Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – “Κομμουνιστικοποίηση: Η γεροντική άνοια της αναρχίας (ή ανακαλύπτοντας ξανά την αναρχία)”

ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ: Η γεροντική άνοια της αναρχίας (ή ανακαλύπτοντας ξανά την αναρχία) – Προδημοσίευση της ανέκδοτης μπροσούρας “FAI Reloaded”, από τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς

i) Κατεψυγμένος μαρξισμός

Η σημερινή εποχή μυρίζει λάδι μηχανής, φτηνό πληρωμένο ιδρώτα εργασίας και ναφθαλίνη εθελόδουλης ηθικής… Δε θέλουμε να μας καθορίζει ο πολιτισμός του τεχνοβιομηχανικού φασισμού, των άσπρων στολών των επιστημόνων, των γραβατών των τεχνοκρατών, των πρόθυμων σιωπών των συνηθισμένων ανθρώπων, των ηλίθιων χαμόγελων των καταναλωτών… Δεν ταιριάζουμε στην αισθητική του γυάλινου κόσμου των επίπεδων οθονών των τηλεοράσεων, της ψηφιακής απομίμησης της ζωής των social media, των βιτρίνων του life style, των φακών των καμερών ασφαλείας. Δε χωράμε στην κοινωνία της αιχμαλωσίας, στις εξακριβώσεις στοιχείων των μπάτσων, στην επιτήρηση των σεκιουριτάδων, στους νόμους των δικαστών, στις κλειδωμένες πόρτες των φυλακών. Δε συμβιβαζόμαστε με το μέσο όρο κανονικότητας που προστάζει η ηθική, δε διασκεδάζουμε με ψυχοτρόπα την πλήξη, δε μας καλύπτει το κρύο των άδειων σχέσεων, δε διαβάζουμε… Μαρξ.

Σήμερα ζούμε στους ρυθμούς μιας γενικευμένης κρίσης. Η καθημερινότητά μας στραγγαλίζεται απ’ την τυραννία των αριθμών. Η ζωή μας μοιάζει με ένα λογιστικό βιβλίο, που οι υπολογισμοί του, τη βγάζουν συνεχώς λειψή και χρεωμένη. Μας κατακλύζουν με οικονομικούς όρους και ορισμούς, που οι μισοί μας είναι άγνωστοι και οι άλλοι μισοί αδιάφοροι. Οι περιπλανώμενοι τσαρλατάνοι όλων των ιδεολογιών, περιφέρονται από το ένα οικονομικό συνέδριο στο άλλο και μας βομβαρδίζουν με φλύαρες και, συχνά, ακαταλαβίστικες συνεντεύξεις-λογύδρια, πλασάροντας ο καθένας το δικό του κοινωνικό αντίδοτο ενάντια στην οικονομική κρίση. Στα ράφια του ιδεολογικού σουπερ μάρκετ, θα βρει ο κάθε πιστός καταναλωτής το αντίδοτο που του ταιριάζει, σε όλες τις αποχρώσεις. Υπάρχουν «επαναστατικά» αντίδοτα, ακόμα και «αναρχικά». Στην Ελλάδα, οι νεοκομμουνιστές, πρώην αναρχικοί, ανακατεύουν στο καζάνι των ιδεολογιών αναρχικές ετικέτες, με μπόλικο κατεψυγμένο μαρξισμό, αντι-ιμπεριαλισμό και λίγο συγκαλυμμένο εθνικοαπελευθερωτικό στοιχείο. Η νέα τάση της «σοβαρής» αναρχίας φοράει τα επίσημά της και λανσάρει τη μόδα του αντικαπιταλιστικού αγώνα σε κόκκινο φόντο. Η ρητορική των νεοκομμουνιστών-«αναρχικών» μιλάει για όλα. Προσπαθώντας να κατασκευάσει ένα κοινωνικό μάρκετινγκ μαζικής απεύθυνσης, προωθεί τις γενικεύσεις, αγιοποιώντας τον «καταπιεσμένο λαό» και τους «εργαζόμενους» που, προφανώς, για αυτούς είναι «αθώοι» των ευθυνών και των σιωπών τους, χρησιμοποιεί συγκαλυμμένα κοινωνικά εύπεπτες εθνικές αναφορές, όπως «ο ελληνικός λαός», «η χώρα μας» και υπόσχεται την «κοινωνική σωτηρία» με την έλευση της μετεπαναστατικής κοινωνίας, μιλώντας στις συνελεύσεις για συγκεντρωτικές-κεντρικές δομές… Φαίνεται πως κάποιοι νεοκομμουνιστές προβάρουν ήδη τα μελλοντικά τους αξιώματα. Ίσως, γι’ αυτό προπονούνται από τώρα, πουλώντας ηγεμονισμό, εμπειρία παλαιότητας και σοφία καθοδηγητή εντός του αναρχικού χώρου.

Εκεί, λοιπόν, που κάποιοι βλέπουν μία ευκαιρία, λόγω οικονομικής κρίσης, εμείς βλέπουμε μία παγίδα. Μία παγίδα να βουλιάξουμε στο βάλτο της σύγχυσης, των φαντασιώσεων του κοινωνικού «καλού», των μαρξιστικών αναλύσεων, των βεβαιοτήτων των επαναστατικών υποκειμένων, των οικονομισμών.

Πρώτα απ’ όλα, η παγκόσμια κρίση που βιώνουμε σήμερα δεν είναι απλά μία κρίση αριθμών οικονομικών μεγεθών και μαθηματικών υπολογισμών, αλλά κομμάτι της συνολικής κρίσης αξιών και συνειδήσεων στον κόσμο της εξουσίας. Είναι η κανιβαλιστική κρίση του δυτικού τρόπου ζωής που, αφού θέριεψε με το αίμα και το πετρέλαιο των «υποανάπτυκτων», τώρα τρέφεται απ’ τις σάρκες του. Σήμερα, ο «ανεπτυγμένος κόσμος» δε ζει μόνο μέσα στη μέγγενη της οικονομικής τυραννίας, αλλά και στην έρημο της πνευματικής και συναισθηματικής πτώχευσης.

Σε αντίθεση με τους μαρξιστές και τα «αναρχικά» δισέγγονά τους, που θέλουν να ερμηνεύουν τη ζωή με τον ορθολογισμό των μαθηματικών, εμείς αναζητάμε την απελευθέρωσή μας μέσα απ’ τις εκρήξεις μίας υπαρξιακής διαρκούς εξέγερσης σχέσεων, καταστάσεων, αξιών, ηθικής, καθημερινότητας.

Ακόμα και η οικονομία, που είναι το κέντρο των πληκτικών αναλύσεων των κομμουνιστών, για εμάς δεν είναι μία σειρά τακτοποιημένων αριθμών που οδηγούν στην εξίσωση της ταξικής πάλης. Αντίθετα, η οικονομία είναι, πρώτα απ’ όλα, μία ιεραρχική κοινωνική σχέση που μιλάει τη γλώσσα του χρήματος. Το χρήμα είναι ένα σύμβολο συσσωρευμένης εξουσίας. Είναι ένας τίτλος ιδιοκτησίας που του ανήκουν αντικείμενα, εδάφη, χρόνος, θαυμασμός, σχέσεις, άνθρωποι. Το αναρχικό στοίχημα, λοιπόν, δεν μπορεί να εγκλωβίζεται στη διεκδίκηση «καλύτερων μισθών», «χαμηλότερης φορολογίας», «οικονομικής ισότητας»… Δεν καταστρέφεις την ηθική της ιδιοκτησίας, κάνοντάς την ίση και ομοιόμορφη σε όλους.

Το πείραμα των κομμουνιστικών καθεστώτων γέννησε απολυταρχικά τέρατα, δικτατορίες του προλεταριάτου και υποταγμένους υπηκόους. Δεν ξορκίζεις την ασχήμια με μία νέα ασχήμια, που απλά αλλάζει το όνομά της σε κάτι πιο «κοινωνικό» και φαντασιώνεται ότι μέσω του «αντιιμπεριαλιστικού αγώνα, δε θα αφήσουμε να γίνει η χώρα μια «σύγχρονη αποικία».

Ακόμα κι αν καταργήσουμε το χρήμα, η εξουσία θα βρει καινούργιες χάντρες και καθρεφτάκια για να ανταλλάξει με την υπακοή των ιθαγενών της. Η εξουσία, άλλωστε, είναι πιο παλιά απ΄ τον καπιταλισμό και το χρήμα. Γι’ αυτό γελάμε, αλλά και πλήττουμε απ’ τις αναλύσεις και τα κείμενα των αναρχομαρξιστών τυφλοπόντικων της θεωρίας. Γράφουν και ξαναγράφουν υπεραναλύσεις, αλλά οι υπολογισμοί τους δεν τους βγαίνουν, γιατί αδυνατούν να καταλάβουν ότι η ζωή δε χωράει στις ετικέτες που της κολλάνε… «προλεταριάτο», «πάλη των τάξεων», «αντιιμπεριαλιστικός αγώνας»… Καταρχήν, ο αντι-ιμπεριαλιστικός αγώνας δεν προϋποθέτει τη συνολική οπτική του αναρχικού αντικρατικού αγώνα. Αντι-ιμπεριαλιστικό αγώνα διεξάγει και το γραφειοκρατικό απολίθωμα του ΚΚΕ. Παράλληλα, διαβάζοντας πίσω απ’ τις γραμμές τόσο τα κείμενα, όσο και τα προτάγματα των πρώην αναρχικών νυν κομμουνιστών, διακρίνουμε έναν ηθελημένο κρυπτο-πατριωτισμό. Οι εθνικές αναφορές (η χώρα μας, ο ελληνικός λαός, κ.λ.π.), η επικέντρωση στο «ξένο κεφάλαιο» (λες και το κεφάλαιο έχει εθνικότητα), σε συνδυασμό με την παντελή απουσία αντικρατικών προταγμάτων, είναι τουλάχιστον ύποπτα. Οι νεοκομμουνιστές – πρώην αναρχικοί δε μιλάνε ούτε για μία στιγμή για την καταστροφή του κράτους. Αντίθετα, χρησιμοποιούν έναν καταγγελτικό πολιτικάντικο λόγο ευρείας κατανάλωσης και αυτοπαρουσιάζονται ως αριστερά εξτρέμ της αριστερής κυβέρνησης, την οποία καταγγέλουν, δίχως όμως να κυρήττουν ανοιχτά τον πόλεμο εναντίον της. Η εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση στην αριστερή κυβέρνηση του ΣΥ.ΡΙ.Ζ.Α. δεν έχει καμία σχέση ούτε με την αναρχία, ούτε με την ελευθερία. Δεν αναζητάμε ούτε την μεταρρύθμιση του συστήματος, ούτε τον αριστερό καλλωπισμό του∙ το μόνο που θέλουμε είναι η ολοκληρωτική καταστροφή του. Όμως, ζούμε σε παράξενες μέρες, που ακόμα και τα αυτονόητα της αναρχίας πρέπει να τα ξαναοπλίσουμε…

