωνία, να νομιμοποιηθεί η αντιπροσώπευση και να μείνει στο απυρόβλητο το υπάρχον διαφωτιστικό, τεχνο-βιομηχανικό σύμπλεγμα, δίχως να καταλυθεί η αξιολογική του κλίμακα.

Άπλετες ερωτήσεις και ικανοποιητικός αριθμός δυνατών απαντήσεων σε αυτές. Μεταξύ τους, μερικά σημεία στίξης απόσταση, και τίποτα παραπάνω. Ο ρόλος του ενός δεν ευδοκιμεί χωρίς την πρακτική του άλλου. Κι αν, περιστασιακά, ο ένας υπονομεύει και χλευάζει τον άλλον, συμβαίνει γιατί υπάρχει κοινό συμφέρον να διατηρηθεί η απόσταση, προκειμένου να καταφάσκουν αμφίδρομα στην ταυτότητά τους. Σπάνια κάποιος διερωτάται σχετικά με το περιεχόμενο του στοχασμού.

Η κρίση του συστήματος είναι δική μας; Ο ανθρωπισμός τελικά είναι θεμιτός ως εργαλείο ανάγνωσης της πραγματικότητας; Η άρνησή μας να γίνουμε ειλικρινείς σχετικά με τις καταστροφικές συνέπειες που υπονοούνται στον πόλεμό μας ενάντια στη σημερινή μορφή του κόσμου, τι αποδεικνύει για τον εαυτό μας; Σε πόσο μεγάλο βαθμό είμαστε ζωτικά -και όχι επιδερμικά- δεμένοι με το υπάρχον και τις αξίες του; Πρέπει το εννοιολογικό κατασκεύασμα της πανανθρώπινης κοινότητας να επιβιώσει, αν αυτό συνεπάγεται τη διατήρηση της σημερινής κοινωνικής οργάνωσης; Μπορεί η κοινωνική αλληλεγγύη να είναι η απάντηση στις καπιταλιστικές κρίσεις ή αποτελεί εργαλείο του κόσμου του κεφαλαίου για να αναπροσαρμοστεί η βάση του στις νέες συνθήκες, αφήνοντας στο απυρόβλητο τις θεμελιώδεις κοινωνικές κατηγορίες; Μπορούμε να συμβιβαστούμε με την θνητότητα και τις πραγματικές, μη εξιδανικευμένες απολήξεις ενός πολέμου; Έχουμε τη δύναμη να διατρανώσουμε τις απορίες μας;

Αυτά ίσως είναι ένα αντιπροσωπευτικό ψιχίο επίκαιρης αναρχικής προβληματοποίησης.

Η θέση αυτή από μεριάς μας δεν έρχεται να δώσει απαντήσεις στα προσήκοντα στη σημερινή κοινωνία ερωτήματα, αλλά να προβληματιστεί σχετικά με το πώς γεγονότα διαλυτικά για τη σημερινή τάξη προβληματοποίησης θα μας επιτρέψουν δυνητικά να αναδείξουμε μια νέα, σε διαφορετικές βάσεις. Συγκαταλέγεται και αυτό στις πιθανές κατευθυντήριες απαντήσεις απέναντι σε μια κρίση; Μπορεί. Αλλά εμείς δεν αποποιηθήκαμε την αρραγή σύνδεσή μας με την υπάρχουσα πραγματικότητα, παρά μόνο αναζητούμε οδούς και γραμμές διαφυγής από την αναπαραγωγή των σημερινών ανθρωπότυπων. Και, για να το πετύχουμε αυτό, είμαστε αποφασισμένοι να εκμηδενίσουμε βαθιά και χωρίς διακρίσεις.

Και ναι λοιπόν, απομακρυνόμαστε από και περιφρονούμε όσους πανικόβλητοι, εν μέσω καταιγίδας, είναι πρόθυμοι να σώσουν την κιβωτό της ανθρωπότητας. Ακόμα περισσότερο χλευάζουμε τους επίδοξους αντικαταστάτες των εξαφανισμένων ή αποτυχημένων καπετάνιων. Αν, ενδεχομένως, αποβλέπουν στην κατάληψη της ηγεσίας, δεν έχουν να φοβούνται ανταγωνισμό από τα “αντικοινωνικά μιάσματα”, αλλά ας μην αυταπατώνται αφυώς πως θα στελεχώσουμε τις μάταιες προσπάθειές τους ή θα ευνοηθούν από τη συναίνεσή μας. Το νου σας, τυφλοπόντικες κάθε επαναστατικής πρωτοπορίας.

Κάθε πολιτισμός αντιμετωπίζει τις προσιδιάζουσες στο ενδιαίτημά του κρίσεις. Αν ο σημερινός φρόντισε να αφανίσει ή να εξορκίσει τον φόβο για τα ξεσπάσματα και τους κινδύνους της απρόβλεπτης και αφερέγγυας φύσης, με όπλο του την ανάπτυξη μιας γνώσης εύτακτης, λειτουργικής και αποδοτικής ως προς την εγκαθίδρυση του οικονομικού του μηχανισμού, αυτό δε συνεπάγεται πως θα είναι αμετάκλητα ασφαλής από τις συμφορές του παγκόσμιου νόμου της εντροπίας. Αυτός, θα βρίσκει τρόπους να εμφανίζεται πάντα, εκμεταλλευόμενος κάθε χαραμάδα τρωτότητας της ανθρώπινης φύσης και της ζωής, όσο κι αν κάθε εξουσιαστικό σύμπλεγμα βαυκαλίζεται για το αντίθετο, εξαίροντας την ισχύ του. Όλα απόλλυνται στην πυρά του χρόνου, ανεξαρτήτως αν εμείς πολύ συχνά επιθυμούμε να συμβάλλουμε στην επιτάχυνση της διαδικασίας.

