Ποιος είναι ο νέος ηγέτης της Χαμάς
Η 7η Οκτωβρίου 2023 θα σημαδευτεί για πάντα ως ένα σημείο καμπής στην ιστορία του αποικιακού κράτους του “Ισραήλ”: νεαροί μαχητές παρέκαμψαν τα υψηλής τεχνολογίας ισραηλινά μέτρα ασφαλείας, έσπασαν τη σιωνιστική πολιορκία της Γάζας και εξεγέρθηκαν ενάντια στους κατακτητές τους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της γαλλικής ειδησεογραφικής ιστοσελίδας Media Part, μέσα σε διάστημα μόλις 6 ωρών, οι μαχητές της αντίστασης, με την επιχείρηση “Πλημμύρα Αλ Άκσα”, κατάφεραν να προκαλέσουν κατακλυσμιαία καταστροφή στο αποικιακό κράτος, εξουδετερώνοντας 1.000 άτομα, αφήνοντας πάνω από 2.000 τραυματίες και αιχμαλωτίζοντας εκατοντάδες. Από τότε, οι ισραηλινές αρχές έχουν βάλει στο στόχαστρό τους κυρίως έναν άνθρωπο: τον Γιαχία Αλ Σινουάρ (Yahya Al-Sinwar). Τώρα θα τον έχουν μπροστά τους, μέσα από τα τούνελ των ένοπλων οργανώσεων της Γάζας, το πλέον καταζητούμενο πρόσωπο της αντίστασης.
Ο Σινουάρ, ηγέτης της Χαμάς στη Γάζα και μέλος του πολιτικού της γραφείου από το 2013, θεωρείται ένας από τους εγκεφάλους πίσω από την επιχείρηση της 7ης Οκτωβρίου, μαζί με τον Μοχάμεντ Ντέιφ, διοικητή της στρατιωτικής πτέρυγας της Χαμάς (τον οποίο το “Ισραήλ” ισχυρίζεται ότι δολοφόνησε στις 13 Ιουλίου 2024), τις Ταξιαρχίες Κασάμ και τον Μαρουάν Ίσα, αναπληρωτή του Ντέιφ. Μετά τη δολοφονία του πολιτικού επικεφαλής του κινήματος Χαμάς Ισμαήλ Χανίγια στην Τεχεράνη, στις 31 Ιουλίου 2024, ο Γιαχία Σινουάρ, ο άνθρωπος που ο Νετανιάχου και άλλοι ισραηλινοί αξιωματούχοι έχουν αποκαλέσει “κινούμενο νεκρό”, εκλέχθηκε ομόφωνα επικεφαλής του πολιτικού γραφείου του κινήματος. Θεωρείται ένα από τα πρόσωπα-κλειδιά που μετακίνησαν τη Χαμάς προς μια πιο μαχητική στάση και είναι φημισμένος για τις φλογερές δημόσιες ομιλίες του, ενώ ο Ντέιφ δεν έχει εμφανιστεί δημόσια εδώ και χρόνια.
Όπως όλοι οι ηγέτες της Χαμάς, γνωστοί και άγνωστοι, είναι “υπό εξόντωση” από τον ισραηλινό στρατό. Ο υπουργός Εξωτερικών του “Ισραήλ” δήλωσε ότι η εκλογή του Σινουάρ δίνει στη χώρα του έναν ακόμη λόγο για να τον δολοφονήσει για “να σβηστεί η μνήμη αυτής της οργάνωσης από το πρόσωπο της γης“. Η Χαμάς όμως, έχοντας επίγνωση της διαχρονικής τακτικής των στοχευμένων δολοφονιών του “Ισραήλ”, έχει προσαρμόσει τη δομή της ηγεσίας της ώστε να είναι λιγότερο συγκεντρωτική και να μην επηρεάζεται η δυναμική της από την απώλεια οποιουδήποτε ηγετικού στελέχους της.
“Αυτή η αποτρόπαια επίθεση αποφασίστηκε από τον Γιαχία Σινουάρ“, είχε δηλώσει ο αρχηγός του επιτελείου του ισραηλινού στρατού Χερζί Χαλεβί λίγο μετά την επιχείρηση “Πλημμύρα Αλ Άκσα”. Ο Σινουάρ, του οποίου το όνομα μεταφράζεται στα αραβικά ως “ψαράς” ή “κατασκευαστής αγκιστριών”, ήταν όντως κορυφαίο μέρος της “πλημμύρας”.
Μια διατύπωση σε ομιλία του το 2022, κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής τελετής στη Γάζα για τον εορτασμό της 35ης επετείου της ίδρυσης της Χαμάς, προϊδέαζε απροσδόκητα για τα γεγονότα της επιχείρησης “Πλημμύρα Αλ Άκσα”:
“Θα έρθουμε σε σας, Θεού θέλοντος, με ένα βρυχηθμό πλημμύρας. Θα έρθουμε σε σας με ατελείωτες ρουκέτες, θα έρθουμε σε σας με μια ατελείωτη πλημμύρα μαχητών, θα έρθουμε σε σας με εκατομμύρια ανθρώπους μας, σαν μια αδιάκοπη παλίρροια“, είχε πει μπροστά σε πλήθος στη Γάζα.