Η εξουσία, λοιπόν, δεν είναι απλά άσχημα σκυθρωπά πρόσωπα σε άθλια σώματα διακοσμημένα με κοστούμια και γραβάτες, όπως και η αναρχία δεν είναι «τίμιος εργατικός ιδρώτας» και «διαβασμένα τα άπαντα του Μαρξ και του Μπακούνιν»… Σίγουρα οι πρώτοι πρέπει να γίνουν ιδανικοί στόχοι σκοποβολής και ριπών από καλάσνικωφ, όμως δεν αρκεί μόνο αυτό…

Η εξουσία είναι μία κοινωνική σχέση.

Η εξουσία γεννιέται ακόμα και μέσα στις φιλίες μας, στις παρέες μας, στους έρωτές μας, στην καθημερινότητά μας.

Πάλι μέσα απ’τις σχέσεις μας πρέπει να την εξορίσουμε πραγματικά. Φυσικά, αυτό γίνεται μόνο μέσα από μία εμπόλεμη-ένοπλη αναμέτρηση με το υπάρχον, καθώς οι αναζητήσεις μας δεν είναι ένας χίπικος εσωτερικός διαλογισμός, αλλά πρακτικές επιθυμίες που εκφράζονται καλύτερα όταν τα δάχτυλά μας γεμίζουν σφαίρες τους γεμιστήρες και τα χέρια μας οπλίζουν τα όπλα μας για να «μιλήσουν»…

ii) Ξεπερνώντας τους επαναστατικούς μύθους

Η τάξη των φτωχών, των καταπιεσμένων, των «από τα κάτω», των εργατών, είναι μία ξεθωριασμένη ετικέτα, που από μόνη της για εμάς δεν αντιπροσωπεύει τίποτα. Είναι λέξεις που χάνονται στο κενό και η ηχώ τους βυθίζεται σε ένα παρελθόν που έχει ξεπεραστεί. Η εργατική τάξη είναι μία μαζική εξαναγκαστική κοινωνική ταυτότητα, που συνθλίβει με το βάρος της τη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητα του ατόμου, του κάθε ξεχωριστού ανθρώπου. Ο λαός είναι το παραμύθι που συνδέει ένα πλήθος ανθρώπων με τελείως διαφορετικές αντιλήψεις, συνήθειες, αγωνίες, σκέψεις, προσωπικότητες, χαρακτηριστικά, που οι περισσότεροι παλινδρομούν μέσα στη σύγχυση, ομογενοποιούνται απ’ τα στόματα των ειδικών της πολιτικής με το όνομα «λαός». Ο λαός, η κοινωνία είναι το βασίλειο των αντιφάσεων. Είναι ο κοινός τόπος προέλευσης, καθώς και εμείς οι ίδιοι που αρνούμαστε την ηθική και τις αξίες της κοινωνίας, προερχόμαστε μέσα από αυτήν, που οδηγεί όμως σε άπειρους διαφορετικούς προορισμούς επιλογών. Μέσα στην κοινωνία κατοικούν οι δούλοι που θέλουν να μοιάσουν στα αφεντικά τους, οι υπήκοοι που λατρεύουν την τάξη, οι συντηρητικοί που υπερασπίζονται την κανονικότητα, οι μικροαστοί που προσκυνάνε την ιδιοκτησία, οι φασίστες που φοβούνται το διαφορετικό, οι νοικοκυραίοι που ερωτεύονται την ησυχία του σπιτιού τους και την καθαριότητα των επίπλων τους, οι λούμπεν που ζηλεύουν τους βολεμένους, οι βολεμένοι που αδιαφορούν, οι φτωχοί που γκρινιάζουν αλλά φοβούνται να πράξουν, οι μετανάστες, οι παραβατικοί που θαυμάζουν τους προνομιούχους… Παράλληλα, μέσα στην ίδια κοινωνία, υπάρχουν οι προοδευτικοί, οι ευαίσθητοι φιλάνθρωποι, οι αριστεροί, οι ειρηνιστές, οι κομμουνιστές, οι ελευθεριακοί, οι αναρχικοί, οι επαναστάτες ακόμα και οι μηδενιστές-αρνητές της κοινωνίας.

Αυτό που ονομάζεται «λαός», «κοινωνία» είναι όλο το παραπάνω ψηφιδωτό σχέσεων ανάμεσα σε μία ομίχλη προσώπων, που μερικά τα συνδέει η συγγένεια αντιλήψεων και βιωμάτων και άλλα ένας λυσσαλέος πόλεμος.

Ο λαός έχει πάντα θετικό πρόσημο. Το λαό τον διεκδικούν όλοι, απ’ τους φασίστες και τους συντηρητικούς, μέχρι τους αριστερούς και τους αναρχικούς. Ο λαός είναι «φτωχός», «τίμιος», «καταπιεσμένος», «αδικημένος» και φυσικά «σοφός» όταν ψηφίζει… Ο λαός και η εργατική τάξη, σύμφωνα με τους ειδικούς της πολιτικής, είναι οι αιώνιοι παραπλανημένοι, γι’ αυτό πάντα χρειάζονται καθοδήγηση. Οι μαρξιστές και τα αναρχικά δισέγγονά τους είναι πάντα πρόθυμοι να καθοδηγήσουν (στο όνομα του «λαού» φυσικά) και να προσφέρουν τη γη της επαγγελίας, τη μετεπαναστατική κοινωνία. Στα κείμενα, στις αφίσες, στις εκδηλώσεις τους μιλάνε πάντα σε α’ πληθυντικό, χρησιμοποιώντας το συλλογικό «εμείς» του λαού, των εργατών, του προλεταριάτου, θεωρώντας πως, παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως κομμάτι του προλεταριάτου, θα γίνουν πιο αρεστοί και θα το πάρουν με το μέρος του. Το αστείο είναι ότι, συνήθως, οι πολιτικοί εκπρόσωποι του προλεταριάτου δεν έχουν καμία ταξική σύνδεση μαζί του καθώς, για να μιλήσουμε «ταξικά», προέρχονται από μικροαστικά ή μεσοαστικά στρώματα (αιώνιοι φοιτητές, θαμώνες και ιδιοκτήτες καφετεριών, οικονομικά εξαρτώμενοι από γονείς κ.α.).

Ως άλλοι μεσσίες-απελευθερωτές απευθύνονται στην ετερόκλητη μάζα της εργατικής τάξης, θεωρώντας την ως το απόλυτο επαναστατικό υποκείμενο. Όμως, μέσα απ’ την εργατική τάξη προέρχεται η αδιαφορία των πολλών, η μιζέρια των μικροαστών, ο πατριωτικός κανιβαλισμός, οι 500.000 ψηφοφόροι της φασιστικής Χρυσής Αυγής, οι νομοταγείς πολίτες, οι ρουφιάνοι, οι συντηρητικοί, οι θρησκόληπτοι των εκκλησιών, οι πιστοί τηλεθεατές, τα ζόμπι του ψηφιακού κόσμου και των social media, οι χαρούμενοι καταναλωτές…