Όλες οι κοινωνίες θωρακίζονται, παλεύουν, και εν τέλει χάνουν τη μάχη με τη φθορά, ενδίδοντας στο τραγούδι της αΐδιου σειρήνας, και βαδίζουν έως ότου ανταμώσουν το τέλος τους. Γιατί κάθε τέλος και ολοκλήρωση. Κάτι ακατάληπτο βέβαια για τα παιδιά της απειρότητας. Ζηλωτές του ατέρμονου και ανεξάντλητου, χαλκευμένα στις συντεχνίες της προόδου, και εμφορούμενα μέχρι το μεδούλι από το κυνήγι της βελτίωσης, είδαν τις μορφές αυτού του κόσμου να τείνουν στην αιωνιότητα. Ακατάπαυστη συσσώρευση, απρόσκοπτη επιτάχυνση, ανελέητη πρόοδος, ακατάσχετη ρευστότητα, ανεξάντλητοι υλικοί και πνευματικοί πόροι. Για εμάς και την εποχή μας, ακόμα και ο θάνατος μεταφράστηκε ως επιστροφή στο αείζωον πυρ. Ούτε εκεί δεν προσφέρεται πια νηνεμία. Πως θα διαχειριζόταν τώρα αυτός ο κόσμος την πρόσκρουσή του με την απροσδιοριστία του κινδύνου;

Ο αλαζονικός αυτός κόσμος, και εμείς περιπλανώμενοι κάπου στις αποστειρωμένες οδούς του, λησμονήσαμε πως είμαστε τρωτοί, πως εν καιρώ θα ενσκήψει η απαράγραπτη ειμαρμένη βάζοντας τέλος στα όνειρα της αφθονίας μας. Δεν ισχυριζόμαστε πως αυτή η στιγμή είναι τώρα, αλλά, να, πώς να μην ευχαριστηθούμε με το ρυθμικό πλατάγισμα των κατακρημνισμένων κομπασμών;

Τι άλλο όμως συμβαίνει σήμερα παρεκτός της έξοχης αυτής παράστασης;

Δίχως να θέλουμε να στερήσουμε από κανέναν την τέρψη να συμπληρώσει με τη δική του αξιολογική νότα την πρόσφατη αυτή ταραχή, κρίνουμε πως είναι ανεκτίμητης σημασίας η κοινοποίηση και η αντιπαράθεση συντροφικών απόψεων πάνω στις πρόσφατες εξελίξεις. Ακριβώς γιατί εμείς, ως “κοντόφθαλμοι”, δεν εναμβρυνόμαστε για τις προφητικές μας ικανότητες. Ίσως επειδή δεν κατανοήσαμε σε βάθος απαράμιλλους στοχαστές όπως ο Αγκάμπεν, ο Μαρξ και ο Φουκώ, αναγκασμένοι τώρα να ομολογήσουμε την άγνοιά μας. Σύντροφοι και συντρόφισσες, σας χρειαζόμαστε περισσότερο τώρα.

Δε γνωρίζουμε τι μέλλει γενέσθαι και πώς ακριβώς οφείλουμε να κινηθούμε εντεύθεν. Αναμφίλεκτη παραδοχή πως υφίσταται μια καθ’ όλα πραγματική κρίση για τον σύγχρονο κόσμο, και όχι μόνο για το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, όπως ορισμένοι έσπευσαν να ανακοινώσουν ή, πολύ πιο σεμνά, εξέφρασαν την πρόθεσή τους να μετατρέψουν σε κρίση αυτού. Καλύτερη απόδειξη άλλωστε της βαρύτητας αυτής της κρίσης είναι πως ακόμα και οι πιο ριζοσπαστικές τάξεις του αρνητικού έμειναν εμβρόντητες μπροστά στα πρωτόφαντα αυτά φαινόμενα, καταφεύγοντας συχνά στις δύο αντιδράσεις που αναλύσαμε ακροθιγώς προηγουμένως.

Ο πανικός που έχει κατακλύσει τα κυβερνητικά κέντρα και τα διευθυντικά γραφεία, οδηγώντας τα σκέλεθρα που διοικούν τον δύσοσμο αυτό βόρβορο στη σπασμωδική λήψη αποφάσεων περιστολής ελευθεριών και καταπάτησης δικαιωμάτων κεντρικών για τον αυτοπροσδιορισμό των δυτικών δημοκρατιών εδώ και χρόνια, αποδεικνύει το λιλιπούτειο ανάστημά τους. Μαλθακοί και αβροδίαιτοι, ένεκα της πίστης τους στα δόγματα του οπτιμισμού και της προόδου, έμαθαν να στηρίζονται με τον καιρό περισσότερο στις δυνάμεις των μηχανών και των κάθε λογής ειδημόνων αντί για τις δικές τους. Πρόγνωση, πρόληψη, έλεγχος, ισχύς, προγραμματισμός και διακυβέρνηση. Η σημερινή κατάσταση, όμως, ελισσόμενη στα διάκενα των παραπάνω τεχνικών, τους εκθέτει ανεπανόρθωτα, αναγκάζοντάς τους, εκτός της περαιτέρω προσφυγής τους στους γκουρού της ιατρικής και τους επαϊόντες της επιστήμης, να γελοιοποιούνται πολιτικά, καθώς ακόμα και τα μεγαλύτερα φιλελεύθερα καθίκια υιοθετούν πολιτικές και ρητορικές των χειρότερών τους αντιπάλων προκειμένου να σώσουν ό,τι προλάβουν από το ξεχείλισμα του βόθρου που ετοίμασαν.

Ορισμένοι ίσως μας καταλογίσουν έκλυτη ευθυμία με μια κατάσταση όπου πλήττει μεροληπτικά τους ταξικά υποδεέστερους. Φυσικά, είναι αναμφισβήτητο πως κάθε κοινωνική κρίση δίχως ρητό και ακραιφνή επαναστατικό-προλεταριακό χαρακτήρα, αναπόδραστα θα πλήξει εντονότερα τους αδύναμους ενός οικονομικά διαρθρωμένου κόσμου, και δε χρειάζεται περαιτέρω τεκμηρίωση. Εμείς, όμως, ποτέ δεν εναντιωθήκαμε στους κυρίαρχους για το απλό δεδομένο της κυριαρχίας τους επί κάποιων. Έτσι κι αλλιώς, δε βαφτιστήκαμε σωτήρες των αναξιοπαθούντων. Πολεμάμε τους κυρίαρχους γιατί το κοινωνικό συμβόλαιό τους με τους κυριαρχούμενους διαιωνίζει έναν επονείδιστο κόσμο αντίθετο στις επιθυμίες μας. Κομμάτι αυτού του κόσμου αποτελούν και οι κάθε λογής εξανδραποδισμένοι, καταπιεσμένοι, κολασμένοι, εκμεταλλευόμενοι και ανίσχυροι των οποίων τον πολλαπλασιασμό των βασάνων και την διόγκωση του άλγους καλωσορίζουμε, αν μέλλει να αποτελέσει θρυαλλίδα εκρήξεων ταραχής για την καταστροφή μιας κοινωνικής οργάνωσης που ορκιστήκαμε να πολεμήσουμε.