Ανατρέχοντας εκ των υστέρων, αυτές οι δηλώσεις του, οι οποίες είχαν ερμηνευτεί ως κενές απειλές και υπερβολές από το ισραηλινό καθεστώς, αποδείχθηκαν προειδοποίηση για την επικείμενη επιχείρηση. Το “Ισραήλ” τις περιφρόνησε, ενώ αποτελούσαν προάγγελο.
Ο Σινουάρ ως νεαρός επαναστάτης
Ο Σινουάρ κατάγεται από το παραθαλάσσιο χωριό Αλ Ματζντάλ, του οποίου ο γηγενής παλαιστινιακός πληθυσμός βιοποριζόταν από την αλιεία, προτού εκδιωχθεί από τις σιωνιστικές πολιτοφυλακές, οι οποίες το ισοπέδωσαν για να χτίσουν την ισραηλινή πόλη Ασκελόν.
Γεννήθηκε το 1962 στον προσφυγικό καταυλισμό της πόλης Χαν Γιούνις στη Γάζα από γονείς πρόσφυγες που είχαν εκτοπιστεί βίαια κατά τη Νάκμπα [Καταστροφή] του 1948. Ο Γιαχία ήταν δυναμικός πολιτικός ακτιβιστής από τα πρώτα του χρόνια. Ως προπτυχιακός φοιτητής, ηγήθηκε του ισλαμικού μπλοκ στο Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Γάζας, όπου έλαβε πτυχίο στις Αραβικές Σπουδές.
Το 1982, πριν κλείσει τα 20 του χρόνια, συνελήφθη για πρώτη φορά από τις ισραηλινές αρχές για συμμετοχή σε “ισλαμικές δραστηριότητες”. Θα εκτίσει λίγους μήνες σε ισραηλινές φυλακές, όπου αφοσιώθηκε ακόμη περισσότερο στην παλαιστινιακή αντίσταση, έχοντας αποκτήσει διασυνδέσεις με άλλους Παλαιστίνιους επαναστάτες.
Το 1985 συνελήφθη ξανά. Κατά τη διάρκεια της δεύτερης φυλάκισής του, γνώρισε τον σεΐχη Άχμαντ Γιασίν, ιδρυτή και ηγέτη της Χαμάς, δύο χρόνια αργότερα. Η σύνδεσή του με τον Γιασίν του προσέδωσε κύρος και του άνοιξε το δρόμο για την άνοδό του στην ηγεσία της Χαμάς. Μετά την απελευθέρωσή του, ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την πολιτική οργάνωση, αναβαθμίζοντας τον ακτιβισμό του σε οργανωμένη ένοπλη δράση. Στα 25 του χρόνια, ο Σινουάρ συνίδρυσε την οργάνωση Αλ Ματζντ. Η ένοπλη ομάδα, η οποία αργότερα θα συγχωνευόταν με τη Χαμάς, ήταν αφιερωμένη στην απαλλαγή της Γάζας από τους προδότες. Ως επικεφαλής της ομάδας, “ψάρευε” τοπικούς συνεργάτες του “Ισραήλ” και κατασκόπους και τους εκτελούσε, εκτιμώντας ότι αυτό αποτελούσε απαραίτητο μέρος της εκτυλισσόμενης στρατηγικής για την εδραίωση της Γάζας ως προπύργιο της αντίστασης.
Το 1988, σε ηλικία 26 χρόνων, ο Σινουάρ συνελήφθη για τρίτη φορά και καταδικάστηκε σε τέσσερις φορές ισόβια – που ισοδυναμούν με 426 χρόνια φυλάκισης – για φερόμενη συμμετοχή στη σύλληψη και τη δολοφονία δύο ισραηλινών στρατιωτών και τεσσάρων ύποπτων Παλαιστίνιων κατασκόπων.
Η 23ετής ποινή του Αλ Σινουάρ στις ισραηλινές φυλακές
Αποκομμένος από την πρακτική της Χαμάς, πέρασε τις καλύτερες μέρες της ενηλικίωσής του στις ισραηλινές φυλακές. Είδε από μακριά τη γρήγορη εξέλιξη της ιστορίας, τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, την εδραίωση της αμερικανικής ηγεμονίας, την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν το 2000 και στο Ιράκ το 2003, τις συμφωνίες του Όσλο, που εξουδετέρωσαν την Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organization, PLO) το 1993, και τον επακόλουθο πολλαπλασιασμό των ισραηλινών οικισμών στη Δυτική Όχθη – όλα αυτά τον εξόργισαν και τον ώθησαν να συνεχίσει το δρόμο της αντίστασης.
Αντίστοιχα, έγινε επίσης μάρτυρας της απελευθέρωσης του Νότιου Λιβάνου το 2000, της απελευθέρωσης της Γάζας το 2005, της νίκης της λιβανέζικης αντίστασης κατά της ισραηλινής επίθεσης το 2006, της εδραίωσης της συμμαχίας του περιφερειακού άξονα αντίστασης, της Πρώτης και της Δεύτερης Ιντιφάντα.