Τι μας συνδέει εμάς ως αναρχικούς με όλους αυτούς;… Από το απόλυτο τίποτα, μέχρι την αγεφύρωτη εχθρότητα. Η αναρχία και το εργατικό κίνημα ακολουθούν δύο παράλληλες γραμμές και είναι γεωμετρικά αποδεδειγμένο ότι οι παράλληλες γραμμές δεν τέμνονται. Γιατί, λοιπόν, να αναγνωρίσουμε τους καταπιεσμένους γενικά και αόριστα ως «αδέρφια» μας και να μιλήσουμε για ταξικό πόλεμο, μαζί με ανθρώπους που δε μοιραζόμαστε τίποτα κοινό; Καλύτερα να βάλουμε μπροστά τη συνολική αναρχική επίθεση που καταργεί όλες αυτές τις ψευδαισθήσεις του κοινού μετώπου των καταπιεσμένων. Γιατί αυτή τη στιγμή, το μόνο που μας συνδέει με τους καταπιεσμένους είναι η οικονομική συνθήκη που μας επιβάλλουν να ζούμε. Όμως, η κοινή εκβιαστική οικονομική συνθήκη που βιώνουμε ως κοινωνικό περιθώριο, μαζί με τους φτωχούς, τους άνεργους, τους εργαζόμενους, τους μετανάστες είναι μία εξαναγκαστική συνθήκη κι όχι μία συνειδητή επιλογή. Εκτός από όλους εμάς που διαλέξαμε συνειδητά το κοινωνικό περιθώριο κι αρνηθήκαμε τα υλικά προνόμια, οι περισσότεροι καταπιεσμένοι αυτό που επιθυμούν δεν είναι να καταστρέψουν τον κόσμο της εκμετάλλευσης, αλλά να μετακομίσουν οι ίδιοι στις επαύλεις των αφεντικών τους, να φορέσουν τα ρούχα τους, να μιμηθούν τους τρόπους τους και, με τη σειρά τους, να καταδυναστεύσουν όσους βρίσκονται υπό την εξουσία τους. Ο σκλάβος που ζητάει δικαιώματα χωρίς να αποκτήσει απελευθερωτική συνείδηση, σύντομα θα ζητήσει να φορέσει το στέμμα του αφεντικού του. Αρκεί να παρατηρήσει κάποιος τη συσσωρευμένη μικροεξουσία που κουβαλούν μέσα τους οι καταπιεσμένοι όταν την εξωτερικεύουν σε όσους θεωρούν πιο «αδύναμους» από αυτούς∙ ο ντόπιος στο μετανάστη, ο μετανάστης στην οικογένειά του, η «παλιοσειρά» των εργαζομένων στους νέους συναδέλφους τους… Αυτή είναι η τάξη του σύγχρονου προλεταριάτου. Ένα συνονθύλευμα μισθοφόρων της μιζέριας και του κανιβαλισμού, έτοιμων να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε όποιον πληρώνει καλύτερα. Καταπιεσμένοι με καταπιεσμένα κόμπλεξ, που θέλουν να μοιάσουν στα αφεντικά τους.

Δε θέλουμε, λοιπόν, να αναζητήσουμε συντρόφους και συμμάχους μέσα από εξαναγκαστικές κοινές συνθήκες που δε διαλέξαμε, αλλά μέσα από κοινές επιλογές.

Δε μας ξεγελάνε, ούτε μας ικανοποιούν οι εφήμερες συμμαχίες με αυτούς που διεκδικούν ένα καλύτερο μισθό ή δικαιώματα και μεταρρυθμίσεις της μιζέριας του υπάρχοντος. Με αυτούς μπορεί να βρεθούμε κάποια στιγμή σε ένα οδόφραγμα ή σε μπάχαλα, αλλά ποτέ δε θα συναντηθούμε ουσιαστικά, αν δεν καταργήσουν από μέσα τους την ηθική ταυτότητα του εργάτη, του φοιτητή, του ανέργου, του διαδηλωτή και δεν αρνηθούν συνολικά τον κόσμο της τάξης και των νόμων.

Δε μας ενδιαφέρουν αυτοί που, επειδή δεν έχουν να χάσουν τίποτα, βγαίνουν στο δρόμο, αλλά εκείνοι που είναι διατεθειμένοι να χάσουν τα πάντα για να ξανακερδίσουν τη ζώη τους απ’ την αρχή…

Άλλωστε, ανάμεσα στους πρώτους, θα βρεις τους μεγαλύτερους προδότες, που στην πρώτη αναποδιά ή μπροστά στο δέλεαρ μίας οικονομικής υπόσχεσης, θα σε εγκαταλείψουν, θα σε πουλήσουν ή, ακόμα, θα στραφούν εναντίον σου…

Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, θα ανακαλύψεις μερικούς απ΄ τους πιο κοντινούς και αυθεντικούς συντρόφους και συνενόχους σου… Πόσες φορές δε βρεθήκαμε στη μέση μίας φουρτουνιασμένης θάλασσα σύγχυσης και αντιφάσεων; Οι ίδιοι άνθρωποι με τους οποίους ήμασταν δίπλα-δίπλα πετώντας πέτρες και μολότωφ στους μπάτσους και μοιραστήκαμε χρόνους και στιγμές πίσω από φλεγόμενα οδοφράγματα, στα πλαίσια μίας συντεχνιακής διεκδίκησης μίας «άγριας απεργίας» για καλύτερους μισθούς, όταν ικανοποιήθηκε ή απορρίφθηκε το αίτημά τους, επέστρεψαν γρήγορα στην κανονικότητα και θωρακίστηκαν ξανά με την στολή του νομοταγή πολίτη, του ψηφοφόρου, του οικογενειάρχη, του τηλεθεατή. Απ’ την «άγρια απεργία» της Χαλυβουργίας, καταλήξαμε στον απόλυτο έλεγχο της κινητοποίησης απ’ το σωματείο του ΚΚΕ και στη θερμή υποδοχή των βουλευτών της Χρυσής Αυγής, που έσπευσαν για αλληλεγγύη στον αγώνα των «ελλήνων εργατών». Απ’ τα οδοφράγματα και τις φλεγόμενες νύχτες στην Κερατέα για το σαμποτάρισμα της εγκατάστασης χωματερής στην περιοχή, φτάσαμε στα υψηλά εκλογικά ποσοστά της Χρυσής Αυγής στην ίδια περιοχή.

Αλλά, ακόμα και η «άγρια νεολαία» παλινδρομεί στις αντιφάσεις της. Απ’ τις μαθητικές καταλήψεις και τις επιθέσεις στους μπάτσους μεταπηδά, χωρίς δεύτερη σκέψη, στα πογκρόμ εναντίον μεταναστών και σε πανηγυρικές φιέστες εθνικής υπερηφάνειας (« αθλητικές» επιτυχίες της εθνικής ομάδας).

Δεν αρκεί, λοιπόν, μονάχα το ευκαιριακό ξεπέρασμα του νόμου, μέσω μίας πέτρας ή μίας μολότωφ. Σίγουρα αυτό είναι ένα απαραίτητο πέρασμα. Όμως, μαζί με την τράπεζα ή το περιπολικό που θα πυρπολήσουμε, οφείλουμε να πυρπολύσουμε μέσα μας όλα τα εξουσιαστικά κατάλοιπα, τις ηθικές αγκυλώσεις και τα συντηρητικά στερεότυπα που κληρονομήσαμε από αυτόν τον κόσμο.

Φυσικά, επειδή απεχθανόμαστε την κριτική για την κριτική και τον ξεπεσμό του ψηφιακού ψευτομηδενιστικού μοιρολογίου, που όλα τα κράζει εκτός απ’ το παραμορφωμένο «υπέρ-εγώ» του, η θέση μας είναι ξεκάθαρηΌσο θέλουμε να χτυπήσουμε τον πολιτικαντισμό των νεόκοπων αναρχομαρξιστών, άλλο τόσο θέλουμε να γκρεμίσουμε το γυάλινο πύργο της θεωρίας των «ιδεολόγων» της καθαρής αναρχίας.

Αναλύουμε και αποκωδικοποιούμε το σύμπλεγμα των εκρηκτικών αντιφάσεων της κοινωνίας, όχι για να μείνουμε θεατές και να θαυμάζουμε την «αυθεντία» μας, αλλά για να οργανώσουμε στρατηγικά την αναρχική επίθεσή μας. Υπάρχουν οι λεγόμενοι ενδιάμεσοι κοινωνικοί αγώνες, που κάποιοι λόγω σύνθεσης (π.χ. μαθητικές καταλήψεις) έχουν ενδιαφέρον και η εκτροπή τους μπορεί να προκαλέσει χαοτικές καταστάσεις, οι οποίες είναι το ιδανικό πεδίο έκφρασης του μίσους μας για το σύστημα. Προφανώς και δε θα λείψουμε από εκεί, χωρίς βέβαια να ξεχνάμε ότι το «ιδανικό» λεκιάζεται απ’ την πραγματικότητα και απ’ το ρόδο μένει το αγκάθι.

Όμως, απ’ τη στιγμή που δεν εγκλωβιζόμαστε σε αιτήματα και μεταρρυθμιστικές λογικές, διατηρούμε τα χαρακτηριστικά μας και δε χανόμαστε σε πολιτικάντικες εκπτώσεις για να γίνουμε κοινωνικά «αρεστοί». Έτσι, εισβάλλουμε ως αναρχικοί και δεν κρυβόμαστε πίσω από άλλες κοινωνικές μάσκες (άνεργος, εργαζόμενος, διαδηλωτής)∙ αντίθετα, φοράμε την κουκούλα και επιτιθόμαστε, χωρίς να φοβόμαστε τον λάκκο με τις αντιφάσεις των ενδιάμεσων κοινωνικών αγώνων.