Όσοι καλοί σαμαρείτες βιάζεστε τώρα να μας κουνήσετε το δάχτυλο, σας ρωτούμε αν η δική σας παρουσίαση της πανδημίας ως ευκαιρία ξεσπάσματος επαναστάσεων διαφεύγει των κατηγοριών που ετοιμάζετε να μας εξακοντίσετε.

Ο πόλεμος αυτός, τροφοδοτημένος από το ασίγαστο και βαθιά προσωπικό μας μίσος, δε γνωρίζει φυσικά ανακωχή. Τοποθετούμαστε, καταθέτοντας μια πρώτη οφειλόμενη κριτική πάνω στα γεγονότα, ως αναρχικοί μηδενιστές-ατομικιστές ενάντια σε κάθε κυριαρχία, επιβολή, κράτος και εξουσιαστικό μόρφωμα εχθρικό στις προσωπικές συμφωνίες και επιθυμίες μας. Πόσο μάλλον όταν η λειτουργία των παραπάνω λαμβάνει σε καιρούς κρίσης έναν τόσο επιθετικό και “ολοκληρωτικό” χαρακτήρα. “Ολοκληρωτικό” σε εισαγωγικά, γιατί σημασία έχει και η ερμηνεία του καθενός σχετικά με τη φύση κοινωνικά αποδεκτών καθημερινών φαινομένων πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Ίσως, βέβαια, αυτή η πιο άμεση και ακατέργαστη εισβολή του ελέγχου στις ανέμελες καθημερινότητες του καθενός να γίνει πυροκροτητής για την ανάπτυξη στοχασμών γύρω από τη φύση και την αξία του ελέγχου σε ευρύτερα κοινωνικά τμήματα. Θα δείξει…

Τι συνιστούμε ως μια πρώτη αντίδραση εμείς; Ηρεμία, νηφαλιότητα, εγρήγορση, προσήλωση και σύνεση. Δεν ήρθε το τέλος, ούτε κάτι ιστορικά ανεπανάληπτο. Να μην επιτρέψουμε στην ιστορική λήθη και την μουσειοποίηση της μετα-νεωτερικότητας να μας κλείσει στη μέγγενή της. Μπορεί οι μορφές της κρατικής αυτής λειτουργίας να είναι φαινομενικά νέες, εφόσον η τεχνολογία διανοίγει περαιτέρω πεδία και δυνατότητες πληθυσμιακού ελέγχου στα κράτη, αλλά η λογική των μηχανισμών άμυνάς τους -δυστυχώς μαζί με τη δική μας ευθύνη- έχουν παραμείνει ανάλλαχτοι.

Μακριά από τη συμμετοχή στην παραφιλολογία και την καλλιέργεια επιβλαβούς εικοτολογίας, να εκπονήσουμε πρακτικά και αποτελεσματικά σχέδια διακοπής της απομόνωσης και προσβολής της κοινωνικής συνοχής. Οι ιδέες για το πώς οι αναρχικοί εξεγερμένοι μπορούν να διατηρήσουν την ακεραιότητά τους και να εφαρμόσουν τις πολεμικές τους επιχειρήσεις στο εδώ και τώρα είναι πάντα πιο χρήσιμες από τις εικασίες για το που οδεύει ο κόσμος. Σκοπός παραμένει να τον αλλάξουμε και όχι να τον ερμηνεύσουμε.

Είναι κεντρικής σημασίας στοίχημα να κατορθώσουμε να υπερασπιστούμε τις συντροφικές μας σχέσεις και τη μαχητική μας κουλτούρα από τον πιθανό εκφυλισμό τους σε μια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, όπου οι συνήθεις τρόποι δραστηριότητάς μας περιορίζονται. Να μην επηρεαζόμαστε από τη μαζική παράκρουση. Η ψυχρή ματιά της κριτικής σθεναρότητας και η ζεστή αγκαλιά των αδερφών μας είναι το ενδεδειγμένο ενδιαίτημα για την αναχαίτιση της σύγχυσης. Να συμπράξουμε με τις συντρόφισσές μας μεταφράζοντας, παράγοντας και διαχέοντας αναρχικό λόγο ενάντια στις εκφάνσεις της αποσυντιθέμενης αυτής κοινωνίας. Μην ξεχνάμε να προστατεύουμε την υγεία μας από το πλήθος των κινδύνων που καραδοκούν, σωματικών ή ψυχικών. Κάθε πλήγμα που δεν επιλέξαμε να σηκώσουμε παίρνοντας το ρίσκο οι ίδιοι, είναι ήττα.

Κατά τ’ άλλα, η συνολική εικόνα όπως προαναφέραμε ενδείκνυται για ευχάριστη ενατένιση με πάντα δημιουργικούς όρους, αναζητώντας τρόπους να την εμπλουτίσουμε. Να μην ξεχνάμε πως, αποδεσμευμένοι από την ανάγκη κοινωνικής απεύθυνσης του αγώνα μας, δεν έχουμε καμία απειλή να μας ωθεί σε σπασμωδικές κινήσεις και πολιτικούς βερμπαλισμούς. Δεν έχουμε να πείσουμε κανέναν για τίποτα. Για εμάς, το καλύτερο φάρμακο στην επέλαση της αρρώστιας ήταν και παραμένει ο πόλεμος.

Η δημοκρατία θα πέσει.

Πίστη στην ανάφλεξη.
Πίστη στις δυνάμεις μας.
Πίστη στους σκοπούς μας.
Πιστοί ο ένας στην άλλη.

”Τι θα πει λεύτερος; Αυτός που δεν φοβάται το θάνατο

Νίκος Καζατζάκης

”Η δύση του λαού και της ανθρωπότητας θα σημάνει το δικό μου χάραμα. ”

Μαξ Στίρνερ

«Τα πάντα καταρρέουν, γκρεμίζονται. Μουχλιασμένες ιδεολογίες, σάπια ηθική, φιλοσοφίες της παραίτησης, ληγμένες ρητορείες πασχίζουν να καλλωπίσουν την κατάσταση. Η αρρώστια έχει προχωρήσει και τίποτα δεν την αγγίζει πια. Στα αγαπημένα θεμέλια του παλιού κόσμου φώλιασαν τα μικρόβια της μόλυνσης. Τα πάντα είναι καταδικασμένα να εξαφανιστούν, να συντριβούν στον πάτο ενός σωρού σκουπιδιών του παλιού κόσμου. Η Ιστορία κλείνει αυτήν την σελίδα με ανακούφιση, την σελίδα του αδιάλειπτου θεάματος της αδράνειας ενός πλήθους αφιερωμένου σ έναν συρφετό ανυπόστατων φαντασμάτων, κατασκευάζοντας ό,τι επίκειται να καταστρέψει, ένα σώμα ασθενικό, που ταλανίζεται από τις εξεγέρσεις των λίγων, ενώ τα πάντα συνηγορούν σ ένα σύμπλεγμα δειλίας και υποταγής, που ενίοτε ονομάζεται και ηρωισμός, τα πάντα αντανακλούν μια δυστυχισμένη έμπνευση. Κι έτσι τελείωσε αυτή η εποχή. Στα τσακίδια! Μπροστά σε τέτοια μακάβρια ερείπια τραγουδώ για την καταστροφή, σαν τον Νέρωνα. Στα ερείπια αυτά θα ανθίσει ο κόσμος, ο κόσμος μου. Συνεπώς, τραγουδώ…»

Bruno Filippi

Νιχιλιστές ενάντια στην κοινωνική συνοχή.