Επιπλέον, η εκλογική νίκη της Χαμάς στη Γάζα το 2006, που άλλαξε τα δεδομένα, του έδωσε την ικανοποίηση του “νικητή”, καθώς είδε την εκπλήρωση του στρατηγικού στόχου για τον οποίο εργαζόταν από καιρό – την ενδιάμεση νίκη της εδραίωσης της Γάζας ως προπύργιο της αντίστασης.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του, ο Σινουάρ παρέμεινε αυστηρά πειθαρχημένος, έμαθε να μιλάει και να διαβάζει άπταιστα εβραϊκά και κατέκτησε ηγετική θέση μεταξύ των κρατουμένων αποτελώντας τον εκπρόσωπό τους στις διαπραγματεύσεις με το προσωπικό της φυλακής.
Από τον απελευθερωμένο κρατούμενο στον απελευθερωτή των κρατουμένων
Το 2011, ο Σινουάρ απελευθερώθηκε μαζί με 1.027 άλλους κρατούμενους με βάση μια συμφωνία μεταξύ της παλαιστινιακής αντίστασης και της ισραηλινής κατοχής, επί πρωθυπουργίας Νετανιάχου πάλι, με αντάλλαγμα τον απαχθέντα από το 2007 ισραηλινό στρατιώτη Γκιλάντ Σαλίτ. Κατά τη διάρκεια των εορτασμών για την επιστροφή του στην Πόλη της Γάζας, ο Σινουάρ εξέφρασε την ευχή ότι η αντίσταση θα απελευθερώσει όλους τους Παλαιστίνιους κρατούμενους στις ισραηλινές φυλακές. Μετά την απελευθέρωσή του, ο Σινουάρ ανέβηκε γρήγορα στην ιεραρχία της Χαμάς.
Το 2012, εξελέγη στο πολιτικό γραφείο της οργάνωσης και του ανατέθηκε ο συντονισμός με τις Ταξιαρχίες Κασάμ.
Το 2014 είχε ηγετικό πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επίθεσης επτά εβδομάδων του “Ισραήλ” κατά της Γάζας. Την επόμενη χρονιά, οι ΗΠΑ χαρακτήρισαν τον Σινουάρ ως “ειδικά χαρακτηρισμένο παγκόσμιο τρομοκράτη”.
Το 2017, έγινε επικεφαλής της Χαμάς στη Γάζα, διαδεχόμενος τον Χανίγια, ο οποίος εξελέγη πρόεδρος του πολιτικού γραφείου της οργάνωσης, πάλι επί πρωθυπουργίας Νετανιάχου. Αφού ανέβηκε στην κορυφή της ηγεσίας, ο Σινουάρ συμμετείχε στις συνομιλίες συμφιλίωσης με την Παλαιστινιακή Αρχή. Αλλά οι συνομιλίες τελικά κατέρρευσαν. Από τότε ο Σινουάρ αντιμετωπίζει την ΠΑ με δυσανεξία. Εργάστηκε επίσης για τις εξωτερικές σχέσεις, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης των δεσμών με την αιγυπτιακή ηγεσία και της ανοικοδόμησης των σχέσεων με το Ιράν μετά από διαφωνίες σχετικά με τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία.
Το 2018, ο Σινουάρ δήλωσε ότι η τακτική της Χαμάς κινείται προς την κατεύθυνση της μη ένοπλης αντίστασης. Ακόμη ένας πόλεμος με το “Ισραήλ σίγουρα δεν είναι προς το συμφέρον μας“, είχε πει τότε, δείχνοντας ότι είναι πραγματιστής, κινούμενος μεταξύ πολιτικής δέσμευσης και ένοπλης βίας ανάλογα με τις περιστάσεις.
Το 2021 όμως, σε συνέντευξή του δήλωσε ότι, ενώ οι Παλαιστίνιοι δεν επιδιώκουν τον πόλεμο λόγω του υψηλού κόστους του, δεν θα “υψώσουν τη λευκή σημαία”.
“Για μεγάλες περιόδους, προσπαθήσαμε να κάνουμε ειρηνική και λαϊκή αντίσταση. Περιμέναμε ότι ο κόσμος, οι ελεύθεροι άνθρωποι και οι διεθνείς οργανισμοί θα στέκονταν στο πλευρό του λαού μας και θα σταματούσαν την κατοχή από το να διαπράττει εγκλήματα και να σφαγιάζει το λαό μας. Δυστυχώς, ο κόσμος έμεινε αμέτοχος και παρακολουθούσε”, είπε.
Ο Σινουάρ πιθανότατα αναφερόταν κυρίως στη “Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής”, κατά την οποία οι Παλαιστίνιοι διαδήλωναν κάθε εβδομάδα για μήνες στα σύνορα της Γάζας, το 2018 και το 2019, σε μια προσπάθεια να σπάσουν ειρηνικά την πολιορκία της Γάζας, αλλά αντιμετώπισαν τη βίαιη ισραηλινή καταστολή που δολοφόνησε περισσότερους από 220 ανθρώπους και τραυμάτισε πολλούς περισσότερους.