Αν θέλουμε, λοιπόν, να καταστρέψουμε αυτό τον κόσμο της οργανωμένης εκμετάλλευσης και πλήξης, πρέπει να μιλήσουμε για το ξεπέρασμα των τάξεων και όχι να κάνουμε λάβαρο το σάβανο της «ταξικής πάλης». Οι κόκκινοι αναρχικοί που μιλούν για ταξική πάλη, έχουν ένα πτώμα μέσα στο στόμα τους, το οποίο έχει αρχίσει να σαπίζει. Στην αναρχική διαρκή εξέγερση, όλες οι τάξεις καταργούνται. Το άτομο, ανακαλύπτοντας απελευθερωτικά το συνειδητό εαυτό του, έρχεται σε ολική ρήξη με την τάξη απ’ την οποία προέρχεται, είτε προλεταριακή, είτε μικροαστική. Αρνούμαστε κάθε τάξη γιατί είναι αποτέλεσμα διαχωρισμών του συστήματος. Κάθε τάξη κουβαλάει μέσα της τα χαρακτηριστικά και την ηθική του υπάρχοντος. Το αγαπημένο παιδί των κόκκινων «αναρχικών», το προλεταριάτο, κουβαλάει μέσα του την ηθική της εργασίας, την ψευτοπερηφάνεια του πατριωτισμού, τη λατρεία της μικροϊδιοκτησίας, τα κατάλοιπα του θρησκευτικού συντηρητισμού… Αυτή είναι η θλιβερή αναπαράσταση της σύγχυσης που θριαμβεύει μέσα στους ενδιάμεσους μεταρρυθμιστικούς εργατικούς αγώνες, που ποτέ δεν ξεπερνάνε τον μυωπικό εαυτό τους για να αποκτήσουν μια συνολική απελευθερωτική οπτική.

iii) Για τη Μαύρη Αναρχία

Αποκηρύσσουμε, λοιπόν, κάθε έννοια «ταξικής πάλης» που, στην πιο ριζοσπαστική της μαρξιστική εκδοχή, σκοπεύει στην κατάκτηση της εξουσίας μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου. Φτύνουμε τους «ειδικούς» της επανάστασης, την κομμουνιστική πρωτοπορία, τους βετεράνους και τις «αναρχικές» προσωπικότητες των δημοσίων σχέσεων που ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη θέση του μεγάλου τιμονιέρη της επανάστασης.

Άλλωστε, η απελευθέρωση θα έρθει όταν τσακίσουμε τα κεφάλια των αυτόκλητων «απελευθερωτών» μας.

Αρνούμαστε να περιμένουμε τις αντικειμενικές συνθήκες του μαζικού ξεσηκωμού. Η προετοιμασία των μεγάλων μαζών ως προϋπόθεση για την «επανάσταση» ενάντια στην εξουσία, επιφέρει μονάχα την αναβολή.

Γνωρίζουμε πως ζούμε σε καιρούς «κρίσης». Κάποιοι πρώην αναρχικοί επέλεξαν να ακολουθήσουν την μαρξιστική ρητορεία του πραγματισμού, του οικονομισμού, θεωρώντας ότι μιλούν τη γλώσσα του πολιτικού ρεαλισμού. Δεν μπόρεσαν να σταθούν ως αναρχικοί, θα αποδειχθούν ανίκανοι ως μαρξιστές…

Ήδη τα εγχειρήματά τους μεταλλάσσονται και οδηγούνται σε γραφικές συμμαχίες με άτομα και πολιτικούς χώρους που ορίζουν τους εαυτούς τους με αντιπολιτευτικούς όρους. Η αναρχία δεν έχει πλέον καμία σχέση μαζί τους…

Εμείς επιμένουμε στο μαύρο της αναρχίας.

Στο χάος, στην αταξία, στο ζην επικινδύνως, στο μηδενισμό της πράξης, στην ένοπλη αναμέτρηση με το υπάρχον, στη φωτιά της διαρκούς αναρχικής εξέγερσης.

Απορρίπτουμε όλες τις εξιδανικευμένες συνταγές που υπόσχονται οι επαναστατικές θεωρίες που φλυαρούν για τη μελλοντική απελευθέρωση και την κοινωνική αρμονία. Η ζωή δεν προσφέρει εγγυήσεις. Ο χρόνος είναι τώρα και ο τόπος είναι εδώ…

Ας είμαστε ειλικρινείς∙ δεν ξέρουμε πώς θα «δουλέψει» ένα απελευθερωμένο αύριο. Γι’ αυτό ακριβώς είναι απελευθερωμένο.

Γιατί θα είναι γεμάτο πιθανότητες, ερωτήσεις και αμφισβητήσεις. Όποιος ψάχνει για σίγουρες απαντήσεις και μαρξιστικές βεβαιότητες, σύντομα θα αναζητήσει την εγγύηση της αυθεντίας και των ιερατείων της κόκκινης εξουσίας.

Κρατάμε τις ερωτήσεις και η σημαία μας παραμένει μαύρη…

Αυτή είναι η μαύρη αναρχία.

Όμως, η αναρχία απαιτεί την οργάνωση του νέου αναρχικού αντάρτικου πόλης, αν δε θέλουμε να ξεπέσει σε μία ποιητική φλυαρία άνευ ουσίας, που είναι καταδικασμένη να την ακολουθήσει η εναλλακτική ένταξή της μέσα στο σύστημα. Έννοιες που δεν οπλίζονται, όπως αναρχοατομικισμός, μηδενισμός, καταλήγουν ακίνδυνες λέξεις στα στόματα ακόμα πιο ακίνδυνων ατόμων, που μπερδεύουν τον αναρχομηδενισμό με την υποκουλτούρα του δήθεν «αντικοινωνικού lifestyle».

Ο αναρχομηδενισμός συνδυάζει την προπαγάνδα των λέξεων με την προπαγάνδα των πυροβολισμών, της φωτιάς, του δυναμίτη. Η δυναμική του σφυρηλατείται στο αμόνι των πράξεων, που συνείδηση και βίωμα συναντιούνται σε έναν ατελείωτο χορό κι όχι στα πληκτρολόγια του ψηφιακού κόσμου του τίποτα.

Έτσι, λοιπόν, το αναρχικό αντάρτικο πόλης έχει τη δυνατότητα να μεταφέρει την αναρχία απ’ τη θεωρία του αφηρημένου σε πράξη, όπου οπλίζονται οι επιθυμίες μας και προκαλούν τη δικιά μας πραγματικότητα.

Η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς και η FAI είναι η πρακτική αντανάκλαση των επιθυμιών μας. Προωθούμε τη δημιουργία ενός άτυπου δικτύου πυρήνων και ομάδων αναρχικής συγγένειας, με σκοπό τη διάχυση της πρακτικής θεωρίας και των επιθέσεων. Υφαίνουμε το δικό μας ιστό αράχνης… Οργανώνουμε τις επιθέσεις μας ενάντια στα φυλάκια του κόσμου της οργανωμένης εκμετάλλευσης και πλήξης. Χτυπάμε τις τράπεζες, τα αστυνομικά τμήματα, τα δικαστήρια, τις φυλακές, τα υπουργεία, τα κομματικά γραφεία, τις αυτοκρατορίες των εταιρειών και οτιδήποτε περιφρουρεί και αναπαράγει τις αξίες αυτού του κόσμου. Φυσικά, δεν ξεχνάμε πως ο στόχος του νέου αναρχικού αντάρτικου πόλης δεν είναι απλά η ανατίναξη πραγμάτων και η εκτέλεση αξιωματούχων της εξουσίας, αλλά, παράλληλα, και η καταστροφή των κοινωνικών σχέσεων που κουβαλούν μέσα τους το δηλητήριο της εξουσίας. Γι’ αυτό, παράλληλα με την οργάνωση και τη διάχυση της FAI και της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς, μέσα από σφαίρες και βόμβες, επιθυμούμε με τα κείμενά μας να τσακίσουμε όλες εκείνες τις καθημερινές κοινωνικές συμβάσεις και να χαστουκίσουμε τη νοοτροπία των εθελόδουλων, που είναι η μισή ισχύς της εξουσίας…

Μισούμε τόσο το χέρι που κρατάει το μαστίγιο, όσο και την πλάτη που δέχεται αδιαμαρτύρητα τα χτυπήματά του…

Μη με ακολουθείς… Δε θα σε οδηγήσω…

Μην προχωράς μπροστά μου… Δε θα σε ακολουθήσω…

Χάραξε το δικό σου δρόμο… Γίνε εσύ…

ΟΡΓΑΝΩΝΟΥΜΕ 10, 100, 1000 πυρήνες της Άτυπης Αναρχικής Ομοσπονδίας και της Συνωμοσίας Πυρήνων της Φωτιάς.

ΕΠΙΘΕΣΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF,

Πυρήνας φυλακής

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – “Πέρα από το δίκαιο και το άδικο”

«Δεν πιστεύω στο δίκαιο. Η ζωή, μια συνισταμένη ανεξέλεγκτων δυνάμεων, άγνωστων κι απερίγραπτων, απορρίπτει την ανθρώπινη επινόηση της δικαιοσύνης. Η δικαιοσύνη γεννήθηκε τη στιγμή που χάσαμε τον έλεγχο πάνω στη ζωή μας. Πράγματι, η ανθρωπότητα αρχικά δεν είχε ανάγκη το δίκαιο. Ζούσε ελεύθερη κι αυτό ήταν όλο. Σήμερα, αντίθετα, υπάρχουν χιλιάδες δίκαια: χάνεται έτσι και η παραμικρή υπόσταση δικαίου. Ξέρω ότι ζω κι ότι επιθυμώ να ζήσω. Είναι δύσκολο να πραγματώσω αυτήν την επιθυμία μου, σ έναν κόσμο που ο καθένας θέλει ότι κι εγώ. Η απομονωμένη κατάφασή μου είναι το πιο σοβαρό έγκλημα. Οι νόμοι και η ηθική, συναγωνιζόμενοι με υποτιμούν και με καθυποτάσσουν. Ο καλός Χριστούλης θριαμβεύει. Είμαστε ελεύθεροι να προσευχόμαστε, να παρακαλάμε, να καταριόμαστε αλλά όχι να τολμάμε. Η δειλία, που καλλιέργησε ο χριστιανισμός και η ακόλουθη ηθική έχουν πάντα μια καλή δικαιολογία για την χαμέρπεια, την φτώχεια και την αυταπάρνηση… Η ευυπόληπτη και ταπεινή κοινωνία απ την άλλη, γαγγραινιασμένη σ όλο της το κορμί δεν χορταίνει να με περιορίζει, να μ εξευτελίζει για το καλό μου. Με σκοτώνει αργά – αργά. Δεν δέχομαι το δίκιο της. Δίκαιο είναι ότι μου στερεί. Πόσο ζηλεύω τον ωραίο Bonnot: il me faut vivre ma vie (πρέπει να ζήσω τη ζωή μου: από τη γνωστή «απολογία» του γάλλου ιλλεγκαλιστή Ζιλ Μπονό)».