Renzo Novatore: Είμαι επίσης ένας Μηδενιστής

[:el](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum[:en]

I

I am an individualist because I am an anarchist; and I am an anarchist because I am a nihilist. But I also understand nihilism in my own way…

I don’t care whether it is Nordic or Oriental, nor whether or not is has a historical, political, practical tradition, or a theoretical, philosophical, spiritual, intellectual one. I call myself a nihilist because I know that nihilism means negation.

Negation of every society, of every cult, of every rule and of every religion. But I don’t yearn for Nirvana, any more than I long for Schopenhauer’s desperate and powerless pessimism, which is a worse thing than the violent renunciation of life itself. Mine is an enthusiastic and dionysian pessimism, like a flame that sets my vital exuberance ablaze, that mocks at any theoretical, scientific or moral prison.

And if I call myself an individualist anarchist, an iconoclast and a nihilist, it is precisely because I believe that in these adjectives there is the highest and most complete expression of my willful and reckless individuality that, like an overflowing river, wants to expand, impetuously sweeping away dikes and hedges, until it crashes into a granite boulder, shattering and breaking up in its turn. I do not renounce life. I exalt and sing it.

II

Anyone who renounces life because he feels that it is nothing but pain and sorrow and doesn’t find in himself the heroic courage to kill himself is — in my opinion — a grotesque poser and a helpless person; just as one is a pitifully inferior being if he believes that the sacred tree of happiness is a twisted plant on all apes will be able to scramble in the more or less near future, and that then the shadow of pain will be driven away by the phosphorescent fireworks of the true Good…

III

Life — for me — is neither good nor bad, neither a theory nor an idea. Life is a reality, and the reality of life is war. For one who is a born warrior, life is a fountain of joy, for others it is only a fountain of humiliation and sorrow. I no longer demand carefree joy from life. It couldn’t give it to me, and I would no longer know what to do with it now that my adolescence is past…

Instead I demand that it give me the perverse joy of battle that gives me the sorrowful spasms of defeat and the voluptuous thrills of victory.

Defeated in the mud or victorious in the sun, I sing life and I love it!

There is no rest for my rebel spirit except in war, just as there is no greater happiness for my vagabond, negating mind than the uninhibited affirmation of my capacity to life and to rejoice. My every defeat serves me only as symphonic prelude to a new victory.

IV

From the day that I came into the light — through a chance coincidence that I don’t care to go into right now — I carried my own Good and my own Bad with me.

Meaning: my joy and my sorrow, still in embryo. Both advanced with me along the road of time. The more intensely I felt joy, the more deeply I understood sorrow. You can’t suppress the one without suppressing the other.

Now I have smashed down the door and revealed the Sphinx’s riddle. Joy and sorrow are only two liquors with which life merrily gets drunk. Therefore, it is not true that life is a squalid and frightening desert where flowers no longer blossom nor vermilion fruits ripen.

And even the mightiest of all sorrows, the one that drives a strong man toward the conscious and tragic shattering of his own individuality, is only a vigorous manifestation of art and beauty.

And it returns again to the universal human current with the dazzling rays of crime that breaks up and sweeps away all the crystallized reality of the circumscribed world of the many in order to rise toward the ultimate ideal flame and disperse in the endless fire of the new.

V

The revolt of the free one against sorrow is only the intimate, passionate desire for a more intense and greater joy. But the greatest joy can only show itself to him in the mirror of the deepest sorrow, merging with it later in a vast barbaric embrace. And from this vast and fruitful embrace the higher smile of the strong one springs, as, in the midst of conflict, he sing the most thundering hymn to life.

A hymn woven from contempt and scorn, from will and might. A hymn that vibrates and throbs in the light of the sun as it shines on tombs, a hymn that revives the nothing and fills it with sound.

VI

Over Socrates’ slave spirit that stoically accepts death and Diogenes’ free spirit that cynically accepts life, rises the triumphal rainbow on which the sacrilegious crusher of new phantoms, the radical destroyer of every moral world, dances. It is the free one who dances on high amidst the magnificent phosphorescence of the sun.

And when huge clouds of gloomy darkness rise from swampy chasms to hinder his view of the light and block his path, he opens the way with shots from his Browning[1] or stops their course with the flame of his domineering fantasy, forcing them to submit as humble slaves at his feet.

But only the one who knows and practices the iconoclastic fury of destruction can possess the joy born of freedom, of that unique freedom fertilized by sorrow. I rise up against the reality of the outer world for the triumph of the reality of my inner world.

I reject society for the triumph of the I. I reject the stability of every rule, every custom, every morality, for the affirmation of every willful instinct, all free emotionality, every passion and every fantasy. I mock at every duty and every right so I can sing free will.

I scorn the future to suffer and enjoy my good and my bad in the present. I despise humanity because it is not my humanity. I hate tyrants and I detest slaves. I don’t want and I don’t grant solidarity, because I am convinced that it is a new chain, and because I believe with Ibsen that the one who is most alone is the strongest one. This is my Nihilism. Life, for me, is nothing but a heroic poem of joy and perversity written with the bleeding hands of sorrow and pain or a tragic dream of art and beauty!

[1] A type of pistol popular among anarchists of the time.

[:it](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum[:de](Renzo Novatore, 21/05/1920, Μιλάνο)

I

Είμαι ατομικιστής επειδή είμαι αναρχικός και είμαι αναρχικός επειδή είμαι μηδενιστής. Αλλά καταλαβαίνω επίσης το μηδενισμό με το δικό μου τρόπο…

Δε με νοιάζει αν είναι Νορβηγικής ή Ανατολίτικης προέλευσης, ούτε αν έχει μία ιστορική, πολιτική, πρακτική παράδοση, ούτε αν ακολουθεί μία θεωρητική, φιλοσοφική, πνευματική ή διανοητική τέτοια. Αποκαλώ τον εαυτό μου μηδενιστή επειδή ξέρω πως μηδενισμός σημαίνει άρνηση.