Σε ερώτηση σχετικά με την τακτική της Χαμάς, συμπεριλαμβανομένης της εκτόξευσης ρουκετών που θα μπορούσαν να πλήξουν αμάχους, ο Σινουάρ είπε ότι οι Παλαιστίνιοι πολεμούν με τα μέσα που διαθέτουν, έχοντας απέναντί τους έναν πολύ πιο ισχυρό εχθρό, και υπογράμμισε ότι το “Ισραήλ” δολοφονεί μαζικά Παλαιστίνιους αμάχους, παρά το γεγονός ότι διαθέτει προηγμένα και ακριβά όπλα.
“Περιμένει ο κόσμος να είμαστε φρόνιμα θύματα ενώ μας σκοτώνουν, ενώ μας σφάζουν, να μην κάνουμε θόρυβο; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί” είχε τονίσει ο Σινουάρ.
Ο σχεδιασμός του φαινόταν ότι άλλαζε από τα τέλη του 2022, όταν μαζί με άλλους ηγέτες της Χαμάς δήλωσαν σε ένα μεγάλο πλήθος στη Γάζα ότι προέβλεπαν μια “ανοιχτή σύγκρουση” μετά την εκλογή της πιο ακροδεξιάς κυβέρνησης στην ιστορία του “Ισραήλ”, δηλώσεις που επαναλήφθηκαν στις αρχές του 2023.
Το 2023 ηγήθηκε της επιχείρησης “Πλημμύρα Αλ Άκσα” και έσπασε την πολιορκία. Σε αντίθεση με τον Χανίγια, ο οποίος ταξίδευε περιφερειακά και είχε επαφές με ηγέτες σε διάφορες χώρες σε όλη τη διάρκεια της συνεχιζόμενης γενοκτονίας στη Γάζα, μέχρι τη δολοφονία του, ο Σινουάρ παρέμεινε σιωπηλός από τις 7 Οκτωβρίου 2023, αν και διαδραμάτιζε καθοριστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με το ισραηλινό καθεστώς.
Τώρα, ελέγχοντας τη στρατιωτική και πολιτική πτέρυγα της Χαμάς, καθίσταται ο κορυφαίος διαπραγματευτής με τον οποίο το “Ισραήλ”, οι σύμμαχοί του, συμπεριλαμβανομένης της κυβέρνησης Μπάιντεν, οι περιφερειακοί εταίροι και οι παλαιστινιακές ομάδες θα πρέπει να διαπραγματευτούν, αν επιθυμούν να συνεχιστούν οι συνομιλίες για την κατάπαυση πυρός και την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Οι συνομιλίες αυτές, παρόλο που διάφοροι παράγοντες εμφανίζονται ότι πιέζουν για να πετύχουν, παραπαίουν εδώ και μήνες, αφού μοναδική επιδίωξη του “Ισραήλ” είναι να διαιωνίζει τις μαζικές δολοφονικές επιθέσεις και την καταστροφή των Παλαιστινίων όσο το δυνατόν περισσότερο.
Ωστόσο, αν το ερώτημα είναι “ποια η επόμενη μέρα μετά τη δολοφονία Χανίγια“, η Χαμάς απάντησε στέλνοντας ένα “προκλητικό” μήνυμα στο “Ισραήλ”: η επόμενη μέρα είναι η Γάζα, είναι η Χαμάς, είναι ο Σινουάρ, τόσο για το εσωτερικό όσο και για το εξωτερικό, και ο Σινουάρ δεν αναζητά καταφύγιο κάπου στη Μέση Ανατολή, αλλά βρίσκεται σε κάποιο άγνωστο μέρος της Γάζας. Κατά συνέπεια η απάντηση της Χαμάς και των άλλων παλαιστινιακών οργανώσεων είναι η ένοπλη αντίσταση. Και, τον τελευταίο λόγο θα έχει η Χαμάς και όχι η Παλαιστινιακή Αρχή ή η Φατάχ, που μπορεί να έχουν εκφράσει τη βούλησή τους για ενότητα, αλλά δεν έχουν ιδιαίτερα ενεργή συμμετοχή στα γεγονότα.
(με πληροφορίες από: Media Part, Al Mayadeen, Al Jazeera, Mondoweiss)
Το αυτοβιογραφικό οιονεί μυθιστόρημα του Γιαχία Αλ Σινουάρ
Στην ιστοσελίδα Mondoweiss (4 Φεβρουαρίου 2024), οι Ταρίφ Χαλίντι και Μαϊσούν Σούκαριεφ (Tarif Khalidi, Mayssoun Sukarief), παρουσίασαν μια σύνοψη του αυτοβιογραφικού οιονεί μυθιστορήματος 338 σελίδων, “Αγκάθια και γαρίφαλα”, το οποίο έγραψε ο Σινουάρ ενώ βρισκόταν στη φυλακή, εκτιμώντας ότι τεκμηριώνει σε σημαντικό βαθμό την προσωπικότητά του, καθώς αποκαλύπτει την εσωτερική του ζωή, τις σκέψεις και τις προσδοκίες του, τουλάχιστον όπως επέλεξε να τις αναπαραστήσει στο έργο του. Γράφουν, μεταξύ άλλων:
Αν τα απομνημονεύματα είναι ένα παράθυρο για την κατανόηση των συγγραφέων τους, το βιβλίο “Αγκάθια και γαρίφαλα” απευθύνεται σε όσους ενδιαφέρονται να κατανοήσουν τον Σινουάρ, τον ηγέτη της Χαμάς στη Γάζα.