Bruno Filippi

(Ιταλός αναρχομηδενιστής που κατηγορήθηκε για αρκετές ένοπλες επιθέσεις και σκοτώθηκε από βόμβα που κουβαλούσε ο ίδιος, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1919, κατά την απόπειρά του να την τοποθετήσει στη «Λέσχη των Ευγενών» – στρατηγείο των πλουσιότερων Ιταλών επιχειρηματιών)

Πέρα από το δίκαιο και το άδικο…
Για την Αναρχία

Τα πιο σημαντικά και όμορφα πράγματα λέγονται με τον πιο απλό τρόπο. Όμως, σήμερα, η πραγματικότητα της ζωής μας κάθε άλλο παρά απλή είναι. Έτσι, συχνά παρατηρούμε ότι, όσο πιο πολύπλοκη (και συνάμα πληκτική) γλώσσα χρησιμοποιούν οι “ειδικοί” του πολιτικού λόγου και οι αλχημιστές της “επαναστατικής” ρητορείας, τόσο πιο αυθαίρετες υπεραπλουστεύσεις κάνουν. Οι θεωρητικοί “επαναστάτες” ερμηνεύουν τον κόσμο με την τυραννία των “αυτονόητων αληθειών” τους. Ολόκληρη η ρητορική τους ακαμψία και ο ξύλινος λόγος τους, που νανουρίζει με τους ακλόνητους δογματισμούς του, καταλήγει να μεταφέρει την “κοινωνική επανάσταση” σε μια απλουστευμένη εκδοχή παραμυθιού της αιώνιας μάχης του “καλού” λαού με το “κακό” κράτος, του “δίκαιου” με το “άδικο”.

Αν ήταν, όμως, τόσο απλά τα πράγματα, γιατί εδώ και αιώνες αυτό το παραμύθι δεν τελειώνει με το θρίαμβο του “καλού” και το «να ζήσουν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»;

Ιδιαίτερα σήμερα, που η εξουσία δεν είναι συγκεντρωτική και αποτραβηγμένη στο θρόνο του βασιλιά, αλλά διάσπαρτη μέσα στο διάφανο κοινωνικό εργοστάσιο, τόσο ο αναρχικός λόγος, όσο και η δράση μας οφείλουν να εμβαθύνουν πιο πολύ και να διαρρήξουν την επιφανειακότητα των “θρησκευτικών” ευχολογίων και αφορισμών του “καλού” και του “κακού”, του “δίκαιου” και του “άδικου”.

Η εξουσία δεν είναι απλά άδικη, κακή και μοχθηρή, που όσο περισσότερο την καταγγέλουμε, ακόμα και βίαια, θα οπισθοχωρήσει για να θριαμβεύσει το δίκαιο των επαναστατών.

Η εξουσία είναι μια κοινωνική σχέση, ένα κοινωνικό ιεραρχικό οργανωτικό μοντέλο, ένας τρόπος διαχείρισης της ζωής.

Διαθέτει, εκτός από τα διευθυντήριά της και τους αξιωματούχους της, τους δικούς της ιεροκήρυκες, τους συμβουλάτορές της, τους διαφημιστές της, τους γελωτοποιούς της, τους ένοπλους υπερασπιστές της φυσικά, τους πιστούς ακολουθητές της, ακόμα και τους εσωτερικούς αντιρρησίες – σφετεριστές της…

Δεν είναι απλά μια κακιά ολιγαρχική ελιτ, αλλά ένα δαιδαλώδες σύστημα σχέσεων που καθορίζει την καθημερινότητά μας.

Γνωρίζουμε, βέβαια, πως αν κόψεις το κεφάλι στο φίδι, το υπόλοιπο σώμα, μετά από μερικούς σπασμούς, νεκρώνει… Η εξουσία, όμως, έχει αποδειχθεί πως μοιάζει περισσότερο με λερναία ύδρα.

Γι’ αυτό, ενώ η ένοπλη στόχευσή μας συγκεντρώνει τη δύναμη πυρός της στα κεφάλια των διευθυντών της εξουσίας και των ένστολων μισθοφόρων τους, ταυτόχρονα, ο λόγος μας επιδιώκει να ανατινάξει τις κοινωνικές σχέσεις που γεννούν την εξουσία. Μην ξεχνάμε πως το «ουδείς αναντικατάστατος» ισχύει και για την εξουσία. Αν δε χτυπήσουμε, εκτός από την καρδιά του κτήνους (ένοπλα χτυπήματα στους αξιωματούχους της εξουσίας) και τις φλέβες της κοινωνικής μηχανής (κριτική και απόρριψη της νοοτροπίας της εθελοδουλίας), τότε μπορεί, σύντομα, μετά από κάθε επίθεσή μας να αντηχεί «ο βασιλιάς πέθανε, ζήτω ο νέος βασιλιάς»Γιατί οι σκλάβοι, ακόμα κι όταν εξεγερθούν, αν δεν αποκηρύξουν από μέσα τους τη νοοτροπία της υποτέλειας, τότε, σύντομα θα θελήσουν να στέψουν το νέο βασιλιά τους, δίπλα από το κουφάρι του προηγούμενου.

Γι’ αυτό, η Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς, η FAI/IRF και οι ομάδες πολιτικής συγγένειας, που σχηματίζουν το φάσμα της μαύρης αναρχίας, τόσο στις προκηρύξεις που συνοδεύουν τις επιθέσεις μας, όσο και στα κείμενά μας, εκφράζουμε έναν αιρετικό – εμπρηστικό λόγο, που δεν ακολουθεί τις παραδόσεις του επαναστατικού αυτοματισμού με το δίπολο “καλό – κακό”, “δίκαιο – άδικο”… Έχουμε πάντα εύκαιρη τη βαριοπούλα της αγένειας, για να θρυμματίσουμε τη βιτρίνα της αθώας και καλής κοινωνίας και να αναδείξουμε την ένοχη σιωπή της και την εκνευριστική παθητικότητά της.

Βέβαια, στόχος της κριτικής μας δεν είναι να χτίσουμε τον κρυστάλλινο πύργο του “επαναστατικού” αυτοθαυμασμού. Γι’ αυτό, αποστρεφόμαστε την έπαρση και την αλαζονεία που συναντάμε καμια φορά στους κύκλους μας, από άτομα που είναι περισσότερο εναλλακτικοί καλλιτέχνες του τίποτα, παρά αναρχικοί της πράξης.

Σκοπός μας είναι να αποσυναρμολογήσουμε τα στερεότυπα και την κυρίαρχη ηθική που δηλητηριάζουν την καθημερινότητά μας, μέσα απ’ τις μικρές και μεγάλες αναπαραστάσεις άτυπης εξουσίας (οικογένεια, σχολείο, δουλειά, σχέσεις).

Ο δικός μας τρόπος είναι η πρόκληση και όχι μια πολιτική ευγένεια που χαϊδεύει τα αυτιά του ακροατηρίου των καταπιεσμένων, που οι περισσότεροι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να διαβάσουν μια προκήρυξη. Μία ενοχλητική αλήθεια είναι πιο άκομψη αλλά και πιο απελευθερωτική από ένα ευχάριστο ψέμα…

Δεν αρκεί, λοιπόν, σήμερα να μιλάμε για το “δίκαιο” των καταπιεσμένων, των προλετάριων, του λαού…

Καταρχήν, το “δίκαιο” και το “άδικο” είναι ένας ηθικός υποκειμενισμός της αποτύπωσης της πραγματικότητας. Δεν υπάρχει κάποια ζυγαριά αντικειμενικότητας που ορίζει το δίκαιο και το άδικο.

Η εξουσία και ο καπιταλιστικός τρόπος διαχείρισής της, εκτός από την ένοπλη επιβολή της αλήθειας τους, διαθέτουν τα δικά τους think tank, τα δικά τους επιχειρήματα, τη δική τους κουλτούρα, το δικό τους πολιτισμό, τη δική τους πρόταση οργάνωσης της ζωής. Η εξουσία δεν επικρατεί μόνο βασισμένη στη δύναμη που βρίσκεται στις κάννες των όπλων της, αλλά και στην πειθώ και την προπαγάνδα της.

Γι’ αυτό, όσοι κάνουν το λάθος και μιλούν για το “δίκαιο” των πολλών, θα πρέπει να προσέξουν γιατί η ερμηνεία του “δίκαιου” ως ποσοτική μονάδα μέτρησης, δε θα τους… δικαιώσει. Το δίκαιο των πολλών είναι, συχνά, το δίκαιο των τηλεθεατών, των καταναλωτών, των ψηφοφόρων… Ο αναρχικός αγώνας δε μετράει συμμετοχές, ούτε το δίκαιο της πλειοψηφίας. Είναι κάτι πολύ περισσότερο από τη σύγκρουση του “δίκαιου” με το “άδικο”. Είναι ένας αδιάκοπος πόλεμος ανάμεσα σε διαφορετικές αξίες, ένας πόλεμος που διχοτομεί την κοινωνία στα δύο. Από τη μία ο κόσμος της αναρχίας, κι από την άλλη ο κόσμος της εξουσίας και της οργανωμένης πλήξης. Στη σύγκρουση αυτή, αρκετοί άνθρωποι, που είναι αποκλεισμένοι από τα προνόμια της εξουσίας, φτωχοί και καταπιεσμένοι, συχνά συστρατεύονται με τα συμφέροντα της ελιτ των δυναστών τους. Η μάζα αρέσκεται, συνήθως, στο μέτριο, στην ακινησία της συνήθειας, στην ακαμψία της συντηρητικότητας και φοβάται το νέο, το ριζοσπαστικό, το άγνωστο της εξέγερσης.