Άρνηση κάθε κοινωνίας, κάθε σέκτας, κάθε κανόνα, κάθε θρησκείας. Αλλά δε λαχταρώ τη Νιρβάνα περισσότερο από ότι ποθώ τον απελπισμένο και ανίσχυρο πεσιμισμό του Σοπενχάουερ, ο οποίος είναι χειρότερος από τη βίαια αποκήρυξη της ίδιας της ζωής. Ο δικός μου πεσιμισμός είναι ενθουσιώδης και διονυσιακός, σαν φλόγα που πυρπολεί τη ζωτική μου αφθονία, που χλευάζει κάθε θεωρητική, επιστημονική και ηθική φυλακή.

Και αν αποκαλώ τον εαυτό μου ατομικιστή αναρχικό, εικονοκλάστη και μηδενιστή, είναι ακριβώς επειδή πιστεύω πως σε αυτά τα επίθετα υπάρχει η υψηλότερη και η πιο πλήρης έκφραση της θεληματικής και ριψοκίνδυνης ατομικότητας μου, η οποία, σαν ποταμός που ξεχειλίζει, θέλει να επεκταθεί παρασύροντας ορμητικά φράγματα και φράχτες ώσπου να πέσει πάνω σε γρανιτένιο βράχο, συνθλίβοντας και διαλύοντας στο πέρασμα του. Δεν αποκηρύσσω τη ζωή. Την εξυμνώ και την τραγουδώ.

II

Όποιος αποκηρύττει τη ζωή επειδή θεωρεί πως δεν είναι τίποτα άλλο από πόνος και θλίψη και δε βρίσκει το ηρωικό κουράγιο να αυτοκτονήσει είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας τερατώδης υποκριτής και ένας ανήμπορος. Όπως ακριβώς είναι κάποιος, ένα οικτρό και κατώτερο πλάσμα εάν πιστεύει πως το ιερό δέντρο της ζωής είναι ένα διεστραμμένο φυτό στο οποίο μπορούν θα σκαρφαλώσουν όλοι οι πίθηκοι αργά ή γρήγορα και πως μετά, τη σκιά του πόνου θα τη διώξουν μακριά τα φωσφορίζοντα βεγγαλικά του πραγματικού Καλού…

III

Η ζωή, για μένα, δεν είναι ούτε καλή ούτε κακή, δεν είναι ούτε μια θεωρία ούτε μια ιδέα. Η ζωή είναι μια πραγματικότητα, και η πραγματική ζωή είναι πόλεμος. Για εκείνον που έχει γεννηθεί πολεμιστής, η ζωή είναι πηγή χαράς, για τους άλλους είναι πηγή ταπείνωσης και θλίψης. Δεν απαιτώ πια την ανέμελη χαρά απ’ τη ζωή. Δε μπόρεσε να μου τη δώσει, και δεν θα είχα τι να την κάνω τώρα πια που η εφηβεία μου πέρασε…

Αντίθετα, απαιτώ να μου δώσει εκείνη τη διεστραμμένη χαρά της μάχης, που μου δίνει τους θλιβερούς σπασμούς της ήττας και τις ηδονικές ανατριχίλες της νίκης.

Ηττημένος στη λάσπη ή νικητής στον ήλιο, τραγουδώ τη ζωή και τη λατρεύω!

Το εξεγερμένο πνεύμα μου δε βρίσκει γαλήνη παρά μόνο στον πόλεμο, όπως ακριβώς δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία για το αλήτικο, γεμάτο άρνηση μυαλό μου από την, χωρίς αναστολές, επιβεβαίωση της ικανότητας μου για ζωή και αγαλλίαση. Κάθε μου ήττα είναι, για μένα, μονάχα ένα συμφωνικό πρελούδιο για μια νέα νίκη.

IV

Από τη μέρα που ήρθα στο φως -μέσα από μία τυχαία σύμπτωση που δε με ενδιαφέρει να εξηγήσω τώρα- κουβαλούσα μαζί μου το δικό μου Καλό και το δικό μου Κακό.

Εννοώ: τη χαρά και τη θλίψη μου, σε εμβρυακό στάδιο. Και οι δύο αναπτύχθηκαν μαζί μου στο πέρας του χρόνου. Όσο πιο έντονα αισθανόμουν χαρά, τόσο πιο βαθιά καταλάβαινα τη θλίψη. Δε μπορείς να καταπιέσεις το ένα χωρίς να καταπιέσεις και το άλλο.

Τώρα έσπασα την πόρτα και αποκάλυψα το γρίφο της Σφίγγας. Η χαρά και η θλίψη είναι απλά δύο ποτά με τα οποία μεθά ανέμελα η ζωή. Έτσι λοιπόν, η ζωή δεν είναι μία άθλια και τρομακτική έρημος, όπου ούτε ανθίζουν λουλούδια πια, ούτε δρέπονται πορφυροί καρποί.

Και ακόμα και η δριμύτερη θλίψη, αυτή που οδηγεί ένα δυνατό άνδρα στη συνειδητή και τραγική καταστροφή της ίδιας του της ατομικότητας, είναι μονάχα μία δραστήρια εκδήλωση τέχνης και ομορφιάς.
Και επιστρέφει ξανά στο παγκόσμιο ανθρώπινο ρεύμα με τις εκτυφλωτικές ακτίνες του εγκλήματος που καταστρέφει και παρασέρνει όλη την αποκρυσταλλωμένη πραγματικότητα του περιγεγραμμένου κόσμου των πολλών, ώστε να ανυψωθεί προς την απόλυτη ιδανική φλόγα και να διαλυθεί στην ατελείωτη φωτιά του καινούριου.

V

Η εξέγερση του ελεύθερου ενάντια στη θλίψη είναι μονάχα η ενδόμυχη, παθιασμένη επιθυμία για μεγαλύτερη και πιο έντονη χαρά. Αλλά η μεγαλύτερη χαρά μπορεί να εμφανιστεί σε αυτόν μονάχα στον καθρέφτη της πιο βαθιάς θλίψης, για να ενωθούν αργότερα σε μία τεράστια βάρβαρη αγκαλιά. Και από αυτήν την τεράστια και παραγωγική αγκαλιά, αναβλύζει το υψηλότερο χαμόγελο του ισχυρού, καθώς, στα μέσα της σύγκρουσης, τραγουδά τον πιο βροντερό ύμνο στη ζωή.