Το βιβλίο, με τον κάπως κοινότοπο δυαδικό τίτλο του, αρκετά συνηθισμένο στη νεώτερη αραβική αυτοβιογραφική λογοτεχνία, υποδηλώνει αντιθετικές εμπειρίες ζωής, που σκιαγραφούνται σε αυτό το μυθιστόρημα: αγάπη και βία, ελπίδα και απελπισία, τρυφερότητα και δύναμη. Αυτό που έχουμε εδώ είναι ένα bildungsroman, ένα οιονεί μυθιστόρημα, που αφηγείται την ιστορία ενός ταξιδιού πνευματικής εκπαίδευσης και ανάπτυξης, από την οπτική γωνία ενός Εγώ που ονομάζεται “Άχμαντ”, και μια ιστορία δύο οικογενειών στη Γάζα και τη Χεβρώνα, δύο αλληλένδετων κινημάτων αντίστασης. Το μυθοπλαστικό στοιχείο είναι επιφανειακό, μόλις και μετά βίας κάτι περισσότερο από μια αλλαγή ονομάτων, ενώ το αυτοβιογραφικό στοιχείο προορίζεται σαφώς να είναι πραγματικό, όπως αναφέρεται στον πρόλογο του συγγραφέα: “Το φανταστικό στοιχείο σε αυτό το έργο συνίσταται απλώς στο να το μετατρέψω σε μυθιστόρημα… όλα τα υπόλοιπα είναι τόσο αληθινά όσο τα έχω ζήσει ή ακούσει και όπως τα έχουν ζήσει και ακούσει οι αφηγητές του στην αγαπημένη μας πατρίδα Παλαιστίνη”.
Παράνομα διακινούμενο με το σταγονόμετρο από τη φυλακή, το κείμενο, ασύνδετο όπως οι παλαιστινιακές ζωές που περιγράφει και με απότομες εναλλαγές σκηνών, είναι ωστόσο ζωντανό ακριβώς λόγω του αυθορμητισμού και της ειλικρίνειάς του, περιγράφοντας τη συμμετοχή σε στρατιωτικές επιχειρήσεις και σχεδιασμούς, κρατώντας μυστικά του ξαδέλφου του για τις επιχειρήσεις αυτές κ.ο.κ. Έχει ένα σχεδόν προφορικό ύφος, σαν κάποιος να χρειάζεται επειγόντως να αφηγηθεί μια ιστορία, ενώ υπάρχουν τόσο επιχειρήματα και συζητήσεις, μπρος-πίσω, όσο και αφηγήσεις για πράξεις αντίστασης. Οι άνθρωποι μιλούν σχεδόν όσο και δρουν.
Η διανομή των χαρακτήρων είναι μεγάλη, περισσότερο απ’ ό,τι σε μεγάλο μέρος της λογοτεχνίας μαρτυριών του παλαιστινιακού στρατοπέδου, σε σημείο που οι αναγνώστες πρέπει να παρακολουθούν προσεκτικά τις εισόδους και τις εξόδους τους. Αλλά τρεις ή τέσσερις ξεχωρίζουν. Πρώτη είναι η μητέρα της οικογένειας, καθώς ο πατέρας έχει εξαφανιστεί από τις πρώτες μέρες. Είναι μια μεγαλοπρεπής φιγούρα, απίστευτα περήφανη, υπέροχη στη θλίψη και στη χαρά, μια αυταρχική γυναίκα της οποίας κάθε εντολή γίνεται σεβαστή ή αμφισβητείται χλιαρά και με τρόμο, ευγενική, φιλόξενη και ακούραστη στην αφοσίωσή της στα παιδιά και τους συγγενείς της. Στη συνέχεια, υπάρχουν οι δύο πιο εξέχουσες προσωπικότητες, ο Μαχμούντ, αδελφός του αφηγητή, άνθρωπος της Φατάχ (πρώην Παλαιστινιακό Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα) και της PLO, ο οποίος εμμένει στην άποψη ότι η διαπραγμάτευση και η ειρηνική αντίσταση θα εξασφαλίσουν τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, και ο Ιμπραήμ, ισλαμιστής ξάδελφος, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ένοπλη αντίσταση, ενισχυμένη από την πίστη, είναι η απάντηση. Ο Ιμπραήμ ήταν αυτός που ξεκίνησε το μαχητικό σκέλος της Χαμάς. Τέλος, υπάρχει ο διεφθαρμένος συνεργαζόμενος ξάδελφος, ο Χασάν, μια συνεχής υπενθύμιση των κινδύνων που προέρχονται από το εσωτερικό. Οι μεταξύ τους αντιπαραθέσεις, οι οποίες γίνονται όλο και πιο έντονες σε κάθε σημαντική καμπή της πρόσφατης ιστορίας της Παλαιστίνης, αποκαλύπτουν το βάθος της πολιτικοποίησης μεταξύ όλων των τάξεων των Παλαιστινίων και θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως ένα ιστορικό μητρώο των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των παλαιστινιακών παρατάξεων. Ακούμε φωνές που αμφισβητούν τη βιωσιμότητα της αντίστασης, τα υπέρ και τα κατά για την πιθανότητα ειρήνης κατά την έναρξη της ειρηνευτικής διαδικασίας και την απογοήτευση από αυτήν καθώς οι διαπραγματεύσεις αυτές έγιναν μια ατέρμονη διαδικασία. Η Γάζα μπορεί κατά καιρούς να φαίνεται ότι βρίσκεται σε έναν μακρινό πλανήτη, ωστόσο οι ίδιοι οι κάτοικοί της, μολονότι παγιδευμένοι και ασφυκτικά πολιορκημένοι, έχουν αξιοσημείωτη επίγνωση του περιφερειακού τους περιβάλλοντος και είναι πάντα πρόθυμοι να διδαχθούν από αυτό.