Η γραφειοκρατική τάση του επίσημου αναρχισμού και οι κομμουνιστικές συνιστώσες της χρησιμοποιούν τη ρητορική του “κοινού καλού” και του “δίκαιου των καταπιεσμένων”, θεωρώντας πως υπάρχει μια συνειδητοποιημένη προλεταριακή τάξη, που αρκεί να της χαϊδέψεις τα αυτιά και να μεταμορφωθεί στη μαγιά της “κοινωνικής επανάστασης”.

Εμείς, από τη μεριά μας, θέλουμε να θέσουμε τους όρους δημιουργίας μιας επιθετικής αναρχικής συγγένειας μεταξύ ομάδων, πυρήνων και ατόμων, που θα μεταφέρουν το βίωμα της ρήξης με το υπάρχον άμεσα, εδώ και τώρα.

Έτσι, μπορεί να σχηματιστεί ένας επικίνδυνος εσωτερικός εχθρός στην καρδιά του συστήματος, με σκοπό τη διάχυση της αναρχίας.

Για να συμβεί αυτό, οφείλουμε να μονιμοποιήσουμε τη σύγκρουση με την εξουσία, να δημιουργήσουμε βραχυκύκλωμα στους νευρώνες του συστήματος, να εκμεταλλευτούμε και να διευρύνουμε τις αντιφάσεις της κοινωνίας, να προβοκάρουμε την κοινωνική ειρήνη, να εμβαθύνουμε ποιοτικά την αναρχική σκέψη και να αναβαθμίσουμε επιθετικά την αναρχική δράση, να προκαλέσουμε την αμφισβήτηση της έννομης τάξης, να ξεπεράσουμε την ηθική καταγγελία των αδικιών της εξουσίας και να προετοιμάσουμε τον πόλεμο εναντίον της, προωθώντας το νέο αναρχικό αντάρτικο πόλης.

Εδώ προκύπτει το στρατηγικό ζήτημα μεταξύ της ηθικής καταγγελίας του συστήματος, και της επίθεσης διαρκείας. Το μεγαλύτερο κομμάτι του αναρχικού χώρου της Ελλάδας κινείται, συνήθως, μέσα στη δίνη των γεγονότων που προκύπτουν από τα βραχυκυκλώματα της εξουσίας. Περιστασιακές πορείες και, ενίοτε, συγκρούσεις στα πλαίσια μιας αντιπολεμικής διαδήλωσης, φοιτητικών συλλαλητηρίων, απεργιακών κινητοποιήσεων. Η πρόσφατη τριετής “ανομβρία” κοινωνικών κινητοποιήσεων προκάλεσε την “ξηρασία” βίαιων συγκρούσεων στους δρόμους της μητρόπολης.

Ο κόσμος δεν κατέβηκε στους δρόμους και οι αναρχικοί στάθηκαν ανεπαρκείς να δημιουργήσουν τις δικές τους αυτόνομες συλλογικές βίαιες δράσεις. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας συνειδητής και υποσυνείδητης (λόγω συνήθειας) στρατηγικής, που εμφανίζει τους αναρχικούς ως το βίαιο αντανακλαστικό του “δίκαιου” των μαζών. Υπάρχει, δηλαδή, μια σχετική ατολμία να οργανωθεί και να εκφραστεί αυτόνομα η αναρχική επίθεση, δίχως την ηθική κάλυψη των μαζών. Στην πραγματικότητα, βέβαια, ούτε στις μεγάλες κοινωνικές διαδηλώσεις υπάρχει ηθική κάλυψη, καθώς η μάζα των διαδηλωτών είναι ένα ετερόκλητο πλήθος, απ’ το οποίο, άλλοι πιστεύουν στην ειρηνική διαμαρτυρία, άλλοι είναι επαγγελματίες περιπατητές και μέλη των σωματείων των κομμάτων, άλλοι είναι οργισμένοι και θέλουν να τα χώσουν, άλλοι λειτουργούν ως εσωτερική καταστολή, άλλοι είναι ανένταχτοι… Το ζήτημα είναι ότι η στρατηγική της κοινωνικής αντιβίας, ως ηθική δικαίωση – απάντηση των καταπιεσμένων, ετεροκαθορίζεται, σε μία εποχή που η εξουσία μπορεί να θέσει εναλλακτικά ερωτήματα και οι απαντήσεις των μαζών να έρθουν, όχι ως ρήξη, αλλά ως συναίνεση με αυτήν.

Περιμένοντας, λοιπόν, την επόμενη κοινωνική έκρηξη, το επόμενο συλλαλητήριο, την επόμενη μεγάλη πορεία, εγκαταλείπουμε τις ιδέες και τη δράση μας στην τύχη. Αλλά, ακόμα κι όταν συμβεί η κοινωνική ένταση, για να χαθούμε στις ταραχές μιας πορείας, μοιάζουμε, συνήθως, με τους λαθρεπιβάτες που πηδάνε στο τελευταίο βαγόνι της αμαξοστοιχίας, σε ένα τρένο που άλλοι οδηγούν τη μηχανή, σε διαφορετικές ράγες από τις δικές μας. Ακόμα κι αν εκτροχιάσουμε το συρμό, σύντομα θα ξαναμπεί στις δικές του ράγες.

Προφανώς, σε καμία περίπτωση δε μιλάμε για την απουσία μας από το πεδίο των μητροπολιτικών ταραχών που δεν έχουμε ορίσει εμείς το περιεχόμενό τους (μαθητικά – φοιτητικά συλλαλητήρια, αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, μεγάλες πορείες), στο όνομα μιας δήθεν αναρχικής καθαρότητας. Μπορούμε μέσα σ’ αυτές τις κινητοποιήσεις να οργανώσουμε επιθέσεις σε μπάτσους, να κάψουμε τράπεζες, να καταστρέψουμε κάμερες, να απαλλοτριώσουμε καταστήματα, να σπάσουμε την ειρήνη στη μητρόπολη.

Όλα αυτά είναι έντονες και ευχάριστες στιγμές που, όμως, όταν δε συνοδεύονται από ένα ευρύτερο αναρχικό σχέδιο, καταλήγουν να μένουν αποσπασματικές στιγμές και όμορφες αναμνήσεις, που απλά περιμένουν την επόμενη πορεία για να επαναληφθούν. Χάνουν τη συνολική προοπτική και τη δυνατότητα όξυνσης της επίθεσης και της μονιμοποίησης της έντασης στις ζωές μας. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μόνο έλλειψης επιχειρησιακού σχεδιασμού, αλλά κυρίως συνολικής αντίληψης.

Η νοοτροπία της ηθικής δικαίωσης της κοινωνικής αντιβίας αποκλειστικά ως απάντηση στις παρεκτροπές του συστήματος (βιαιότητες των μπάτσων, ρατσιστικές συμπεριφορές, εργοδοτική “αυθαιρεσία”, σκληροί νόμοι) ενσωματώνει την καταγγελία του συστήματος (ακόμα και με βίαιη μορφή) και εμποδίζει το πέρασμα από την αμυντική αντιβία, στην επιθετική διαρκή πρόκληση του αναρχικού αντάρτικου πόλης.

Εμείς, από τη μεριά μας, θέλουμε να διατυπώσουμε και να οργανώσουμε μία πρόταση διαρκούς επίθεσης, ένα συνολικό αναρχικό σχέδιο, μια εξέγερση που δε σταματά όταν αποσυρθούν οι μάζες από τις κινητοποιήσεις τους, αλλά συνεχίζει να τρέφεται από τις φωτιές της, να θεριεύει και να διαχέεται…

Νιώθουμε σαν να έχουν σταματήσει οι δείκτες του ρολογιού μας στη στιγμή της επίθεσης. Δε χρειαζόμαστε, πλέον, ούτε αφορμές, ούτε την ηθική δικαίωση. Γνωρίζουμε πως η ασχήμια αυτού του κόσμου καταργείται μόνο όταν αναλαμβάνεις δράση.

Η πρότασή μας είναι η δημιουργία ενός άτυπου δικτύου αναρχικών πυρήνων, που θα προωθούν τη διαρκή επίθεση στην εξουσία και την κοινωνία της.

Αρκετοί αναρχικοί φοβούνται τη λέξη «οργάνωση» και την ξορκίζουν όπως οι χριστιανοί το διάβολο.