Έναν ύμνο πλεγμένο από περιφρόνηση και χλεύη, από θέληση και δύναμη. Έναν ύμνο που δονείται και πάλλεται στο φως του ήλιου καθώς λάμπει πάνω στους τάφους, έναν ύμνο που ανασταίνει το τίποτα και το γεμίζει με ήχο.

VI

Πάνω από το δουλικό πνεύμα του Σωκράτη, που δέχεται στωικά το θάνατο και πάνω από το ελεύθερο πνεύμα του Διογένη, που δέχεται κυνικά τη ζωή, ανατέλλει ένα θριαμβικό ουράνιο τόξο, πάνω στο οποίο χορεύει ο ιερόσυλος εξολοθρευτής των νέων πνευμάτων, ο ριζοσπάστης καταστροφέας κάθε ηθικού κόσμου.

Είναι o ελεύθερος που χορεύει εκεί ψηλά, καταμεσής της μεγαλόπρεπης φωτεινότητας του ήλιου.

Και όταν τεράστια σύννεφα ζοφερού σκοταδιού ξεπροβάλλουν από βαλτώδη βάραθρα για να θολώσουν τη φωτεινή θωριά του ή για να εμποδίσουν το δρόμο του, εκείνος ανοίγει το δρόμο με τις σφαίρες του Browning του ή σταματάει την πορεία τους με την αυταρχική του φαντασία, αναγκάζοντάς τα να υποταχθούν σαν ταπεινοί σκλάβοι στα πόδια του.

Άλλα μόνο εκείνος που γνωρίζει και εξασκεί την μανία της καταστροφής μπορεί να κατέχει τη χαρά, τη γεννημένη από την ελευθερία, εκείνης της μοναδικής ελευθερίας που γονιμοποιείται από τη θλίψη. Αντιστέκομαι στην πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου για χάρη του θριάμβου της πραγματικότητας του εσωτερικού μου κόσμου.

Απορρίπτω την κοινωνία για το θρίαμβο του Εγώ. Απορρίπτω τη σταθερότητα κάθε κανόνα, κάθε εθίμου, κάθε ηθικής για την επιβεβαίωση κάθε θεληματικού ενστίκτου, κάθε ελεύθερης συναίσθησης, κάθε πόθου, κάθε φαντασίας. Χλευάζω κάθε καθήκον και κάθε δικαίωμα για να μπορώ να τραγουδώ την ελεύθερη βούληση.

Χλευάζω το μέλλον του να υποφέρω και απολαμβάνω το καλό μου και το κακό μου στο παρών. Σιχαίνομαι την ανθρωπότητα γιατί δεν είναι η δικιά μου ανθρωπότητα. Μισώ τους τυράννους και απεχθάνομαι τους σκλάβους. Δε θέλω και δε ζητώ αλληλεγγύη, γιατί είμαι πεπεισμένος πως είναι μία νέα αλυσίδα και γιατί πιστεύω όπως και ο Ίψεν ότι ο πιο μόνος είναι και ο πιο δυνατός. Αυτός είναι ο Μηδενισμός μου. Η ζωή, για μένα, δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ηρωικό ποίημα χαράς και διαστροφής γραμμένο από τα ματωμένα χέρια της θλίψης και του πόνου ή ένα τραγικό όνειρο τέχνης και ομορφιάς.

μετάφραση και δημοσίευση: Parabellum

Jason Mcquinn : “Μετα-αριστερή αναρχία: Ούτε αριστερή, ούτε δεξιά, αλλά Αυτόνομη”

Η μετα-αριστερή αναρχία δεν είναι κάτι καινούριο ή διαφορετικό. Δεν πρόκειται ούτε για ένα πολιτικό πρόγραμμα, ούτε για μια ιδεολογία. Δε σκοπεύει σε καμία περίπτωση να αποτελέσει ένα είδος φατρίας ή σέχτας μέσα στον ευρύτερο αναρχικό χώρο. Δεν πρόκεται επ’ ουδενί για άνοιγμα στην πολιτική δεξιά*: η δεξιά και η αριστερά είχαν ανέκαθεν πολλά περισσότερα κοινά με ο,τιδήποτε άλλο παρά με την αναρχία. Και ασφαλώς δεν προτίθεται να γίνει άλλο ένα προϊόν στο κοσμοβριθές παζάρι των ψευτοριζοσπαστικών ιδεών. Στοχεύει απλά στο να επαναπροσδιορίσει τις βασικότερες και σημαντικότερες αναρχικές θέσεις μέσα στα πλαίσια μιας διαλυμένης παγκόσμιας αριστεράς.

Αν επιθυμούμε την αποφυγή της αποσυναρμολόγησης μας μαζί με τα συντρίμια του αριστερισμού τα οποία καταρρέουν, πρέπει ολοκληρωτικά, ενσυνείδητα και σαφέστατα να διαχωρίσουμε τους ευατούς μας από αυτό το πολύμορφο φιάσκο- και ιδιαίτερα από τις «ανάπηρες» προϋποθέσεις του αριστερισμού που οδήγησαν σ’ αυτό το φιάσκο. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι αδύνατον αναρχικοί να αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί –άλλωστε υπάρχει μια μακρά, και σε πολλές περιπτώσεις αξιοσέβαστη, ιστορία από αναρχικές και αριστερές συνθέσεις.  Όμως αυτό συνεπάγεται ότι στη σύγχρονη συγκυρία δεν είναι δυνατόν οποιοσδήποτε –ακόμα και οι αριστερίζοντες αναρχικοί- να αποφεύγει να αντιπαρατεθεί στο γεγονός ότι οι ανεπάρκειες του αριστερισμού χρειάζονται εμπράκτως μια ολοκληρωμένη κριτική για τον αριστερισμό συνολικά και μια ξεκάθαρη διάσπαση με κάθε μορφή αριστερισμού που ανακατεύεται σ’ αυτές τις ανεπάρκειες.