Ένα συγκλονιστικό ανέκδοτο από την πρώιμη ζωή του παιδιού “Άχμαντ” περιγράφει πώς ο ηλικιωμένος παππούς ξεκινούσε κάθε μέρα με κόπο με το μπαστούνι του να ψάχνει για οποιαδήποτε είδηση του εξαφανισμένου γιου του. Αυτό το τραγικό σκηνικό καταλήγει τελικά σε συμφιλίωση, όταν, πολύ μετά το θάνατο του θλιμμένου παππού, ο άσωτος γιος και πατέρας ανακαλύπτεται, έχοντας απλώς φύγει κρυφά στην Ιορδανία, όπου και ξαναπαντρεύτηκε. Δύο από τους ενήλικες γιους του από αυτόν τον δεύτερο γάμο θα φτάσουν τελικά στη Γάζα και θα αγκαλιαστούν από τη μητέρα σαν να ήταν οι δικοί της γιοι. Αυτό το επεισόδιο έχει το περίγραμμα μιας παραβολής που διαδραματίζεται στο ίδιο επίπεδο με τα ευαγγελικά κείμενα.
Η παιδική ηλικία του αφηγητή είναι μια σειρά από εικόνες και εντυπώσεις που δεν διαφέρουν πολύ από άλλες περιγραφές της ζωής στον προσφυγικό καταυλισμό: μεταξύ των πρώτων αναμνήσεων είναι το νερό της βροχής που στάζει από τη στέγη σε μια κατσαρόλα, ο συνωστισμός, ο τρόμος ενός παιδιού όταν ακούει για πρώτη φορά τη λέξη “πόλεμος”, μια ουρά γυναικών που παλεύουν να γεμίσουν τα δοχεία τους σε μια βρύση, η μητέρα του που κλαίει καθώς αναγκάζεται να δεχτεί χρήματα από έναν πλούσιο αδελφό, ένα παιδικό παιχνίδι που παίζεται με ξύλινα ραβδιά ως τουφέκια και αναπαράγει τον πόλεμο του ’67, αλλά με τους Άραβες αναπόφευκτα νικητές. Στην πραγματικότητα, το βιβλίο ξεκινάει με τις αναμνήσεις του από τον πόλεμο, και συγκεκριμένα με τον πατέρα του αφηγητή να σκάβει μια τρύπα στην αυλή του σπιτιού, όπου οι οικογένειες του ίδιου και του θείου του κρύφτηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η πρώιμη παιδική ηλικία του αφηγητή είναι μια σειρά από ανέκδοτα για την οξεία φτώχεια αλλά και για τη μεγάλη περηφάνια και αξιοπρέπεια ως προς τη διαχείρισή της μέσω της εργασίας μετά το σχολείο.
Καθώς ο αφηγητής μεγαλώνει, στα τέλη της εφηβείας του, λαμβάνει χώρα η ισραηλινή κατοχή της Γάζας. Από αυτό το σημείο και μετά, τα απομνημονεύματα ασχολούνται κυρίως με την αντίσταση στην κατοχή, τις προκλήσεις και τις δυσκολίες της, την άμπωτη και τη ροή της, καθώς και τις συζητήσεις σχετικά με αυτήν, τα υπέρ και τα κατά, που συχνά φαίνεται να αντανακλούν τις ταξικές διαιρέσεις. Η αντίσταση είναι αρχικά σποραδική, ασυντόνιστη, τυχαία και αντιμετωπίζεται με βάναυσα και δυσανάλογα αντίποινα από τον κατακτητή. Αυτή η ατμόσφαιρα είναι, όμως, συνυφασμένη με μια αργή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου που προκύπτει από τους εργάτες της Γάζας που φέρνουν πίσω τους μισθούς που έχουν κερδίσει στο “Ισραήλ”, αλλά και με λεπτομερείς περιγραφές της ζωής στις φυλακές και των μεθόδων βασανισμού. Με αυτήν, επίσης, είναι συνυφασμένη η ανάπτυξη τριών κύριων πολιτικών ρευμάτων και ιδεολογιών: της γραμμής της Φατάχ, της αριστερής μαρξιστικής γραμμής και της αναδυόμενης ισλαμιστικής γραμμής, η οποία σιγά-σιγά ξεπερνά τις άλλες δύο, ιδίως υπό την ηγεσία του χαρισματικού σεΐχη Άχμαντ Γιασίν, ο οποίος προσδιορίζεται ως τέτοιος στα απομνημονεύματα. Ο αφηγητής, που έλκεται όλο και περισσότερο από την ισλαμιστική γραμμή, είναι ωστόσο αξιοσημείωτα αντικειμενικός στην περιγραφή των άλλων δύο ρευμάτων.