Άλλοι παρεξηγούν και συγχέουν την έννοια της οργάνωσης με τα γραφειοκρατικά απολιθώματα των μαρξιστικών συγκεντρωτικών οργανώσεων, με τις κεντρικές επιτροπές, τις ιεραρχίες, τα απλά μέλη, τους δυσκοίλιους κανόνες, τα ηθικά “πρέπει”, τα καταστατικά και την πεφωτισμένη καθοδηγητική γραμμή…

Άλλοι προτιμούν τον εναλλακτισμό, το βόλεμα, τον τυχοδιωκτισμό και την ασφάλεια ενός αναρχικού lifestyle, παρά μια αναρχία του οργανωμένου και επικίνδυνου εσωτερικού εχθρού, που επιτίθεται άνευ αφορμής γιατί οι αιτίες περισσεύουν…

Κάποιοι θα βιαστούν να αγανακτήσουν, λέγοντας πως η οργάνωση δολοφονεί τον αυθορμητισμό, την ατομικότητα και τις επιθυμίες…

Ας πούμε, όμως, τί εννοούμε εμείς «αναρχική οργάνωση»… Η αναρχική οργάνωση είναι ο ζωντανός διανοητικός και σωματικός συντονισμός μιας ομάδας συντρόφων, με στόχο την επίτευξη ενός σχεδίου. Όσο πιο συνολικό είναι το σχέδιο, τόσο πιο συνολικές είναι και οι σχέσεις των συντρόφων της ομάδας, ενώ η δέσμευση και η συνέπεια έχουν, ως μέτρο, τη δύναμη των επιθυμιών να πετύχει το σχέδιο, και όχι την πειθαρχία ενός στρατιωτικού καθήκοντος. Κάθε σύντροφος είναι ξεχωριστός και αυτόνομος μέσα στην ομάδα και, από τη συλλογική ζωή και δράση του πυρήνα, ανακαλύπτει και απελευθερώνει περισσότερο τον εαυτό του. Δεν υπάρχει κάρτα μέλους, παρά μόνο η ατομική επιθυμία να συμμετέχεις σε κάτι αυθεντικά συλλογικό.

Φυσικά, η οργάνωση δεν είναι αυτοσκοπός, είναι το μέσο για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε. Αυτό σημαίνει πως μία αναρχική οργάνωση, ένας αναρχικός πυρήνας, οφείλει να εξετάζει διαρκώς τη διαδικασία του, να εξελίσσει τις σχέσεις του, να αναβαθμίζει τη δράση του, να ακονίζει το λόγο του, ώστε να φτάνει πιο κοντά στο σκοπό του σχηματισμού του.

Είναι λογικό μέσα σε μια αναρχική ομάδα να προκύψουν εντάσεις, αντιφάσεις, θυμοί, ακόμα και πιθανές αποχωρήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί κάθε ανθρώπινη σχέση είναι συγκρουσιακή, άλλοτε στο επίπεδο της εξέλιξης και άλλοτε στο επίπεδο της ρήξης.

Το σίγουρο είναι πως η ύπαρξη άτυπων αναρχικών οργανώσεων και πυρήνων άμεσης δράσης τροφοδοτούν την αναρχική βία ενάντια στην εξουσία.

Κάθε αναρχική ομάδα είναι μια ζωντανή εστία πολέμου ενάντια στο σύστημα. Μέσα από τη συζήτηση, την τριβή και τη σύνθεση των συντρόφων μιας ομάδας εξελίσσεται η αναρχική δράση, μονιμοποιείται η απειλή του οργανωμένου εσωτερικού εχθρού, αναβαθμίζονται τα μέσα επίθεσης, οξύνεται η σκέψη, προωθείται το σχέδιο καταστροφής της εξουσίας και της κοινωνικής μηχανής.

Γνωρίζουμε πως καμιά ομάδα δε μπορεί, από μόνη της, να αναπτύξει εκείνους τους συσχετισμούς δύναμης, ώστε να αποκεφαλίσει το κτήνος της εξουσίας και τα παράγωγά του. Βέβαια, ακόμα κι έτσι, οι σύντροφοι της ομάδας, μέσα από τη δράση τους, απελευθερώνονται οι ίδιοι από τις συμβάσεις ενός κόσμου που μας θέλει να είμαστε θεατές της ζωής μας. Όμως, αν θέλουμε να μεγιστοποιήσουμε τη δράση μας, ικανοποιώντας όλο και πιο πολύ τις επιθυμίες μας, μπορούμε να δοκιμάσουμε τη δημιουργία άτυπων συντονιστικών ατόμων, ομάδων και πυρήνων συγγένειας που προωθούν το αναρχικό αντάρτικο πόλης. Η δημιουργία ενός τέτοιου συντονιστικού δεν υποτάσσεται, σε καμία περίπτωση, στο χωνευτήρι του ποσοτικού συγκεντρωτισμού, που συνθλίβει την αυτονομία του καθενός μας. Δε μας ενδιαφέρει να δημιουργήσουμε μια κεντρική υπερ-δομή που, με τη σειρά της, θα γεννήσει κεντρικά επιτελεία και άτυπες ιεραρχίες. Μιλάμε απλά για το συντονισμό ομάδων και ανθρώπων που κοιτούν προς την ίδια κατεύθυνση. Μιλάμε για το συντονισμό επιθυμιών που γίνονται πιο επικίνδυνες όταν επικοινωνούνται και μοιράζονται σε συνενόχους.

Η βασική συμφωνία στο εσωτερικό μιας τέτοιας οργάνωσης είναι η επιθυμία να μην υπάρξει ούτε μια στιγμή ανακωχής με τον εχθρό. Χωρίς, λοιπόν, να περιμένουμε πότε θα φυσήξει ευνοϊκά ο άνεμος της κοινωνικής αλλαγής για να δράσουμε, αποφασίζουμε από τώρα να οπλιστούμε και να μετατρέψουμε την καθημερινότητά μας σε μία συγκρουσιακή πραγματικότητα. Έτσι, δεν περιοριζόμαστε σε επετειακούς συμβολισμούς (χωρίς αυτό να σημαίνει πως θα απουσιάζουμε από τις μέρες οργής και εκδίκησης στη μνήμη των νεκρών μας), δεν περιμένουμε στημμένα ραντεβού, περιμένοντας πότε θα παρεκτραπεί το κράτος για να διαδηλώσει ο κόσμος, ούτε μας ικανοποιεί μια ευκαιριακή οδομαχία με τους μπάτσους, για να προσποιηθούμε ότι εκτελέσαμε το αγωνιστικό μας “καθήκον”.

Αυτό δε μας κάνει αλαζόνες για να απαξιώνουμε τα πάντα από τον εξώστη μιας ιδεολογικής καθαρότητας. Αντίθετα, μας κάνει πιο προετοιμασμένους να ριχτούμε σ’ εκείνες τις μάχες που θα διαλέξουμε, ακόμα και σε ενδιάμεσους κοινωνικούς αγώνες, που θεωρούμε ότι έχουν ενδιαφέρον (πχ. μαθητικές καταλήψεις), χωρίς να αποπροσανατολιζόμαστε ανάλογα με τις συγκυρίες.

Η πυξίδα της οργανωμένης έκφρασής μας δείχνει σταθερά την όξυνση της επίθεσης και τη διάχυση του λόγου μας. Οι λέξεις «αναρχομηδενισμός», «μαύρη αναρχία», «αναρχικός τερρορισμός» γίνονται αληθινά επικίνδυνες, όταν δοκιμάζονται στη φωτιά της μάχης.

Η διαρκής πρόκληση του εχθρού, μέσω αυτόνομων αντάρτικων χτυπημάτων (χρησιμοποιώντας τη βεντάλια της πολυμορφίας των μέσων, αλλά με σταθερή επιθυμία την ένοπλη αναβάθμιση) και η οργανωμένη επιθετική παρέμβαση σε ενδιάμεσους κοινωνικούς αγώνες είναι κομμάτι του αναρχικού πολέμου. Ξαναλέμε, πως, η αποτελεσματικότητα της στρατηγικής δε θα μετρηθεί με το πλήθος της συμμετοχής.

Εμείς θέλουμε να δημιουργήσουμε τις πιθανότητες σύμπραξης με ανθρώπους που νιώθουν ότι ασφυκτιούν μέσα στα κοινωνικά κλουβιά που τους έχει φορέσει η εξουσία και θέλουν να εξεγερθούν… Η χαρά μας είναι μεγάλη σε κάθε τέτοια νέα συνάντηση με νέους συντρόφους, που φέρουν το σημάδι της συνενοχής. Δεν έχει σημασία αν είναι λίγοι ή πολλοί… Σημασία έχει ότι η προσπάθεια αξίζει…

«Εμένα δε με οδηγεί η θέληση των μαζών. Ούτε θρηνώ τους καημούς του λαού. Δε δέχτηκα ποτέ τη μοίρα του σκλάβου που ετοιμάσανε για’ μένα, δε μίλησα τη γλώσσα τους, ούτε μιμήθηκα το βλέμμα τους. Αρνήθηκα να είμαι με τους πολλούς. Οι δικοί μου δαίμονες δεν κοιμούνται ποτέ… Λαχταρώ πάντα το ανικανοποίητο. Κι όταν βάζουν φωτιά στα θεμέλια της κοινωνίας, δεν ονειροπολούν πάνω στις στάχτες. Αναζητούν μανιασμένα το επόμενο σκιάχτρο της εξουσίας για να το παραδώσουν στην πυρά. Δε βολεύονται, δεν ξαποσταίνουν, γυρεύουν τον πόλεμο με ό,τι στοιχειώνει τη ζωή μας.

Λένε πως όποιος αγαπάει τα συντρίμμια, αγαπάει και τα αγάλματα. Οι δαίμονές μου ζούνε στα συντρίμμια γιατί εκεί κανείς δε μπορεί να κρυφτεί. Εκεί φανερώνεται ο καθένας από τί υλικό είναι φτιαγμένος. Θα με βρείτε ανάμεσά τους, εκεί που μαίνεται η μάχη»…

Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς – FAI/IRF,
Αύγουστος 2015

Προδημοσίευση της ανέκδοτης μπροσούρας “FAI Reloaded”, από τη Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς

Pierleone Porcu – ‘Επαναστατική Αλληλεγγύη’

Υπάρχουν πολλαπλοί τρόποι να εκφράσεις την αλληλεγγύη σου απέναντι σε συντρόφια εγκληματοποιημένα από το κράτος, η εκάστοτε μέθοδος απηχεί επιπλέον άμεσα και την επιλεγμένη από τον καθένα μορφή να επεμβαίνει στον κοινωνικό πόλεμο γενικότερα.