Οι αριστερίζοντες αναρχικοί δε μπορούν πλέον να αποφεύγουν να θέτουν υπό ενδελεχή κριτική τον δικό τους αριστερισμό. Από εδώ και στο εξής δεν είναι απλά αρκετό (ούτε έγινε και ποτέ) να προβάλλει κανείς όλες τις ανεπάρκειες του αριστερισμού μέσα στα πλαίσια των σαφεστάτα απεχθών ποικιλιών και μορφών της αριστερής πρακτικής, όπως ο Λενινισμός, ο Τροτσκισμός και ο Σταλινισμός. Η κριτική στον αριστερό κρατισμό και στα αριστερά κόμματα/οργανώσεις είναι απλώς ένα κομμάτι της κριτικής που πλέον θα πρέπει ξεκάθαρα να περιλαμβάνει ολόκληρο το παγόβουνο του αριστερισμού, συγκαταλέγοντας εκείνες τις αντιλήψεις που συχνά ενσωματώνονται βαθιά στην παράδοση της αναρχικής πρακτικής. Κάθε άρνηση στην διεύρυνση και την εμβάθυνση της κριτικής απέναντι στον αριστερισμό αποτελεί άρνηση στο να αναλάβουμε την αυτοσκόπηση μας που είναι απαραίτητη για την ειλικρινή αυτοκατανόησή μας. Η επίμονη αποφυγή της αυτοκατανόησης δε μπορεί ποτέ να δικαιολογείται από όποιον επιζητά κοινωνική αλλαγή.

Τωρά έχουμε την ιστορικά άνευ προηγουμένου ευκαιρία, μάζι με την πληρότητα των κριτικών εργαλείων μας, να δημιουργήσουμε απ’ την αρχή ένα διεθνές αναρχικό κίνημα που μπορεί να σταθεί στο ύψος του και που δεν θα υποτάσσεται σε άλλα κινήματα. Αυτό που απομένει είναι όλοι εμείς να αρπάξουμε την ευκαιρία προκειμένου να επανακαθορίσουμε τις αναρχικές μας θεωρίες και να ανακαλύψουμε εκ νέου τις αναρχικές μας πρακτικές υπό το φως των βασικότερων επιθυμιών και επιδιώξεών μας.

Να απορρίψουμε την πραγμοποίηση** της εξέγερσης. Ο αριστερισμός πέθανε! 

Ζήτω η αναρχία!

*Η αναφορά του Jason Mcquinn στην δεξιά γίνεται διότι στις ΗΠΑ είναι γνωστό το ρεύμα του αναρχοκαπιταλισμού.

**Σύμφωνα με την μαρξιστική θεωρία, πραγμοποίηση είναι η μετατροπή των ανθρώπινων σχέσεων σε σχέσεις μεταξύ αντικειμένων.

Το κείμενο προέρχεται από το έργο του Jason McQuinn “Η μετα-αριστερή Αναρχία: Αφήνοντας πίσω την Αριστερά”

Parabellum: Ενάντια στην αναρχία ως κοινωνική πρόνοια

Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, είναι σχετικά εύκολο να παρατηρήσει κανείς  μια κοινωνιστική στροφή του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου. Βασισμένοι σε μια ανάλυση της εξέγερσης που έλεγε πως ο τερματισμός της οφειλόταν στο μη άνοιγμα του λόγου της στο προλεταριάτο και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, πολλοί αναρχικοί στράφηκαν σε μια όλο και πιο εξωστρεφή δράση με σκοπό τη διάχυση του λόγου στην κοινωνία. Είδαμε λοιπόν τις περίφημες λαϊκές συνελεύσεις, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αναρχικών, αριστερών και παρατρεχάμενων, τα αυτόνομα σχήματα στα πανεπιστήμια κλπ.

Με τον ερχομό της ”κρίσης” αυτή η κοινωνιστική ”δυναμική” βρήκε νέο πεδίο δράσης στην κάλυψη του κενού που άφησε η στρατηγική διάλυση, από τη μεριά της εξουσίας, του κοινωνικού κράτους. Βέβαια η συγκεκριμένη νοοτροπία υπήρχε και πριν την εξέγερση στο θέμα της αλληλεγγύης στους μετανάστες. Είτε λόγω ενός αισθήματος ”ταξικής αδελφοσύνης”, είτε από απλή φιλανθρωπία πολλοί ασχολήθηκαν με τις άμεσες υλικές ανάγκες των μεταναστών καθώς και με την ανάγκη νομιμοποίησης έστω κάποιον πτυχών της ύπαρξης τους στην Ελλάδα (π.χ. προσωρινές άδειες παραμονής, άδειες εργασίας και ταξιδιωτικά έγγραφα).

Σε περιβάλλον κρίσης λοιπόν αυτή η σταυροφορία ανθρωπιάς γιγαντώθηκε. Συλλογικές κουζίνες ανέργων, ανταλλακτικά παζάρια, εμπόριο χωρίς μεσάζοντες, στέγαση, d.i.y. μαθήματα χειροτεχνίας και άλλων, παιδικοί ”σταθμοί”, λαϊκές πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι μόνο μερικές από τις δομές που στήθηκαν για να καλύψουν τις υλικές και δευτερευόντως κάποιες πνευματικές ανάγκες του εξαθλιωμένου πληθυσμού.

Πριν περάσουμε στην ουσία αυτής της πρακτικής ας προσπαθήσουμε να δούμε την οπτική του κράτους. Είναι ελπίζω γενικά αποδεκτό πως το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως υποτελείς του και πως το κεφάλαιο βλέπει μόνο παραγωγικές μονάδες και καταναλωτές. Λίγο ενδιαφέρει το κράτος και το κεφάλαιο αν το υποκείμενο είναι μετανάστης, γυναίκα, ανήλικος, άνδρας, νέος ή γέρος κλπ. Εννοώ δεν τον ενδιαφέρουν ως τέτοιοι. Το κράτος αντίθετα με τους σκλάβους του δεν είναι ούτε φύσει ρατσιστικό, ούτε φύσει πατριαρχικό, ούτε βέβαια φύσει πατριωτικό, ούτε τίποτα. Χρησιμοποιεί όμως αυτά τα ιδεολογήματα όταν τα χρειαστεί. Έτσι σήμερα που υπάρχει πλεονάζον εργατικό δυναμικό φοράει η μάσκα του ρατσιστή και του διώκτη των απόκληρων όπως με την ίδια ευκολία είχε φορέσει το προσωπείο του κοσμοπολίτη όταν χρειαζόταν φθηνά εργατικά χέρια τη δεκαετία του 90. Δεν μπορεί σήμερα να ανεχτεί μια μάζα πεινασμένων να διακόπτει την ομαλότητα της οικονομίας με πολιτικές ή παραβατικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει πως δε μπορεί απλά να εξολοθρεύσει σωματικά όσους του περισσεύουν. Επομένως μεταχειρίζεται άλλες πλάγιες στρατηγικές όπως τη συνεργασία σε κάποια επίπεδα με τους ναζί, την εξώθηση στο έγκλημα και μετά στη φυλακή-αποθήκη, την επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας, τις αυτοκτονίες κλπ. Το κράτος ενδιαφέρεται να διατηρήσει την εξουσία του. Προσπαθεί πάντα να βρει την ισορροπία μεταξύ πολιτικού κόστους και αποτελεσματικότητας. Εδώ λοιπόν έρχεται η αναρχική φιλανθρωπία που άθελα της το συνδράμει.