Καθώς η αντίσταση οργανώνεται καλύτερα, θεσμοί στη Γάζα, όπως τα τζαμιά και το Ισλαμικό Πανεπιστήμιο, αρχίζουν να λειτουργούν ως κόμβοι οργανωμένης δράσης – ωστόσο, ανάμεσα στα ξεσπάσματα της αντίστασης, η ζωή προχωρά λίγο πολύ “κανονικά”. Υπάρχουν αρκετές ερωτικές ιστορίες, οι οποίες εκτυλίσσονται πάντα με μακρινές ματιές και μεγάλη ευπρέπεια, ενώ οι γάμοι ενθαρρύνονται και κανονίζονται εξ ολοκλήρου από την τρομερή μητέρα, η οποία αντιμετωπίζει τον γάμο ως αναπόφευκτο πεπρωμένο για τους γιους της, ακόμη και όταν εκείνοι διαμαρτύρονται λέγοντας πως η Παλαιστίνη είναι η μόνη τους αγάπη – τόσο κοντά και όμως τόσο μακριά. Όταν ο “Άχμαντ” επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ιερουσαλήμ, η συνάντησή του με την πόλη και με άλλους Παλαιστίνιους είναι οραματική και υπνωτιστική. Από το 1948, η Γάζα ήταν κάτι σαν νησί, αποκομμένη, σε γενικές γραμμές, από τη μητέρα πατρίδα, η οποία με τα χρόνια είχε αποκτήσει μια ισχυρή μυσταγωγία, αντικείμενο μιας υπερβατικής αγάπης.
Μελετητές έχουν υπογραμμίσει πώς η ιδεολογία της Χαμάς έχει, με την πάροδο του χρόνου, αποβάλει τα αντισημιτικά της στερεότυπα, τα οποία είχαν εμπνευστεί σε μεγάλο βαθμό από τον δυτικό αντισημιτικό λόγο, και τώρα ευθυγραμμίζεται όχι τόσο με την ισλαμική έννοια του τζιχάντ όσο με τον παγκόσμιο αντιαποικιοκρατικό αγώνα. Ωστόσο, αυτό που είναι αξιοσημείωτο σε αυτό το μυθιστόρημα απομνημονευμάτων, που γράφτηκε στις πρώτες μέρες του κινήματος, είναι η έλλειψη αντισημιτικού αισθήματος. Η πραγματική οργή του αφηγητή επιφυλάσσεται για τους συνεργάτες του. Αυτή η οργή φαίνεται ότι αυξήθηκε με την πάροδο του χρόνου και είναι αυτή που έδωσε στον Σινουάρ το προσωνύμιο “Χασάπης της Χαν Γιούνις”, για τη δολοφονία οποιουδήποτε ήταν αποδεδειγμένα συνεργάτης. Υπήρξαν εποχές, επί ισραηλινής κατοχής, που χιλιάδες κάτοικοι της Γάζας πήγαιναν να εργαστούν στο “Ισραήλ” και, επιστρέφοντας, εισήγαγαν τις εικόνες και τους ήχους μιας εκδυτικοποιημένης κοινωνίας σε μια συντηρητική κοινωνία – απέναντί τους ο αφηγητής είναι εντυπωσιακά ανεκτικός. Υπήρξαν επίσης εποχές που χιλιάδες ισραηλινοί τουρίστες επισκέπτονταν τη Γάζα, και υπήρχαν ακόμη και περιπτώσεις που ισραηλινοί εργοδότες πήγαιναν στη Γάζα για να παραστούν στους γάμους των υπαλλήλων τους. Αλλά δεν υπάρχει κανένα σημάδι αντισημιτισμού σε όσα λέει ο αφηγητής γι’ αυτούς. Η αντίσταση, ακόμη και αν είναι θρησκευτικά εμπνευσμένη, είναι σε έναν κατακτητή, όχι στη θρησκεία του.