Είναι αυτοί που εκλαμβάνουν την αλληλεγγύη ως παροχή κοινωνικών υπηρεσιών στον έναν ή την άλλη φυλακισμένη σύντροφο, κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτελούν την πολιτική τους δραστηριότητα: Αναζητώντας δικηγόρους, στέλνοντας χρήματα και ρούχα στις φυλακές, συμμετέχοντας σε επισκεπτήρια και πάει λέγοντας. Αυτή η αμιγώς ανθρωπιστική αλληλεγγύη μεταφράζεται προσέτι σε σύσταση επιτροπών υπεράσπισης και άλλων ομόλογων εκστρατειών με απώτερο σκοπό τον επηρεασμό της κοινής γνώμης.

Έπειτα, υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται την αλληλεγγύη εντός ενός αυστηρά πολιτικάντικου πλαισίου και την επιδεικνύουν μέσα από σωρό ”διακρίσεων” επιστρατευμένους ώστε να μην τσαλακώσουν την εικόνα της δραστηριότητας τους. Έτσι, καιροσκοπικά, υπερασπίζονται και δείχνουν αλληλεγγύη σε όσους διαλαλούν την αθωότητα τους αλλά όχι σε όσους αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις δράσεις τους.

Άλλες ακόμα, άμα διαβλέψουν την πιθανότητα να εξασφαλιστεί κέρδος στα πλαίσια πολιτικής προπαγάνδας, σπεύδουν να τυπώσουν τρικάκια και έντυπα τυπικής αλληλεγγύης με τον σύντροφο ή τις συντρόφισσες που συνελήφθησαν. Ήτοι, διατρανώνουν λεκτικά την αλληλεγγύη τους δίχως πρακτικά να υπάρχει ίχνος της.

Έπειτα, υφίσταται η αλληλεγγύη σε ιδεολογικό πλαίσιο. Αυτή συνιστά την εκδοχή του Μαρξιστικού-Λενινιστικού ένοπλου κόμματος. Εκδηλώνουν αλληλεγγύη στους έχοντες θέσεις παρόμοιες με τις δικές τους και βρίσκονται σε έντονη αντίθεση με όσους δεν μοιράζονται ή δεν αναγνωρίζουν την πολιτική γραμμή ή στρατηγική τους, συχνά λογοκρίνοντας ή εξοστρακίζοντας όσες κρίνουν ακατάλληλες.

Τι πιστεύουμε ότι θα έπρεπε να εννοούμε όταν λέμε επαναστατική αλληλεγγύη τότε; Το πρώτο στοιχείο είναι η αναγνώριση της επαναστατικής αλληλεγγύης ως προέκτασης της ήδη ασκούμενης εξεγερσιακής κοινωνικής πρακτικής  εντός της ταξικής πάλης, δηλαδή ως μια άμεση παρουσίαση επιθετικών δράσεων ενάντια σε κάθε δομή εξουσίας, μικρή ή μεγάλη που παρίσταται μέσα στην χωρική εμβέλεια του δράστη. Και αυτό επειδή όλες οι παραπάνω θα έπρεπε να κατανοούνται ως συνυπεύθυνες για οτιδήποτε διαδραματίζεται στην κοινωνική πραγματικότητα, συμπεριλαμβανομένης της εγκληματικοποίησης και της σύλληψης συντροφισσών ανεξαρτήτως τόπου. Η περιχαράκωση της αμφισβήτησης της καταστολής που σύντροφοι μας υφίστανται σε κάτι αυστηρά συνδεδεμένο μόνο με τον δικαστικό ή αστυνομικό μηχανισμό θα ήταν εξαιρετικά κοντόφθαλμη. Η εγκληματικοποίηση και σύλληψη συντρόφων οφείλει να προσληφθεί μέσα στο περιεχόμενο σύνολου του κοινωνικού πολέμου, ακριβώς επειδή αυτά είναι τα αξιοποιημένα από τα κράτη σπασμωδικά υλικά μέσα αποτροπής της ριζοσπαστικοποίησης σε όλους τους τομείς. Ανεξαρτήτως πόσο εμβριθές ή ασήμαντο είναι, κάθε συμβάν καταστολής εντάσσεται στους συσχετισμούς του κοινωνικού πολέμου ενάντια στις δομές κυριαρχίας.

Η δεύτερη πτυχή έχει να κάνει με την θεμελιώδη υπεράσπιση κάθε επαναστατημένου συντρόφου, ανεξάρτητα από τι κατηγορίες επισύρει το νομικό και αστυνομικό σύμπλεγμα του κράτους, αφενός επειδή συνιστά ζήτημα αποδέσμευσης τους από τα νύχια του, ήτοι από την κατάσταση ”ομηρίας” στην οποία υποβιβάστηκαν. Αφετέρου, ενδείκνυται να μην αφήσουμε ανεκμετάλλευτη την αφορμή εντατικοποίησης της επίθεσης ενάντια στον ”νόμο” αποκρυσταλλωμένος ως η ρυθμιστική έκφραση των ενεργών σχέσεων εξουσίας στην διαστρωματωμένη κοινωνία.

Το τρίτο χαρακτηριστικό αφορά την άρνηση της υπερασπιστικής γραμμής που είναι ενσωματωμένη στο συνταγματικό δίκαιο, όπως για παράδειγμα το δίπολο ”ενοχής” και ”αθωότητας” των διωκόμενων συντροφισσών, και αυτό επειδή έχουμε ήδη αναρίθμητους λόγους να τους προασπίσουμε δίχως οποιοδήποτε να μπορεί να δικαιώσει μία καιροσκοπική πολιτικάντικη αποκήρυξη. Δεν μπορούμε και δεν επιτρέπεται να θεωρούμε τους εαυτούς μας δικηγόρους, αλλά εξεγερμένους αναρχικούς σε πόλεμο με την κατεστημένη κοινωνία σε όλα τα μέτωπα. Αποσκοπούμε στην ολοκληρωτική καταστροφή της τελευταίας από την κορυφή ως τον πάτο, δεν μας απασχολεί να την δικάσουμε όπως κάνει αυτή απέναντι μας. Γι’ αυτόν τον λόγο θεωρούμε κάθε καταδίκη κατασκευασμένη από τους κρατικούς γύπες, εναντίον των εξεγερμένων προλετάριων, πολλώ δε μάλλον όταν αυτοί είναι σύντροφοι, καταδίκη των ίδιων μας τον εαυτόν και τοιουτοτρόπως την εκδικούμαστε με όσα μέσα κρίνουμε τελεσφόρα αναλόγως την διάθεση και τις προσωπικές μας κλήσεις.

Η τέταρτη και τελευταία ποιότητα αφορά την στάση μας απέναντι στις αιχμάλωτες συντρόφισσες απέναντι στις οποίες οφείλουμε να διατηρήσουμε μία συμπεριφορά αντίστοιχης εκείνης που μοιραζόμαστε με συντρόφους εκτός της φυλακής. Αυτό συνεπάγεται πως η επαναστατική αλληλεγγύη πάντα και σε κάθε περίπτωση συνοδεύεται από ριζική κριτική. Μπορούμε να και όντως δείχνουμε αλληλεγγύη σε συντρόφους δίχως απαραίτητα να εγκολπώνουμε τις απόψεις τους. Όσες εκφράζουν αλληλεγγύη προς αιχμάλωτες συντρόφισσες δεν εμπεριέχονται απαραίτητα στις πεποιθήσεις τους και στις τρόπους σκέψεις του ενώ το ίδιο ισχύει και τούμπαλιν σε ότι τις αφορά. Ενεργά στεκόμαστε στο πλευρό όλων των αιχμάλωτων συντρόφων σε όλα και για όλα έως το σημείο όπου οι πράξεις μας δεν αντιβαίνουν ή αντιφάσκουν με τον επαναστατικό και εξεγερμένο μας τρόπο να υπάρχουμε. Αυτός εντοπίζεται σε μία αποκλειστική σχέση μεταξύ κοινωνικών επαναστατών σε κατάσταση εξέγερσης και όχι σε μία ανταλλαγή θέσεων. Δεν θυσιάζουμε κανένα κομμάτι του εαυτού μας όπως δεν προσδοκούμε κάτι αντίστοιχο και από τους άλλους.

Προτάσσουμε την αλληλεγγύη ως μία μορφή συνενοχής, πρόσληψης αμφίδρομης ευχαρίστησης, κατά κανένα τρόπο ως ένα καθήκον ή μία θυσία για τον ”αγαθό και όσιο σκοπό” αφού αυτός ο σκοπός είναι καθόλα προσωπικός, ο ίδιος μας ο εαυτός.

Εκκινώντας από αυτές τις βάσεις, πρωταρχικής σημασίας στην ατομική διαδικασία ανάπτυξης αναρχικής εξεγερσιακής δράσης, η αναρχική αλληλεγγύη αποκτά το νόημα της κατ’ αυτόν τον τρόπο, διότι απλή υλική υποστήριξη θα παρείχαμε σε οποιοδήποτε φιλικό μας πρόσωπο κατέληγε στην φυλακή.

Η επαναστατική αλληλεγγύη είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξης μας ως εξεγερμένοι αναρχικοί. Είναι αυτή της η διάσταση επιτακτικό να τονίζεται ακατάπαυστα, ακριβώς επειδή παρέχει την ευκαιρία να διευρύνουμε ότι ήδη κάνουμε από μόνοι μας.

Pierleone Porcu

 

Πηγή:darknights