Γιατί, τι ενοχλεί πιστεύεται το κράτος π.χ. μια συλλογική κουζίνα;  Ταΐζει τους υποτελείς που δεν συμφέρει οικονομικά να ταΐζει το ίδιο και επιπλέον οι τελευταίοι ως χορτασμένοι είναι πιο διαχειρίσιμοι. Το κράτος δε χρειάζεται ούτε να ξοδέψει για τους περισσευούμενος ούτε να διακινδυνεύει να φθαρεί πολιτικά μέσω μιας άγριας καταστολής. Βέβαια η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας από μεριάς αναρχικών προϋποθέτει την απόρριψη του ανθρωπισμού, αυτού του αστικού κατάλοιπου του Διαφωτισμού που επιμένει να κουβαλάει. Όσο οι αναρχικοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως ταπεινούς σωτήρες της ανθρωπότητας θα φανερώνουν μια ευμεγέθη αχίλλειο φτέρνα στην οποία θα στοχεύει η εξουσία. Επιπλέον η συνθήκη της φιλανθρωπίας είναι άκρως εξαχρειωτική και για τις δύο πλευρές. Ο φιλάνθρωπος αναγκάζεται υποσυνείδητα να έχει μια σχέση ευθύνης προς τους κοινωνικά απόβλητους λες και η εξαθλίωση τους είναι δικό του έργο. Ο δέκτης της φιλανθρωπίας αποκτά σχέση εξάρτησης με το φιλάνθρωπο και επιβεβαιώνεται η αδυναμία της ατομικότητας του να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Ο εξεγερμένος γίνεται παραμάνα και ο σκλάβος παραμένει σκλάβος.

Οι αναρχικοί όμως δε χρησιμοποιούν μόνο το επιχείρημα της ”κοινωνικής αλληλεγγύης”, της λεκτικά κεκαλυμμένης δηλαδή, φιλανθρωπίας. Υποστηρίζουν πως αυτές οι δομές προβάλλουν έναν άλλον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ πως αυτός ο ρεφορμιστικός στόχος δεν είναι δουλειά των αναρχικών αλλά ακόμα και αυτός σπάνια επιτυγχάνεται. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται να θέλουν κάτι τέτοιο. Άσχετα με τα φαντασιακά των συντρόφων που οργανώνουν αυτά τα εγχειρήματα, τα υποκείμενα έρχονται για έναν ειλικρινέστατο και προφανή λόγο: για να τραφούν να ντυθούν και να ψυχαγωγηθούν τσάμπα. Θα μπορούσαν να είναι ακριβώς οι ίδιοι που χτες έτρωγαν στο συσσίτιο της ενορίας ή έμειναν στο ξενώνα μιας Μ.Κ.Ο. Ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κοινωνική αυτοοργάνωση με βάση τα αναρχοκομμουνιστικά προτάγματα, όπως και ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κατάλυση των εμπορευματικών σχέσεων. Αν μπορούσαν να εξασφαλίσουν πχ. ένα προνοιακό επίδομα θα προτιμούσαν αυτό και αν κάποιοι ελάχιστοι γύριζαν στις αυτοοργανωμένες ή όχι δομές θα το έκαναν με το ρόλο πλέον του φιλάνθρωπου.

Με αυτόν λοιπόν το κοινωνιστικό, φιλανθρωπικό προσανατολισμό είναι αδύνατη η κοινωνική κριτική. Κανείς δε μιλάει πια για τις ευθύνες των υποκειμένων. Ούτε για τους μετανάστες που βρίσκονται για δεκαετίες στην Ελλάδα και το μόνο που έφτιαξαν ήταν διακοσμητικές μεταναστευτικές οργανώσεις και δεν άγγιζαν τους φασίστες ακόμα και πριν την κρίση που δε γέμιζαν ούτε ταξί, ούτε για τη μικροαστοικοποίηση πολλών εξ αυτών, ούτε για την σχεδόν καθολικά αδιαμαρτύρητη ανοχή στις αστυνομικές παρενοχλήσεις και το ντόπιο ρατσισμό. Ούτε για του ελληνάρες που θεωρούσαν την υλική φτωχιά αμαρτία αφού οι ίδιοι ήταν ματωμένοι νοικοκυραίοι,  που στήριζαν το σύστημα που τους έτρεφε για δεκαετίες και σαν ζόμπι κατανάλωναν και παρήγαν ότι πρόσταζαν τα αφεντικά και που η μόνη πράξη ”κοινωνικής ανυπακοής” που κατάφεραν να κάνουν μαζικά, ήταν ο αγανακτισμένος βόθρος.

Διατηρούμε λοιπόν τα σκατά που έχει η πλέμπα στο κεφάλι της γιατί τώρα η προτεραιότητα είναι να γεμίσει την κοιλιά της ώστε να μπορούμε να της δείξουμε το δρόμο για την επανάσταση και τη βασιλεία των ουρανών. Τι σημασία έχει αν το μόνο που θέλει είναι δουλειά για να μπορεί ξανά να καταναλώνει όπως πριν, τι σημασία έχει που συναινούσε και συναινεί στην καταστολή των αναρχικών, τι σημασία έχει που εκτός από τους πατροπαράδοτους νταβατζήδες της, τώρα στηρίζει και τους νεοναζί αλλά και τη ρεφορμιστική αριστερά της διαχείρισης. Τι σημασία έχει εν τέλει αν δε θέλει επανάσταση. Πρέπει να την κάνει με το ζόρι.

Δυστυχώς ο ρεαλισμός είναι σπάνια αναλυτικό εργαλείο των αναρχικών. Σήμερα όμως που η εξολόθρευση μας είναι κεντρική επιλογή των εξουσιαστών, δεν έχουμε περιθώρια να φαντασιωνόμαστε λαϊκούς ξεσηκωμούς. Και αν τελικά ηττηθούμε, η αντικοινωνική κριτική που θα ακολουθήσει  θα είναι απλά ένα κενό παράπονο. Εμείς θα φταίμε και όχι οι μάζες.

Parabellum Φεβρουάριος 2013