Αν και άνθρωπος βαθιάς πίστης, ο αφηγητής είναι εξίσου πραγματιστής. Φυλακίστηκε σε ηλικία 26 χρόνων και αποφυλακίστηκε σε ηλικία 49 χρόνων. Η φυλάκισή του, που κρατήθηκε έξω από αυτά τα απομνημονεύματα, του επέτρεψε να σκεφτεί πολύ και βαθιά για την αποστολή της ζωής του. Αν η Γάζα ήταν τόσο εκτεθειμένη επιφανειακά, γιατί να μην επινοήσει μια υπόγεια; Εξάλλου, η τρύπα που έσκαψε ο πατέρας του κατά τη διάρκεια του πολέμου του ’67, με την οποία ξεκινούν τα απομνημονεύματα, τους προστάτευε από τους βομβαρδισμούς. Τα περίπου 750 χιλιόμετρα σηράγγων που προέκυψαν δείχνουν πώς η Γάζα, μια λωρίδα που “βρίσκεται υπό χερσαίο, θαλάσσιο και εναέριο αποκλεισμό από το Ισραήλ, καθώς και χερσαίο αποκλεισμό από την Αίγυπτο, από το 2007, χωρίς να πιστεύει κανείς ότι διαθέτει το είδος των μεγάλων μηχανημάτων που συνήθως χρησιμοποιούνται για την κατασκευή σηράγγων βαθιά κάτω από το έδαφος“, κατάφερε να επιβιώσει. Αυτό είναι το επίτευγμα του Σινουάρ ως αρχηγού ανταρτών, αλλά σε αυτά τα απομνημονεύματα, εντοπίζουμε έναν άλλο Σινουάρ, έναν κοινωνικό αναλυτή με σύνθετη προσωπικότητα: σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ένα αγκάθι και ένα γαρύφαλλο.
Παρόλα αυτά, ο αναγνώστης μένει με κάποια ερωτήματα διαβάζοντας το Αγκάθια και Γαρύφαλλα. Γιατί ο συγγραφέας επέλεξε να καταγράψει ως μυθιστορία τα απομνημονεύματά του; Γιατί επέλεξε να αναπαραστήσει τη ζωή του με αυτόν τον τρόπο; Γιατί ξεκίνησε με τον πόλεμο του ’67 και την τρύπα που έκρυβε τον ίδιο και την οικογένειά του από τον πόλεμο; Γιατί δεν παρουσιάζονται εδώ οι περισσότερες από δύο δεκαετίες που ο Σινουάρ πέρασε στη φυλακή; Και γιατί άφησε στους Ισραηλινούς να μιλήσουν για την προσωπικότητά του όταν τον συνάντησαν στη φυλακή;
Υπάρχουν επίσης κάποια γενικά συμπεράσματα που μαθαίνουμε διαβάζοντας αυτά τα απομνημονεύματα. Αυτό που ξεχωρίζει ίσως πιο έντονα είναι η χρόνια και διαρκής βία, η καταστροφή και η στέρηση που βίωσε ο αφηγητής από την παιδική του ηλικία μέχρι και ολόκληρη την ενήλικη ζωή του. Τα απομνημονεύματα ξεκινούν με τις αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας εν μέσω του πολέμου του 1967 και συνεχίζουν με τον πόλεμο του 1973, την ισραηλινή κατοχή της Γάζας, τις συνεχείς επιδρομές της ισραηλινής αστυνομίας για τη σύλληψη μαχητών στους παλαιστινιακούς καταυλισμούς και την άνοδο της μαχητικής αντίστασης. Αποτελεί μια έντονη υπενθύμιση ότι η περίοδος ακραίας βίας που παρακολουθούμε από τις 7 Οκτωβρίου του περασμένου χρόνου, δεν είναι παρά ένα κεφάλαιο μιας μακράς ιστορίας που εκτείνεται σε όλη τη ζωή κάθε Παλαιστίνιου στη Γάζα σήμερα και όχι μόνο.
Εντυπωσιάζει επίσης η ολοκληρωτική δέσμευση του αφηγητή να αγωνιστεί για μια απελευθερωμένη Παλαιστίνη, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει ασάφεια και έλλειψη λεπτομερειών στο κείμενο ως προς το πώς ακριβώς θα έμοιαζε μια ελεύθερη Παλαιστίνη. Σίγουρα δεν υπάρχει σαφής επίκληση κάποιου συγκεκριμένου μέλλοντος, είτε αυτό είναι ένα ισλαμικό κράτος, είτε μια λύση δύο κρατών, είτε ενός κράτους. Η απελευθέρωση από την κατοχή είναι υψίστης σημασίας, αλλά η απελευθέρωση προς ποια κατεύθυνση είναι πολύ λιγότερο σαφής.
Τέλος, σε όλη τη διάρκεια των απομνημονευμάτων, υπάρχει μια εμμονική και δημιουργική εστίαση στο έργο της οικοδόμησης υποδομών αντίστασης τόσο με τη φυσική όσο και με τη θεσμική έννοια. Γινόμαστε μάρτυρες της ανάπτυξης του Ισλαμικού Πανεπιστημίου, των σχολείων, των δικτύων αντίστασης μεταξύ της Δυτικής Όχθης και της Γάζας, καθώς και της στρατολόγησης από τον ξάδελφό του επιστημόνων που απαιτούνται για την κατασκευή όπλων για την ένοπλη αντίσταση. Διαβάζοντας τα “Αγκάθια και Γαρύφαλλα”, έχει κανείς την αίσθηση ότι τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου ήταν πράγματι από καιρό σε εξέλιξη.
(σε επόμενη ανάρτηση μια εκτενέστερη εκδοχή της φιλοσοφίας της Χαμάς μέσα από τα κείμενα του Γιαχία Σινουάρ)